του Βασίλη Λιόση
Η λυσσώδης προσπάθεια του εκάστοτε υπουργείου παιδείας να επιβάλει την αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς είναι γνωστή. Το ερώτημα είναι το γιατί. Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή διευκρινίζοντας εξ αρχής ότι η επιχειρηματολογία που υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση θα είναι θεσμός βελτίωσης του παρεχόμενου έργου είναι απολύτως υποκριτική. Εξηγούμαστε:
- Πάντα μα πάντα η αξιολόγηση αφορά τους εργαζόμενους. Έχει ακούσει κανείς για την ανάγκη αξιολόγησης υπουργών, κυβερνήσεων ή ακόμη-ακόμη βιομηχάνων, εφοπλιστών, μεγαλεμπόρων, χρηματιστών και λοιπών που απαρτίζουν αυτό που λέμε άρχουσα τάξη; Ποτέ! Και δεν πρόκειται να ακούσει ποτέ. Αν το επιχείρημα είναι πως οι κυβερνήσεις και τα κόμματα αξιολογούνται στις εκλογές, τότε πρόκειται για ένα σαθρό επιχείρημα. Πρώτα από όλα γιατί οι εκλογές είναι κάθε τέσσερα χρόνια. Κατά δεύτερο γιατί η αποχή είναι πλέον κοντά στο 50%. Κατά τρίτο γιατί οι κρατούντες φροντίζουν ώστε να διαμορφώνουν απολιτικές, υποταγμένες ή συντηρητικές συνειδήσεις με χιλιάδες τρόπους. Επομένως, μιλάμε, εν πολλοίς, για μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
- Μάλιστα, όλοι αυτοί που κόπτονται για την αξιολόγηση κάνουν και το εξής απίθανο: αυτοαξιολογούνται και αυτοχαρακτηρίζονται ως άριστοι. Τι ωραίος τρόπος στα αλήθεια (αυτο)αξιολόγησης! Το ότι είδαμε όλους αυτούς τους άριστους να αποδεικνύονται βιαστές, ιστορικά αναλφάβητοι ή πορωμένοι, ψεύτες, ενεργούμενα μεγάλων συμφερόντων, ασφαλώς και δεν έχει καμία σημασία για όλη την παρέα της αριστείας. Άλλωστε στοιχείο της (αστικής) εξουσίας είναι αναμφίβολα η θρασύτητα, τέτοια και τόση που σε αφοπλίζει (ή έχει σκοπό να σε αφοπλίσει). Και αλήθεια: ποιος τους αξιολογητές θα αξιολογήσει στον χώρο της παιδείας;
- Υπάρχει διεθνής εμπειρία με βάση την οποία η αξιολόγηση όπου έχει εφαρμοστεί αποτελεί μία εφιαλτική πραγματικότητα για τους εκπαιδευτικούς. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγγλία όπου η αξιολόγηση εφαρμόζεται με πολλαπλούς τρόπους και σε πολλαπλές φάσεις με αποτέλεσμα μία συνεχή πίεση στους εκπαιδευτικούς που ουδεμία βελτίωση φέρνει στην παροχή του εκπαιδευτικού έργου. Είναι όμως μέσο για να κλείνουν τα «προβληματικά» σχολεία παρέχοντας έτσι στην κοινωνία μία αντίληψη παρόμοια με αυτή του Καιάδα. Πρόκειται για μία λογική που στο βάθος της εμπερικλείει ναζιστικά προτάγματα (οι αδύναμοι δεν έχουν θέση στην κοινωνία).
- Η αξιολόγηση είναι εκ προοιμίου απολύτως προβληματική. Έχει αποδειχτεί πέρα από κάθε αμφιβολία πως η παιδεία είναι ταξική. Το ποσοστό εισαχθέντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι συναρτώμενο με την οικονομική στάθμη της οικογένειας και την περιοχή διαβίωσης. Οι πιο φτωχές περιοχές έχουν και τα μικρότερα ποσοστά επιτυχίας. Εκτός αν δεχτούμε πως οι ασθενέστεροι οικονομικά είναι μειωμένης αντίληψης υιοθετώντας μία νέα πρωτότυπη ρατσιστική θεωρία.
- Σκοπός της αξιολόγησης είναι α) η ιδεολογική υποταγή των εκπαιδευτικών, β) η είσοδος ιδιωτών στον χώρο των σχολείων αφού η εξεύρεση πόρων ιδιοσυντήρησης θα γίνει αξιολογικός δείκτης, γ) η διεύρυνση των αξιολογικών θεσμών σε όλη τη δημόσια σφαίρα με απώτερο σκοπό την άρση της μονιμότητας, δ) η δημιουργία ενός πολυπλόκαμου συστήματος κατάδοσης που θα αποτελείται από εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές και αξιολογητές. Η δουλειά κατά τον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι δικαίωμα αλλά ευκαιρία.
- Πώς ακριβώς η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της παιδείας όταν – συγγνώμη για τη λέξη- ξέσκισε το μάθημα της κοινωνιολογίας που κατά τον ανεκδιήγητο Γεωργιάδη το εν λόγω μάθημα φτιάχνει αριστερούς; Πώς ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της παιδείας όταν υποβάθμισε τα καλλιτεχνικά μαθήματα, δηλαδή τα μαθήματα όπου οι μαθητές μπορούν να αναδείξουν τα ταλέντα τους και με αυτό τον τρόπο να περιορίσουν την εξάρτηση από το κινητό και τον υπολογιστή; Πώς ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της παιδείας με τη θέσπιση της ανόητης τράπεζας θεμάτων που φέρνει νέα εντατικοποίηση και εντείνει την αποστήθιση των μαθητών;
- Αν το υπουργείο ενδιαφερόταν πραγματικά για τη βελτίωση της εκπαίδευσης δεν είχε παρά α) να αλλάξει ριζικά τα αναλυτικά προγράμματα έτσι που να προάγουν τη γνώση κι όχι τις ασύνδετες πληροφορίες, β) θα θέσπιζε οργανωμένα και κεντρικά επιμορφωτικά σεμινάρια των εκπαιδευτικών, γ) θα έπαιρνε πολύ σοβαρά υπόψη τη γνώμη των εκπαιδευτικών που ποτέ δεν έχουν ρωτηθεί για τη μορφή και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, δ) θα έχτιζε νέα σχολεία και θα μείωνε την αναλογία εκπαιδευτικού-μαθητή (άρα θα έκανε μαζικές προσλήψεις καταργώντας τον απαράδεκτο θεσμό των αναπληρωτών), ε) θα αύξανε τον μισθό των Ελλήνων εκπαιδευτικών που είναι πλέον από τους πιο κακοπληρωμένους σε όλη την Ευρώπη (ας ανατρέξει όποιος θέλει στους σχετικούς πίνακες). Τίποτα από όλα αυτά δεν κάνει ή ό,τι κάνει είναι περιστασιακό. Άλλωστε οι ξενόδουλες κυβερνήσεις αυτού του τόπου ποτέ δεν είχαν ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας προς όφελος του λαού, ώστε, έχοντάς το αυτό ως γνώμονα, να προάγουν τη χάραξη νέων εκπαιδευτικών πολιτικών που να υπηρετούν αυτό το κεντρικό σχέδιο.
Αυτό, λοιπόν, είναι το μέλλον του κόσμου της παιδείας; Κακοπληρωμένοι εκπαιδευτικοί που θα κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους εφ’ όρου ζωής το ξίφος της επίπληξης, αξιολόγησης, απόλυσης; Που θα εργάζονται με ένα διαρκές άγχος; Με ένα σχολείο βορά σε ορέξεις ιδιωτών και χώρο όπου θα διαμορφώνονται συνειδήσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες του συστήματος; Το σχολείο οφείλει να είναι χώρος ελεύθερης σκέψης, δημιουργίας, γνώσης. Να είναι ελκυστικό κι όχι απωθητικό για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί έχουν χρέος να αντιπαλέψουν το μοντέλο του σχολείου-φυλακή. Δεν είναι ιμάντες μεταβίβασης των κυβερνητικών εντολών και νόμων. Οφείλουν να αντιστέκονται και αυτό είναι ένα σπουδαίο μάθημα απέναντι στους μαθητές τους και την κοινωνία.
Η παιδεία δεν είναι προϊόν για να το αξιολογούμε και να του δίνουμε πιστοποιήσεις ISO. Η παιδεία δεν μπαίνει σε ποσοτικές μετρήσεις και σε ζυγαριές. Ασφαλώς τα στατιστικά στοιχεία έχουν τη σημασία τους, αλλά το ζητούμενο εδώ είναι η ποιότητα και μία ριζικά διαφορετική οπτική των πραγμάτων. Η παιδεία είναι δικαίωμα των παιδιών και όλου του λαού. Όμως για αυτή την κυβέρνηση το ζητούμενο είναι να δοθούν τα πάντα στους ιδιώτες, γιατί το υπέρτατο κριτήριο είναι η εξυπηρέτηση των ολιγαρχών και η μεγιστοποίηση των κερδών τους. Στους ιδιώτες η καλλιτεχνική εκπαίδευση, τα μουσεία, το ρεύμα, οι τηλεπικοινωνίες, οι ελεύθεροι χώροι (βλέπε Ελληνικό και Μαρούσι), η παιδεία… Και όπως λένε στη γνωστή ελληνική ταινία με τον Μαυρογιαλούρο «φάγανε, φάγανε, φάγανε…», μόνο που αυτό το φαγοπότι δεν έχει τέρμα. Πρόκειται για ένα αδηφάγο τέρας που κάποιος πρέπει να το σταματήσει. Και αυτός είναι ένας: ο λαός.