Γράφει η Μαρίνα Παπαδοπούλου και η Ειρήνη Τσαλουχίδη
Η δημόσια αναφορά της Σοφίας Μπεκατώρου σχετικά με το βιασμό που υπέστη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τις καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα να διαδέχονται η μία την άλλη. Με αφορμή αυτήν την καταγγελία, ξεκίνησε μια παράλληλη και συνδεόμενη συζήτηση για τη βία στους χώρους εργασίας. Το ρεύμα που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να φτάσουν να αποκαλύπτονται σοβαρές εγκληματικές συμπεριφορές ανθρώπων που αποτελούσαν «προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού» σε βάρος ανηλίκων και μη. Η συζήτηση που διεξάγεται ευρύτατα αυτή τη στιγμή στα social media, τα ΜΜΕ, τις παρέες των ανθρώπων είναι πλούσια και χαώδης, ενώ εκτείνεται και σε επιμέρους παραμέτρους του προβλήματος της έμφυλης βίας, όπως το νομικό πλαίσιο, η στάση της δικαιοσύνης, η ψυχολογία των θυμάτων, ο ρόλος της οικογένειας, οι πολιτικές ευθύνες κ.ά. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να εισάγει ορισμένους προβληματισμούς στη συζήτηση, με στόχο αυτή να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.
Υπάρχει πρόβλημα έμφυλης βίας στην Ελλάδα;
Ναι. Υπάρχει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, με διαφορετική ένταση και έκταση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτελεί παρελθόν ή απλό κατάλοιπο προηγούμενων εποχών που με τον καιρό και την δήθεν γραμμική κοινωνική εξέλιξη θα ξεπεραστεί. Τα στοιχεία τους διαψεύδουν. Σύμφωνα με έρευνα που διενέργησε το 2012 το FRA[1] σε 42.000 γυναίκες από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το 33% των γυναικών από 15 ετών και άνω έχουν πέσει θύματα σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στις 20 γυναίκες στην Ε.Ε. έχει πέσει θύμα βιασμού. Το ποσοστό που αφορά την Ελλάδα είναι μικρότερο, με τα θύματα σεξουαλικής ή/και σωματικής βίας να ανέρχονται στο 19% των ερωτηθεισών. Χαμηλότερα είναι και τα ποσοστά των βιασμών. Ενδιαφέρον στοιχείο στην έρευνα είναι σταθερά τα υψηλότερα ποσοστά σωματικής και σεξουαλικής βίας αναφέρονται στις θεωρητικά «προηγμένες» σκανδιναβικές χώρες, με την έρευνα να θέτει πάντως υπόψιν του αναγνώστη ότι αυτό πιθανώς οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη αντίληψη σε σχέση με το τι συνιστά παρενόχληση και σεξουαλική βία.
Ειδικά για την Ελλάδα, ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι ενώ μόνο το 17% δηλώνει ότι ανησυχεί ότι θα πέσει θύμα κακοποίησης (με την πλειοψηφία μάλιστα να θεωρεί πιθανότερο το ενδεχόμενο να κακοποιηθεί από κάποιον άγνωστο παρά τα σαφή στοιχεία που δείχνουν ότι η κακοποίηση από οικεία πρόσωπα είναι πολύ συχνότερη), το 68% των γυναικών (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά) δηλώνουν ότι αποφεύγουν συνειδητά την μετακίνησή τους σε ορισμένους χώρους, ιδιωτικούς ή δημόσιους, που αναγνωρίζουν ως «επικίνδυνους». Τα παραπάνω φαίνονται λογικά επακόλουθα της ευρέως διαδεδομένης αντίληψης που θέλει το θύμα να ευθύνεται επειδή «προκάλεσε» ή «ήταν απρόσεκτο», αλλά και της λογικής που θέλει τις γυναίκες κυρίως να φοβούνται την κακοποίηση και όχι να είναι καλά ενημερωμένες σε σχέση με αυτήν. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη από το τέλος, όσον αφορά το ποσοστό καταγγελίας στην αστυνομία του πιο σοβαρού περιστατικού σωματικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης που έχει δεχθεί μία γυναίκα.
Τι γεννά την καταπίεση και τη βία;
Η καταπίεση αφορά μια ανισότητα ισχύος και την επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο, κύριο χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτικών συστημάτων. Μια τέτοια ανισότητα είναι φανερή ανάμεσα στα δύο φύλα και έχει προκύψει ιστορικά από την κυριαρχία της πατριαρχίας ως τρόπου οργάνωσης της οικογένειας και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς [2] στην ανάλυσή του για την καταγωγή της οικογένειας, η υποδούλωση των γυναικών στους άνδρες αποτέλεσε την πρώτη ταξική σχέση υποδούλωσης.
Η γυναικεία εκμετάλλευση προέκυψε από το ζήτημα καταμερισμού της εργασίας και της κληροδότησης της ιδιοκτησίας, αλλά σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην ιδεολογία, τα κοινωνικά στερεότυπα και την ηθική, με διαφοροποιήσεις σε κάθε εποχή, διαμορφώνοντας τους κοινωνικούς ρόλους του φύλου που εξυπηρετούν τον καταμερισμό της εργασίας σε κάθε ιστορική περίοδο. Η σχέση μεταξύ ταξικού και έμφυλου ζητήματος έχει υπογραμμιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 από το μαρξιστικό φεμινισμό, αναδεικνύοντας το ζήτημα του φύλου ως μια σημαντική αντίθεση για το καπιταλιστικό σύστημα. Αναγνωρίζει την καταπίεση των γυναικών, ή καλύτερα την κυριαρχία των ανδρών, ως δομικό στοιχείο του συστήματος, μέσω της διπλής εκμετάλλευσης των γυναικών στον τομέα της παραγωγής και της αναπαραγωγής.
Έτσι, η σχέση μεταξύ των φύλων διαμορφώνεται ως μια σχέση εξουσίας συχνά μέσω της επιβολής αυτής, είτε λόγω των κοινωνικών νορμών που επιζητούν τη συμμόρφωση, είτε με χρήση βίας. Πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι ο βιασμός και οι παρενοχλητικές συμπεριφορές δεν σχετίζονται με την σεξουαλικότητα και δεν αποτελούν πιο «επιθετικές» μορφές έκφρασης της επιθυμίας ή της αγάπης. Σχετίζονται κατά βάση με την εξουσίαση του άλλου, που νοείται την δεδομένη στιγμή και βάσει των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων ως αδύναμος. Το πρόβλημα δηλαδή ανάγεται στο σύστημα που παράγει θύτες και θύματα και στις αξίες που αυτό καλλιεργεί στην κοινωνία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα που παράγει. Λεκτική, σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική, η έμφυλη βία διαχωρίζεται ως έννοια από άλλα είδη βίας λόγω της κατεύθυνσής της (προς τη γυναίκα) και του σκοπού της (την επιβολή του ισχυρού φύλου). Οι κοινωνικές νόρμες για τη σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων, οι οποίες κανονικοποιούν την ανδρική επιθετικότητα έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα αποσιώπησης για περιστατικά έμφυλων κακοποιητικών συμπεριφορών στο σπίτι, την εργασία ή το δημόσιο χώρο. Και για αυτό, η εμφάνιση τέτοιων καταγγελιών στο δημόσιο λόγο αποκτά χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας: η μία ακολουθεί την άλλη γιατί λαμβάνουν δύναμη από το άνοιγμα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα, από την πρόκληση που αυτό δημιουργεί ενάντια στο status quo που κανονικοποιεί την παραβιαστική συμπεριφορά με το επιχείρημα «έτσι είναι η φύση τους».
Αυτές οι κοινωνικές νόρμες συνδέονται με το φαινόμενο της «κουλτούρας του βιασμού». Πρόκειται για μια κοινωνιολογική έννοια που αναφέρεται σε κοινωνικά πλαίσια στα οποία μέσω των κοινωνικών στάσεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο βιασμός κανονικοποιείται, ενισχύεται η έμφυλη βία και η ενοχοποίηση του θύματος. Η κυρίαρχη αναπαράσταση για το βιασμό αφορά μια επίθεση ενός «τρελού» σε ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου η εμφάνιση μιας κοπέλας τον έκανε να μη μπορεί να συγκρατήσει τη γενετήσια ορμή του. Αυτό αναπαράγει το μύθο της ευθύνης του θύματος ως πόλου σεξουαλικής έλξης. Ταυτόχρονα, θεωρεί αναπόδραστη τη σεξουαλική διέγερση κάθε άνδρα, αλλά η ‘διαταραχή’ του βιαστή έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος δρα επί αυτής της σεξουαλικής ορμής. Η «πρόληψη» λοιπόν του βιασμού έγκειται στις επιλογές της γυναίκας ώστε να μη φαίνεται σεξουαλική διαθέσιμη, και από πολύ νεαρή ηλικία η γυναίκα εκπαιδεύεται σε μεθόδους πρόληψης: να είσαι με παρέα, να συνοδεύεσαι από άνδρα, να γυρνάς νωρίς, να μη φοράς αποκαλυπτικά ρούχα, να διαλέγεις την πιο φωτισμένη διαδρομή, να κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι, να μιλάς στο τηλέφωνο ή έστω να παριστάνεις πως μιλάς στο τηλέφωνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θύτης παρουσιάζεται ως ανώμαλος, ως πιθανό ‘ψυχιατρικό περιστατικό’, αλλά το θύμα δε γλυτώνει από τις κατηγορίες ότι δεν πρόσεχε αρκετά, ότι έχει κάποιου είδους ευθύνη στο γιατί συνέβη σε εκείνη.. Πολύ συχνότερα βέβαια είναι τα περιστατικά βιασμού από οικεία πρόσωπα. Σε αυτά τα περιστατικά επικρατεί η δυσπιστία των Αρχών και του κοινωνικού περιγύρου, που είτε κατηγορούν το θύμα για ψευδή καταγγελία, είτε ξεχειλώνουν την έννοια της συναίνεσης. Η ευθύνη βαραίνει και πάλι το θύμα που δεν προέβαλε αρκετή αντίσταση, δεν έκανε σαφή την άρνηση ή απλά θεωρείται ότι μετάνιωσε μια συναινετική πράξη και τώρα θέλει να εκδικηθεί και να συκοφαντήσει.
Το θύμα πέρα από το τραύμα για το αυτό το οποίο πέρασε, εσωτερικεύει το βάρος της «ατομικής της ευθύνης» κατηγορώντας τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι παραπάνω Θα μπορούσε να είχε φωνάξει περισσότερο, να χτυπήσει δυνατότερα, να πει περισσότερες φορές «όχι», να εμπιστευτεί λιγότερο τα λόγια «Καλέ είναι δυνατόν να με φοβάσαι; Ένα ποτό θα πιούμε». Φυσιολογικές αντιδράσεις του σοκ, όπως το πάγωμα, χρησιμοποιούνται ενάντια στο θύμα. Η απώθηση του συμβάντος και η δυσκολία παραδοχής του ως βιασμό είναι συχνό ψυχολογικό φαινόμενο και παίζει σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση της καταγγελίας, ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνικές επιπτώσεις που υφίστανται τα θύματα που καταγγέλλουν αποτελούν επιπλέον αποτρεπτικό παράγοντα.
Έμφυλη ή ταξική βία;
Πολλές από τις καταγγελίες που δημοσιοποιούνται αφορούν τους εργασιακούς χώρους και αυτό έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για τη βία στην εργασία. Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία. Δε χρειάζεται όμως να υπονομεύει την ιδιαιτερότητα της γυναικείας εργασίας, θέτοντας ως αλληλοαποκλειόμενα το ταξικό και το έμφυλο. Φυσικά και υπάρχει το φαινόμενο βίας προς τους εργαζομένους και προς τα δύο φύλα. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε πως η καταπίεση, ο εξευτελισμός και η βία του εργοδότη δημιουργεί μια εντονότερη καταπίεση όταν κατευθύνεται σε γυναίκα εργαζόμενη, γιατί κατά κανόνα εκμεταλλεύεται την ασθενέστερη θέση της εξαιτίας του ότι είναι γυναίκα: είτε γιατί σωματικά δεν μπορεί να αντιδράσει, είτε γιατί έχει λιγότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας (άρα μεγαλύτερες πιθανότητες να σιωπήσει), είτε γιατί η κοινωνική κατακραυγή μπορεί να κατευθυνθεί στο θύμα αντί για το θύτη, είτε σεξουαλικοποιώντας το σώμα της κοκ.
Επίσης, δεν αρνείται κανείς το γεγονός πως το γυναικείο και εργατικό κίνημα πέτυχαν μεγάλες νίκες τις παρελθούσες δεκαετίες γύρω από ζωτικής σημασίας αιτήματα όπως το ωράριο, οι δομές του κοινωνικού κράτους, τα ασφαλιστικά συστήματα, η προστασία της μητρότητας κ.ά. Οι σημαντικές αυτές νίκες έχουν ωστόσο αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερου παροξυσμού. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η όλο και πιο έντονη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας (συχνά μάλιστα στο όνομα της δυνατότητας των γυναικών να μεγαλώνουν τα παιδιά τους), η αμφισβήτηση του 8ώρου και η ολομέτωπη επίθεση στο συνδικαλισμό μας έχουν οδηγήσει πολλά βήματα πίσω. Ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί την επιστροφή της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, διατηρουμένης φυσικά της ιδιότητάς της ως εργαζόμενης, με σχέσεις ωστόσο μερικούς απασχόλης, τηλεργασίας ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που πρέπει να ενισχυθεί η φωνή των γυναικών στους χώρους εργασίας και η διεκδίκηση παραδοσιακά «γυναικείων» αιτημάτων, που στην πραγματικότητα όμως συντελούν στην βελτίωση της θέσης του συνόλου των εργαζομένων.
Το γυναικείο ζήτημα ήταν και παραμένει επίκαιρο και χρειάζεται να υπάρχει στην ατζέντα όσων διεκδικούν ένα δίκαιο κόσμο, μακριά από τν καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η εξέλιξη το Me Too στην Ελλάδα αποτελεί αφορμή να βγει στο προσκήνιο μια πλευρά της γυναικείας εμπειρίας, ένα συλλογικό βίωμα γύρω από την έμφυλη διάσταση της βίας και της καταπίεσης, σε μια εποχή που υπάρχουν περισσότερα ανοικτά αυτιά. Αυτή η συνθήκη θα βοηθήσει να κάνουμε το πρώτο βήμα, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, ώστε να αρχίσουμε να ψηλαφουμε απαντήσεις.
[1] European Agency for Fundamental Rights: Βία κατά των γυναικών – Πανευρωπαϊκή έρευνα . Η έρευνα αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έρευνα που έχει διενεργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και για την ψυχολογική βία, την σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, τη διαδικτυακή παρενόχληση, το stalking κ.ά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι διακρίνει αυστηρά τα κριτήρια ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές βίας.
[2] Ένγκελς, Φ. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
Αναδημοσίευση από το antapocrisis.gr