Αναδημοσίευση από την Καθημερινή
Στο «Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας», που στεγάζεται σε ένα εμβληματικό κτίριο των μέσων του περασμένου αιώνα στο Βελιγράδι, κάθε ημέρα συρρέει πλήθος κόσμου. Κάποιοι κρατούν λουλούδια ή παλιές γιουγκοσλαβικές σημαίες. Προορισμός τους το Μαυσωλείο του Στρατάρχη Τίτο, ιδρυτή της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας.
Πολλοί από τους επισκέπτες είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι, δηλαδή, άνθρωποι που μεγάλωσαν με το παλαιό σύστημα και ήρθαν για να τιμήσουν τα γενέθλια του Τίτο. Πριν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, άλλωστε, ήταν μια σημαντική εθνική γιορτή. Κάποιοι άλλοι είναι μέλη ακροαριστερών κομμάτων. Oμως, ανάμεσα στους επισκέπτες ξεχωρίζουν οι νέοι που ήθελαν απλώς να δουν την έκθεση για τον Τίτο, που περιλαμβάνει πόστερ και φωτογραφίες της εποχής, έργα Τέχνης και προφορική Ιστορία με καταγεγραμμένες μαρτυρίες «του απλού λαού».
Εξι Δημοκρατίες
Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, δημιούργημα του στρατάρχη, απαρτιζόταν από έξι Δημοκρατίες: Σερβία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και την αυτόνομη περιοχή του Κοσόβου. Βασικό όραμα και στόχος του Τίτο ήταν η ένωση των διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων της περιοχής υπό το σύνθημα «Ενότης και Αδελφότης». Η ενίσχυση του εθνικισμού, μετά τον θάνατο του στρατάρχη το 1980, οδήγησε στον κατακερματισμό της και στους πολέμους της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα το 81% των Σέρβων και το 77% των Βοσνίων πιστεύουν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε δυσμενής εξέλιξη. Ακόμα και στη Σλοβενία, την πρώτη από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας που εντάχθηκε στην Ε.Ε., ο λαός θεωρεί τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας καταστροφική. Η νοσταλγία που εκφράζουν πολλοί για το παλαιό σύστημα ονομάζεται «γιουγκονοσταλγία». Η Λαρίσα Κούρτοβιτς, πολιτική ανθρωπολόγος από το Σεράγεβο, η οποία μελετάει τη μετα-γιουγκοσλαβική ταυτότητα στη Βοσνία, ωστόσο, θεωρεί ότι ο όρος δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. «Η νοσταλγία εμπεριέχει μελαγχολία και λαχτάρα επιστροφής. Αυτά, βέβαια, υπάρχουν, καθώς πολλά εστιατόρια και ξενώνες είναι γεμάτα από αναμνηστικά της εποχής, την οποία προσεγγίζουν μέσα από ροζ γυαλιά», λέει, προσθέτοντας ότι η νεότερη γενιά εξετάζει με αντικειμενικότητα εκείνη την περίοδο αναγνωρίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά της. «Σαφώς η σοσιαλιστική περίοδος χαίρει μεγάλης εκτίμησης κυρίως λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής», εξηγεί, προσθέτοντας ότι ακόμα και οι «προδομένες υποσχέσεις» του γιουγκοσλαβικού πειράματος ωχριούν μπροστά στον εθνικισμό και στη βία που ακολούθησε.
Πολλοί διερωτώνται κατά πόσον σε αυτό το σοσιαλιστικό παρελθόν θα μπορούσαν να κρύβονται και οι απαντήσεις για το μέλλον.
Πολλοί διερωτώνται κατά πόσον σε αυτό το σοσιαλιστικό παρελθόν θα μπορούσαν να κρύβονται και οι απαντήσεις για το μέλλον. Η Κούρτοβιτς σημειώνει ότι την τελευταία δεκαετία στη Βοσνία αναδείχθηκαν πολλά εργατικά συνδικάτα βασισμένα στο παλιό γιουγκοσλαβικό μοντέλο της αυτοοργάνωσης των εργατών.
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο είχε μεγάλες διαφορές από τα άλλα κράτη του Σιδηρούν Παραπετάσματος. Ο Τίτο διατήρησε τις ισορροπίες στις σχέσεις με τη Δύση και την ΕΣΣΔ και οι Γιουγκοσλάβοι μπορούσαν να ταξιδέψουν και στις δύο.
Ενα άλλο αίτιο της «γιουγκονοσταλγίας», εξηγεί η Κούρτοβιτς, είναι η απώλεια κύρους που νιώθουν οι πολίτες, καθώς ξαφνικά οι Γιουγκοσλάβοι κατέληξαν να είναι υπήκοοι μικρότερων και πιο ασήμαντων κρατών.
Κριτικό μάτι
Κάποιοι βέβαια δεν τρέφουν τόση συμπάθεια, ούτε νιώθουν νοσταλγία για τα περασμένα, αλλά βλέπουν την ιστορική περίοδο με περισσότερο κριτικό μάτι. Η οικογένεια της Αρνέλα Ισεριτς έχει καταγωγή από τη Βοσνία, αλλά μετανάστευσε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Η εντύπωση που είχα ως παιδί ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν μια υπέροχη χώρα και ότι όλα ήταν αρμονικά. Ολοι αγαπούσαν όλους. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι υπήρχαν και πτυχές της που δεν μου άρεσαν καθόλου», λέει και αναφέρει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ και την καταστολή της ελευθερίας του λόγου. Η ίδια, όμως, αναγνωρίζει ότι ακόμα και τώρα διακατέχεται από το «πνεύμα της Γιουγκοσλαβίας».