του Μιχάλη Χονδροκούκη
Πολιτική του φόβου είναι η κυβερνητική τρομοκρατία των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, ώστε φοβούμενοι για τη ζωή τους να παραδίνονται στην εξουσία άνευ όρων και να υπακούουν σε κάθε κανόνα που τους επιβάλλουν, ανεξάρτητα από το αν είναι κάτι λογικό ή παράλογο, επιστημονικά τεκμηριωμένο ή μη, ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητά του. Πολιτική του φόβου είναι η κυβερνητική επιστράτευση των ΜΜΕ, από την τηλεόραση έως τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην καθημερινή αναπαραγωγή μιας θορυβώδους ασάφειας με κοινό παρονομαστή τον θάνατο.
Πολιτική του φόβου είναι η καλλιέργεια μιας κοινωνικής διχόνοιας, όπου στον ένα πόλο τοποθετούν τον «ανορθολογικό σκεπτικισμό» και στον άλλο την «ορθολογική συμμόρφωση», στοχοποιώντας όσους στριμώχνουν στον πρώτο πόλο ως τους κύριους υπεύθυνους για την υγειονομική απειλή και την παράταση της καταστολής κάθε κοινωνικής ελευθερίας και προβάλλοντας αυτούς του δεύτερου πόλου ως πρότυπα υπευθυνότητας και κοινωνικής συνείδησης.
Στον «ανορθολογικό σκεπτικισμό» τσουβαλιάζουν ανθρώπους που είτε ανήκουν πράγματι στον ανορθολογισμό (π.χ. θρησκόληπτοι, ζωδιόπληκτοι, όσοι νομίζουν ότι η εξουσία χρειάζεται να μας βάλει τσιπάκι για να μας υποτάξει κ.ά.) και όντως αντιτίθενται στην επιστήμη είτε, κάτι εντελώς διαφορετικό, όσους υποστηρίζουν επιστημονικά επιχειρήματα που αντιτίθενται στην κυβερνητική πολιτική του «υγειονομικού αυταρχισμού».
Στην «ορθολογική συμμόρφωση» συγκεντρώνονται όσοι «πείθονται» από την κυβερνητική τρομοκρατία μέσω των καναλιών –άρα με ανορθολογικό τρόπο!–, αλλά και όσοι αναζητούν επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά αρκούνται στην κυβερνητικά φιλτραρισμένη «επιστήμη», αρκούνται στον λόγο των συγκεκριμένων επιστημόνων που επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν τελικά την κυβερνητική πολιτική, καθώς ακόμη και τις λίγες φορές που εκφράζονται διαφωνίες, στο τέλος… προσαρμόζεται η «επιστήμη».
Πολιτική του φόβου είναι να βλέπεις ανθρώπους να περπατούν μόνοι τους στον δρόμο ή να οδηγούν μόνοι τους το αυτοκίνητό τους και να φορούν μάσκα· ζευγάρια να κυκλοφορούν χέρι-χέρι και να φορούν μάσκα. Πολιτική του φόβου είναι να επιβάλλουν εδώ και δύο χρόνια στα σχολεία μάσκες στα μικρά παιδιά, όταν στα νήπια και δημοτικά εκ των πραγμάτων η χρήση της από τα παιδιά κατεβάζει την προστασία σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο· όταν στο όνομα αυτού του δυσδιάκριτου «οφέλους» τα παιδιά μας δεν εξοικειώνονται με τα πρόσωπα των φίλων τους, ακρωτηριάζεται η μη λεκτική επικοινωνία τους δια του αποκλεισμού των άπειρων σημάτων που βασίζονται στους μορφασμούς (όχι μόνο δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά τελικά δεν τους οικειοποιούνται και δεν τους χρησιμοποιούν)· όταν ακρωτηριάζεται η κοινωνικοποίησή τους, η συναισθηματική τους ανάπτυξη και διαμορφώνεται σε μαζική κλίμακα (!) μια ανασφαλής, φοβική και κοινωνικά ανάπηρη προσωπικότητα. Αυτό, μάλιστα, είναι ταυτόχρονα και προετοιμασία της επιβολής της πολιτικής φόβου του μέλλοντος.
Πολιτική του φόβου είναι να μην ενισχύουν το δημόσιο σύστημα υγείας σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο, ώστε να πεθαίνουν τελικά εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής οι άνθρωποι στα νοσοκομεία (όχι μόνο από covid) και, κατά συνέπεια, να συνεχίζεται η τρομοκρατία του υπολοίπου πληθυσμού, η καταστολή βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, η καταστροφή των μικρομάγαζων-μικροεπιχειρήσεων και η κατάργηση εργασιακών κεκτημένων, απαγορεύοντας-διώκοντας κάθε δημόσια πολιτική αντίδραση.
* * *
Φόβος της πολιτικής είναι ο δισταγμός των δημοκρατικά σκεπτόμενων ανθρώπων εν μέσω υγειονομικής κρίσης να εκφράσουν δημόσια τις πολιτικές τους ενστάσεις. Φόβος της πολιτικής είναι να «κρύβει» ή να υποβαθμίζει κανείς τη διαφωνία του με τα κυβερνητικά μέτρα, διότι έχει κατασκευαστεί-εκβιαστεί μια τέτοιου μεγέθους αποδοχή, που φοβάται μήπως «τσουβαλιαστεί» στην κατηγορία του «γραφικού ανορθολογισμού».
Φόβος της πολιτικής είναι ο δισταγμός ακόμη και των επαναστατικά σκεπτόμενων ανθρώπων να ανοίξουν συνολικά το μέτωπο της αντιπαράθεσης, όχι μόνο για όσα θα το άνοιγαν και πριν –δηλαδή τα βασικά συνταγματικά και τα εργασιακά–, όχι μόνο πλειοδοτώντας στα ελλιπέστατα κυβερνητικά μέτρα προστασίας, αλλά προχωρώντας σε σπάσιμο του φόβου σε όλα τα επίπεδα… ακόμη και στην απλή καθημερινή συμπεριφορά.
Πολιτική χωρίς φόβο σημαίνει σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο:
α) Ξεσκέπασμα του οικονομικού χαρακτήρα των κυβερνητικών υγειονομικών μέτρων παγκοσμίως. Δεν μπορεί το άλλοθι της άγνοιας του νέου ιού και η λαθολογία να αποκρύπτουν ότι τα οριζόντια λοκ-ντάουν εξυπηρέτησαν με απόλυτη συνέπεια μια επιθετική οικονομική πολιτική αντιμετώπισης της βαθύτατης κρίσης του κεφαλαίου που έδειξε το μέγεθός της το δεύτερο εξάμηνο του 2019. Δεν μπορεί το οριζόντιο ξεκλήρισμα των μικροϊδιοκτητών και των εργαζομένων να αντιμετωπίζεται ως μοιραία παράπλευρη συνέπεια, ενώ είναι και στόχος.
β) Εξέταση των επιστημονικών μελετών και προώθηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής που αντιστοιχεί στις επιτακτικές υγειονομικές και οικονομικές ανάγκες του λαού. Στην εποχή μας δεν σπανίζουν οι επιστήμονες και υπάρχει πρόσβαση στο έργο τους. Πρέπει να αναδειχθούν όλα τα στοιχεία που υποβαθμίζονται, αποκρύπτονται ή διαστρεβλώνονται από τα κυβερνητικά ΜΜΕ. Για παράδειγμα:
– Τα οριζόντια λοκ-ντάουν στις περισσότερες χώρες αύξησαν τους θανάτους (είτε από covid είτε από άλλη αιτία).
– Η θνησιμότητα είναι μεγάλη μόνο στις ηλικίες άνω των εξήντα και τις ευπαθείς ομάδες, άρα οι κάτω των εξήντα και ιδίως οι νεότεροι δεν πρέπει να φοβούνται, λες και ο θάνατος καραδοκεί.
– Τα μικρά παιδιά προσβάλλονται τόσο λίγο, που είναι λιγότερο από την εποχική γρίπη· άρα είναι εγκληματικός ο κοινωνικός αποκλεισμός τους και η διακοπή της κοινωνικής και ψυχοσυναισθηματικής τους ανάπτυξης με το κλείσιμο των σχολείων, των παιδικών χαρών, των εξωσχολικών τους δραστηριοτήτων.
– Το ποσοστό της θνησιμότητας του covid σε μια χώρα, επειδή πλήττει πρωτίστως του γηραιότερους, επηρεάζεται καθοριστικά από το πόσο γερασμένο πληθυσμό έχει (κρίσιμο για την Ελλάδα) και, βεβαίως, από την ποιότητα του δημοσίου συστήματος υγείας (καθοριστικό για την κατεστραμμένη Ελλάδα των μνημονίων).
– Η μονομερής και δίχως ανάλυση υπερπροβολή του «ημερήσιου αριθμού κρουσμάτων» και η χολιγουντιανής σκηνοθεσίας ανάδειξής του ως της πρώτης και βασικότερης πληροφορίας που θα έπρεπε να αφορά τους πολίτες… γίνεται ενορχηστρωμένα από τα ΜΜΕ κατά παραγγελία της κυβέρνησης. Όμως, πρόκειται για καταγεγραμμένα κρούσματα, χωρίς να αναφέρεται πόσοι από αυτούς νοσούν και πόσο σοβαρά! Ο αριθμός αυτός εξαρτάται άμεσα από τον αριθμό των ημερήσιων τεστ. Η δημοσιογραφική φετιχοποίηση αυτού του αριθμού και η λαγνεία των «ρεκόρ» λειτουργούν μόνο ως φόβητρο.
– Το εμβόλιο δεν είναι το «μοναδικό όπλο», όπως προπαγανδίζουν οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις που δεν είναι διατεθειμένες να φτιάξουν αξιόπιστα δημόσια συστήματα υγείας και να παρέχουν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας-εκπαίδευσης-περίθαλψης στους λαούς. Το εμβόλιο είναι βασικό μέρος των μέτρων που στοχεύει συγκεκριμένα στον περιορισμό της σοβαρότητας της νόσησης, αλλά δεν εμποδίζει τη διάδοση στον βαθμό που προπαγανδίζεται! Άρα, πρέπει να εμβολιαστούν οι καταγεγραμμένες ευπαθείς ομάδες.
Οι υπόλοιποι, εάν εμβολιαστούν, ενδέχεται να συμβάλουν προσωρινά και σε έναν βαθμό στη διάδοση, ενδέχεται να νοσήσουν ηπιότερα, αλλά από μια νόσο που κατά κανόνα δεν θα τους έπληττε σοβαρά, ακόμη και αν ήταν ανεμβολίαστοι. Βεβαίως, ενδέχεται με το εμβόλιο να βοηθούν τον εαυτό τους, αλλά στην περίπτωση που με αυτό αποτρέπουν και μια πιθανή εισαγωγή τους σε νοσοκομείο, βοηθούν στη μη περαιτέρω συμφόρηση των εσκεμμένα κατεστραμμένων δημοσίων δομών υγείας. Όμως, αυτό δεν θα ήταν τόσο κρίσιμο, εάν είχαμε πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες δομές υγείας που να αντιστοιχούν στις ανάγκες μας. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό!
– Η φετιχοποίηση του εμβολίου είναι από τη μία η άρνηση του αιτήματος για αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας (αυτή είναι η οπτική της κυβέρνησης) και από την άλλη, η φτωχά επιστημονικοφανής δικαιολόγηση-απόκρυψη του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα κάποιοι εμβολιάζονται για να έχουν αυξημένα δικαιώματα κοινωνικής συναναστροφής στο πλαίσιο του υγειονομικού αυταρχισμού. Αυτή η τελευταία στάση πρέπει να αντιμετωπίζεται με κατανόηση, αλλά χρειάζεται να αναγνωρίζεται η ουσία της. Διότι ο άνθρωπος που εμβολιάστηκε για να μπορεί να επανακοινωνικοποιηθεί, δεν έχει κάνει τίποτε κακό έως εδώ. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν αντιλαμβανόμενος ότι εκβιάστηκε σε αυτήν του την απόφαση (άσχετα με το ότι δεν ήταν λάθος να εμβολιαστεί!), αισθάνεται ότι πρέπει να δικαιολογήσει αυτήν του την «υποχώρηση» απέναντι στον εαυτό του και σε όσους γύρω του είναι ενδεχομένως σκεπτικοί. Και τότε υιοθετεί την κυβερνητική προπαγάνδα της φετιχοποίησης και της αναγωγής του εμβολίου ως του δήθεν «μοναδικού όπλου» απέναντι στον κίνδυνο. Εδώ είναι που χωρίς να το θέλει γίνεται απολογητής του κυβερνητικού υγειονομικού αυταρχισμού. Και πάλι… με κατανόηση.
* [Παρεμπιπτόντως, είναι απαράδεκτο να παρατηρείται μεγάλο μέρος όσων ανήκουν στην Αριστερά και την Αναρχία να «κουνάνε το δάχτυλο» σε όσους δεν εμβολιάζονται, όπως το κάνουν οι διάφοροι Ευαγγελάτοι! Είναι ανεπίτρεπτο να επιδεικνύουν επιθετικότητα και καμία κατανόηση στην εύλογη ανασφάλεια πολλών ανθρώπων απέναντι σε ένα αστικό κράτος που ξέρουν ότι συστηματικά τους εξαπατά· να μην δείχνουν καμία ευαισθησία στην ανασφάλεια-φόβο-αγωνία και να μιλάνε υποτιμητικά για «ψεκασμένους», υιοθετώντας πλήρως την ορολογία και το ύφος της κυρίαρχης αστικής προπαγάνδας και τελικά, να γίνονται γενίτσαροι του κράτους στη μικρότερη κοινωνική κλίμακα… αυτή της παρέας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.]
Ένα καταληκτικό σχόλιο: έχει τεράστια σημασία για το ηθικό όλων μας, και μάλιστα σε σχέση με την προοπτική ανάπτυξης οποιουδήποτε λαϊκού κινήματος, να συμπεριφερόμαστε στην καθημερινότητά μας προσεκτικά, αλλά να μην εκπέμπουμε φόβο. Πρέπει να διώξουμε τον φόβο. Πώς θα εμπνεύσουμε σε οποιαδήποτε κινητοποίηση και αγώνα ενάντια στην επίθεση που δεχόμαστε, εάν ο φόβος είναι διάχυτος και έκδηλος ακόμη και όταν μπαίνουμε σε ψιλικατζίδικο;
Και στην άλλη όψη του νομίσματος, ας μην συμπεριφερόμαστε με αυτήν τη δήθεν άνεση της αψεγάδιαστης αφομοίωσης των περιοριστικών μέτρων, κατά την οποία φοράμε περήφανα τη μάσκα σε ανοιχτούς χώρους με την παρέα μας. Ας δίνουμε το χέρι στους φίλους μας. Έχει σημασία. Μην στρέφεις τον αγκώνα! Μην δίνεις την μπουνιά σου, υιοθετώντας τους γελοίους κώδικες των προηγούμενων δεκαετιών των φουσκωτών του γυμναστηρίου. Να κατεβάζουμε τη μάσκα όταν δεν υπάρχει συνωστισμός. Άσε τους άλλους να δουν το πρόσωπό σου και εσύ να δεις το δικό τους· να θυμηθούμε πώς είμαστε στην όψη, να δούμε τί άλλαξε μετά από δύο χρόνια. Να ακουστεί η φωνή μας κανονικά. Αν, μάλιστα, είμαστε μόνοι μας… ας μην φοβόμαστε τον ίσκιο μας.
Όσοι έχουν ειδικό λόγο να προστατεύονται, πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα και ας κάνουν ακόμη και κάτι που φαίνεται στους άλλους υπερβολικό, προκειμένου να νιώσουν ασφαλείς. Αλίμονο, εάν δεν υπάρχει κατανόηση σε αυτό. Όμως, όλοι οι άλλοι –η συντριπτική πλειοψηφία– ας πράξουν ανάλογα με τον κίνδυνο που τους απειλεί πραγματικά και όχι σαν να ανήκουν σε ευπαθή ομάδα.
Η κοινωνία πρέπει να ξαναπάρει μπροστά, και η κοινωνία είμαστε εμείς· διότι για την ώρα προχωρούν μόνο εκείνοι που ανήκουν στην πλουτοκρατία του 1% και το πηγαίνουν εκεί που θέλουν. Εμείς θα μείνουμε στην καραντίνα;