Η σημαία
του Δημήτρη Καλτσώνη
Λίγες μέρες πριν τις ευρωεκλογές ανέβηκα στο βράχο της Ακρόπολης. Είχα πολύ καιρό να το κάνω αυτό. Θυμάμαι όταν ήμουν μαθητής του δημοτικού, η επίσκεψη στην Ακρόπολη ήταν σαν κοσμοϊστορικό γεγονός που δεν προκαλούσε όμως ένταση αλλά, αντίθετα, ανέδυε μια ηρεμία και έναν αγέρα ελευθερίας. Ο καταναγκασμός της σχολικής ρουτίνας διακοπτόταν, έδινε τη θέση του στο παιχνίδι και στη φαντασία: πώς να ζούσαν οι άνθρωποι τότε, πως τα έφτιαξαν τον Παρθενώνα, τι χρώματα υπήρχαν, τι δέντρα, τι φυτά, τι μυρωδιές; Πως συνομιλούσαν, τι έλεγαν τα βλέμματά τους;
Γι’ αυτό ανέβηκα πριν λίγες μέρες. Αναζητώντας την ηρεμία των παιδικών χρόνων, τη δροσιά που αποπνέουν τα πεύκα και η φρεσκάδα της περιοχής, ειδικά την άνοιξη. Η αλήθεια είναι ότι αποζημιώθηκα. Ατενίζοντας την πρωτεύουσα από εκεί πάνω, βρήκα τη δύναμη να θέσω στον εαυτό μου τα ίδια ερωτήματα που θέτει κανείς -άλλος συχνότερα άλλος πιο αραιά- για τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον ιστορικό και προσωπικό χρόνο, την προσωπική διαδρομή.
Περπατώντας στο βράχο έφτασα και στη σημαία. Εκεί που στις 30 Μάη 1941 ο Γλέζος και ο Σάντας κατέβασαν το σύμβολο του ναζισμού και σήκωσαν τη σημαία της ελευθερίας. Στο ίδιο περίπου μέρος, λίγους μήνες πριν, μόλις έμπαιναν οι ναζί στην Αθήνα, αυτοκτόνησε τυλιγμένος στη σημαία ο Κουκίδης, ο φαντάρος που κρατούσε τη σκοπιά.
Πόσο μοιάζει αλήθεια η εποχή μας. Στην κορύφωση της κρίσης κορυφώνεται η απελπισία. Το αδιέξοδο φαντάζει η μόνη βεβαιότητα. Ο ιστορικός χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Οι ισχυροί φαίνονται πιο ισχυροί από ποτέ και όλοι οι άλλοι, εμείς, ανήμποροι να μιλήσουμε, να αντισταθούμε, ακόμη και να σκεφτούμε ή να προφέρουμε λόγια αγάπης.
Κι όμως, μετά τον Κουκίδη ήρθε ο Γλέζος και ο Σάντας. Μετά την απόγνωση το ΕΑΜ. Έτσι θαρρώ θα γίνει και τώρα. Αναζητούμε, ψάχνουμε στα σκουπίδια του παλαιού να βρούμε τις απαντήσεις που θα μας λυτρώσουν. Αλλά αυτές βρίσκονται δίπλα μας και μέσα μας. Πρέπει να τις πάρουμε κομμάτι κομμάτι από τον γείτονα και το συνάδελφο που υποφέρει όσο και εμείς. Πρέπει να τις αντλήσουμε από το φως της σκέψης και της επιστήμης, από τη δύναμη της ιστορίας που είναι παρούσα ακόμη και όταν η υποκειμενική μνήμη την αρνείται: η ναζιστική κατοχή, οι δοσίλογοι, η ελληνική ολιγαρχία που συνεργάστηκε ή σιώπησε, ο λαός που μάτωσε, το μεγάλο μέτωπο για την εθνική ανεξαρτησία και τη δικαιοσύνη. Ακούω τους σημερινούς αντίλαλους, αδύναμοι είναι ακόμη, για μια πλατιά συμμαχία, ένα λαϊκό απελευθερωτικό μέτωπο, ενάντια στους δυνάστες των Βρυξελλών και τους εγχώριους συνεταίρους.