Η σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας και η θέση της Ελλάδας
του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Καμιά αμφιβολία δεν πρέπει να υπάρχει ότι ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται σε τροχιά αντιπαράθεσης και σύγκρουσης. Τα σημάδια σήμερα είναι παραπάνω από ορατά. Ήδη από τα μέσα – τέλη της δεκαετίας του 1990 οι αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ διέβλεπαν την εκτίναξη της κινεζικής ισχύος και αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα ο μήνας του μέλιτος ανάμεσα στις δυο χώρες θα τελειώσει.
Ταυτόχρονα, σήμερα ειδικά, διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια οικονομική κρίση οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για την αναδιανομή των ζωνών επιρροής. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η τέτοια αντιπαλότητα οδηγεί σε συγκρούσεις, σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων ή και σε γενικευμένες στρατιωτικές συρράξεις όπως ήταν ο πρώτος και με έναν ιδιόμορφο τρόπο και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη μορφή, την ένταση, το βάθος, την έκταση που θα λάβει τα επόμενα χρόνια η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας. Αυτό δεν το γνωρίζουν ούτε οι ηγεσίες των χωρών αυτών, αφού οι συγκρούσεις αποκτούν συχνά τη δική τους ιδιαίτερη δυναμική και εκφράζονται από χίλιους δυο δρόμους. Τίποτα δεν αποκλείει επίσης η αντιπαράθεση να εμπεριέχει επιμέρους συνεννοήσεις, αμοιβαίες υποχωρήσεις, διευθετήσεις. Καμιά σχέση και καμιά σύγκρουση δεν είναι συνεχώς ευθύγραμμη και μονοσήμαντη.
Το βέβαιο είναι ότι οι σχέσεις των δυο χωρών έχουν ενταχθεί στη λογική της λεγόμενης “παγίδας του Θουκυδίδη”. Υπενθυμίζω ότι ο γνωστός Αμερικανός καθηγητής διεθνών σχέσεων και σύμβουλος πολλών κυβερνήσεων (από τον Ρήγκαν μέχρι τον Ομπάμα) G. Allison υποστήριξε ότι, όπως η ανερχόμενη ισχύς της αρχαίας Αθήνας οδήγησε στη σύγκρουση με τη μέχρι τότε κυρίαρχη Σπάρτη, έτσι και τώρα, η ανερχόμενη Κίνα κινδυνεύει να έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.
Πρέπει να συνυπολογιστεί ότι οι ΗΠΑ αντικρίζουν τη μονοκρατορία τους να αποδυναμώνεται. Παρά την τεράστια οικονομική, τεχνολογική και κυρίως στρατιωτική τους ισχύ είναι μια φθίνουσα δύναμη. Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ βαίνει μειούμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Σιγά σιγά χάνουν τα πρωτεία και αυτό ανεξάρτητα από τη μετεωρική εκτόξευση της Κίνας. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ολοένα και συχνότερα τη στρατιωτική τους υπεροπλία προκειμένου να ανακτήσουν το χαμένο οικονομικό έδαφος, να αποτρέψουν ή να καθυστερήσουν την υποχώρησή τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ΗΠΑ αντιδρούν με τη λογική του πληγωμένου θηρίου. Εντείνουν τις αναθεωρητικές τάσεις, αμφισβητούν ανοιχτά την κυριαρχία κρατών, τα σύνορα, καταπατούν συστηματικά το διεθνές δίκαιο.
Για το λόγο αυτό εντείνουν τις οικονομικές πιέσεις προς την Κίνα και έχουν ξεκινήσει μια διαδικασία αποσύνδεσης των δύο οικονομιών. Μια τέτοια διαδικασία αποσύνδεσης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής είχε παρατηρηθεί και τις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ενισχύουν επίσης τη στρατιωτική της περικύκλωση. Με αυτή την έννοια η συγκρότηση της AUKUS δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει ούτε να μας εκπλήσσει. Δεν είναι τίποτα άλλο από μία σταθερή προσπάθεια των ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το ποιoς είναι πρόεδρος, να περιορίσουν την άνοδο της οικονομικής ισχύος της Κίνας. Εντάσσεται στην προσπάθεια ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού προκειμένου να σφίξει ο κλοιός γύρω από την Κίνα.
Η όξυνση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Κίνας θα συνεχιστεί ακόμη και στην περίπτωση που δεν επιβεβαιωθεί το σενάριο για άνοδο της οικονομικής ισχύος της Κίνας ώστε να γίνει τα επόμενα χρόνια η πρώτη οικονομική δύναμη στον πλανήτη. Ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι μειοψηφικές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η Κίνα έφτασε ήδη στο απόγειο της ισχύος της και ότι θα αρχίσει πλέον να υποχωρεί, και πάλι οι ΗΠΑ θα έχουν κάθε λόγο να πιέσουν σε περαιτέρω υποχώρηση την κινεζική κυβέρνηση.
Η θέση της ΕΕ στη σύγκρουση
Προετοιμασία για την ευρύτερη ρήξη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα εκφράζουν και οι θέσεις της ΕΕ. Βέβαια, η ΕΕ δεν έχει απολύτως ενιαία αντίληψη για το θέμα καθώς υπάρχουν διαφορετικά κρατικά συμφέροντα και σχέσεις με την Κίνα. Επίσης, η ΕΕ δεν είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία για παράδειγμα έχει ειδικά συμφέροντα στην Κίνα και γι’ αυτό εμφανίζει μια σχετική αυτοτέλεια στις κινήσεις της. Ωστόσο, σε περίπτωση όξυνσης της αντιπαράθεσης, αν αναγκαστεί να επιλέξει πλευρά, η ΕΕ θα ταχθεί με τον ιστορικά στρατηγικό της εταίρο, δηλαδή με τις ΗΠΑ.
Για την ακρίβεια έχει ήδη επιλέξει. Είναι χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη οι θέσεις της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως καταγράφηκαν σε κείμενο με τίτλο “Σχέσεις ΕΕ-Κίνας, προς μια δίκαιη και αμοιβαία εταιρική σχέση” (Μάρτιος 2020). Οι απόψεις αυτές αντανακλούν τις γενικότερες ανησυχίες και απόψεις της ΕΕ και όχι μόνο του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.
Αναφέρεται λοιπόν εκεί χαρακτηριστικά ότι “η ΕΕ πρέπει να προετοιμαστεί για πιθανή ρήξη των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο η ΕΕ να καταστεί αυτάρκης σε βασικούς τομείς της οικονομίας, μεταβάλλοντας τη φύση των αλυσίδων εφοδιασμού… Η ΕΕ ενδέχεται να μην είναι σε θέση να σταματήσει τις κινεζικές ενέργειες, αλλά θα πρέπει να διασφαλίσει ότι θα ενέχουν κόστος”. Αναφέρεται επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχει έλεγχος των επενδύσεων και να καταβληθεί “προσπάθεια επανεξισορρόπησης των δεσμών με την Κίνα”. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κρούεται ο κώδων του κινδύνου. Και καταλήγει η έκθεση ότι “ο διατλαντικός δεσμός, ανεξάρτητα από το πόσο στενές μπορεί να γίνουν οι σχέσεις με την Κίνα, είναι και θα είναι πάντοτε ισχυρότερος και σημαντικότερος για την ΕΕ”.
Η θέση της Ελλάδας;
Σε μια τόσο δυσμενή και επικίνδυνη ιστορική συγκυρία η Ελλάδα οφείλει να συμβάλλει στη διαφύλαξη της ειρήνης. Δεν έχει κανένα λόγο να εμπλακεί στη σύγκρουση των γιγάντων, να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου. Θα πρέπει να ασκήσει μια πολιτική που θα εναρμονίζεται με τις τόσο σημαντικές αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Για να εκφραστώ με μια αρχαία κινεζική ρήση, θα πρέπει να αφήσει τις τίγρεις να μαλώνουν στην πεδιάδα χωρίς να ανακατευτεί.
Ωστόσο, μέσω των αμερικανονατοϊκών βάσεων και της ένταξης της στο ΝΑΤΟ, η χώρα μας εμπλέκεται αντικειμενικά στην επικίνδυνη αντιπαράθεση, γίνεται μέρος του προβλήματος. Με μια έννοια μπορεί να καταστεί ακόμη και στόχος. Ακολουθώντας τυφλά τη νατοϊκή πολιτική όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη αλλά αδυνατεί να αποκομίσει οποιοδήποτε διπλωματικό, οικονομικό ή άλλο όφελος. Καθίσταται όμηρος των επιδιώξεων των ΗΠΑ. Κάτι ανάλογο ισχύει φυσικά και για την εμπλοκή της Ελλάδας στην αμερικανορωσική αντιπαράθεση.
Παράλληλα, η εναρμόνιση με τις ΗΠΑ δεν κομίζει κανένα όφελος ούτε στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, τα οποία αμφισβητούνται από την επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού κεθεστώτος. Αντίθετα, η Ελλάδα θα είχε πολλά να ωφεληθεί αν επέλεγε μια πολιτική ενεργητικής ουδετερότητας, έξω από στρατιωτικούς συνασπισμούς. Αυτό θα της έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξει πολύμορφες σχέσεις με όλες τις πλευρές στη βάση της ισοτιμίας και της αμοιβαιότητας.
Ειδικότερα, οι σχέσεις με την Κίνα θα μπορούσαν να αποδειχθoύν ιδιαίτερα επωφελείς και να αναπτυχθούν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ανοιχτά θέτουν όρια και εμπόδια στην ανάπτυξη αυτών των σχέσεων, όπως είχε διευκρινίσει με τον τρόπο του σε παλαιότερη δήλωσή του ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζ. Πάιατ.
Η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα θα ήταν πολλαπλά χρήσιμη για την Ελλάδα. Με την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα επέμεναν στη λογική της ισοτιμίας για να μην έχουμε διάφορα δυσάρεστα φαινόμενα όπως αυτά που συμβαίνουν με την COSCO. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό επειδή η Κίνα αναπτύσσει κάθε είδους οικονομική σχέση με διάφορα κράτη. Εκεί μπορεί να βρει κανείς όλο το φάσμα: από σχέσεις βασιζόμενες στην ισοτιμία μέχρι σχέσεις αποικιοκρατικού τύπου. Εξαρτάται από τι είδους εταίρο θα βρει απέναντί της η Κίνα. Καθώς ενδιαφέρεται διακαώς για την οικονομική της επέκταση, ακολουθεί κατά κανόνα πολιτική ήπιας διείσδυσης, είναι πρόθυμη για παντός είδους συνεργασίες. Από εμάς εξαρτάται επομένως να θέσουμε τη συνεργασία σε ισότιμη βάση.
Με μια τέτοια λογική θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η συνεργασία της Κίνας προκειμένου να αναπτυχθεί η χώρα μας βιομηχανικά και τεχνολογικά, με μεταφορά τεχνογνωσίας που τόσο την έχουμε ανάγκη. Αυτό όμως απαιτεί σχεδιασμό από την ελληνική πλευρά και επιμονή σε συγκεκριμένους όρους στη συνεργασία. Πιστεύω ότι η κινεζική κυβέρνηση με προθυμία θα προχωρούσε σε κάτι τέτοιο αφού θα της πρόσφερε ένα πολύτιμο διάδρομο στην Ευρώπη. Θυμίζω ότι η ίδια η Κίνα κινήθηκε με ανάλογο τρόπο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να αναπτύξει τη βιομηχανία της και να προαχθεί τεχνολογικά. Είχε μάλιστα αλλάξει και το Σύνταγμά της με την αναθεώρηση του 1988, για να διευκολύνει τη διαδικασία συνεργασίας με ξένες επιχειρήσεις.
Η συνεργασία με την Κίνα θα είχε να προσφέρει πολλά και στην υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας τα οποία αμφισβητούνται από το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς. Είναι γνωστό ότι η Κίνα αποτελεί (για τους δικούς της βέβαια ιδιοτελείς λόγους) δύναμη μη αναθεωρητική του διεθνούς δικαίου. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ δεν αμφισβητεί (τουλάχιστον μέχρι τώρα) τα σύνορα και την εθνική κυριαρχία άλλων χωρών, έχει υπογράψει τη σύμβαση για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Με αυτή την έννοια, σε διπλωματικό επίπεδο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η παρουσία της για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας με βάση το διεθνές δίκαιο. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η Τουρκία, εξυπηρετώντας και τα σχέδια των ΗΠΑ, προβάλλει αξιώσεις παρέμβασης στα εσωτερικά της Κίνας για το ζήτημα των Ουιγούρων, γεγονός που ενοχλεί σφόδρα το Πεκίνο. Από την άλλη, είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες, πως οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν την Ελλάδα στα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων αφού προέχει για αυτές η στρατηγική τους σχέση με την Τουρκία.
Στην εξελισσόμενη σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας, η Ελλάδα επομένως θα πρέπει για πολλούς λόγους να μείνει αμέτοχη. Προέχουν η ειρήνη και η εθνική μας ανεξαρτησία.
Αναδημοσίευση από τη δημοσιογραφία.