Οι 200 της Καισαριανής
του Μιχάλη Χονδροκούκη
Τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα έως τη δικτατορία του Μεταξά
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα σημειώνει μια σαφή άνοδο. Ιδρύονται Εργατικά Κέντρα στις μεγάλες πόλεις και το 1918 ιδρύεται η ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ, που λίγο αργότερα προσχωρεί στην Κομμουνιστική Διεθνή και μετονομάζεται σε ΚΚΕ. Η ανάπτυξη αυτή προκαλεί την επιθετική απάντηση της αστικής τάξης, η οποία είτε δια της εργοδοτικής τρομοκρατίας είτε δια της αστικής κυβέρνησης ή δια των λακέδων συνδικαλιστών που βρίσκονταν στην υπηρεσία τους, προχωρεί σε απολύσεις, διώξεις και εξορίες. Παρόλ’ αυτά, στα επόμενα χρόνια πραγματοποιούνται πολλές απεργιακές κινητοποιήσεις.
Εντός της ΓΣΕΕ οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που υπηρετούν την αστική τάξη επιδίδονται σε διαγραφές των σωματείων που ελέγχουν οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές και τα αντικαθιστούν με σωματεία σφραγίδες. Το 1928 οι κομμουνιστές αποκλείονται από το 4ο συνέδριο της ΓΣΕΕ και το 1929 οι διωγμένοι κομμουνιστές ιδρύουν την Ενωτική ΓΣΕΕ. Την ίδια χρονιά ψηφίζεται από την κυβέρνηση Βενιζέλου ο νόμος «περί Ιδιωνύμου Αδικήματος», που στοχεύει στη διάλυση των σωματείων και των ομοσπονδιών που επηρεάζονταν από σοσιαλιστικές ιδέες, και στις φυλακίσεις και εξορίες κομμουνιστών, συνδικαλιστών και απλών εργατών.
Το 1934 υπογράφεται το Αντιφασιστικό Σύμφωνο από το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη ΓΣΕΕ, την Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα με σκοπό την αποτροπή της επιβολής του φασισμού στην Ελλάδα. Την περίοδο 1931-1936, και ιδιαίτερα το 1936, κλιμακώνονται οι αγώνες εργατών, αγροτών και μικροαστών επαγγελματιών, με κορυφαίο γεγονός την εργατική εξέγερση το Μάιο του ‘36 στη Θεσσαλονίκη.
Εν όψει της Πρωτομαγιάς, οι καπνεργάτες κατεβαίνουν σε απεργία, που μέσα σε λίγες μέρες επεκτείνεται και σε πολλούς άλλους κλάδους σε όλη την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Μεταξά δίνει εντολή στη χωροφυλακή να χτυπήσει τους απεργούς. Στις 8 Μαΐου χιλιάδες απεργοί συμμετέχουν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται και πέφτουν πυροβολισμοί. Οι απεργοί δεν τρομοκρατούνται και ακολουθούν μάχες στο κέντρο της πόλης. Την επομένη μέρα η Ενωτική ΓΣΕΕ κηρύσσει 24ωρη απεργία, η μεταξική κυβέρνηση κηρύσσει επιστράτευση, όμως οι απεργοί επιμένουν. Πάνω από πενήντα χιλιάδες διαδηλώνουν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και γίνονται πολλές συλλήψεις.
Στα γραφεία των αυτοκινητιστών επί της Εγνατίας οδού είναι συγκεντρωμένοι πολλοί οδηγοί και εισπράκτορες. Ένα φορτηγό της χωροφυλακής περνά γεμάτο συλληφθέντες εργάτες. Οι αυτοκινητιστές το ακινητοποιούν, απελευθερώνουν τους κρατούμενους και οι χωροφύλακες αρχίζουν να πυροβολούν και σκοτώνουν τον οδηγό Τάσο Τούση. Οι σύντροφοί του τον τοποθετούν πάνω σε μια πόρτα και τον μεταφέρουν με πορεία στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Εκεί τον βρήκε νεκρό και η μάνα του. Πρόκειται για την τραγική σκηνή που ενέπνευσε το Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο.
Τώρα όλος ο λαός της πόλης, ακόμη και οι φαντάροι, ενώνονται με τους απεργούς. Την επομένη, διακόσιες χιλιάδες συνοδεύουν τους νεκρούς στο νεκροταφείο. Η φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά στέλνει δυνάμεις του στρατού για να επιβάλουν την τάξη και γίνονται πολλές συλλήψεις και φυλακίσεις. Ύστερα από λίγες μέρες πραγματοποιείται πανεργατική απεργία διαμαρτυρίας και η κυβέρνηση αναγκάζεται να κάνει κάποιες παραχωρήσεις στους απεργούς.
Τα γεγονότα του Μαΐου του ‘36 και η πολιτική απειλή που αισθανόταν η κυβέρνηση Μεταξά από την ανοδική πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τον μετασχηματισμό της κυβέρνησης σε δικτατορικό καθεστώς. Έτσι, λίγες βδομάδες αργότερα ο Μεταξάς κηρύττει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και καταστέλλονται όλες οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες του λαού. Όμως η εξέγερση της Πρωτομαγιάς του ‘36 έγινε ορόσημο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Συνέβαλε αποφασιστικά στη συνειδητοποίηση και την ενότητα της εργατικής τάξης και του λαού της πατρίδας μας, που λίγα χρόνια αργότερα πραγματοποίησε τον ηρωικό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης.
Η δικτατορία του Μεταξά και η Κατοχή
Από το ημερολόγιο του Μεταξά:
«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό.»
Βασικός στόχος της δικτατορίας του Μεταξά ήταν η δίωξη του κομμουνισμού έως την εξάλειψή του. Το έργο αυτό ανέλαβε το Υφυπουργείο Ασφαλείας με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη. Επιλεγμένα στελέχη της Ασφάλειας στάλθηκαν στη Γκεστάπο στη ναζιστική Γερμανία, προκειμένου να εκπαιδευθούν στη δίωξη και αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Κάνοντας χρήση του βενιζελικού νόμου του 1929 «περί Ιδιωνύμου Αδικήματος», παλιοί συνδικαλιστές, εκπαιδευτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν και διώχθηκαν. Καθιερώθηκε το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για την πρόσληψη σε δημόσιες υπηρεσίες και για την είσοδο σε στρατιωτικές σχολές και καλλιεργήθηκε συστηματικά ο χαφιεδισμός.
Η δικτατορία καταδίωξε λυσσαλέα το ΚΚΕ, βασανίζοντας και δολοφονώντας κομματικά μέλη. Συνελήφθη μεγάλο μέρος της ηγεσίας του και φυλακίστηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης στην Κέρκυρα. Στις στρατιωτικές φυλακές της Ακροναυπλίας, που από την άνοιξη του 1937 μετατράπηκαν σε «Στρατόπεδο Κράτησης Κομμουνιστών», φυλακίστηκαν περίπου εξακόσιοι κομμουνιστές. Όταν οι δυνάμεις του Άξονα κήρυξαν τον πόλεμο, οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας ζήτησαν να πολεμήσουν στο μέτωπο ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά η μεταξική δικτατορία αρνήθηκε. Χαρακτηριστικό του αντικομμουνιστικού χαρακτήρα του καθεστώτος ήταν ότι τον Απρίλιο του 1941, μετά τη συνθηκολόγηση και την επιβολή της κατοχής, η διοίκηση του στρατοπέδου παρέδωσε τους κομμουνιστές κρατούμενους στους κατακτητές, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εκτελεστούν αργότερα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Από τους εξακόσιους της Ακροναυπλίας, οι διακόσιοι στάλθηκαν στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Λαζαρέτο και Κέρκυρας και άλλοι τριακόσιοι οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα Λάρισας-Τρικάλων. Από το στρατόπεδο της Λάρισας πενήντα τέσσερεις εκτελέστηκαν ως αντίποινα και με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 8 Σεπτέμβρη 1943, οι Γερμανοί μετέφεραν τους υπόλοιπους Ακροναυπλιώτες της Λάρισας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο αγώνας δε σταματά. Το 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ ιδρύεται το ΕΑΜ. Στόχοι του ήταν η οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης, η επιβίωση του λαού και η συγκρότηση μετώπου για την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό. Το ΕΑΜ συσπειρώνει περίπου ενάμισι εκατομμύριο μέλη και ένα χρόνο μετά δημιουργείται ο ΕΛΑΣ, το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, που αριθμούσε περί τους εκατόν πενήντα χιλιάδες αντάρτες. Λίγο αργότερα ιδρύεται και η ΕΠΟΝ, στην οποία οργανώνονται σχεδόν εξακόσιοι πενήντα χιλιάδες νέοι και νέες. Η μεγάλη συνεισφορά του ΚΚΕ στην πλατιά δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, η γεμάτη αυτοθυσία μαχητική και μετωπική πολιτική του, οδηγούν στην αύξηση των μελών του, τα οποία ανέρχονται στις τετρακόσιες χιλιάδες. Για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα αγωνίστηκαν τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στο πλαίσιο ενός μετώπου και η εμπειρία του ΕΑΜ οφείλει να μας διδάσκει σε καιρούς σαν τους σημερινούς, που ορισμένοι επιμένουν ακόμη στη σκιαμαχία, στις χωριστές συγκεντρώσεις και στη διατήρηση μιας δήθεν ιδεολογικής καθαρότητας. Ας πάμε, όμως, τώρα στην Πρωτομαγιά του ’44.
Η Πρωτομαγιά του 1944 και οι διακόσιοι της Καισαριανής
Το γερμανικό ανακοινωθέν
30 Απριλίου 1944: στον κατοχικό Τύπο δημοσιεύεται η απόφαση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Ελλάδος:
«Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανάνδρων τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς την Σπάρτην έξωθεν των χωριών».
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».
Μόλις τα νέα μαθεύτηκαν, η κινητοποίηση ήταν άμεση. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κυκλοφόρησαν παντού φυλλάδια και τρικάκια, καλώντας το λαό να ξεσηκωθεί για να σώσει τους αγωνιστές από την εκτέλεση. Η δουλειά σε πολλούς μαζικούς χώρους σταμάτησε, στάλθηκαν ψηφίσματα που απαιτούσαν από την κυβέρνηση Ράλλη να παρέμβει για τη ματαίωση της σφαγής και έγιναν πολλές λαϊκές συγκεντρώσεις. Ο γραμματέας της ΚΟΑ εκείνης της περιόδου Β. Μπαρτζιώτας γράφει:
«Στις 29-30 Απρίλη 1944 γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση –καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία– κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους:
– Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται…
Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους… Σ’ αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί:
– Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας.»
Την ίδια μέρα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, ο διοικητής Fischer κάλεσε τους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και τους ζήτησε να υποδείξουν ποιοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν στα καθήκοντά τους, διότι οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο. Καθώς είχαν διαρρεύσει τα νέα για μια επικείμενη μαζική εκτέλεση, όλοι κατάλαβαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Οι αιχμάλωτοι αγωνιστές αποχαιρέτησαν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν και μαζεύτηκαν στο θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου έγινε ένα αποχαιρετιστήριο γλέντι.
Ξημερώνει Πρωτομαγιά
Το ξημέρωμα της 1ης Μαΐου, μετά το πρωινό συσσίτιο, ο διοικητής κάλεσε γενικό προσκλητήριο, όπου διάβασε διακόσια ονόματα. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν (εκατόν εβδομήντα Ακροναυπλιώτες και τριάντα Αναφιώτες), ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Με τον αριθμό 71 εκφωνήθηκε το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος, επειδή γνώριζε τη γερμανική γλώσσα, εκτελούσε στο στρατόπεδο χρέη διερμηνέα και έτσι διάβασε ο ίδιος το όνομά του ανάμεσα στα άλλα. Τότε επενέβη ο διοικητής του στρατοπέδου: – Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων! Αλλά ο Σουκατζίδης έδωσε μια απάντηση που την ίδια ώρα και για τον ίδιο λόγο από τη μία του έπαιρνε τη ζωή και από την άλλη τον έκανε αθάνατο: – Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή! Όμως οι Γερμανοί επέμειναν στον αριθμό και έτσι, ο Ναπολέων Σουκατζίδης πήρε τη θέση του ανάμεσα στους μελλοθάνατους.
Συγκεντρώθηκαν μπροστά στα μαγειρεία, όπου, πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και το τραγούδι της Ακροναυπλίας. Ο Ζήσης Ζωγράφος μαρτυρά:
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά. Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατοπέδου των S-S χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζί για να βγει απ’ τα’ αντρειωμένα τους στήθια μ’ όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδι: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία […]
»Δεν μπορούμε να τους αντικρίσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε.
»Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Ύστατη στιγμή! Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ’ ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα: Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν. Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν –Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…. Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα… Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν […] Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα. Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν «Ζήτω η Λευτεριά» και χάνονται μέσ’ το κλειστό αυτοκίνητο. Έφυγαν!».
Στο δρόμο για το Σκοπευτήριο
Κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατόρθωσαν να γράψουν και να πετάξουν σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας απευθυνόμενοι στους δικούς τους ανθρώπους.
-Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
-Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγετε. Σφίξετε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα αυτή δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ.»
-Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, πως ούτε στιγμή δε χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης… Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ».
-Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη.»
Η εκτέλεση
Όταν έφτασαν στο Σκοπευτήριο, τους χώρισαν σε εικοσάδες. Ο Σουκατζίδης τοποθετήθηκε στην τελευταία εικοσάδα, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως διερμηνέα. Η πρώτη εικοσάδα στάθηκε απέναντι στα όπλα. Ο επικεφαλής των Γερμανών ζήτησε από τον Σουκατζίδη να τους ρωτήσει εάν είχαν κάτι να πουν, ο Σουκατζίδης το μετέφρασε και οι μελλοθάνατοι απάντησαν με μια φωνή: – Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά! Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης εικοσάδας, αλλά πριν πάρουν θέση απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα, οι Γερμανοί τους υποχρέωσαν να φορτώσουν οι ίδιοι τους νεκρούς στα αυτοκίνητα. Αυτό επαναλαμβανόταν, ώσπου λίγο μετά τις δέκα το πρωί δεν είχε μείνει πια κανείς ζωντανός από τους διακόσιους.
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν στο Γ΄ νεκροταφείο. Οι καμπάνες χτύπησαν πένθιμα και οι γυναίκες γέμισαν τους δρόμους με λουλούδια στη μνήμη των ηρώων. Αυτή ήταν η ματωμένη Πρωτομαγιά του ‘44.
«Επίλογος»
Πρωτομαγιά 1894: Οι εργαζόμενοι διατυπώνουν μεταξύ άλλων και τα εξής αιτήματα: Οκτάωρο και Ανάπαυση την Κυριακή.
Πρωτομαγιά 1944: Το εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστές μάχονται για τα εξής: Επιβίωση του λαού, Απελευθέρωση της πατρίδας από τον ξένο κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του και Λαοκρατία.
Πρωτομαγιά 2014: «παλιά» και «παλαιότερα» αιτήματα, που ηρωικοί αγώνες και ανυπολόγιστες θυσίες τα έκαναν στο παρελθόν πραγματικότητα, έρχονται σήμερα και ξαναμπαίνουν μπροστά μας. Στην Ελλάδα των Σαμαρά-Βενιζέλου, των τραπεζιτών-καναλαρχών-μεγαλοεκδοτών-μεγαλοεργολάβων και άλλων απομυζητών, στην Ελλάδα της ΕΕ και της τρόικας, του ΔΝΤ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, καλούμαστε να δώσουμε μια νέα μάχη, εμπνεόμενοι από όλες τις μάχες που έδωσαν οι σύντροφοι πίσω μας. Τα περιθώρια είναι πολύ στενά. Πρέπει όλοι να ανασυνταχθούμε, να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις, να προσπεράσουμε τις επιμέρους διαφωνίες και να μάθουμε να συνυπάρχουμε παρά τις διαφορές μας. Δεν αποτελεί προϋπόθεση της ενότητας και του Μετώπου η εξάλειψη κάθε διαφοράς. Προϋπόθεση αποτελεί 1ον: η συμφωνία στο κύριο επί της σημερινής συγκυρίας και 2ον: ο παραμερισμός του δευτερεύοντος.
Όσον αφορά, λοιπόν, στο κύριο της σημερινής συγκυρίας και λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της ιστορίας, που πεισματικά μας δείχνει πώς θα γίνουμε περισσότεροι και πότε οι αγώνες μας έχουν και τη δυνατότητα να νικήσουν και να αποκτούν την προοπτική που θέλουμε να τους δώσουμε, οφείλουμε να ρωτήσουμε ο ένας τον άλλο το εξής: Ποιος δε συμφωνεί ότι πρέπει να αποτινάξουμε τον ξένο και τον ντόπιο ζυγό; Ποιος δε συμφωνεί ότι τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της επιβίωσης της λαϊκής οικογένειας και πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για την ανακούφιση του λαού; Όποιοι συμφωνούν, λοιπόν, καλούνται από αύριο κιόλας να συναντηθούν στη συνοικία, στο σωματείο και στο δρόμο.
Κλείνω παραθέτοντας τους αθάνατους στίχους του Γιάννη Ρίτσου:
Μόνο θυμηθείτε το. αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας. (Σκοπευτήριο Καισαριανής)