Ο Μαρξ και οι σύγχρονες δημοκρατίες
του Δημήτρη Καλτσώνη
αν. καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο Μαρξ μας έδωσε μια πολύτιμη ανάλυση για να αναγνωρίσουμε το είναι κάτω από το φαίνεσθαι της δημοκρατίας και ειδικότερα της αστικής δημοκρατίας. Αποκάλυψε τους βασικότερους, πλην όμως αδιόρατους μηχανισμούς ταξικής κυριαρχίας που συνιστούν την ουσία της δημοκρατίας στον καπιταλιστικό κόσμο[1]. Οι Μαρξ και Ένγκελς υπογράμμιζαν ότι στις σύγχρονες (αστικές) δημοκρατίες «ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, μα γι’ αυτό την ασκεί πιο σίγουρα. Από τη μια πλευρά, με τη μορφή άμεσης εξαγοράς των υπαλλήλων… Από την άλλη, με τη μορφή της συμμαχίας κυβέρνησης και χρηματιστηρίου»[2]. Παραπέμποντας στο χωρίο αυτό του Ένγκελς και εμπλουτίζοντας την επιχειρηματολογία παραπέρα, ο Λένιν έγραφε ότι «σήμερα σ’ οποιαδήποτε ρεπουμπλικανική δημοκρατία ο ιμπεριαλισμός και η κυριαρχία των τραπεζών «ανάπτυξαν» σε εξαιρετική τέχνη και τους δυο αυτούς τρόπους υπεράσπισης και άσκησης της παντοδυναμίας του πλούτου»[3].
Η ανάλυση του Μαρξ βοηθά ακόμη να κατανοήσουμε ότι η αστική δημοκρατία εξελίσσεται, μεταβάλλεται ανάλογα με την φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικής οικονομίας και ανάλογα με το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων[4].
Η “σιδερόφραχτη δημοκρατία” και οι αιτίες της
Στην ιστορική περίοδο που διανύουμε διακρίνεται ολοένα και καθαρότερα η τάση για τη διαμόρφωση μιας νέας φάσης. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε τάση προς τη “σιδερόφραχτη δημοκρατία”[5]. Ξεκίνησε δειλά δειλά μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970. Εκείνη ακόμη την περίοδο δεν μπορούσε να ξετυλιχθεί η προσπάθεια ολοκληρωμένη. Υπήρχαν τα σοσιαλιστικά κράτη, που παρά το γραφειοκρατικό εκφυλισμό τους κατά τη δεκαετία του 1980 συνιστούσαν ακόμη αντίπαλο δέος.
Μετά το 1990 όμως και ιδίως μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 παρατηρείται μια επιτάχυνση και εμβάθυνση της πορείας αυτής. Αρχικά τα πρώτα χρόνια μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, παρατηρήθηκε η αύξηση παγκόσμια του αριθμού των δημοκρατικών (σε κάποιο έστω βαθμό) καθεστώτων[6]. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι ανοιχτές δικτατορίες δεν ήταν πια αναγκαίες για την καταπολέμηση των επαναστατικών κινημάτων, τα οποία γνώρισαν ραγδαία υποχώρηση μετά το 1990. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Λ. Αμερικής.
Παράλληλα όμως εντατικοποιήθηκε η δραστική αποδυνάμωση των αστικών δημοκρατιών, ιδίως μετά το 2008. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται παράλληλα με μια άλλη: τη συσσώρευση του πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Αν πριν την κρίση το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού του πλανήτη έλεγχε το 40% του παγκόσμιου πλούτου πριν 10 χρόνια, σήμερα ελέγχει περισσότερο από το 50%.
Η παράλληλη αυτή διαδικασία μας δίνει και το κλειδί της εξήγησης των εξελίξεων στις σύγχρονες δημοκρατίες. Η αστική τάξη επιχειρεί να απαλλαγεί από όλο το φορτίο των κατακτήσεων των λαών τόσο στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων όσο και στο επίπεδο της δημοκρατίας. Έχει ανάγκη κάτι τέτοιο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Πρέπει να κάμψει κάθε αμφισβήτηση των μέτρων ριζικής αναδιανομής του πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων. Από την άλλη, καθίσταται εφικτή μια τέτοια γιγάντια αντιστροφή εξαιτίας του αρνητικού συσχετισμού δύναμης για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στόχος είναι η απαλλαγή από το σύνολο των κατακτήσεων του 20ού αιώνα, οι οποίες υπήρξαν καρπός της συγκρότησης και ανόδου του εργατικού κινήματος, των επαναστάσεων του αιώνα αυτού και της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης των λαών το 1945.
Τα χαρακτηριστικά των σιδερόφραχτων δημοκρατιών
Οι αναλύσεις του Μαρξ, με αφορμή βέβαια φαινόμενα της εποχής του, μας έχουν δώσει τα μεθοδολογικά εργαλεία για να ερμηνεύσουμε τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας φάσης. Τα νέα φαινόμενα εμπεριέχουν πλευρές παλαιότερων. Το νέο εμφανίζεται με τη μορφή του παλιού και το παλιό παρουσιάζεται ως νέο. Οι ολιγαρχίες “νοσταλγούν τις λιγότερο τέλειες και αναπτυγμένες και συνεπώς λιγότερο επικίνδυνες μορφές αυτής της κυριαρχίας”[7]. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία της η αστική τάξη είναι αναγκασμένη “να εκμηδενίζει τους όρους της ζωής κάθε κοινοβουλευτικής εξουσίας”[8].
Γι’ αυτό σημειώνεται μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς το ακροδεξιό φάσμα. Ισχυροποιούνται κόμματα της ακροδεξιάς ή και αμιγώς φασιστικά. Παρατηρείται ανοχή ή ολιγωρία των κρατικών αρχών προς την εγκληματική δράση των τελευταίων. Ενσωματώνεται πλήρως στο πολιτικό σύστημα η ακροδεξιά. Καθίσταται κυβερνητικός εταίρος ή και αποκλειστικός διαχειριστής της κυβερνητικής εξουσίας.
Τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο και πράξη στοιχεία και πρόσωπα της ακροδεξιάς. Ο κεντρώος Μακρόν ενσωματώνει αντιλήψεις και πρακτικές της ακροδεξιάς Λεπέν. Τα παραδείγματα είναι πολλά, με παραλλαγές φυσικά. Από τις κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, Πολωνίας μέχρι τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία. Η σοσιαλδημοκρατία έχει προ πολλού μετατοπιστεί κατά βάση στις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Τα ελάχιστα μεταρρυθμιστικά ψήγματα, όπου απομένουν, δεν αλλάζουν την συνολική εικόνα.
Η μετατόπιση αυτή του πολιτικού και κομματικού συστήματος είναι προϊόν συνειδητής στροφής και επιλογής. Τα ακροδεξιά κόμματα χρηματοδοτούνται αφειδώς από το μεγάλο κεφάλαιο ή πάντως από ένα ισχυρό τμήμα του. Προβάλλονται συστηματικά οι απόψεις τους από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με τον Τραμπ στις ΗΠΑ. Η ανάδειξή του και η στροφή του Ρεπουμπλικάνικου κόμματος σε ακροδεξιές θέσεις έγινε με τη χρηματοδότηση και στήριξη συγκεκριμένων ισχυρών επιχειρηματιών[9]. Αντίστοιχα συνέβη με το ακροδεξιό κόμμα AfD στη Γερμανία[10] ή με το προσφάτως αναδυθέν ακροδεξιό Vox στην Ισπανία, ακόμη και με τις ρατσιστικές και άλλες απόψεις της “Χρυσής Αυγής” στην Ελλάδα[11].
Βέβαια, η στήριξη αυτή μπορεί να βρίσκει απήχηση σε μέρος των λαϊκών στρωμάτων υπό το βάρος της απογοήτευσης από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και από την απουσία αξιόπιστης ριζοσπαστικής εναλλακτικής απάντησης, που στρέφει τμήμα του πληθυσμού στην εκλογική αποχή και στην πολιτική αδιαφορία.
Επιπλέον, σημειώνεται ένταση της -ήδη υπάρχουσας από το 19ο αιώνα κιόλας- απαξίωσης του Κοινοβουλίου και των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε όφελος της εκτελεστικής εξουσίας και εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας. Ο Μαρξ είχε επισημάνει στα μέσα του 19ου αιώνα την τάση αυτή: “η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε αναγκασμένη, μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας”[12]. Η τάση αυτή εκδηλώνεται όχι μόνο ενώπιον επαναστατικής απειλής αλλά και ενώπιον οποιασδήποτε λαϊκής αντίδρασης.
Εντείνεται η παραβίαση των Συνταγμάτων από τους κυβερνώντες. Παραδείγματα είναι η αντισυνταγματική ψήφιση των μνημονίων στην Ελλάδα, οι αντισυνταγματικές καθαιρέσεις των προέδρων της Βραζιλίας και της Παραγουάης, η αντισυνταγματική συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του προέδρου στις ΗΠΑ[13]. Εντείνεται η παραβίαση γενικότερα των νόμων από την πλευρά των κρατούντων, από τους διαπρύσιους κήρυκες της νομιμότητας, μαζί και η ατιμωρησία τους. Αν παρακολουθήσει κανείς το φαινόμενο Τραμπ[14], που δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, διαπιστώνει πόσο επίκαιρη γίνεται η ανάλυση του Μαρξ: “ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, … επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις που κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκριση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους”[15].
Εντείνεται στο έπακρο η χρήση αστυνομικής βίας, συχνότατα παράνομης, η προσφυγή στην κατάσταση πολιορκίας ή σε παραλλαγές της. Μεταβάλλεται προς το αντιδραστικότερο το νομοθετικό πλαίσιο το σχετικό με τις ελευθερίες. Ολοένα και περισσότερο η νομοθεσία τείνει να περιλάβει απαγορεύσεις στρεφόμενες ενάντια στα επαναστατικά κόμματα, σύμβολα, ιδέες. Παραδείγματα υπάρχουν άφθονα από την ΕΕ (Πολωνία, Ουγγαρία, Βαλτικές χώρες), την Βραζιλία και αλλού. Η νομολογία των δικαστηρίων μεταβάλλεται επίσης υιοθετώντας αντιδημοκρατικές ερμηνείες των νόμων ή επιλεκτική εφαρμογή τους με πιο έντονο ταξικό άρωμα. Παράλληλα, εντείνεται περαιτέρω ο αποκλεισμός και η κατασυκοφάντηση των επαναστατικών απόψεων από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Συμπερασματικά, όπου και στο βαθμό που η τάση προς τη σιδερόφραχτη δημοκρατία ολοκληρώνεται, θα προκύπτει κράτος με ποιοτική διαφορά σε σχέση με τις αστικές δημοκρατίες της μεταπολεμικής περιόδου στη Δ. Ευρώπη. Θα προσιδιάζει περισσότερο προς το τουρκικό πρότυπο του καθεστώτος Ερντογάν.
Το δημοκρατικό κέλυφος
Οι σιδερόφραχτες δημοκρατίες διατηρούν ωστόσο ακόμη το δημοκρατικό κέλυφος. Μια εκλογική διαδικασία, ένας στοιχειώδης πολυκομματισμός βοηθούν στη νομιμοποίηση της εξουσίας, παρέχουν την εντύπωση ότι υπάρχει δημοκρατία. Ταυτόχρονα όμως η γενική τάση δείχνει ότι πραγματοποιούνται αλλαγές που στοχεύουν στην επιβολή ακόμη πιο αντιδημοκρατικών εκλογικών συστημάτων και όρων διεξαγωγής των εκλογών σε σχέση με τους σημερινούς. Οι απαγορεύσεις κομμάτων, οι αποκλεισμοί από τα μέσα ενημέρωσης, το υψηλό οικονομικό κόστος συμμετοχής στις εκλογές είναι μερικά από αυτά.
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις αναζητιούνται μέθοδοι περιορισμού του εκλογικού σώματος. Ούτε αυτό είναι κάτι εντελώς καινούργιο. Όλο το 19ο αιώνα υπήρχαν περιουσιακά κριτήρια για το εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Μέχρι το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου δικαίωμα ψήφου είχε το λιγότερο από το μισό του ενήλικου πληθυσμού. Στις ΗΠΑ μέχρι το 1965 υπήρχαν νόμιμοι αποκλεισμοί των αφροαμερικανών. Σήμερα, επίσης στις ΗΠΑ, σε διάφορες πολιτείες προωθούνται νομοθετήματα που αποκλείουν μέρος του φτωχότερου πληθυσμού από τις εκλογές. Πάγια επιδίωξη εξάλλου είναι η νόθευση της βούλησης του εκλογικού σώματος μέσω των εκλογικών συστημάτων. Κορυφαίο παράδειγμα συνιστούν και εδώ οι ΗΠΑ, όπου δυο φορές τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε πρόεδρος ο υποψήφιος που ήρθε δεύτερος σε ψήφους (Μπους και Τραμπ)[16].
Ωστόσο, ακόμη και οι σιδερόφραχτες δημοκρατίες μπορεί να παραμεριστούν αν η αστική τάξη αισθανθεί και πάλι απειλητική την παρουσία της εργατικής τάξης. Αυτό συνέβη στο μεσοπόλεμο με την επιβολή του φασισμού, όταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και η ισχυρή παρουσία του εργατικού κινήματος δημιουργούσαν εύλογους φόβους για τη σταθερότητα του αστικού καθεστώτος.
Σήμερα δεν υφίσταται τέτοια απειλή. Αν συγκροτηθεί όμως, “οι αστοί” θα βρεθούν αναγκασμένοι “να σπάσουν οι ίδιοι τη μοιραία αυτή νομιμότητα”[17]. Αν η κυρίαρχη τάξη αντιμετωπίσει μια μείζονα απειλή για την οικονομική και πολιτική εξουσία της δεν θα διστάσει να παραμερίσει ακόμη και τα τελευταία δημοκρατικά προσχήματα. Είναι ενδεικτική η απάντηση του Μαρξ σε ερώτηση δημοσιογράφου στην εφημερίδα The World το 1871: “Η αγγλική αστική τάξη φάνηκε πάντα πρόθυμη να δεχτεί την απόφαση της πλειοψηφίας, όσο κατέχει το μονοπώλιο στις εκλογές. Αλλά να είστε σίγουρος ότι μόλις βρεθεί στη μειοψηφία σε ζητήματα που θεωρεί ζωτικής σημασίας, τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα νέο πόλεμο των δουλοκτητών”[18]. Με τα μεταγενέστερα λόγια του Λένιν: η αστική τάξη “για το προλεταριάτο σε κάθε σοβαρό, βαθύ, θεμελιακό ζήτημα επιφυλάσσει αντί για την “προστασία της μειοψηφίας” το στρατιωτικό νόμο ή τα πογκρόμ. Όσο πιο εξελιγμένη είναι η δημοκρατία, τόσο πιο κοντά βρίσκονται τα πογκρόμ ή ο εμφύλιος πόλεμος σε κάθε βαθιά πολιτική διάσταση, επικίνδυνη για την αστική τάξη”[19].
Σε κάθε περίπτωση το αν η τάση προς τη σιδερόφραχτη δημοκρατία ολοκληρωθεί, περισσότερο ή λιγότερο, εδώ ή αλλού, θα εξαρτηθεί τελικά από τη διακύμανση του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, από την ανάταξη πρωτίστως του επαναστατικού και εργατικού κινήματος.
[1] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος; τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 15 επ.
[2] Βλ. Φ. Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1981, σελ. 184.
[3] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 13.
[4] Βλ. αναλυτικότερα Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ.
[5] Βλ. μια πρώτη θεώρηση της έννοιας εκείνη τη χρονική στιγμή στο Δ. Καλτσώνης, Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2012, σελ. 191 επ.
[6] Βλ. St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 303.
[7] Βλ. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 53.
[8] Βλ. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 69-70.
[9] Βλ. St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 327-328.
[10] Βλ. σχετικό δημοσίευμα http://www.spiegel.de/international/germany/billionaire-backing-may-have-helped-launch-afd-a-1241029.html
[11] Βλ. Δ. Ψαρράς, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 192 επ.
[12] Βλ. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 143-144.
[13] Βλ. St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 189 επ.
[14] Βλ. N. Klein, Το ΟΧΙ δεν είναι αρκετό, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2018.
[15] Βλ. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 39.
[16] Βλ. St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 310.
[17] Βλ. τον πρόλογο του Φ. Ένγκελς στο Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 32.
[18] Βλ. Κ. Μαρξ, Για το κράτος, Αθήνα, εκδ. Εξάντας, 1989, σελ. 168.
[19] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», Άπαντα, τ. 37, σελ. 254.