του Κώστα Γεωργόπουλου
Η χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό ως μικρόκοσμος του πλανήτη μας, χαρακτηρίζεται από ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Είναι αυτό της ολίσθησης προς τη βαρβαρότητα, δηλαδή, μια κοινωνία χωρίς κοινό σημείο αναφοράς μια χάρτα, ένα καταστατικό ή ένα σύνταγμα, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της. Ένα σύνταγμα, το οποίο φυσικά για να έχει νόημα, θα πρέπει να χρίζει αποδοχής από το ίδιο το πλήθος (σύνολο πολιτών) από τα σπλάχνα του οποίου γεννήθηκε και τα συμφέροντα του οποίου ενσαρκώνει εγγράφως.
Ο αστυνομικός δίνει όρκο.
Ο στρατιωτικός δίνει όρκο.
Ο εφοριακός δίνει όρκο.
Ο δάσκαλος δίνει όρκο.
Ο δικαστής δίνει όρκο.
κοκ
Με λίγα λόγια, όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί δεσμεύονται, μέσω ενός όρκου, απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας, ότι θα λειτουργούν με γνώμονα το συμφέρον της ίδιας της κοινωνίας την οποία υπηρετούν. Αυτό μπορεί εκ πρώτης να μην φαίνεται σημαντικό ή να ακούγεται τετριμμένο, αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημειολογία όταν εντάσσεται στα πλαίσια της λαοκρατίας. Μπορεί να είναι κάτι το απαξιωμένο σήμερα, ωστόσο, αποτελεί απαραίτητο συστατικό μιας κοινωνίας δικαίου.
Για να πετύχει όμως, πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να το αντιλαμβάνεται ως δικαίωμα και υποχρέωση της, η ίδια η κοινωνία. Στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες και για λόγους που θέλουν από μόνοι τους εκτενή ανάλυση, δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει. Είναι μια παθογένεια του δυτικού κόσμου το γεγονός ότι έχει υιοθετήσει ένα σύνολο από απαξίες που βάζουν το άτομο (και τις όποιες παρορμήσεις και ορέξεις του τσουβαλιασμένα όλα πίσω από τον όρο “δικαίωμα”) πάνω από το σύνολο. Το αποτέλεσμα, όπως σιγά σιγά διαπιστώνουμε, αποδεικνύεται ολέθριο για μια κοινωνία στην οποία θεωρείται θεμιτή η άποψη “αφού μπορεί, μαγκιά του”, είτε πρόκειται για πολιτικό, τηλεπερσόνα, ακόμα και πρόεδρο δεκαπενταμελούς σχολείου.
Όλα αυτά ταυτίζονται με τις αρχές που χαρακτηρίζουν την, μέχρι πρότινος, πρωτεύουσα του καταναλωτισμού παγκοσμίως, δηλαδή, τις ΗΠΑ. Σε έναν κόσμο στον οποίο η παραγωγή και η οικονομία εκπροσωπούν και υπηρετούν τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, ίσως δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από την εξαγωγή αυτού του οικονομικού μοντέλου, έγινε και εξαγωγή των ιδεών που το συνοδεύουν.
Η Ελλαδίτσα μας, είχε κάποιες ευκαιρίες στην ιστορία της να πάρει στροφή και να ακολουθήσει εναλλακτικό δρόμο. Τα παραδείγματα υπάρχουν, όπως ο ογκόλιθος αγωνιστικής και πολιτισμικής εξέλιξης που επιτεύχθηκε από το ΕΑΜ (ας μην ξεχνάμε τον κώδικα Ποσειδώνα) μέχρι το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του ‘15.
Το ΕΑΜ δημιούργησε νέο σύνταγμα. Το δημοψήφισμα, έφερε τον κόσμο απέναντι σε συγκεκριμένα ερωτήματα τα οποία θα είχε χρειαστεί να απαντήσουμε ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ εάν δεν είχε λάβει χώρα η τριπλή πιρουέτα της τότε κυβέρνησης.
Τα ερωτήματα αυτά είχαν να κάνουν με ζητήματα επάρκειας βασικών αναγκών και, ως εκ τούτου, ζητημάτων παραγωγής. Ξαφνικά βρεθήκαμε να αναρωτιόμαστε τα ποσοστά διατροφικής επάρκειας του τόπου μας και της παραγωγής φαρμάκων. “Δεν θα έχει γάλα να πιει το παιδί σου!” μου είχε δηλώσει κάποιος.
Χάθηκε, όμως, η ευκαιρία μετατόπισης του μοντέλου παραγωγής προς κάτι το εναλλακτικό απέναντι στην παρασιτική και Βρυξελλο-εξαρτώμενη οικονομία των υπηρεσιών και του ανούσιου καταναλωτισμού. Χάθηκε η ευκαιρία θεμελίωσης παραγωγικού μοντέλου το οποίο μπορεί να διαμορφώσει, εν δυνάμει, συνειδήσεις ανιδιοτελείς και πολίτες που σέβονται τον εαυτό τους μιας και δεν περιμένουν το φιλοδώρημα/επίδομα για τον πορισμό τους.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η πολιτισμική και βιολογική επιβίωση της κοινωνίας μας, προσδιορίζεται στην ανασύνταξη του οικονομικού μας μοντέλου, βήμα-βήμα και με επιμονή, θέτοντας βραχυπρόθεσμους στόχους οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν ώθηση προς μια τέτοια κατεύθυνση. Τα ερωτηματικά ως προς αυτό πολλά και το στοίχημα μεγάλο. Το θέμα όμως είναι αν είναι προτιμότερο να το παλέψεις ή να αποδεχτείς τη μοίρα σου.
Θα συμφωνήσει υποθέτω και ο Κος Βρούτσης, το θεσμικό λειτούργημα του οποίου κουρελιάστηκε υπό το φως τον πρόσφατων αποκαλύψεων!