του Παναγιώτη Κακαλή
Η ενίσχυση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος προκειμένου να ανταποκριθεί καλύτερα στην στρατηγική εξόδου από την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου είναι ο πραγματικός στόχος των έντονων διεργασιών που παρατηρούνται στο πολιτικό σκηνικό από την επομένη των ευρωεκλογών. Πρόκειται για διεργασίες που τίποτα θετικό δεν προμηνύονται για το λαό, καθώς συντελούνται με το εργατικό –λαϊκό κίνημα στη γωνία και τις επαναστατικές δυνάμεις περιθωριοποιημένες και ακίνδυνες, εγκλωβισμένες στο σεχταρισμό τους.
Με διαπιστωμένη λοιπόν την αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις, είναι ολοφάνερο ότι οι πυρετώδεις διεργασίας που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και θα πυκνώνουν με ορίζοντα την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας την ερχόμενη άνοιξη, θα οδηγήσουν σε πιο αντιδραστικές «λύσεις» στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος, επηρεάζοντας τόσο τη μορφή του όσο και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας.
Bασικό χαρακτηριστικό των διεργασιών που σημειώνονται, που προδικάζει και την αντιδραστική «έκβασή» τους, είναι η συναίνεση των ηγεσιών του νέου διπολισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στην εφαρμοζόμενη στρατηγική με στόχο την πολυπόθητη (καπιταλιστική) ανάπτυξη: Πυλώνες αυτής της συναίνεσης είναι η αμετακίνητη απόφαση για παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, η ολόπλευρη ενίσχυση της «υγιούς επιχειρηματικότητας», πράγμα που στην πράξη σημαίνει νέα ποτάμια αίματος και αβάσταχτες θυσίες από την εργατική τάξη και το λαό. Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν ότι από το βράδυ των εκλογών, στον πολιτικό διάλογο μεταξύ των αστικών κομμάτων και στα ΜΜΕ κυριαρχούν οι λέξεις «συνεννόηση» και «συναίνεση», παρά την άγρια προεκλογική πόλωση που προηγήθηκε.
Η ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ, που έγινε τρεις μέρες μετά τις κάλπες, αποτέλεσε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να καταδειχθεί στην πράξη ότι η πολιτική συναίνεση, δηλαδή η συναίνεση μεταξύ ΝΔ -ΣΥΡΙΖΑ στην παραπάνω στρατηγική όχι μόνο είναι δεδομένη αλλά πατάει σε στέρεες βάσεις. Το μόνο που μένει είναι να διασφαλιστεί είναι η κοινωνική συναίνεση, δηλαδή η υποταγή του λαού και η αποτροπή ανεξέλεγκτων εξεγέρσεων, και σε αυτή την κατεύθυνση οι Α. Σαμαράς και Α. Τσίπρας προσπάθησαν να δείξουν την «αξία» των κομμάτων τους. Και οι δύο εμφανίστηκαν ως εγγυητές των επενδυτών και της κερδοφορίας τους διαφέροντας μόνο στις μεθόδους, ο πρόεδρος της ΝΔ με πυγμή, ενώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ με «κοινωνική συμφωνία».
ΔΕΔΟΜΕΝΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ
Παραβίαζε ανοικτές πόρτες ο νέος πρόεδρος του ΣΕΒ. Θ. Φέσσας όταν από το βήμα της σύναξης των βιομηχάνων καλούσε τα πολιτικά κόμματα σε «συνεννόηση» για να «υλοποιήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα και τον στρατηγικό στόχο των «μεταρρυθμίσεων»: «Οι χαμένες θέσεις εργασίας θα ανακτηθούν και τα εισοδήματα των εργαζομένων θα βελτιωθούν, μόνο όταν οι επιχειρήσεις γίνουν ανταγωνιστικές διεθνώς», υπογράμμισε, αξιώνοντας ουσιαστικά από τους εργαζόμενους να μετατραπούν σε σύγχρονους δούλους προκειμένου να ανακτηθεί και διατηρηθεί σταθερή η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Για να μη μένουν αμφιβολίες έσπευσε να συμπληρώσει ότι «είναι κοινό συμφέρον εργοδοτών και εργαζομένων να επιδιώξουμε μαζί λύσεις στα προβλήματα της επιχειρηματικότητας». Όπως διευκρίνισε αμέσως μετά «οι λύσεις στα προβλήματα της επιχειρηματικότητας» θα προέλθουν από την επιβολή φρικτών αντεργατικών μέτρων μεταξύ των οποίων συμπεριέλαβε : την καθιέρωση «κατάλληλων συστημάτων ανταμοιβής της παραγωγικότητας» για τους εργαζόμενους, που προφανώς θα αντικαταστήσουν τον μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις, τη «μείωση του μη μισθολογικού κόστους» (εργοδοτικές εισφορές και φόρος εισοδήματος), «την εγκαθίδρυση δεύτερου και τρίτου πυλώνα ασφάλισης», δηλαδή την παράδοσή της στο κεφάλαιο.
Ο Α. Σαμαράς μίλησε με τα ίδια λόγια και πλειοδότησε: «Τώρα μιλάμε πια για ανάπτυξη με ανταγωνιστικότητα… με εξωστρέφεια… με υγιή επιχειρηματικότητα… αλλά προ πάντων με σταθερότητα… Με δύο λόγια αλλάζει η κουλτούρα της κοινωνίας! Απενοχοποιείται και η επιχειρηματικότητα και η ανταγωνιστικότητα, λέξεις που το θυμάστε καλά, ήταν απαγορευμένες μέχρι πρόσφατα». Επικαλέστηκε μάλιστα τα γνωστά «επιτεύγματα» της κυβέρνησης για να καυχηθεί ότι «το σχέδιο δουλεύει»…
Ο Α. Τσίπρας αμφισβήτησε μόνο στα λόγια την εφαρμοζόμενη πολιτική, αποκηρύσσοντας το μνημόνιο και καταγγέλλοντας τις καταστροφικές συνέπειές του στο λαό αλλά ταυτόχρονα φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι θα συνεργαστεί με το ΣΕΒ για την ανάπτυξη, πάντα βέβαια στο πλαίσιο του ευρώ και της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό οι εκκλήσεις που απηύθυνε προς την ηγεσία του ΣΕΒ να μην συναινέσει «στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και την ακόμα μεγαλύτερη μείωση του κατώτατου μισθού» μόνο ως καθαρή δημαγωγία και εμπαιγμός μπορούν να εκληφθούν. Πολύ περισσότερο που γνωρίζει ότι τόσο οι ομαδικές απολύσεις όσο και η παραπέρα μείωση του κατώτατου μισθού αποτελούν «πάγια» αιτήματα της ηγεσίας των βιομηχάνων. Πώς θα βάλει λοιπόν «τέλος στην ελεύθερη πτώση των μισθών» όπως είπε, δίχως να έρθει σε σύγκρουση με τον ΣΕΒ αλλά και την τρόικα (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΕ) που έχουν ως επίσημα διακηρυγμένο στόχο την μείωση των μισθών στα επίπεδα των γειτονικών βαλκανικών χωρών; Ταυτόχρονα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να υποσχεθεί γενναίες παροχές στις επιχειρήσεις είτε μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους είτε μέσω φοροαπαλλαγών είτε μέσω «στοχευμένων πολιτικών χρηματοδότησης επιχειρήσεων από αναπτυξιακό δημόσιο φορέα ειδικού σκοπού», όπως χαρακτηριστικά είπε, δίχως να γίνει πιο συγκεκριμένος.
Πολύ σαφής και συγκεκριμένος ήταν ο Α. Τσίπρας στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε δύο μέρες μετά στο αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg: «Είμαστε μία φιλοευρωπαϊκή δύναμη που θέλει να αλλάξει την Ευρώπη, όχι να τη διαλύσει», υπογράμμισε για άλλη μια φορά, και κάνοντας ένα ακόμα βήμα διαβεβαίωσε ότι η σκληρή διαπραγμάτευση για το χρέος που επαγγέλλεται δεν πρόκειται «να διαταράξει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη»(!). Μετά από τέτοιες δηλώσεις δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να διακρίνει κανείς τα ειρωνικά χαμόγελα της Μέρκελ, του Σόιμπλε και των άλλων Ευρωπαίων αξιωματούχων κάθε φορά που ο Α. Τσίπρας θα προαναγγέλλει το «τέλος» της λιτότητας και των μνημονίων…
ΑΓΡΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Με δεδομένη λοιπόν την πολιτική συναίνεση στην ουσία της κυρίαρχης πολιτικής, το ενδιαφέρον των ηγεσιών των δύο «μεγάλων» κομμάτων μετατοπίζεται στο ποιος θα κρατάει το τιμόνι της εξουσίας. Το μείζον ζήτημα που προκαλεί αναταράξεις και ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό είναι η έντονη διαμάχη μεταξύ του κυβερνητικού στρατοπέδου και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης γύρω από τη δημιουργία «ευρύτερων συμμαχιών» με στόχο την κυβερνητική εξουσία. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης εκτιμούν ότι μετά και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών υπάρχουν οι προϋποθέσεις να συγκροτηθεί μια «προεδρική πλειοψηφία» (δηλαδή πάνω από 180 βουλευτές) από τη σημερινή Βουλή, ώστε να αποτραπεί η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες την άνοιξη του 2015 με αφορμή την εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας και να παραταθεί ο βίος της μέχρι το τέλος της τετραετίας, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Θεωρούν δηλαδή ότι η λεγόμενη προεδρική πλειοψηφία των 180 βουλευτών μπορεί να σχηματιστεί, εκτός από τους 152 βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με τη «βοήθεια» 30 βουλευτών που θα προέλθουν από τη δεξαμενή των 21 ανεξάρτητων βουλευτών και των 28 βουλευτών που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα κόμματα της ΔΗΜΑΡ και των ΑΝΕΛ (14 και 14 αντίστοιχα), τα οποία έχουν υποστεί εκλογική πανωλεθρία και αντιμετωπίζουν το φάσμα της διάλυσής τους.
Οι μετεκλογικές διεργασίες στα δύο αυτά κόμματα αλλά και στο χώρο των ανεξάρτητων δείχνουν να ενισχύουν τις παραπάνω εκτιμήσεις, αλλά είναι πολύ νωρίς για να θεωρείται σίγουρη η αποκαλούμενη «προεδρική πλειοψηφία», που σχεδιάζεται να υποβοηθηθεί με μια «αριστερή υποψηφιότητα» (ακούγεται έντονα και όχι αβάσιμα το όνομα του Φ. Κουβέλη). Τα σχέδια αυτά θα δοκιμαστούν τους επόμενους μήνες καθώς θα περάσουν νέα σκληρά μέτρα τόσο στο ασφαλιστικό (αναμένεται να ψηφιστεί νέο νομοσχέδιο το φθινόπωρο που θα δώσει νέο πλήγμα στις κύριες και επικουρικές συντάξεις) όσο και στο εργασιακό (ομαδικές απολύσεις, (μη) δικαίωμα απεργίας, λοκ άουτ, κα), ενώ έχουν δρομολογηθεί σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις όχι μόνο κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ) αλλά και δασών, παραλιών, αιγιαλών, λιμνών, ποταμών, κοκ.
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ διαβλέποντας τον κίνδυνο να παραταθεί ο βίος της κυβέρνησης, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει περαιτέρω φθορά στην «δυναμική εξουσίας», έχει ήδη ξεκινήσει έναν «ανένδοτο» αγώνα, με στόχο να αποτρέψει το σχηματισμό της «προεδρικής πλειοψηφίας» και να ενισχύσει την εικόνα της «επερχόμενης κυβέρνησης» και του κόμματος εξουσίας. Για το σκοπό αυτό, ζητά επίμονα να έχει λόγο σε θέματα όπως ο διορισμός του νέου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και του επιτρόπου στην Κομισιόν, αλλά και της νέας συμφωνίας για τη διαχείριση του χρέους που θα γίνει προς τα τέλη του έτους, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση η συμφωνία αυτή δεν τον δεσμεύει… Θέτοντας ήδη θέμα «δυσαρμονίας» μεταξύ κυβέρνησης και λαϊκής ψήφου κρατά ψηλά τη σημαία των πρόωρων εκλογών, υποστηρίζοντας ότι «μόνο οι εκλογές θα φέρουν πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα».
Παράλληλα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συγκροτήσει τις δικές της συμμαχίες, επιδιώκοντας να απαντήσει στο ερώτημα «με ποια κόμματα θα συγκυβερνήσει». Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζει να απευθύνει έμμεση πρόσκληση ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ… αν αποκηρύξει το μνημόνιο και τη Μέρκελ! Ο ίδιος ο Α. Τσίπρας δήλωσε στην προαναφερθείσα συνέντευξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξετάζει το ενδεχόμενο να συνεργαστεί με τους σοσιαλδημοκράτες στο ευρωκοινοβούλιο εάν είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν τις πολιτικές λιτότητας της Μέρκελ. «Θα είμαστε ανοικτοί στη συνεργασία (σ.σ. με τους σοσιαλιστές) υπό τον όρο ότι θα επιστρέψουν στις πολιτικές τους ρίζες(!) και θα σταματήσουν να αποδέχονται ότι η λιτότητα είναι η μόνη επιλογή. Δεν θα συνεργαστούμε, εάν παραμείνουν υπό την ηγεμονία της Μέρκελ». Στο ίδιο μήκος ο εκπρόσωπος του κόμματος Π. Σκουρλέτης δήλωσε (στο Vimafm): «Αυτό που είναι το σημερινό ΠΑΣΟΚ και η σοσιαλδημοκρατία, δεν μπορεί να έχει συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν μέσα από τις δικές τους διαδικασίες επαναπροσδιοριστούν, βεβαίως, θα υπάρχει μια άλλη στρατηγική βάση»….
Η «απάντηση» έχει ήδη δοθεί από το ΠΑΣΟΚ δια στόματος του Ευ. Βενιζέλου που πρότεινε «συναίνεση και συνεννόηση» με τον ΣΥΡΙΖΑ σε πέντε σημεία: α. «συνεργασία των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου για την πολιτική απομόνωση και αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής», β. «συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων, στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης» γ. «συμμετοχή της αντιπολίτευσης στο μακροχρόνιο δημοσιονομικό και μακροοικονομικό σχεδιασμό», δ. συνεννόηση για το θεσμικό πλαίσιο δηλαδή τον εκλογικό νόμο», ε. συναίνεση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.
Συνοψίζοντας και εκλαϊκεύοντας τα παραπάνω ο γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ Π. Ρήγας δήλωσε απερίφραστα: “Λέμε λοιπόν ναι σε συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ, με τη λογική, όχι ότι εάν αλλάξει πρόσωπα δεν συνεργαζόμαστε με το ΣΥΡΙΖΑ του κυρίου Τσίπρα, αλλά με έναν ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εννοεί και στην πράξη το ακολουθεί ότι η χώρα θα συνεχίσει την πορεία της στην ΕΕ». Φυσικά όλα αυτά τα γνωρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά αυτό που την ενδιαφέρει είναι να παρέμβει στις συντελούμενες διεργασίες για την «αναμόρφωση της κεντροαριστεράς» (ΕΛΙΑ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι), ώστε να αποτελεί σταθερό κυβερνητικό εταίρο είτε σε κυβέρνηση ΝΔ είτε σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η Χ.Α. δεν εμπλέκεται, άμεσα, φανερά και προς το παρόν, στα σενάρια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Συμμετέχει όμως έμμεσα παίζοντας το ρόλο του «λαγού» για την μετατόπιση συνολικά του πολιτικού συστήματος σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση και το τσάκισμα των λαικών αγώνων και κυρίως της οργανωμένης εμπροσθοφυλακής τους. Λειτουργεί πάντα σαν «ομάδα κρούσης» και παραμένει σε επιφυλακή για την περίπτωση που τα μεγάλα αφεντικά χρειαστούν τις υπηρεσίες των φασιστοειδών αν διαπιστώσουν ότι απειλείται όχι μόνο η σταθερότητα του αστικού συστήματος αλλά τα ίδια τα θεμέλια του από την ύπαρξη ενός εξεγερμένου λαού που ξέρει «που το πάει».
Προς το παρόν τέτοια απειλή όχι μόνο δεν διακρίνεται αλλά αντίθετα φαίνεται να έχει υποχωρήσει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Το ΚΚΕ κάνει αντιπολίτευση γύρω από τον εαυτό του και για τον εαυτό του, εισπράττοντας λόγια «εκτίμησης» και συμπάθειας από τους εκπροσώπους του αστικού πολιτικού συστήματος για την «συνέπειά» του και, δίχως να λέγεται πάντα ανοικτά, για την «μη ενόχληση» στην εφαρμογή των πρωτοφανούς αγριότητας αντιλαϊκών μέτρων.
Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό Μέτωπο όπως και το νέο επαναστατικό κόμμα αναδεικνύονται τα μεγάλα ζητούμενα της εποχής και προς τα εκεί χρειάζεται να γίνουν κινήσεις από τις δυνάμεις που το συνειδητοποιούν και η αλήθεια είναι ότι δεν είναι καθόλου αμελητέες.