Το σκάνδαλο των νομίμων επισυνδέσεων (νομιμοφανής ορολογία των τηλεφωνικών υποκλοπών) που αναδείχθηκε με τις παρακολουθήσεις Κουκάκη και Ανδρουλάκη έφερε στην επιφάνεια μια σωρεία νομικών και πολιτικών πτυχών του ζητήματος που αξίζει τον κόπο να τις καταγράψουμε για να αποτυπώσουμε την πολλαπλή δυνατότητα νόμιμης καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών και τις ιδιαιτερότητές της, τον ρόλο των εισαγγελέων, τη στάση του πολιτικού κόσμου και, αφετέρου να προσεγγίσουμε τις απαιτήσεις του προοδευτικού νομικού κόσμου και του κινήματος για τα δημοκρατικά δικαιώματα απέναντι στις υποκλοπές.
Ι. ΟΙ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η πληθώρα των νομικών διατάξεων οι οποίες νομιμοποιούν την δυνατότητα καταγραφής της δραστηριότητας με ειδικά τεχνικά μέσα και ιδίως με συσκευές εικόνας η ήχου. Διευκρινίζουμε κατ αρχήν την ορολογία αυτή, δεδομένου ότι η (με τη στενή έννοια) άρση απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών, με την οποία συνήθως οι περισσότεροι εννοούν τις τηλεφωνικές υποκλοπές, δεν αποτελεί μέσο παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών, παρά μόνο καταγραφής των εξωτερικών στοιχείων της συνομιλίας (καλών και καλούμενος αριθμός, χρόνος και διάρκεια συνομιλίας, γεωγραφική θέση), τα οποία οι πάροχοι υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας είναι υποχρεωμένοι να τα διατηρούν για ένα χρόνο τουλάχιστον και να τα θέτουν υπόψη των υποκειμένων των συνομιλιών και των αρμοδίων αρχών (ν. 3917/2011 και Οδηγία 2006/24/ΕΚ).
Σε αντίθεση με την άρση απορρήτου της οποίας τα εξωτερικά στοιχεία καταγράφονται ανεξαρτήτως από το αν θα ζητηθεί από οποιονδήποτε ή όχι, η καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών γίνεται μόνο από τη στιγμή που θα διαταχθεί και για τον μετέπειτα από την σχετική διάταξη χρόνο, χωρίς να επιτρέπεται με οποιοδήποτε τρόπο, νόμιμα τουλάχιστον, η εκ των προτέρων καταγραφή της συνομιλίας και δημιουργία σχετικών αρχείων προκειμένου αυτά, όταν ζητηθεί, να χρησιμοποιηθούν αποδεικτικά
Η συνέχεια στο ΠΡΙΝ