50 χρόνια θεωρία της εξάρτησης
του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε ανάρτηση από το ιστολόγιο του Michael Roberts με τίτλο 50 χρόνια θεωρία της εξάρτησης (50 years of dependency theory), στην οποία ο αρθρογράφος παρουσιάζει κριτικά πρόσφατο βιβλίο του Claudio Katz με παρόμοιο τίτλο, Θεωρία της Εξάρτησης Μετά Από 50 Χρόνια, Η Συνεχιζόμενη Σημασία της Λατινοαμερικανικής Κριτικής Σκέψης (Dependency Theory After Fifty Years. The Continuing Relevance of Latin American Critical Thought).
Τόσο το περιεχόμενο της ανάρτησης, όσο και η συζήτηση που ακολούθησε στα σχόλια, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είναι ενδεικτικά της επικαιρότητας της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού για την κατανόηση της σύγχρονης ιστορικής συγκυρίας και τον στρατηγικό προσανατολισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με αναθεωρητικές ή «εναλλακτικές» ριζοσπαστικές θεωρίες που κυκλοφορούν εδώ και μερικές δεκαετίες χωρίς να έχουν επιβιώσει μακροπρόθεσμα στην ακαδημαϊκή συζήτηση μετά από τον …έλεγχο της ιστορικής πραγματικότητας ή να έχουν ηγεμονεύσει πολιτικά στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (π.χ., η θεωρία της «παγκοσμιοποίησης» που μετά την καπιταλιστική κρίση του 2007 βρίσκεται σε υποχώρηση, ή η εγχώρια θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού»).
Στην εποχή μας είναι πολύ έντονη, για άλλη μια φορά, η αντιπαράθεση μεταξύ από τη μια μαρξιστών που αναπτύσσουν δημιουργικά τη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία, προκειμένου να εξηγήσουν τη σύγχρονη φάση του κρατικομονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από τη διεθνοποίηση της παραγωγής κατά μήκος διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας (με πρωταγωνιστές επιστήμονες όπως οι Andy Higginbottom και John Smith, συνεχιστές του έργου διανοητών όπως ο Ruy Mauro Marini), και, από την άλλη, αυτών που συνεχίζουν να αρνούνται την ιστορικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και τις ιδιαιτερότητες του ιμπεριαλιστικού αυτού σταδίου στο όνομα μιας «δογματικά ορθόδοξης» αντίληψης για το έργο του Μαρξ, η οποία χαρακτηρίζεται από εκλεκτικισμό (π.χ. αγνοείται το σύνολο του έργου του, προς χάριν συγκεκριμένης εξωιστορικής ερμηνείας του πιο ολοκληρωμένου έργου του, του Κεφαλαίου).
Στην τελευταία αυτή κατηγορία κατατάσσουμε σε κάποιο βαθμό και τον Michael Roberts, ο οποίος από τη μια παραδέχεται τη συστηματική εκμετάλλευση και καταπίεση των εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές μέσω συστηματικών μεταφορών υπεραξίας από τις μεν στις δε, από την άλλη θεωρεί ότι δε χρειάζεται καμία ουσιαστική ανάπτυξη του Κεφαλαίου του Μαρξ για να γίνει αυτή κατανοητή, ούτε τροποποιεί ουσιαστικά τους νόμους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Έτσι, αρνείται τη σημασία του μονοπωλίου γι’ αυτές τις μεταφορές υπεραξίας, και, γενικότερα, για το σύγχρονο ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού (οπότε και δεν παραδέχεται καν μια τέτοια ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Επίσης, αρνείται ότι η επιπλέον αυτή υπεραξία που καρπώνονται τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών παράγεται, εν μέρει, μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης στις εξαρτημένες χώρες.
Αντίθετα, επιμένει ότι οι μεταφορές υπεραξίας οφείλονται στην «τεχνολογική υπεροχή» των ιμπεριαλιστικών χωρών, συγχέοντας τη μονοπώληση της τεχνολογίας από τις ιμπεριαλιστικές χώρες με τις μεταφορές υπεραξίας λόγω διαφορών στην παραγωγικότητα ή στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, παρόλο που τα δεδομένα που παρουσιάζει ο ίδιος (τρίτη εικόνα παρακάτω) εμφανίζουν τις διαφορές στο ποσοστό υπεραξίας να ευθύνονται για περίπου το 50% των μεταφορών υπεραξίας, και με αυξητικές τάσεις από το 1970 και μετά. Η εναλλακτική εξήγηση ότι το ποσοστό υπεραξίας καθορίζει τις μεταφορές υπεραξίας μέσω διαφορών στην παραγωγικότητα είναι εξαιρετικά αδύναμη και αντιφατική, διότι α) δεν εξηγεί γιατί οι ιμπεριαλιστικές χώρες μεταφέρουν τη βιομηχανική παραγωγή στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η παραγωγικότητα είναι γενικά χαμηλότερη, β) ο ίδιος αναφέρεται στη χρόνια στασιμότητα της αύξησης της παραγωγικότητας στις ιμπεριαλιστικές χώρες λόγω της μειωμένης κερδοφορίας που αποτρέπει τις παραγωγικές επενδύσεις στις χώρες αυτές, γ) οι ιμπεριαλιστικές και οι εξαρτημένες χώρες ελάχιστα ανταγωνίζονται στην παραγωγή εμπορευμάτων των ίδιων κλάδων, ώστε να είναι η παραγωγικότητα ο καθοριστικός παράγοντας για τον ανταγωνισμό αυτόν…
Αντίθετα, την κεντρική σημασία για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού τόσο του μονοπωλίου, όσο, και κυρίως, της υπερεκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης ως μια τρίτης μορφής αύξησης της υπεραξίας, υπερασπίζονται οι Andy Higginbottom και John Smith. Μάλιστα, ο πρώτος συμμετείχε στη συζήτηση στα σχόλια κάτω από την ανάρτηση, υπερασπιζόμενος το έργο του Ruy Mauro Marini απέναντι στην κριτική τόσο του Michael Roberts, όσο και του συγγραφέα του υπό κριτική βιβλίου Claudio Katz.
Από την πλευρά μας έχουμε τοποθετηθεί με τις απόψεις μας και τα επιχειρήματά μας στην αντιπαράθεση αυτή σε προηγούμενη αρθρογραφία (βλ. κυρίως εδώ κι εδώ, αλλά και στους υπόλοιπους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ). Στο παρόν, επισημαίνουμε το πιο ενδιαφέρον σημείο στη συζήτηση στο ιστολόγιο του Michael Roberts που συμπυκνώνει, θεωρούμε, την ουσία της αντιπαράθεσης. Ο Claudio Katz σωστά εντοπίζει τον λόγο της δυσκολίας των «δογματικά ορθόδοξων» μαρξιστών να αποδεχθούν την έννοια της υπερεκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, όταν γράφει (με τα λόγια του Michael Roberts):
«[…] η “υπερεκμετάλλευση” δεν μπορεί να είναι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της μεταφοράς αξίας μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. “Αποδυναμώνει τη λογική της υπεραξίας” και υποδηλώνει μια προυντονική έννοια της κλοπής αντί της “αντικειμενικής λογικής της συσσώρευσης”.»
Πράγματι, η «χαλάρωση» της παραδοχής ότι όλα τα εμπορεύματα (τείνουν να) πωλούνται με βάση την αξία τους
α) είναι συστατικό στοιχείο τόσο της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης, όσο και αυτής του μονοπωλίου,
β) τροποποιεί θεμελιωδώς τη λογική τόσο της κριτικής της κλασσικής πολιτικής οικονομίας στο Κεφάλαιο του Μαρξ, στην οποία οι τιμές των εμπορευμάτων καθορίζονται με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης, κ.ο.κ., όσο και της γενικότερης μαρξικής κριτικής της αστικής κοινωνίας η οποία εκκινεί από την παραδοχή της τυπικής ελευθερίας και ισότητας όλων των «πολιτών», είτε αστών, είτε εργατών, ώστε να εμφανίζονται σε μια ελεύθερη και ενιαία αγορά ως ισότιμοι παραγωγοί, ιδιοκτήτες και εν τέλει πωλητές εμπορευμάτων,
γ) ανατρέπει τις βάσεις της ίδιας της πολιτικής οικονομίας ως επιστήμης που μελετά τις παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις που διαμεσολαβούνται από την παραγωγή και ανταλλαγή αντικειμένων απαραίτητων για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, ως διακριτές από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, και ιδιαίτερα αυτές της πολιτικής (βλ. εδώ σχετικά).
Η αντίληψη του Andy Higginbottom , και σε λιγότερο βαθμό αυτή του John Smith, φαίνεται να υποτιμά τη σημασία μιας τέτοιας «χαλάρωσης» των ως άνω θεωρητικών παραδοχών για το λογικό σύστημα του Κεφαλαίου. Δε δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι η συμπερίληψη της υπερεκμετάλλευσης στο υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, στον νόμο της παραγωγής της υπεραξίας, δίπλα στη σχετική και απόλυτη υπεραξία, θα ήταν δυνατή μόνο αν η ιστορική πραγματικότητα της εποχής που συνέγραφε ο Μαρξ το Κεφάλαιο αναδείκνυε ότι η υπερεκμετάλλευση είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής επί της δικής του βάσης, ως διαμορφωμένης από τη δική του λειτουργία, στη βάση των δικών του νόμων, και όχι απλά για την επέκτασή του εις βάρος προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, π.χ. στις αποικίες.
Ισχυριστήκαμε σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (βλ. κυρίως εδώ κι εδώ) ότι μόνο αν επιτρέψουμε την πολιτική οικονομία να αναπαριστήσει την ιστορική εξέλιξη του ίδιου του αντικειμένου της, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μπορεί να λυθεί αυτή η εκ πρώτης όψεως αντίφαση μεταξύ μαρξικής θεωρίας και πραγματικότητας, που είναι ταυτόχρονα και αντίφαση μεταξύ της μαρξικής θεωρίας του Κεφαλαίου και της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Εδώ δεν θα επεκταθούμε περισσότερο, παρά για να επισημάνουμε ότι μόνο στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού η στροφή του κεφαλαίου στην υπερεκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης καθίσταται αναγκαιότητα για την αναπαραγωγή του, όταν δηλαδή το υπερώριμο κεφάλαιο έχει αρχίσει να παρασιτεί και να καταστρέφει τους ίδιους τους όρους της αναπαραγωγής του (τη φύση και τον άνθρωπο), λόγω της ιστορική του κρίσης. Είναι στη σημερινή εποχή, επομένως, που καλούμαστε να ολοκληρώσουμε τη θεωρητική αναπαράσταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τόσο από τη λογική, όσο και από την ιστορική της πλευρά, συμπεριλαμβάνοντας σε κεντρική θέση τις έννοιες του μονοπωλίου, της άνισης ανταλλαγής, και της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη μεταξύ τους οργανική σύνδεση.
Καταθέτουμε και μια επιμέρους παρατήρηση για το ζήτημα του «υποϊμπεριαλισμού». Εδώ συμφωνούμε περισσότερο με την κριτική του Michael Roberts παρά με τη χρήση του όρου αυτού από τον Ruy Mauro Marini. Θεωρούμε ότι αυτό που προσπαθεί να αποδώσει η έννοια του «υποϊμπεριαλισμού» αποδίδεται καλύτερα από μια διαβάθμιση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, με μια λέξη εξάρτησης, στην οποία υπόκεινται ορισμένες από τις πιο ανεπτυγμένες και ισχυρές αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. οι BRICS+) από τις ιμπεριαλιστικές, παρά από μια διαβάθμιση της «ιμπεριαλιστικότητάς» τους. Δεν αρνούμαστε ότι οι χώρες αυτές έχουν τη δυνατότητα – και σε κάποιο βαθμό την εκμεταλλεύονται – για να εφαρμόζουν επιμέρους πρακτικές ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης επί πιο αδύναμων χωρών, κυρίως στην περιφέρειά τους. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η ένταξή τους στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, ή μη, έχει να κάνει με το συνολικό αποτέλεσμα των διεθνών τους σχέσεων. Ως προς αυτό, τόσο ο Michael Roberts, όσο και άλλοι ερευνητές, έχουν προσφέρει αδιάψευστα στοιχεία για το ότι ακόμη και οι ισχυρότερες των εξαρτημένων χωρών, όπως η Ρωσία και η Κίνα, είναι τελικά χώρες (κυρίως) θύματα της ιμπεριαλιστικής ληστείας, και όχι θήτες.
Τέλος, κλείνουμε με την επισήμανση ότι αμφιβάλουμε για τη χρήση του όρου «θεωρία της εξάρτησης», αν πρόκειται δηλαδή για μια θεωρία αυτοτελή σε σχέση με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού (με όλες του τις έννοιες, ως ιστορικό στάδιο, και άρα εκδοχή, του καπιταλισμού, αλλά και ως σύνολο πρακτικών εκμετάλλευσης και καταπίεσης στη διεθνή αγορά και στις διεθνείς σχέσεις, με άλλα λόγια, στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα). Γι’ αυτό και θεωρούμε την επίθεση στην έννοια της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης συστατικό στοιχείο της άρνησης του συνόλου της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό.
Σε κάθε περίπτωση καλούμε τους αναγνώστες να μελετήσουν τόσο τη μεταφρασμένη ανάρτηση, όσο και τη συζήτηση στα σχόλια (δυστυχώς στην αγγλική γλώσσα), και να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη.
Διονύσης Περδίκης
Στις επόμενες αναρτήσεις, σκοπεύω να εξετάσω έναν αριθμό βιβλίων που εκδόθηκαν τον τελευταίο χρόνο σχετικά με βασικές πτυχές της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Ξεκινώ με τη θεωρία της εξάρτησης.
Η θεωρία της εξάρτησης εμφανίστηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ως κριτική της θεωρίας του “εκσυγχρονισμού”, η οποία υποστήριζε ότι οι φτωχές χώρες θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακολουθώντας την ίδια πορεία με τις πλούσιες χώρες. Οι θεωρητικοί της εξάρτησης υποστήριξαν ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, επειδή οι φτωχές χώρες υφίστανται συστηματική εκμετάλλευση από τις πλούσιες χώρες. Η θεωρία αναπτύχθηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική, όταν η λεγόμενη Χρυσή Εποχή της ακμάζουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις μεγάλες προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες έφτασε στο τέλος της.
Φαινόταν ότι η οικονομική ανάπτυξη στα πρότυπα της “Δύσης” δεν ίσχυε για τις οικονομίες της Νότιας Αμερικής, της Μέσης Ανατολής ή της Αφρικής. Το 1945, χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, είχαν κατά κεφαλήν εισόδημα όχι πολύ χαμηλότερο από εκείνο των ασθενέστερων καπιταλιστικών οικονομιών της Νότιας Ευρώπης και αναμενόταν ότι, υπό κυβερνήσεις που επεδίωκαν να ακολουθήσουν τις βιομηχανικές οικονομίες του Βορρά, η Λατινική Αμερική θα ευημερούσε. Η ελπίδα αυτή εξανεμίστηκε με την πτώση της κερδοφορίας και των επενδύσεων που ακολούθησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου 20ού αιώνα.
Στο βιβλίο του, που δημοσιεύεται τώρα στα αγγλικά, ο Claudio Katz, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τα οικονομικά και την κοινωνία της Λατινικής Αμερικής, μας παρέχει μια ολοκληρωμένη περιγραφή της θεωρίας της εξάρτησης, όπως αυτή αναπτύχθηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική τα τελευταία 50 χρόνια. Το βιβλίο αυτό κέρδισε το βραβείο Libertador για την κριτική σκέψη το 2018.
Νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε να εξετάζουμε τη θεωρία της εξάρτησης από μια σύντομη φράση που έγραψε ο Μαρξ στον πρόλογο του 1867 στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Έγραψε: “Η χώρα που είναι πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά δείχνει, στη λιγότερο ανεπτυγμένη, μόνο την εικόνα του δικού της μέλλοντος”. Ο Μαρξ έγραφε όταν η Βρετανία βρισκόταν στο αποκορύφωμα της οικονομικής της δύναμης και της βιομηχανικής της ισχύος. Το Κεφάλαιο ήταν μια ανάλυση μιας τέτοιας καπιταλιστικής οικονομίας. Και ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα εξαπλωνόταν παγκοσμίως, ώστε να αναδυθούν και άλλες αντίπαλες καπιταλιστικές δυνάμεις – και είχε δίκιο. Η Γερμανία, η Γαλλία και, πάνω απ’ όλα, οι ΗΠΑ έφτασαν τη Βρετανία (κατ’ εικόνα και ομοίωσή της) μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Αλλά τώρα γνωρίζουμε ότι μόνο μια μικρή ομάδα βιομηχανικών και εμπορικών καπιταλιστικών οικονομιών θα πετύχαινε την πρόβλεψη του Μαρξ. Αυτές οι δυνάμεις ήταν τότε σε θέση μέσω της στρατιωτικής, οικονομικής και τεχνολογικής υπεροχής να εμποδίσουν την πρόοδο των καπιταλιστών και των εργατών τους στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Ο Λένιν έγραψε το 1915 ότι υπήρχαν μόνο μια χούφτα χώρες που έλεγχαν την τεχνολογία, τη χρηματοδότηση και τους πόρους του κόσμου. Εκατό χρόνια αργότερα, αυτές οι “ιμπεριαλιστικές” οικονομίες είναι σχεδόν οι ίδιες και σε γενικές γραμμές εξακολουθούν να κυριαρχούν. Και έτσι μπορούμε να μιλάμε για ένα κυρίαρχο ιμπεριαλιστικό μπλοκ και έναν “εξαρτημένο” υπόλοιπο κόσμο.
Αλλά η “εξάρτηση” μπορεί να πάρει διαφορετικές σημασίες και ο Katz μας δείχνει ότι αυτό συμβαίνει με τη πραγμάτευσή του για τις παραλλαγές εντός της σχολής της εξάρτησης. Οι θεωρητικοί της εξάρτησης εντοπίζουν δύο κύριες ομάδες χωρών στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα: τον πυρήνα και την περιφέρεια. Οι χώρες του πυρήνα είναι πλούσιες χώρες που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. Οι χώρες της περιφέρειας είναι φτωχές χώρες που εξαρτώνται από τις χώρες του πυρήνα όσον αφορά το εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία. Πράγματι, η λέξη “περιφέρεια” μου φαίνεται καλύτερη από τη λέξη “εξαρτημένη”. Η τελευταία θα μπορούσε να υπονοεί ότι η καπιταλιστική τάξη στην περιφέρεια δεν παίζει κανένα ανεξάρτητο ρόλο στην εκμετάλλευση της δικής της εργατικής τάξης και η εκμετάλλευση είναι απόλυτα αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και των ξένων εταιρειών.
Εκεί που η θεωρία της εξάρτησης παίζει θετικό εξηγητικό ρόλο είναι στην ιδέα ότι οι πόροι ρέουν από μια “περιφέρεια” φτωχών και υπανάπτυκτων κρατών προς έναν “πυρήνα” πλούσιων κρατών, πλουτίζοντας τα τελευταία εις βάρος των πρώτων. Η θεωρία απορρίπτει την κυρίαρχη θεωρία των “οικονομικών της ανάπτυξης” στην οποία στηρίζονται οι διεθνείς οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών (UNCTAD – “εμπόριο και ανάπτυξη”), η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, ότι όλες οι κοινωνίες εξελίσσονται μέσα από παρόμοια στάδια ανάπτυξης και ότι οι σημερινές υπανάπτυκτες περιοχές βρίσκονται επομένως σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη των σημερινών αναπτυγμένων περιοχών σε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Επομένως, το καθήκον της βοήθειας των υπανάπτυκτων περιοχών να υπερβούν “τη φτώχεια” είναι να επιταχυνθεί η πορεία τους σε αυτό το υποτιθέμενο κοινό μονοπάτι της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με διάφορα μέσα, όπως επενδύσεις, μεταφορά τεχνολογίας και στενότερη ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά. Η περιφέρεια περιγράφεται έτσι ως “αναδυόμενες” ή “αναπτυσσόμενες” οικονομίες.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ο Μαρξ υιοθέτησε τα “οικονομικά της ανάπτυξης” με αυτή την έννοια, όπως στο απόσπασμα από το Κεφάλαιο. Τότε αναφερόταν στις άμεσες βιομηχανικές καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής του. Στα μεταγενέστερα γραπτά του, έδωσε έμφαση στο πώς οι πιο πυκνοκατοικημένες χώρες όπως η Ινδία, η Ρωσία και η Κίνα έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και τελικά υπονομεύτηκε η ικανότητά τους να ενταχθούν στα κορυφαία βιομηχανικά έθνη.
Ο Katz επικεντρώνει την αναφορά του στη θεωρία της εξάρτησης στη μαρξιστική παραλλαγή της και όχι στην επικρατούσα που υποστηρίζει ότι η εξάρτηση μπορεί να ξεπεραστεί με εθνικές πολιτικές κρατικών δαπανών κεϋνσιανού τύπου, υποκατάστασης των εισαγωγών για ξένα αγαθά και χρηματοπιστωτικής ρύθμισης. Αυτή η παραλλαγή έχει αποδειχθεί ότι απέτυχε στην πράξη να οδηγήσει χώρες όπως η Αργεντινή ή η Βραζιλία στην κορυφή των καπιταλιστικών οικονομιών. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης υποστηρίζει ότι αυτές οι χώρες θα παραμείνουν “εξαρτημένες” λόγω της τεράστιας εξαγωγής αξίας από την εργασία στις οικονομίες τους προς το ιμπεριαλιστικό μπλοκ μέσω του εμπορίου, της χρηματοδότησης και της τεχνολογίας.
Η “άνιση ανταλλαγή” στο διεθνές εμπόριο αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της θεωρίας της αξίας του Μαρξ. Ωστόσο, στο πλαίσιο της θεωρίας της εξάρτησης, προκύπτουν διαφορές ως προς τη φύση αυτής της άνισης ανταλλαγής: οφείλεται σε μισθολογικές διαφορές ή σε τεχνολογικά καθοδηγούμενες διαφορές παραγωγικότητας; Οι ιμπεριαλιστικές χώρες μέσω των πολυεθνικών τους αποκτούν πλεονάζοντα κέρδη από τη φθηνή εργασία των περιφερειακών χωρών ή από την ανώτερη τεχνολογία τους και το χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος στο διεθνές εμπόριο;
Ο Katz εκτιμά ότι ο σημαντικότερος από τους λατινοαμερικάνους μαρξιστές θεωρητικούς της εξάρτησης, ο Ruy Mauro Marini “είχε μεγαλύτερη συγγένεια με εκείνους που απέδιδαν την άνιση ανταλλαγή σε διαφορές παραγωγικότητας και όχι σε μισθούς“. Αυτός υποστήριζε ότι οι μισθολογικές διαφορές εξηγούνταν από τις διαφορές στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι από το αντίστροφο. “Ο μισθός είναι αποτέλεσμα και όχι καθοριστικός παράγοντας της συσσώρευσης, υποστηρίζοντας ότι τα επίπεδα των μισθών σε κάθε χώρα εξαρτώνται από την παραγωγικότητα, τους κύκλους, το απόθεμα κεφαλαίου και την ένταση της ταξικής πάλης“.
Αν αυτή ήταν η θέση του Marini, τότε συμφωνώ. Η δική μου εμπειρική μελέτη από κοινού με τον Guglielmo Carchedi για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό διαπιστώνει ότι η μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στις οικονομίες του πυρήνα μέσω της άνισης ανταλλαγής στο εμπόριο οφείλεται κυρίως στις διαφορές παραγωγικότητας και στην τεχνολογική υπεροχή (OCC – Σ.τ.Μ., Οργανική Σύνθεση Κεφαλαίου, ΟΣΚ – στο παρακάτω γράφημα), και μόνο σε μικρότερο βαθμό στα υψηλότερα ποσοστά εκμετάλλευσης στην περιφέρεια (RSV – Σ.τ.Μ., Ποσοστό Υπεραξίας, ΠΥ). Και δεν οφείλεται στους χαμηλότερους μισθούς καθαυτούς.
Ωστόσο, ο Marini πρότεινε την έννοια της υπερεκμετάλλευσης, δηλαδή όταν οι μισθοί στην περιφέρεια υπολείπονται της αξίας της εργατικής δύναμης ή του μέσου διεθνούς μισθού. Σύμφωνα με τον Katz, “ήταν η κεντρική θέση της θεωρίας της εξάρτησης που εμπνεύστηκε ο Marini“. Όμως ο Katz υποστηρίζει ότι η “υπερεκμετάλλευση” δεν μπορεί να είναι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της μεταφοράς αξίας μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. “Αποδυναμώνει τη λογική της υπεραξίας” και υποδηλώνει μια προυντονική έννοια της κλοπής αντί της “αντικειμενικής λογικής της συσσώρευσης“. Όπως επισημαίνει ο Katz, η υπερεκμετάλλευση υπάρχει επίσης στις νεοφιλελεύθερες ιμπεριαλιστικές οικονομίες με την “επισφαλή απασχόληση” και τις συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας κ.λπ.
Κατά την άποψή μου, το θέμα είναι ότι η μεταφορά αξίας στον ιμπεριαλιστικό Βορρά πραγματοποιείται λόγω της ανώτερης τεχνολογίας και της παραγωγικότητας της εργασίας τους. Αυτό επιτρέπει στον ιμπεριαλιστικό Βορρά να πωλεί τα προϊόντα του στις παγκόσμιες αγορές με κόστος χαμηλότερο από τον διεθνή μέσο όρο. Οι καπιταλιστές της περιφέρειας προσπαθούν να αντισταθμίσουν το χαμηλότερο τεχνικό τους επίπεδο και την παραγωγικότητά τους οδηγώντας τους μισθούς των εργατών τους προς τα κάτω. Έτσι, το υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης στο Νότο, είτε με υπερεκμετάλλευση είτε όχι, είναι μια αντίδραση στην αποτυχία να ανταγωνιστεί το Βορρά.
Ήταν η μονοπωλιακή δύναμη η κύρια αιτία της κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών εταιρειών; Κάποιοι θεωρητικοί της εξάρτησης υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, ο Katz εκτιμά ότι αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωση του Marini. “Ο Marini ήταν πάντα πιο κοντά στους μαρξιστές στοχαστές, όπως ο Μαντέλ, οι οποίοι ανέδειξαν αυτή τη δυναμική του διαφοροποιημένου ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλίων. Διατηρούσε μεγαλύτερη απόσταση από θεωρητικούς όπως ο Sweezy που τόνιζαν την απεριόριστη ικανότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να διαχειρίζονται τις τιμές”. Αλλά ο Marini δεν έφτασε τόσο μακριά όσο ο Shaikh, ο οποίος, όπως υποστηρίζει ο Katz, αρνείται “τη σαφή ύπαρξη γιγαντιαίων επιχειρήσεων που αποκτούν εξαιρετικά κέρδη σε ορισμένες αγορές εις βάρος των μικρότερων επιχειρήσεων“.
Ο Katz εκτιμά ότι ο Marini είχε αυτό που εγώ θα αποκαλούσα εκλεκτική κατανόηση της θεωρίας της αξίας του Μαρξ. “Ανήκε σε μια παράδοση στη μαρξιστική οικονομική επιστήμη που διαφωνούσε με τις προσεγγίσεις που επικεντρώνονταν αποκλειστικά στην ανάλυση της αξίας στη σφαίρα της παραγωγής. Αυτή η προσέγγιση ποσοτικοποιεί την αξία μόνο στην αρχική φάση της δημιουργίας υπεραξίας, επισημαίνοντας επίμονα το βάρος που έδωσε ο Μαρξ στη λογική της εκμετάλλευσης και συμπεραίνοντας όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού από αυτή τη σφαίρα”. Ο Marini ήθελε να συμπεριλάβει τις “ανισορροπίες που εντοπίζονται στη σφαίρα της ζήτησης“. Ο Katz συνόψισε την άποψη του Marini για τις οικονομικές κρίσεις ως μια “πολυπαραγοντική προσέγγιση της κρίσης, που συνδυάζει τις ανισορροπίες υλοποίησης με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους“. Οι αναγνώστες αυτού του ιστολογίου θα γνωρίζουν ότι, ως υπέρμαχος μιας “μονοαιτιώδους” ανάλυσης των κρίσεων, θεωρώ ότι η άποψη του Marini μας αφήνει χωρίς καθόλου θεωρία της κρίσης.
Αυτή δεν είναι η μόνη αδυναμία της εκδοχής της θεωρίας εξάρτησης του Marini. Προώθησε σθεναρά την ιδέα του “υπο-ιμπεριαλισμού”, δηλαδή μιας κατηγορίας χωρών που βρίσκεται ανάμεσα στην κυριαρχούμενη περιφέρεια και τον ιμπεριαλιστικό πυρήνα. Ο Katz ξοδεύει αρκετά κεφάλαια συζητώντας τη σημασία αυτής της κατηγορίας. Συνοπτικά λέει ότι “βοηθά στην κατανόηση της ιεραρχικής δομής του σύγχρονου καπιταλισμού” με “μια κορυφή κεντρικών δυνάμεων και μια βάση κυριαρχούμενων χωρών… στο ενδιάμεσο βρίσκονται αυτές οι υποϊμπεριαλιστικές δυνάμεις που προσπαθούν να αποκτήσουν περιφερειακή ηγεμονία“.
Αμφιβάλλω αν ο υποϊμπεριαλισμός μας βοηθάει να κατανοήσουμε τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αποδυναμώνει την οριοθέτηση μεταξύ του κεντρικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ και της περιφέρειας των κυριαρχούμενων χωρών. Αν κάθε χώρα είναι “λίγο ιμπεριαλιστική”, αν εμπλέκεται σε πόλεμο με έναν γείτονα για αγορές, πόρους και εδάφη, τότε ο ιμπεριαλισμός αρχίζει να χάνει την εγκυρότητά του ως χρήσιμη έννοια. Οι λεγόμενες υποϊμπεριαλιστικές χώρες δεν έχουν συνεχείς και τεράστιες μεταφορές αξίας και πόρων προς αυτές από ασθενέστερες οικονομίες. Στη δική μας εργασία για τον ιμπεριαλισμό και στην εμπειρική εργασία άλλων, αυτή η ιεραρχική δομή της μεταφοράς αξίας δεν αποκαλύπτεται. Η Ινδία, η Κίνα και η Ρωσία μεταφέρουν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερα ποσά αξίας στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ από ό,τι η Νότια Αμερική. Δείτε τα αποτελέσματα του Andrea Ricci σχετικά με τις μεταφορές αξίας στις ΗΠΑ παρακάτω.
Πάρτε τις χώρες των BRICS, τις καλύτερες υποψήφιες χώρες για να είναι “υπο-ιμπεριαλιστικές”. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντικά μεγάλες και μακροχρόνιες μεταφορές αξίας προς αυτές από ασθενέστερες ή/και γειτονικές οικονομίες. Απλώς δεν έχουν την οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή για να επιτύχουν τέτοιες μεταφορές. Μπορούν οι πόλεμοι μεταξύ περιφερειακών χωρών (π.χ. Ιράν εναντίον Ιράκ, Αζερμπαϊτζάν εναντίον Αρμενίας) να θεωρηθούν ιμπεριαλιστικοί με οποιονδήποτε χρήσιμο τρόπο; Δεν είναι προτιμότερο να θεωρηθούν ως πόλεμοι μεταξύ αδύναμων καπιταλιστικών χωρών για οικονομικό και πολιτικό κέρδος;
Πράγματι, ο Katz επισημαίνει ότι η Βραζιλία δεν είναι υπο-ιμπεριαλιστική όπως την έβλεπε ο Marini. Δεν έχει γίνει μια ανερχόμενη βιομηχανική δύναμη που κυριαρχεί στην υποήπειρο. Η μεγάλη ελπίδα της δεκαετίας του 1990, όπως προωθήθηκε από τα κυρίαρχα οικονομικά της ανάπτυξης, ότι η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική (BRICS) θα εντάσσονταν σύντομα στο πρωτάθλημα των πλουσίων μέχρι τον 21ο αιώνα, έχει αποδειχθεί μια οφθαλμαπάτη. Οι χώρες αυτές παραμένουν ακόμη αδικημένες και εξακολουθούν να υποτάσσονται και να τελούν σε καθεστώς εκμετάλλευσης από τον ιμπεριαλιστικό πυρήνα. Και το χάσμα μεταξύ των ιμπεριαλιστικών οικονομιών και των υπολοίπων δεν μειώνεται – το αντίθετο μάλιστα. Και αυτό περιλαμβάνει και την Κίνα, η οποία επίσης δεν θα ενταχθεί στο ιμπεριαλιστικό κλαμπ.
Ωστόσο, ο Katz θέλει να διατηρήσει την ιδέα του Marini: “Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενδιάμεσοι σχηματισμοί καταλαμβάνουν μια σημαντική θέση που σπάει τον αυστηρό παραλληλισμό μεταξύ υπο-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οικονομικών ημιπεριφερειών, καθώς το γεωπολιτικό βάρος ορισμένων χωρών διαφέρει από την ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποιημένη παραγωγή που επιτυγχάνουν άλλες. Η θεωρία της εξάρτησης είναι πολύ χρήσιμη για την κατανόηση αυτής της ποικιλίας καταστάσεων. Εξηγεί τη λογική της υπανάπτυξης και της περιθωριοποίησης της περιφέρειας, χωρίς να περιορίζει την ανάλυσή της σε παγκόσμιες πολώσεις, και αναλύει επίσης τις διχοτομήσεις και τις διαφορές μεταξύ διακριτών ενδιάμεσων σχηματισμών“. Δεν είμαι σίγουρος ότι το κάνει.
Αυτό που δείχνει η ολοκληρωμένη επισκόπηση του Katz για τα 50 χρόνια θεωρίας της εξάρτησης είναι ότι η αξιακή θεωρία του Μαρξ για την “παραγωγική παγκοσμιοποίηση που βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων αναδιαμορφώνει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μέσω της μεταφοράς υπεραξίας“. Και είναι “η παράλειψη αυτού του μηχανισμού που εμποδίζει τους επικριτές της εξάρτησης να κατανοήσουν τη λογική της υπανάπτυξης“.
Έτσι, “η επανένταξη της θεωρίας της αξίας στην εξήγηση της εξάρτησης είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την αποκάλυψη του κρυμμένου σκελετού του σημερινού καπιταλισμού. Δεν υπάρχει κανένα αόρατο χέρι που να καθοδηγεί τις αγορές, ούτε ένας σοφός κρατικός θεσμός που να κατευθύνει την οικονομία. Το θεμέλιο του συστήματος είναι ο ανταγωνισμός για τα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση, πολλαπλασιάζοντας τον πλούτο των μειοψηφιών και τα δεινά των πλειοψηφιών. Η ίδια αγανάκτηση και η επαναστατικότητα που οδήγησε τη μελέτη της υπανάπτυξης στο παρελθόν προσανατολίζει την έρευνα αυτή στο παρόν“.