Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην ΕΕ οδήγησε την τιμή του φυσικού αερίου στα ύψη
Ο καθηγητής Τζόναθαν Στέρν είναι διακεκριμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο της Οξφόρδης για τις ενεργειακές σπουδές κι ένας από τους βαθύτερους γνώστες της αγοράς φυσικού αερίου.
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Τα επιστημονικά του δε άρθρα χαρακτηρίζονται όχι μόνο από την βαθιά επιστημονική του γνώση στα ενεργειακά ζητήματα αλλά κι από μια σφαιρική αντίληψη για την πολιτική και την οικονομία.
Στις 17 Ιανουαρίου 2022, με επιστολή που έστειλε στους Financial Times, παρενέβη καταλυτικά σε μια διαμάχη που αφορά το πιο καυτό θέμα του τελευταίου χρόνου: την τιμή του φυσικού αερίου. Στη βάση της η αντιπαράθεση έχει τις κατηγορίες που εξαπολύονται εναντίον της Ρωσίας ότι ευθύνεται για την άνοδο των τιμών στο φυσικό αέριο, επειδή για πολιτικούς λόγους κρατάει τις στρόφιγγες κλειστές στις σποτ αγορές, εκεί που τα εμπορεύματα διαπραγματεύονται τοις μετρητοίς και παραδίδονται άμεσα στον αγοραστή.
Το κλίμα εναντίον της Ρωσίας πυροδοτείται κι από την ίδια την Γερμανία, με ευθύνη των Πράσινων. Όσοι μάλιστα πιστεύουν ότι πίσω από την εμμονή της νέας υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας και επικεφαλής των Πράσινων να προβάλει εμπόδια στην λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2 βρίσκεται η φιλοπεριβαλλοντική της ευαισθησία θα διαψευστούν. Για την ακρίβεια, μπορεί στο παρελθόν η Αναλένα Μπέρμποκ να επικαλούταν το γεγονός ότι το μεθάνιο που εκλύει το φυσικό αέριο συγκαταλέγεται κι αυτό μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα στα επικίνδυνα αέρια του θερμοκηπίου που επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή κι ένα καύσιμο-γέφυρα, όπως το φυσικό αέριο εξελίσσεται σε ελέφαντα στο δωμάτιο, πλέον όμως όχι. Το βασικότερο επιχείρημά της είναι μια συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας τον Ιούλιο του 2021, βάσει της οποίας το Βερολίνο δεσμεύτηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα στο πεδίο της ενέργειας στην περίπτωση που η Ρωσία επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την ενέργεια ως όπλο εναντίον της Ουκρανίας. Στην πράξη η γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών αναπαράγει την ψυχροπολεμική ρητορική της Ουάσιγκτον και των ανατολικοευρωπαίων, εμφανίζοντας την Ουκρανία ως απειλούμενη και τη Ρωσία ως δυνάμει επιτιθέμενη, προβάλλοντας το ερώτημα τι θέλουν 100.000 ρώσοι στρατιώτες στα σύνορα της Ουκρανίας; Η ίδια φυσικά υποθέτουμε απαξιοί να απαντήσει στο ερώτημα τι θέλουν στα σύνορα της Ρωσίας περισσότεροι από 100.000 ΝΑΤΟϊκοί στρατιώτες που μαζεύονται κάθε 1-2 χρόνια για να κάνουν ασκήσεις… Ή στο ερώτημα γιατί θα αντιδρούσε η Ουάσιγκτον αν η Ρωσία έστελνε ξανά πυραύλους και 100.000 δικούς της στρατιώτες στη Κούβα και τη Βενεζουέλα; Η επικεφαλής των Πράσινων πιθανότατα ακολουθεί πιστά τα βήματα του Γιόσκα Φίσερ, ηγέτη των Πράσινων και υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γκ. Σρέντερ, που νομιμοποιώντας την πρώτη έξοδο του γερμανικού στρατού από τα εθνικά σύνορα με κατεύθυνση την Γιουγκοσλαβία, μετέτρεψε ένα ιστορικό φιλειρηνικό αντιπολεμικό κίνημα σε μακρύ χέρι και Πέμπτη Φάλαγγα της Ουάσιγκτον. Το γεγονός ότι η Αναλένα Μπέρμποκ στερείται των χαρισμάτων και αγωνιστικής ιστορίας Γιόσκα Φίσερ δεν τη κάνει λιγότερο επικίνδυνη για την ειρήνη. Μάλλον το αντίθετο…
Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε την χλιαρή στάση που κρατάει απέναντι στη Ρωσία ο νέος γερμανός καγκελάριος, σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς. Αν και έχει αντισταθεί στις πιέσεις των Αμερικανών να δηλώσει ότι στο ενδεχόμενο εχθροπραξιών στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα θα ακυρωθεί η λειτουργία του αγωγού, παρόλα αυτά η στάση του πόρρω απέχει από τη στάση της προκατόχου του, της Άγκελας Μέρκελ, που κατ’ επανάληψη δήλωνε ότι ο αγωγός Nord Stream 2 δεν είναι απλώς και μόνον ένα οικονομικό πρότζεκτ. Εννοώντας με αυτό τον τρόπο ότι συμβολίζει τους δεσμούς που συνδέουν Ευρώπη και Ρωσία. Οφείλουμε έτσι να ομολογήσουμε ότι ο νέος καγκελάριος Σολτς πράγματι σηματοδοτεί μια αλλαγή στη γερμανική πολιτική. Όχι όμως στην κατεύθυνση που για ορισμένους υποδηλώνει η σοσιαλδημοκρατική προέλευσή του, πχ χαλάρωση ή αναίρεση της λιτότητας, αλλά σε μια ψυχροπολεμική κατεύθυνση: Συστράτευση στο αντιρωσικό, ψυχροπολεμικό κλίμα, που επιβάλλουν οι ΗΠΑ.
Τις αιτιάσεις εναντίον της Ρωσίας έσπευσε να υιοθετήσει δημόσια και ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, Φατίχ Μπιρόλ· κι αυτή ήταν η αφορμή που προκάλεσε την αντίδραση του καθηγητή Τζ. Στερν. Ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, που χρηματοδοτείται από τον ΟΟΣΑ κι όχι από κάποιον οργανισμό όπως ο ΟΗΕ που είναι υποχρεωμένος να δείχνει ότι τηρεί τις αποστάσεις, κατηγόρησε τη Ρωσία ότι στραγγαλίζει ενεργειακά την Ευρώπη. Συνέδεσε για την ακρίβεια τη στενότητα της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου με τις γεωπολιτικές εντάσεις πέριξ της Ουκρανίας, ζητώντας μάλιστα δημόσια από τη Ρωσία να αυξήσει τις αποστολές φυσικού αερίου τουλάχιστον κατά ένα τρίτο.
Στην απάντησή του ο Τζόναθαν Στερν τονίζει από την πρώτη παράγραφο την ευθύνη του σημερινού μοντέλου της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου που οδήγησε στις υψηλές τιμές του προηγούμενου χρόνου! Οι αιτιάσεις του έχουν ιδιαίτερη σημασία αν λάβουμε υπ’ όψη μας τον ρόλο που είχε προσωπικά ο ίδιος. «Μια δεκαετία πριν δημιουργήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή Αερίου ΕΕ – Ρωσίας για να συζητήσει τις επιπτώσεις στις εξαγωγές της Gazprom στην Ευρώπη από την εισαγωγή του “τρίτου ενεργειακού πακέτου” της ΕΕ. Ως πρόεδρος της πλευράς της ΕΕ, θυμάμαι τους πολλούς μήνες που πέρασα ακούγοντας τους ρώσους συνομιλητές μας να μας λένε πόσο κακή ιδέα ήταν η εγκατάλειψη των μακροχρόνιων συμβολαίων και η μετάβαση από ένα σύστημα τιμών συνδεδεμένων με το πετρέλαιο σε ένα σύστημα συνδεδεμένο στις τιμές αγοράς. Αγνοήσαμε τις προειδοποιήσεις, πιέσαμε για την δημιουργία αγορών, και μετατρέψαμε τα μακροχρόνια συμβόλαια από συνδεδεμένα με το πετρέλαιο σε συνδεδεμένα με τιμές σποτ. Για δέκα χρόνια είχαμε δίκιο, εκτός από πολύ λίγους μήνες. Οι τιμές αγοράς ήταν σημαντικά χαμηλότερες εκείνων του πετρελαίου.
»Μόλις τον Μάιο του 2020, οι συνδεδεμένες με το πετρέλαιο τιμές ήταν έξι φορές υψηλότερες εκείνων της αγοράς που βρίσκονταν σε ιστορικό χαμηλό. Η ήπειρος πλημμύρισε με αέριο. Η υπογραφή μακροχρόνιων συμβολαίων ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελαν και η Gazprom έχανε χρήματα από τις εξαγωγές. Από τα τέλη του 2020 η κατάσταση άλλαξε. Το κρίσιμο ωστόσο είναι ότι η Gazprom συνεχώς καλούσε τις ευρωπαϊκές εταιρείες να υπογράψουν νέα μακροχρόνια συμβόλαια εάν ήθελαν ασφάλεια στην προσφορά.
»Ελάχιστοι το έκαναν, ενώ εθνικοί και εταιρικοί στόχοι και πολιτικές μείωσης των αερίων θερμοκηπίου κάνουν όλο και πιο απίθανη μια τέτοια δέσμευση για το μέλλον. Επαναλαμβάνω ότι είναι μια ευρωπαϊκή επιλογή και κανένας από τη Ρωσία δεν την επέβαλε ή την δημιούργησε. Παράπονα για την άρνηση της Gazprom να διαθέσει επιπρόσθετη προσφορά και να διατηρήσει υψηλά επίπεδα αποθήκευσης αερίου στην Ευρώπη αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι το τρέχον μοντέλο αγοράς δεν περιλαμβάνει καμία σχετική υποχρέωση».
Έτσι, η έκρηξη των τιμών λιανικής στην ΕΕ αποτελεί ένα ακόμη φιάσκο που χρεώνεται εξ ολοκλήρου η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με την πρόωρη και βίαιη απολιγνιτοποίηση, μαζί με την ελλιπή προετοιμασία της να υλοποιήσει τις απαραίτητες επενδύσεις σε ΑΠΕ ώστε να καλύψουν το κενό του άνθρακα και του λιγνίτη, μαζί με την αδυναμία της να προβλέψει την αύξηση των τιμών στο φυσικό αέριο κι όταν μάλιστα λόγω του νέου τρόπου τιμολόγησης όπως επιβλήθηκε με το «τρίτο ενεργειακό πακέτο» είχε ένα παραπάνω λόγο να το κάνει.
Το «τρίτο ενεργειακό πακέτο», να θυμίσουμε, ψηφίστηκε από το ευρωκοινοβούλιο και υιοθετήθηκε το 2009 επιταχύνοντας την ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και ηλεκτρισμού στην ΕΕ. Μεταξύ άλλων προέβλεπε τον διαχωρισμό μεταξύ εταιρειών παραγωγής και διανομής, ώστε να μπορούν να πουληθούν πιο εύκολα, την δημιουργία εθνικών ρυθμιστικών αρχών, που βλέπουν τις τιμές να …ανεβαίνουν και τις εταιρείες παροχής να κερδοσκοπούν ασύδοτες, και, το …σημαντικότερο ως επιστέγασμα όλων, την απογείωση των τιμών λιανικής στο ηλεκτρικό ρεύμα, χάρη στην πρόσδεση των τιμών φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Λ. Βατικιώτη