του Βασίλη Λιόση
Τον τελευταίο καιρό παίζεται ένα αστυνομικό σίριαλ στην τηλεόραση με το όνομα CHICAGO P.D.. Ο επικεφαλής ενός αστυνομικού τμήματος στο Σικάγο που είναι και ο πρωταγωνιστής του σίριαλ «δεν μασάει». Υπερχειλίζει από τεστοστερόνη, έχει μπάσα φωνή και λέει λίγα λόγια και σταράτα, κοιτάει με παγωμένο βλέμμα κακοποιούς αλλά και συνεργάτες, περπατά ως άλλος καουμπόι στην Άγρια Δύση. Το κυριότερο, όμως, είναι πως όταν θέλει να αποσπάσει κάποια ομολογία πάει τους κρατούμενους στο μπουντρούμι κι εκεί τους «περιποιείται». Όλοι γνωρίζουν τις μεθόδους του, αλλά είναι κοινό μυστικό. Άλλωστε το κάνει για καλό. Κακοποιούς
κακομεταχειρίζεται και για αυτό νομιμοποιείται ηθικά η όποια παράνομη βία. Εξαιτίας αυτής της ηθικά νομιμοποιημένης βίας κατορθώνει και φέρνει τις επιχειρήσεις σε πέρας.
Ο σύγχρονος σερίφης της αμερικανικής σειράς, σίγουρα θα αποτελεί πρότυπο για τους σημερινούς κυβερνώντες. Ειδικά για τον Χρυσοχοΐδη, τον Γεωργιάδη, τον Βορίδη, τον Μπογδάνο και δεν ξέρουμε ποιον άλλο. Μέσα σε ένα εξάμηνο έχουμε ένα «έξοχο» δείγμα του δόγματος «νόμος και τάξη». Σεξουαλικές παρενοχλήσεις συλληφθέντων, κατασκευή κατηγορουμένων, αποφάσεις της αστυνομίας εν είδει δικαστηρίου. Όλη αυτή η πολιτική στοχεύει συγχρόνως σε δυο στόχους: ο ένας είναι η κατατρομοκράτηση του λαού. Κανείς δεν πρέπει να κινείται και για οποιοδήποτε λόγο. Τέρμα οι διεκδικήσεις, τέρμα οι πορείες, τέρμα οι απεργίες. Ο άλλος είναι ιδεολογικός. Συγκροτούνται μύθοι και η ατζέντα μετατοπίζεται. Ποιο χρέος του ελληνικού κράτους; Ποιοι χαμηλοί μισθοί; Ποιες εργασιακές σχέσεις; Ποια κατακρεουργημένη εθνική ανεξαρτησία; Ποια φτώχια; Ποια ανεργία; Άλλα είναι τα προβλήματα. Είναι τα 100 κατειλημμένα σπίτια. Είναι τα Εξάρχεια που «δεν μπορούμε όλοι να πιούμε τον καφέ μας». Είναι τα σωματεία που μπορούν να αποφασίζουν όποτε και όπως θέλουν να κηρύσσουν απεργίες. Είναι οι πορείες που ταλαιπωρούν τον κόσμο στο κέντρο της Αθήνας. Πριν να θίξουμε το θέμα της αστικής δημοκρατίας, ας απαντήσουμε έστω και συντομευμένα στην επιχειρηματολογία με την οποία μας έχουν γανώσει τον εγκέφαλο:
- Η αναρχική ιδεολογία που κατά κύριο λόγο συνδέεται με τις καταλήψεις είναι σεβαστή αλλά δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αλλά ποιων και πόσων ανθρώπων επηρεάζουν τη ζωή μερικές δεκάδες κατειλημμένα σπίτια που μάλιστα είναι εγκαταλελειμμένα; Ή αν υποθέσουμε ότι την επηρεάζουν, την επηρεάζουν περισσότερο από τις περικοπές που έγιναν στους μισθούς επί μία δεκαετία;
- Ας πάψουμε να δουλευόμαστε. Αυτοί που συχνάζουν στα μεγάλα ξενοδοχεία για τον καφέ τους ή πάνε για πλάκα στο Λονδίνο για ψώνια από πού κι ως πού φλέγονται να πάνε για καφέ στα Εξάρχεια; Η υποκρισία έχει κι αυτή όρια.
- Όσον αφορά τα προβλήματα που δήθεν προκαλούνται από τις πορείες στο κέντρο της Αθήνας θα πρέπει κάποια στιγμή να μας απαντήσουν για ποιο λόγο η αστυνομία κλείνει δρόμους που δεν χρειάζεται να κλείσουν και μεγαλώνουν αναίτια τον «νεκρό κύκλο».Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Από όλους αυτούς τους «ευαίσθητους» ουδέποτε είδαμε την ίδια ευαισθησία για την ταλαιπωρία του κόσμου όταν προκαλείται κυκλοφοριακό από ένα ψιλόβροχο. Ή ακόμη ακόμη για μία τερατούπολη που οι πολιτικές τους έφτιαξαν και ταλαιπωρεί στα αλήθεια τον κόσμο με τα σκουπίδια, το κυκλοφοριακό, τη μόλυνση, την έλλειψη ελεύθερων χώρων.
- Εκεί, όμως, που η υποκρισία περισσεύει είναι οι απεργίες των σωματείων για τις οποίες μιλάνε με λυσσώδη τρόπο (αυτό για την ακρίβεια λέγεται ταξικό μίσος). Ενώ έχουν κατασκευάσει καλπονοθευτικά συστήματα και μας κυβερνούν μειοψηφίες, όταν πρόκειται για τις απεργίες απαιτούνται τα πιο αυστηρά κριτήρια. Όσον αφορά την εργοδοτική βία, τις πιέσεις και τους εκφοβισμούς, ούτε κουβέντα.
Με τη μαγική λέξη «πλουραλισμός» προσπαθούνε να μας πείσουν πως δεν υπάρχει πιο δημοκρατικό σύστημα από την αστική δημοκρατία. Ο δήθεν πλουραλισμός της αστικής κοινωνίας είναι κατά βάση ψευδεπίγραφος και αυτό για πολλούς λόγους.
Πρώτο, το πολιτικό σύστημα που υιοθετήθηκε σε πολλές χώρες μεταπολεμικά, ήταν αυτό του δικομματισμού, όπου δύο κόμματα της αστικής τάξης διαγκωνίζονταν και διαγκωνίζονται για το ποιο θα ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Αν το δικομματικό σύστημα δεν μπορούσε να λειτουργήσει, τότε η λύση ήταν και είναι ο συνασπισμός των αστικών κομμάτων, ακόμη και αυτών που αποτελούσαν πριν το δικομματικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, «παιχνίδι έπαιζαν» οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου με τις δευτερεύουσες διαφορές τους να προβάλλονται ως βασικές.
Δεύτερο, οι εκλογές όσο κι αν παρουσιάζονται ως η πεμπτουσία της δημοκρατίας δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι διενεργούνται κάθε τέσσερα χρόνια.
Τρίτο, η συμμετοχή του λαού στις όποιες εκλογές είναι απλώς το να πάει στην κάλπη. Δεν διαμορφώνει θέσεις και προγράμματα, δεν θέτει την ατζέντα των εκλογών. Αυτό γίνεται από τις κομματικές αστικές γραφειοκρατίες.
Τέταρτο, όσο το εκλογικό σύστημα δεν είναι η απλή και ανόθευτη αναλογική, τότε η ψήφος των πολιτών δεν έχει την ίδια βαρύτητα και τα μικρά κόμματα υφίστανται κλοπή ψήφων.
Πέμπτο, το καθολικό δικαίωμα ψήφου κατακτήθηκε με σκληρούς αγώνες, αφού πριν από αυτό το δικαίωμα της ψήφου καθοριζόταν από ταξικούς προσδιορισμούς.
Έκτο, ποτέ δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τον πυρήνα της εφαρμοζόμενης αστικής πολιτικής και αν αυτή η τελευταία απειληθεί από κάποιο αρνητικό αποτέλεσμα για τους κρατούντες, τότε η λύση είναι το πραξικόπημα και η αντεπανάσταση.
Έβδομο, οι εκλογές είναι στενά συνδεδεμένες με τη λογική της ανάθεσης. Με βάση αυτή τη λογική οι εργαζόμενοι ωθούνται στον καναπέ και στη μη συμμετοχή τους στα κινήματα.
Όγδοο, μέσω των εκλογών διαμορφώνονται πελατειακές σχέσεις και δημιουργούνται όροι και καταστάσεις πολιτικής ομηρίας.
Ένατο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες σχηματίζεται κυβέρνηση με πενιχρότατα ποσοστά. Για παράδειγμα, με αποχή της τάξης του 50% (ΗΠΑ) και με το πρώτο κόμμα να έχει λάβει το 40% των ψήφων ένα κόμμα μπορεί να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία με μόλις το 20% του εκλογικού σώματος.
Δέκατο, τα δημοψηφίσματα που συνήθως κατακρίνονται ως προβληματικά, όταν τα αποτελέσματά τους δεν είναι αρεστά, γίνεται το παν προκειμένου αυτά να αλλάξουν (τα δημοψηφίσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα).
Ενδέκατο, βασικό στοιχείο της δημοκρατίας είναι η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, κάτι που όχι μόνο δεν θίγεται από τους υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας, αλλά αντιμετωπίζεται απαξιωτικά. Ο κανόνας είναι ένας: η φωνή του εργαζόμενου πρέπει να πνιγεί με την απειλή της απόλυσης να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι του.
Δωδέκατο, δεν είναι μόνο οι εργασιακοί χώροι όπου η δημοκρατία λειτουργεί υπέρ της αστικής τάξης αλλά και τα δικαστήρια, ο στρατός κ.λπ..
Δέκατο τρίτο, όταν η αστική δημοκρατία απειλείται από τον «εσωτερικό εχθρό», τότε μπορεί και χωρίς να καταργούνται οι εκλογές να υιοθετούνται μέθοδοι αφόρητης καταπίεσης. Για παράδειγμα η εποχή του μακαρθισμού συνοδευόταν από την «ελεύθερη» διεξαγωγή εκλογών.
Δέκατο τέταρτο, σε επίπεδο θεωρίας ο πλουραλισμός για την αστική ιδεολογία ορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συγκαλύπτει τις ταξικές αντιθέσεις ή σε κάθε περίπτωση να τις αμβλύνει. Για παράδειγμα, ο πλουραλισμός ορίζεται ως «η ισότιμη, με συνταγματικές εγγυήσεις προστατευόμενη ύπαρξη και δράση μιας πλειάδας κοινωνικών ομάδων της μιας δίπλα στην άλλη,
μέσα σε μια κρατική οντότητα».
Δέκατο πέμπτο, σήμερα η τάση είναι η κατάργηση της φυσικής παρουσίας στις συλλογικές διαδικασίες και η καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψήφου.
Πρέπει, βεβαίως, να τονίσουμε πως για όσους μάχονται οραματιζόμενοι την άλλη κοινωνία, η πολιτική τους διέπεται από μία διαλεκτική αντίφαση. Στον ένα πόλο υπάρχει η αποκάλυψη της ταξικής φύσης της αστικής δημοκρατίας και του ανάπηρου χαρακτήρα της. Στον άλλο πόλο περιέχεται η συμμετοχή στους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς (κοινοβούλιο, τοπική αυτοδιοίκηση κ.ά.), μίας συμμετοχής που στοχεύει στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης από καλύτερες θέσεις, στην κατανόηση της ίδιας της λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας, στην αποκάλυψη της φύσης της δημοκρατίας αφού δεν υπάρχει δημοκρατία γενικά, στην υπογράμμιση
ότι υπάρχει και άλλη δημοκρατία άλλου τύπου απείρως πιο δημοκρατική από την αστική. Η αποκάλυψη της ταξικής φύσης της αστικής δημοκρατίας δεν πρέπει από την άλλη να εμποδίζει την πάλη για τη διεύρυνσή της και την υπεράσπισή της, όταν αυτή απειλείται από τον ίδιο τον εκφραστή της: την αστική τάξη.