του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Ο Μπάιντεν εγκρίνει το σχέδιο αναδιάταξης αρκετών εκατοντάδων χερσαίων δυνάμεων στη Σομαλία, ανατρέποντας την απόφαση του προκατόχου του να αποσύρει περίπου και τους 700 χερσαίους στρατιώτες που βρίσκονταν εγκατεστημένοι εκεί, σύμφωνα με τον συστημικό Τύπο των Ηνωμένων Πολιτειών. «Η απόφαση να επαναφέρουμε μια επίμονη παρουσία ελήφθη για να μεγιστοποιηθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των δυνάμεών μας και να μπορέσουν να παρέχουν πιο αποτελεσματική υποστήριξη στους εταίρους μας», είπε. Πριν κάποιες ημέρες, οι τζιχαντιστές της Αλ Σαμπάαμπ οπλισμένοι με όπλα και εκρηκτικά εισέβαλαν σε βάση της Αφρικανικής Ένωσης στη Σομαλία, σκοτώνοντας δεκάδες στρατιωτικούς. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Σομαλία συνεχίστηκαν από τις διαδοχικές κυβερνήσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, με πρόσχημα την υποστήριξη των σομαλικών ενόπλων δυνάμεων κατά της τρομοκρατικής οργάνωσης, που φέρεται να συνδέεται με την Αλ Κάιντα.
Ωστόσο, είναι η ίδια η ξένη παρέμβαση που έχει καλλιεργήσει την εμφύλια σύγκρουση της Σομαλίας από όταν κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία και την Ιταλία, το 1960, με επικεφαλής την Ένωση Νέων της Σομαλίας και τον πρόεδρο Άντεν Άντε. Επτά χρόνια αργότερα, ηττήθηκε στις εκλογές από τον Αμπντιρασίντ Αλί Σερμάρκε, επίσης προερχόμενο από την Ένωση Νέων Σομαλίας. Ο Άντε υπήρξε ο πρώτος αρχηγός κράτους στην Αφρική, εκτός της Λιβερίας, που παρέδωσε ειρηνικά την εξουσία σε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο διάδοχο. Ο Σερμάρκε συνέχισε το ανεξάρτητο πολιτικό πρόγραμμα του προκατόχου του, λαμβάνοντας εκατομμύρια δολάρια σε σοβιετική στρατιωτική βοήθεια . Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας έγινε το ’68, όταν μια χειροβομβίδα εξερράγη κοντά στο αυτοκίνητο που τον μετέφερε πίσω από το αεροδρόμιο, αλλά δεν κατάφερε να τον σκοτώσει. Το ’69, ο Σερμάρκε πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από κάποιον με το παρατσούκλι Σαΐντ Ορφάνο (πραγματικό όνομα: Σαΐντ Γιουσούφ Ισμαήλ), ο οποίος παρίστανε τον αστυνομικό και αναφέρεται λανθασμένα στις σύγχρονες πηγές ως «σωματοφύλακας». Αμέσως μετά τη δολοφονία, ο στρατηγός Μοχάμεντ Σιάντ Μπαρέ κατέλαβε την εξουσία. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ο Μπαρέ επανίδρυσε τη χώρα ως μαρξιστικό-λενινιστικό σοσιαλιστικό κράτος, μετονομάζοντας την σε Λαϊκή Δημοκρατία της Σομαλίας και υιοθετώντας τον επιστημονικό σοσιαλισμό , με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης. Ακολούθησε ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης τραπεζών και βιομηχανίας, προώθησης συνεταιριστικών αγροκτημάτων, την ανάπτυξη ενός νέου συστήματος γραφής για τη σομαλική γλώσσα και τον αντιφυλετισμό.
Ένα υπόμνημα των μυστικών υπηρεσιών της CIA στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αναφέρει πως οι σοβιετο-σομαλικές σχέσεις κατρακύλησαν σε «αμοιβαία δυσπιστία», ενώ καταστράφηκαν μετά την απόφαση του Μπαρέ να επιτεθεί στη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Αιθιοποία με σκοπό να αναστήσει την «Μεγάλη Σομαλία». Από τότε μέχρι το 1989, οι ΗΠΑ έδωσαν σχεδόν 600 εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στο καθεστώς του Μπαρέ, οδηγώντας τον να εγκαταλείψει τον επιστημονικό σοσιαλισμό και να αναζητήσει καταφύγιο ολοένα και περισσότερο στην υποστήριξη της φυλής του Ντάροντ και της Δύσης. Το άλλοτε εθνικό, αντιαποικιακό, κοινωνικό πρόγραμμα, έδωσε τη θέση του στον φυλετισμό και τον υπερδανεισμό από το ΔΝΤ, καθώς και από μεμονωμένες χώρες ως επένδυση κεφαλαίου, οδηγώντας σε τεράστιο εξωτερικό χρέος. Σε συνδυασμό με περιόδους έντονης ξηρασίας, το χρέος σύντομα κατέστησε την οικονομία μη βιώσιμη. Μετά την ανατροπή του Μπαρέ από το Εθνικό Κίνημα της Σομαλίας κλιμακώνονται οι φυλετικές συγκρούσεις, καθώς αντίπαλες φατρίες πολέμησαν έναν εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε λιμό και σκότωσε επιπλέον 300.000 ανθρώπους μέσα στα πρώτα δύο χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν πάλι, βλέποντας την κατάσταση ως ευκαιρία να δοκιμάσουν το νέο δόγμα των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», σε μια επιχείρηση με την ονομασία «Αποκατάσταση της ελπίδας», η οποία κατέληξε στη στοχευμένη ενδυνάμωση των εκάστοτε φατριών ανάλογα με τα συμφέροντά τους, καθώς -σύμφωνα με τα λόγια του Αμερικανού ταγματάρχη Βανς Τζ. Νανίνι: «Καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπλοκής μας με τη Σομαλία, ο πρωταρχικός μας στρατηγικός στόχος ήταν απλώς να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε την ικανότητα να ανταποκριθούμε σε οποιοδήποτε στρατιωτικό ενδεχόμενο που θα μπορούσε να απειλήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τη βορειοανατολική Αφρική και την περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας».
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ανήλθε στην εξουσία η Ένωση Ισλαμικών Δικαστηρίων, συμμαχία Σούφι και Σαλαφιστών, η οποία προέταξε το Ισλάμ ως ενοποιηττικό στοιχείο απέναντι στον φατριασμό και κατάφερε να εκδιώξει τηΣυμμαχία για την Αποκατάσταση της Ειρήνης και την Αντιτρομοκρατική, που απαρτιζόταν από Σομαλούς πολέμαρχους που χρηματοδοτούνταν από τη CIA. Έχοντας ανατρέψει τη φιλοσοβιετική κυβέρνηση στην Αιθιοπία και εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς μαριονέτα, οι ΗΠΑ θα την υποστηρίξουν να εισβάλλει κατά της Σομαλίας, με σκοπό την ανατροπή της Ένωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων, σε ένα σενάριο αντίθετο από όταν ώθησαν τον Μπαρέ να εισβάλλει κατά της Αιθιοπίας πριν τέσσερεις δεκαετίες. Μετά τη διάλυση της Ένωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων, τα πιο μετριοπαθή στελέχη έφυγαν στο εξωτερικό, ενώ η πιο ριζοσπαστική πτέρυγα ίδρυσε την Αλ Σαμπάαμπ. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγγέλλουν τους δεσμούς της ακραίας ισλαμιστικής οργάνωσης με την Αλ Κάιντα για να δικαιολογήσουν τις επεμβάσεις τους. Ωστόσο, μήτρα της Αλ Κάιντα είναι χιλιάδες μουτζαχεντίν, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν, εξοπλίστηκαν, οργανώθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 για την καταπολέμηση των Σοβιετικών, κατά την «Επιχείρηση Κυκλώνας». Ο ίδιος πρώην γραμματέας της Ένωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων και μετέπειτα ηγέτης της Αλ Σαμπάαμπ Αχμέντ Αμπντί Γκοντάνε, ο οποίος θεωρείται «ειδικά καθορισμένος παγκόσμιος τρομοκράτης» από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, συμμετείχε στην Ισλαμική Ένωση, οι μαχητές της οποίας εκπαιδεύτηκαν στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980, από τις ΗΠΑ και Βρετανία. Μέχρι τη στιγμή που συμμάχησε με την Αλ Κάιντα, το ένα τέταρτο των μαχητών της αλ Σαμπάαμπ προερχόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ πολλοί είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από τον Αμπού Κατάντα, έναν άνδρα που κάποτε περιγράφη ως το «δεξί χέρι του Οσάμα μπιν Λάντεν στην Ευρώπη» και προστατευόμενο της βρετανικής υπηρεσίας ασφαλείας MI5.
Με πρόσχημα τη καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη Σομαλία, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υποστηρίζουν φατρίες στη χώρα, ενώ η CIA έχει διαπράξει σειρά εγκλημάτων στη χώρα, όπως απαγωγές και βασανιστήρια αμάχων σε μυστικές φυλακές στο υπόγειο των κεντρικών γραφείων της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας της Σομαλίας, με τη κατηγορία πως είναι μέλη της αλ Σαμπάμπ. Έχοντας μετατρέψει τη Σομαλία σε ένα καταφύγιο εξτρεμιστών, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δημιουργήσει το τέλειο άλλοθι για τις παρεμβάσεις τους στην πολύπαθη αφρικανική ήπειρο. Το 2019, η AFRICOM κατάρτισε κατάλογο με ορισμένες από τις γνωστές στρατιωτικές βάσεις της στην αφρικανική ήπειρο, με διάκριση μεταξύ εκείνων με «μόνιμο αποτύπωμα» (μόνιμη βάση) και εκείνων με «μη μόνιμο αποτύπωμα» ή «ημιμόνιμη βάση», με τη Σομαλία να έχει στο έδαφός της 5 μη μόνιμες εγκαταστάσεις. Τα δυτικά σκάφη συνεχίζουν να εξαντλούν τα αποθέματα ψαριών της Σομαλίας για εμπόριο, με τη προπαγάνδα να καταγγέλλει τη σομαλική «πειρατεία» κατά των ευρω-αμερικανικών πλοίων. Μια έκθεση του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων αναφέρει ότι «η μόνη περίοδος κατά την οποία η πειρατεία ουσιαστικά εξαφανίστηκε γύρω από τη Σομαλία ήταν κατά τη διάρκεια των έξι μηνών διακυβέρνησης από την Ένωση Ισλαμικών Δικαστηρίων στην δεύτερο εξάμηνο του 2006». Η ταύτιση των φτωχών «πειρατών» με τους τρομοκράτες έχει οδηγήσει σε στρατολόγηση ενόπλων φρουρών ασφαλείας για τα δυτικά πλοία.
Καθώς το Μάλι αποσύρεται από την περιφερειακή δύναμη G5 Σαχέλ, διώχνοντας τα δυτικά στρατεύματα από το έδαφός του, οι νεοαποικιοκράτες της Δύσης επιδιώκουν να μετατρέψουν ξανά τη Σομαλία σε βάση του, με στόχο την κατάκτηση των δρόμων για το διεθνές εμπόριο, αλλά και την ανάπτυξη στρατευμάτων και ναυτικών αντιτορπιλικών που είναι απαραίτητα για τη ληστεία των πόρων της Αφρικής και τη θαλάσσια πρωτοκαθεδρία της Ουάσινγκτον. Ο νέος πρόεδρος της Σομαλίας, Χασάν Σέιχ Μοχάμουντ υποσχέθηκε να συνεργαστεί στενά με τους «διεθνείς εταίρους» καθώς ανέλαβε τα καθήκοντά του τη Δευτέρα. O Μοχάμουντ φέρεται να έχει στενούς δεσμούς με το Μέτωπο Τιγκράι (TPLF), το οποίο αποτέλεσε αντιπρόσωπο των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανατροπή της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Μενγκίστου Χαϊλέ Μαριάμ της Αιθιοπίας. Σήμερα, το κατ’ όνομα «μαοϊκό» TPLF ενώθηκε με τη γειτονική Ερυθραία για να διεξαγάγει έναν αποσχιστικό πόλεμο, επιδιώκοντας τον διαμελισμό της Αιθιοπίας, ώστε οι ΗΠΑ να ανατρέψουν το σχέδιο «Ζώνη και Δρόμος» της Κίνας, το οποίο υπόσχεται ανάπτυξη για τους λαούς της Αφρικής και του αναπτυσσόμενου κόσμου απομακρύνοντάς τους από την αμερικανική φυλακή χρέους.
Την ίδια στιγμή εκατομμύρια αντιμετωπίζουν ανθρωπιστική καταστροφή καθώς η ξηρασία συνεχίζει να κυριεύει το Κέρας της Αφρικής, η κρίση επιδεινώνεται από την COVID-19 , τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις, τα σμήνη από ακρίδες της ερήμου και την άνοδο των τιμών που επιδεινώθηκε από την πανδημία και τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Πάνω από 14 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη Σομαλία, την Αιθιοπία και την Κένυα βρίσκονται ήδη στα πρόθυρα της πείνα, με τους μισούς περίπου από αυτούς μα είναι παιδιά. Αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί στα 20 εκατομμύρια μέχρι τα μέσα του 2022. Πάνω από 500.000 άνθρωποι στη Σομαλία έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους αναζητώντας τροφή και νερό από τις αρχές του 2022, με τη κλιματική κρίση να προστίθεται, προκαλώντας τη Σομαλία μία από τις χειρότερες κρίσεις εσωτερικού εκτοπισμού στον κόσμο. Ωστόσο, η αυτοαποκαλούμενη «διεθνής κοινότητα» δεν ανεβάζει τους τόνους για τους μαύρους ανθρώπους της Αφρικής. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο επικεφαλής του Τριηπειρωτικού Ιστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, Βιτζάι Πρασάντ, «η ουκρανική σημαία είναι πανταχού παρούσα στη Δύση. Ποια είναι τα χρώματα της σημαίας της Υεμένης, της σημαίας της Σαχράουι και της σημαίας της Σομαλίας;».