του Διονύση Περδίκη
Μέρος Α΄: Εισαγωγή
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία φέρνουν τον πόλεμο για άλλη μια φορά στην καρδιά της Ευρώπης, και συνολικά τον κόσμο πιο κοντά στο ενδεχόμενο ενός «θερμού» Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου, ανάμεσα μάλιστα σε πυρηνικές δυνάμεις, άρα και εν δυνάμει καταστροφικού συνολικά για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ακόμη και αν ο κίνδυνος αυτός αποφευχθεί, οι οξυμένες αντιθέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων κρατών του κόσμου δεν επιτρέπουν την τελείως απαραίτητη διεθνή συνεννόηση για την προστασία του περιβάλλοντος, του οποίου η καταστροφή αποχτά, πλέον, χαρακτήρα άμεσης απειλής για την ανθρωπότητα.
Αναδεικνύεται, λοιπόν, η επείγουσα ανάγκη για την αυτόνομη παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, μέσα από τις κοινωνικές και πολιτικές του οργανώσεις, καταρχήν για την ειρήνη και την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, και, προοπτικά, για να ανοίξει η προοπτική ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπου ο πόλεμος θα ανήκει στην προϊστορία της ανθρωπότητας, και αυτή θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος ενωμένη.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις αυτές βρίσκουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα, συμπεριλαμβανομένης της αντιιμπεριαλιστικής του μερίδας, και της κομμουνιστικής του «πρωτοπορίας», σε έντονη και πολύχρονη -ιστορικών διαστάσεων – κρίση, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο «ανεπτυγμένο» κόσμο. Στη χώρα μας η κρίση αυτή αντικατοπτρίζεται στις σχετικές θέσεις και στάσεις των οργανώσεων της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς για τον υπό εξέλιξη πόλεμο και τη διεθνή ιστορική συγκυρία.
Εκτιμούμε ότι πέραν των διαφορών μεταξύ των οργανώσεων, υπάρχει και μια γενική εικόνα σύγχυσης και αμηχανίας που τις τέμνει οριζόντια, και μια έντονη συζήτηση τόσο μεταξύ τους, όσο και εντός τους. Από τη μια, η κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας συνιστά πρόβλημα ενδεικτικό της ιστορικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Μάλιστα, κάποιες θέσεις αντανακλούν την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Από την άλλη, αντιμετωπίζουμε την οξεία, αλλά και συντροφική, αντιπαράθεση ως ένα δείγμα ζωντάνιας και ελπίδας για το μέλλον, και θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε σε αυτήν με την παρούσα σειρά άρθρων.
Ο θετικός, κοινός πυρήνας των θέσεων των κομμουνιστικών οργανώσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία, και γενικότερα, αφορά την εναντίωση στον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο», στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό και στον φασισμό/ναζισμό, τον αγώνα για την απεμπλοκή της Ελλάδας από αυτόν, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων στη χώρα μας, τη διάλυση του ΝΑΤΟ, για την ειρήνη. Αυτή αποτελεί μια σημαντική βάση για κοινούς αγώνες, αλλά μάλλον – και εκ του αποτελέσματος – ανεπαρκής, για την ανασυγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος ή και της κομμουνιστικής του πρωτοπορίας, όσον αφορά τη στρατηγική τους. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τη δυσκολία των κομμουνιστικών οργανώσεων να υιοθετήσουν ως κεντρικό σύνθημα αυτό της (στρατηγικής) ήττας του «δικού μας» ιμπεριαλισμού, του ευρωατλαντικού, και των συμμάχων του, και να οργανώσουν τη δράση τους γύρω απ’ αυτό, ως όφειλαν.
Δυστυχώς, έχει διαμορφωθεί μια κυρίαρχη άποψη στους μεγαλύτερους σχηματισμούς της κομμουνιστικής Αριστεράς, δηλ., καταρχήν στο ΚΚΕ, και δευτερευόντως στον χώρο του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που, πέρα από επιμέρους διαφοροποιήσεις, καταλήγει συνοπτικά και σχηματικά στον εξής συλλογισμό:
1. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ στο εξής) κυριαρχεί λίγο πολύ σε όλον τον κόσμο πλέον. Είναι ελάχιστες οι σοσιαλιστικές «νησίδες». Διαμορφώνεται μια διεθνής καπιταλιστική αγορά, η οποία κατακερματίζεται από καπιταλιστικά κράτη τα οποία ιεραρχούνται με βάση την ισχύ τους (καταλαμβάνοντας αντίστοιχη θέση σε κάποιον «όροφο» της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας» κατά ΚΚΕ, ή κόμβο του «ιμπεριαλιστικού πλέγματος» κατά ΝΑΡ).
2. Οι διακρατικές σχέσεις γίνονται αντιληπτές στη βάση του κοινού στοιχείου της αλληλεξάρτησης και των ανταγωνισμών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, τα οποία εξυπηρετούν τα ταξικά συμφέροντα των εθνικών συνολικών κεφαλαίων, και ιδιαίτερα των ισχυρότερων μονοπωλίων τους. Στη βάση αυτής της κοινής ποιότητας, διακρίνονται τα διάφορα αστικά κράτη (κυρίως) ποσοτικά σε «μεγάλες, μεσαίες ή μικρές καπιταλιστικές δυνάμεις», που φέρουν αντίστοιχη ικανότητα για την άσκηση ιμπεριαλιστικών πολιτικών και στρατιωτικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων της καταπίεσης και εκμετάλλευσης άλλων λαών και εθνοτήτων. Οι πιο «μεγάλες» εξ’ αυτών, με αρκετό υποκειμενισμό ως προς την κρίση, χαρακτηρίζονται και ως «ιμπεριαλιστικές» δυνάμεις, χωρίς αυτό να αλλάζει ιδιαίτερα το περιεχόμενο της έννοιας, σε σχέση με τη χρήση του όρου «καπιταλιστικές δυνάμεις».
Εδώ η σχέση μεταξύ συγκέντρωσης οικονομικής ισχύος, ή συσσώρευσης κεφαλαίου, και άσκησης πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος, γίνεται αντιληπτή κυρίως σε απόλυτα μεγέθη, και εξετάζεται στη μια κατεύθυνση μόνο: η συσσώρευση κεφαλαίου σε απόλυτα μεγέθη επιτρέπει την άσκηση ιμπεριαλιστικής ισχύος σε απόλυτα μεγέθη, όπου το πρώτο αποκτά θέση προϋπόθεσης για το δεύτερο. Δεν εξετάζεται, ωστόσο, συγκεκριμένα και επιστημονικά η αντίστροφη πορεία, αν δηλ. η στρατιωτικο-πολιτική ισχύς οδηγεί σε προνομιακή συσσώρευση κεφαλαίου στη βάση ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης στη διεθνή σφαίρα. Κατά συνέπεια, η πολιτική οικονομία και η κρατική πολιτική του ιμπεριαλισμού, ή αλλιώς, η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση στη διεθνή αγορά και οι σχέσεις εθνικής καταπίεσης στις διακρατικές σχέσεις, συσχετίζονται με έναν μάλλον εξωτερικό τρόπο. Συχνά δε, δεν αποφεύγονται και απολυτοποιήσεις που πχ ανάγουν τον ιμπεριαλισμό στην επεκτατική εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών και στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την «οικονομική ουσία» του ιμπεριαλισμού, δηλ. την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση.
Με αυτήν την έννοια, οι Κίνα και Ρωσία είναι μεγάλες καπιταλιστικές ή και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη βάση της συνολικής οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος που συγκεντρώνουν, αθροίζοντας αυθαίρετα ποιοτικά διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως πχ το τεράστιο μέγεθός τους σε έκταση, πληθυσμό και φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, το συνολικό ΑΕΠ τους, τον σύγχρονο, πολυπληθή και ετοιμοπόλεμο στρατό τους, ενώ είναι και πυρηνικές δυνάμεις. Επιπλέον αθροίζονται – εμπειρικά παρατηρήσιμες, αλλά ποιοτικά διαφορετικές – επιμέρους ιμπεριαλιστικές ή μονοπωλιακές πρακτικές, όπως η μία ή η άλλη επένδυση κεφαλαίου στο εξωτερικό, το ένα ή το άλλο μεγάλο ρωσικό ή κινεζικό μονοπώλιο, η μια ή η άλλη στρατιωτική εμπλοκή, χωρίς να εξετάζεται αν τελικά οδηγούν σε κάποια ιδιαίτερη καταπίεση και εκμετάλλευση άλλων εθνών και λαών.
3. Λίγο-πολύ σε όλες τις σύγχρονες πολεμικές αναμετρήσεις η κύρια αιτία είναι οι («ενδο-)καπιταλιστικές» ή/και «(ενδο-)ιμπεριαλιστικές» αντιθέσεις, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα ποιοτική διάκριση μεταξύ των δύο αυτών όρων.
Εκλείπουν οι δίκαιοι εθνικοί πόλεμοι στην εποχή μας, καθώς δεν βρισκόμαστε στην εποχή διαμόρφωσης των εθνικών κρατών εις βάρος απολυταρχικών προ-καπιταλιστικών αυτοκρατοριών, ούτε λαμβάνουν χώρα πλέον ιδιαίτεροι αντιαποικιακοί αγώνες, πόσο μάλλον αγώνες σοσιαλιστικών κρατών ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου και τον ιμπεριαλισμό του. Εξαίρεση αποτελούν επιμέρους τοπικές συρράξεις από λαούς και εθνότητες, συνήθως χωρίς κρατική υπόσταση, ή με – περισσότερο ή λιγότερο – μικρά και αδύναμα κράτη που υπόκεινται σε εθνική καταπίεση (πχ Κούρδοι, Παλαιστίνιοι).
Επομένως, όταν εμπλέκονται πολεμικά η Ρωσία ή η Κίνα, η εμπλοκή τους είναι εξ’ ορισμού ιδιοτελής και άδικη, πέραν από κάθε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, καθώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η όποια σύγκρουση ανάγεται αυθαίρετα στη μία ή άλλη, πραγματική ή υποτιθέμενη, ιμπεριαλιστική εκμεταλλευτική πρακτική («(ανα)διανομή σφαιρών επιρροής», «έλεγχος δρόμων μεταφορών ενέργειας», «εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών» κοκ). Σπάνια ελέγχεται εμπειρικά και λογικά η θέση αυτή με μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
4. Η πραγματικά αντιιμπεριαλιστική, και κομμουνιστική πολιτική συνίσταται κατά βάση στον κοινωνικό αγώνα για τη σοσιαλιστική (ή αντικαπιταλιστική) επανάσταση, και δεν λαμβάνει θέση υπέρ ή κατά του ενός ή του άλλου «ιμπεριαλιστικού/καπιταλιστικού άξονα/πόλου» (χωρίς ιδιαίτερη διάκριση των όρων), άσχετα από το ποιος είναι – συγκυριακά ή και στρατηγικά – ο επιτιθέμενος ή αμυνόμενος, ή ο ισχυρότερος από τους δύο «άξονες/πόλους». Η θέση αυτή αποδέχεται απλά έναν κατά τόπους «εθνικό καταμερισμό» στον διεθνιστικό, επαναστατικό αγώνα, έτσι ώστε εμείς να αναλαμβάνουμε κυρίως τον αντι-νατοϊκό αγώνα, ενώ πχ η ρωσική εργατική τάξη τον αγώνα ενάντια στον «ρωσικό» ιμπεριαλισμό, η κινεζική τον αγώνα ενάντια στον «κινεζικό» κοκ… Αντικαθιστά, επομένως, τη λενινιστική θέση που έβλεπε την ήττα του «δικού μας» ιμπεριαλιστή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή ανταγωνισμό ως επαναστατικό καθήκον, και ως προϋπόθεση επιτυχίας του επαναστατικού κινήματος.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο συλλογισμός αυτός, όπως εκφράζεται από το ΝΑΡ, έχει μια εσωτερική, λογική συνεκτικότητα, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, ή άλλους συντρόφους, που επιχειρούν να τον βασίσουν σε μια παρανόηση της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, με την οποία έρχεται κατά τα άλλα σε ευθεία αντίθεση.
Σε κάθε περίπτωση, θα ασκήσουμε στη παρούσα σειρά άρθρων κριτική στον παραπάνω συλλογισμό, από τη σκοπιά μιας άλλης θέσης, η οποία, επίσης συνοπτικά, σχηματικά, και προς το παρόν αφοριστικά, έχει ως εξής:
1. O καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ στο εξής) κυριαρχεί λίγο πολύ σε όλον τον κόσμο πλέον. Είναι ελάχιστες οι σοσιαλιστικές «νησίδες». Διαμορφώνεται μια διεθνής καπιταλιστική αγορά, η οποία κατακερματίζεται από καπιταλιστικά κράτη. Αντίστοιχα, οι διακρατικές σχέσεις καθορίζονται κυρίαρχα από τον τρόπο που παράγεται, κυκλοφορεί και διανέμεται η υπεραξία διεθνώς.
2. Οι διακρατικές σχέσεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα γίνονται αντιληπτές στη βάση σχέσεων ηγεμονίας, εθνικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, τα οποία εξυπηρετούν – σε τελική ανάλυση -τα ταξικά συμφέροντα των εθνικών συνολικών κεφαλαίων, και ιδιαίτερα των ισχυρότερων εθνικών μονοπωλίων.
Η φύση των σχέσεων αυτών καθορίζεται από τον αντικειμενικό συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στα εθνικά αυτά κεφάλαια και τα κράτη τους, ο οποίος τα διαχωρίζει σε δύο ποιοτικά διαφορετικές κατηγορίες, ως προς τις μεταξύ τους, διακρατικές, σχέσεις:
- Τα ιμπεριαλιστικά κράτη, δηλ. μια «χούφτα» κράτη που συστηματικά κερδίζουν από τον ανταγωνισμό αυτόν, και ηγεμονεύουν, κατά μόνας, σε διαπάλη, ή σε – λιγότερο ή περισσότερο – συγκυριακή συμμαχία μεταξύ τους, σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, το οποίο καταπιέζουν εθνικά προκειμένου να το εκμεταλλευτούν οικονομικά, και
- όλα τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία, με επιμέρους διαβαθμίσεις ισχύος μεταξύ τους και πληθώρα ενδιάμεσων ή μεταβατικών μορφών, συστηματικά χάνουν σε αυτόν τον ανταγωνισμό, και υπόκεινται σε κάποιον βαθμό σε εθνική καταπίεση ή/και εκμετάλλευση.
Στη δεύτερη αυτή κατηγορία συμπεριλαμβάνονται και χώρες που γνώρισαν στον 20ό αιώνα ολόκληρες δεκαετίες εθνικά ανεξάρτητης, και – στον έναν ή στον άλλο βαθμό – σοσιαλιστικής ανάπτυξης, και συγκεκριμένα η Ρωσία και η Κίνα. Η μεν πρώτη επέστρεψε απότομα στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής υπό την ηγεμονία του ιμπεριαλισμού και με μεγάλο κόστος. Η δεύτερη είναι σε μια τέτοια σταδιακή πορεία επιστροφής, την οποία, όμως, δε βιάζεται να ολοκληρώσει, για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια, ενώ η πορεία αυτή δεν είναι σίγουρο ότι δεν είναι αντιστρέψιμη. Οι χώρες αυτές αποτελούν καταρχήν στόχο ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά ανθίστανται χάρις, κυρίως, στην – ιστορικά διαμορφωμένη – κρατική, στρατιωτικο-πολιτική τους ισχύ, επιτυγχάνοντας υψηλό βαθμό πολιτικής ανεξαρτησίας.
Η λογική που προτείνουμε περιλαμβάνει δύο εσωτερικά συνδεδεμένες στιγμές στην αναπαραγωγή του παραπάνω διαχωρισμού των δύο αυτών κατηγοριών:
α) τη μετατροπή οικονομικής ισχύος και συσσώρευσης κεφαλαίου σε ιμπεριαλιστική πολιτικο-στρατιωτική ισχύ,
β) και τη μετατροπή της ιμπεριαλιστικής πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος σε νέα, διευρυμένη οικονομική ισχύ, μέσω της απόσπασης μονοπωλιακού υπερκέρδους στη διεθνή αγορά.
Οι ποιοτικά διαφορετικές κατηγορίες των ιμπεριαλιστικών, και μη ιμπεριαλιστικών, καπιταλιστικών κρατών δεν αντιστοιχούν σε ουσιαστικά διαφορετικούς ταξικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς. Ωστόσο, συνιστούν διακριτές διαλεκτικές κατηγορίες στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων: η μία διεισδύει μέσα στην άλλη, και αναπαράγονται αμφότερες στη βάση της παραπάνω αμοιβαίας τους σχέσης, καθώς μόνο αν ολοκληρωθεί το παραπάνω κύκλωμα, δηλ. μόνο αν αξιοποιηθεί η ιμπεριαλιστική πολιτικο-στρατιωτική ισχύς για την προνομιακή αναπαραγωγή του εθνικού συνολικού κεφαλαίου έναντι των διεθνών ανταγωνιστών του, μέσω του μονοπωλιακού υπερκέρδους και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, μπορεί να αναπαραχθεί μεσο-/μακρο-πρόθεσμα και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς. Η τελευταία, άλλωστε, δεν παράγει πλούτο, παρά συνίσταται σε κατεξοχήν μη παραγωγικές δαπάνες, αποτελεί κατανάλωση, και όχι παραγωγή (υπερ)αξίας…
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, θα δείξουμε εμπειρικά ότι οι Ρωσία και Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστικές χώρες. Δεν καταπιέζουν και δεν εκμεταλλεύονται άλλες εθνότητες και λαούς, ή, μάλλον, δεν το κάνουν σε βαθμό που να αντισταθμίζει την οικονομική εκμετάλλευση της «δικής τους» εργατικής τάξης από τα – πραγματικά – ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και κράτη (δηλ. – και προκειμένου να είμαστε όσο πιο ακριβείς γίνεται -, δεν οικειοποιούνται, συσσωρεύουν και καταναλώνουν συνολικά περισσότερη αξία από όση παράγεται εγχώρια από τη «δική τους» εργατική τάξη).
3. Κάθε σύγχρονος πόλεμος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της διαπλοκής τριών δυναμικών:
α. Της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης ιμπεριαλιστικών κρατών επί μη ιμπεριαλιστικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων των πρώην, εναπομεινάντων, ή μελλοντικών σοσιαλιστικών, και της αντίστασης αυτών στους σύγχρονους αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία. Για τα σοσιαλιστικά, ή σε σοσιαλιστική μετάβαση, κράτη, οι εθνικοί αυτοί πόλεμοι, είναι ταυτόχρονα και επαναστατικοί πόλεμοι.
β. Αντιθέσεων και ανταγωνισμών ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κράτη, δηλ. του (ξανα)μοιράσματος σφαιρών επιρροής και εκμετάλλευσης ανά τον κόσμο ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κράτη.
γ. Εθνικών, αστικών, ανταγωνισμών μεταξύ μη ιμπεριαλιστικών, καπιταλιστικών, κρατών στη βάση είτε άλυτων εθνικών ζητημάτων από την περίοδο της διαμόρφωσης των εθνικών κρατών, είτε άλλων που επανήλθαν – πολλές φορές δριμύτερα – ή και νεοεμφανιζόμενων, μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών κρατών και τη διάσπασή τους σε μικρότερα, αστικά, εθνικά κράτη.
Το δίκαιο και το άδικο του κάθε πολέμου απαιτεί τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, την εκτίμηση περί του «ποιας πολιτικής αποτελεί συνέχεια η κάθε πολεμική αναμέτρηση».
Επιπλέον, βασίζεται στη διάκριση των διαφορετικών κοινωνικο-ταξικών υποκειμένων της κάθε σύγκρουσης: από τη μια των κυρίαρχων τάξεων και των κρατών τους, και από την άλλη των λαϊκών δυνάμεων και κινημάτων, ακόμη και όταν τα τελευταία δρουν υπό αστική ταξική και κρατική κυριαρχία. Ειδικότερα, πρέπει να διακρίνεται η πάλη για εθνική ανεξαρτησία με υποκείμενο τις σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό αστικές τάξεις και τα κράτη τους, από τον ίδιο αγώνα από τη σκοπιά των εργαζόμενων λαών των εν λόγω εθνών. Για τους λαούς, ο αγώνας αυτός είναι ταυτόχρονα και αντιιμπεριαλιστικός αγώνας με τη στρατηγική έννοια, δηλ. αγώνας ενάντια στον σύγχρονο καπιταλισμό, ή έστω, ενάντια στις πιο ακραίες σύγχρονες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό.
Στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία, οι ΗΠΑ – προς το παρόν – ηγεμονεύουν οικονομικά και πολιτικο-στρατιωτικά ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, και καταφέρνουν να τα ευθυγραμμίζουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό με τη δική τους παγκόσμια στρατηγική. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει σε επαρκή βαθμό, ώστε να μην παρατηρούνται πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους, ούτε απευθείας, ούτε καν «διά αντιπροσώπων».
Αντίθετα, η κυρίαρχη συνιστώσα των περισσότερων σύγχρονων ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων αφορά την καταπίεση και εκμετάλλευση του υπόλοιπου κόσμου από τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η αιχμή της στρατηγικής αυτής αφορά τη στρατιωτικο-πολιτική περικύκλωση και τον οικονομικό περιορισμό, με σκοπό την τελική υποταγή, των μεγάλων χωρών της Ευρασίας που αντιστέκονται στην παγκόσμια ηγεμονία του ιμπεριαλισμού, την Κίνα, την Ρωσία, το Ιράν, τη Συρία και των συμμάχων τους.
4. Η πραγματικά αντιιμπεριαλιστική και κομμουνιστική πολιτική στη σύγχρονη συγκυρία συνίσταται στον διεθνιστικό, αντιιμπεριαλιστικό αγώνα για να ηττηθεί η παραπάνω στρατηγική.
Το έπαθλο για τους λαούς από την ήττα της μεγαλύτερης, πλουσιότερης, και ισχυρότερης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία είναι η όξυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών κρατών, το αδυνάτισμα της ικανότητας των ισχυρότερων μονοπωλίων του κόσμου να τρέφουν εργατικές αριστοκρατίες και τον μικροαστισμό στο εσωτερικό τους, να εξασκούν «σκληρή» ή «μαλακή» ισχύ διεθνώς, και να αποσπούν τη συναίνεση των λαών τους στη στρατηγική τους.
Τα παραπάνω αποτελούν αναγκαίο όρο για την ανάπτυξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, για το ξέσπασμα και τη νίκη οποιασδήποτε εργατικής, σοσιαλιστικής ή «αντικαπιταλιστικής» επανάστασης, ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού.
Ειδικότερα, η ήττα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού αποτελεί προϋπόθεση για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στις χώρες που είναι εξαρτημένες από αυτόν, όπως η Ελλάδα.
Στο Μέρος Γ΄ θα σκιαγραφήσουμε συνοπτικά τις βάσεις μιας θεωρίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού και της κατάταξης των χωρών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει και μια αναφορά – η οποία προηγείται λογικά – στην ουσία του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού (Μέρος Β΄), δηλ. του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (όπως επικράτησε ιστορικά να λέγεται) στη σύγχρονη ιστορική του φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής.
Στο Μέρος Δ΄ θα παρουσιάσουμε εμπειρικά στοιχεία που θα υποστηρίξουν τη θέση μας για το ποιες είναι σήμερα οι ιμπεριαλιστικές χώρες και πως μπορούν να διακριθούν αντικειμενικά από τις μη ιμπεριαλιστικές, εστιάζοντας στις περιπτώσεις της Κίνας και της Ρωσίας. Θα καταθέσουμε, επίσης, τα πολιτικά μας συμπεράσματα για τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Στο Μέρος Ε΄ θα ασχοληθούμε πιο συγκεκριμένα με το είδος των διακρατικών αντιθέσεων που αναπτύσσονται στο σημερινό διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, για το τι συνεπάγονται αυτοί για τη διαπλοκή του εθνικού με το ταξικό, τους πολέμους της σύγχρονης εποχής, και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία.
Τέλος, στο Μέρος ΣΤ΄ θα καταπιαστούμε, εφαρμόζοντας τη θέση μας στην πράξη, με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης του – υπό εξέλιξη – πολέμου στην Ουκρανία, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια της σημερινής ιστορικής συγκυρίας της σύγκρουσης του ιμπεριαλισμού με τις «αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις» της Κίνας και της Ρωσίας.
Θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε το κείμενο όσο πιο κατανοητό και συνεκτικό γίνεται, παραπέμποντας στις σημειώσεις και στις εκεί παραπομπές για επιπλέον σχολιασμό, και για τις περίφημες «επικλήσεις στην αυθεντία» των κλασσικών του μαρξισμού – λενινισμού. Είναι γεγονός ότι ο Μαρξ, ο Λένιν (όπως και οι επιστήμες της ιστορίας και της …στατιστικής!) έχουν χρησιμοποιηθεί και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για να υποστηριχθεί κάθε είδους θέση, ακόμη και αυτές που είναι πλήρως αντίθετες με την ουσία του έργου των στοχαστών αυτών. Γι’ αυτό κι εμείς δε θα βασιστούμε κυρίαρχα σε αυτόν τον τύπο των επιχειρημάτων, αν και θα τα προσφέρουμε εν αφθονία στις σημειώσεις για τον αναγνώστη που …δεν μπορεί χωρίς αυτά (!). Σε κάθε περίπτωση, θα παρέχουμε στον μελετηρό αναγνώστη μια αναλυτική εκδοχή των σημειώσεων, με πλήθος παραθεμάτων, μεταξύ των οποίων και μεταφράσεων από ξένη βιβλιογραφία.
Καλείται ο αναγνώστης να κρίνει την επιχειρηματολογία μας ως προς την επιστημονικότητα και αποδεικτικότητά της, τη λογική της συνοχή, και τη χρησιμότητά της από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, δηλ. της ιστορικής κίνησης των λαών, και ειδικότερα της παγκόσμιας εργατικής τάξης, προς την εθνική και κοινωνική τους απελευθέρωση. Η τελευταία είναι και η μόνη πράξη που επιβεβαιώνει εν τέλει την αλήθεια κάθε θεωρητικής θέσης για τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν.