του Διονύση Περδίκη
Το παρόν αποτελεί άρθρο γνώμης. Για την επιστημονική του τεκμηρίωση παραπέμπουμε στη σχετική μελέτη του αρθρογράφου.
Υπό την οπτική του ιμπεριαλιστικού, ή κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, όπως επικράτησε ιστορικά να λέγεται στη βάση της σχετικής λενινιστικής θεωρίας, και, ειδικότερα, κατά τη σύγχρονη, ύστερη, φάση του της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα σε δύο επίπεδα.
Αγώνας ενάντια στον (καπιταλιστικό) ιμπεριαλισμό
Το πρώτο επίπεδο αφορά τον αγώνα ενάντια στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, δηλ. όλες εκείνες τις πρακτικές καταπίεσης και εκμετάλλευσης που προσιδιάζουν ειδικά στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Πρόκειται για πρακτικές που κυριαρχούν στη διεθνή σφαίρα, και γίνονται πιο εμφανείς όταν επικεντρώσουμε το βλέμμα μας στη διεθνή αγορά, και στις διεθνείς, διακρατικές σχέσεις, ή όταν συγκρίνουμε τις (κυρίως καπιταλιστικές, πλέον) χώρες μεταξύ τους. Ωστόσο, εμφανίζονται και εντός του κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, με διαφοροποιημένο και άνισο, βέβαια, τρόπο. Αναφερόμαστε σε πρακτικές όπως:
- Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας, δηλ. μια εκμετάλλευση που, πέραν της επιμήκυνσης της εργάσιμης μέρας για την εξαγωγή επιπλέον απόλυτης υπεραξίας, συνδυάζει την υπερεντατικοποίηση της εργασίας με την αμοιβή κάτω από την εκάστοτε (διεθνή) αξία της εργασιακής δύναμης που τη διεξάγει, με αποτέλεσμα τη μη πλήρη αναπαραγωγή της ως εμπόρευμα, έως και την ταχεία φυσική φθορά της.
- Η άνιση εμπορευματική ανταλλαγή στη διεθνή (και όχι μόνο) αγορά, είτε με την ευρεία της έννοια, δηλ. της ανταλλαγής εμπορευμάτων που διαφέρουν ως προς την οργανική σύνθεση κεφαλαίου, είτε, και κυρίως, με τη στενή της έννοια, της πώλησης των εμπορευμάτων συστηματικά κάτω ή πάνω από την (διεθνή) τιμή παραγωγή τους, την τιμή εκείνη, δηλαδή, που θα έφερνε στον καπιταλιστή που τα παρήγαγε ένα (διεθνές) μέσο ποσοστό κέρδους.
- Η συνεπαγόμενη εξαγωγή συστηματικών (μονοπωλιακών) υπερκερδών για τα πιο ανεπτυγμένα παγκόσμια (μονοπωλιακά) κεφάλαια.
- Οι συστηματικές διεθνείς μεταφορές υπεραξίας που τα παραπάνω σημεία περιγράφουν, τόσο μέσω του εμπορίου, όσο και μέσω άλλων πρακτικών της (διεθνούς) (ανα)παραγωγής και διανομής του κεφαλαίου, όπως οι παραγωγικές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι (διεθνείς) υπεργολαβίες, ο (διεθνής) δανεισμός, τα προνόμια των ισχυρότερων διεθνών νομισμάτων, κοκ.
- Η υπερεκμετάλλευση της φύσης, η οποία επίσης λαμβάνει χώρα εξαιρετικά άνισα ανά τον κόσμο.
- Η εθνική καταπίεση, όπως και γενικότερα η καταπίεση με βάση την εθνικότητα, τη γλώσσα, τη φυλή, τόσο όπως αυτή εκφαίνεται στις ιμπεριαλιστικές διακρατικές σχέσεις (βλ. επόμενο σημείο), όσο και εντός των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, ως καταπίεση μειονοτήτων, προσφύγων, μεταναστών, ως ρατσισμός κοκ.
- Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, δηλ. η εθνική καταπίεση και εκμετάλλευση, η οποία υποτάσσει την αναπαραγωγή του εθνικού συνολικού κεφαλαίου των εξαρτημένων χωρών (των θυμάτων της εξάρτησης), στην αναπαραγωγή του εθνικού συνολικού κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών (των επωφελούμενων από την εξάρτηση), μέσω των ως άνω συστηματικών διεθνών μεταφορών υπεραξίας, των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, αλλά και των ιμπεριαλιστικών πολιτικών και στρατιωτικών επεμβάσεων.
- Η εξαρτημένη (υπο)ανάπτυξη των εξαρτημένων χωρών, μια καπιταλιστική ανάπτυξη, άλλοτε ταχύρρυθμη, και άλλοτε καθηλωμένη, ανάλογα με την εκάστοτε θέση της κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας (βλ. επόμενο σημείο), και τον βαθμό υποταγής του εθνικού συνολικού της κεφαλαίου στα ιμπεριαλιστικά μονοπωλιακά κεφάλαια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρόκειται για υποανάπτυξη σε σχέση με το κυρίαρχο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του συνολικού ανθρώπινου πολιτισμού σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική εποχή.
- Η επιβολή ενός (διεθνούς) καταμερισμού εργασίας, ως συνολικό αποτέλεσμα των ως άνω πρακτικών, τέτοιου που επιβάλλει τη συστηματική ανισότητα του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη», ανά τον κόσμο, αλλά και στο εσωτερικό των εθνικών κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. Το αποτέλεσμα είναι ο διαχωρισμός των εργαζομένων του κόσμου σε υποκείμενα
- από τη μια, της δημιουργικής, επιτελικής, περισσότερο διανοητικής, συχνά μη παραγωγικής (δηλ. που δεν παράγει υπεραξία), εργασίας, με μια εργασιακή δύναμη ακριβή, σε σχετική έλλειψη, και σε καλύτερη θέση στην ταξική πάλη, που καταναλώνει περισσότερα και καλύτερης ποιότητας εμπορεύματα, αλλά και υπηρεσίες που παρέχονται από το κράτος, και επομένως, δεν αποτελούν εμπορεύματα,
- και από την άλλη, της επαναληπτικής, εκτελεστικής, περισσότερο χειρωνακτικής και παραγωγικής εργασίας, με μια εργασιακή δύναμη φτηνή, υπερεκμεταλλευόμενη, σε υπεραφθονία και υπερκαταπιεσμένη στην ταξική πάλη, που υποκαταναλώνει, αγγίζοντας τα όρια της ταχείας φυσικής φθοράς της.
Συνολικά, επομένως, ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από πρακτικές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, με υποκείμενο το κεφάλαιο, και θύμα την εργασία – η τελευταία παίρνοντας κυρίως την εμπορευματική μορφή της εργασιακής δύναμης που αγκαλιάζει πλέον σχεδόν όλο τον κόσμο, οι οποίες πρακτικές αφορούν την παραγωγή, κυκλοφορία και διανομή της υπεραξίας, και, επομένως, την αναπαραγωγή τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασιακής δύναμης, διεθνώς.
Αγώνας ενάντια στον (ιμπεριαλιστικό) καπιταλισμό
Από την άλλη, οι πρακτικές αυτές, αναπτυσσόμενες ιστορικά από την εποχή του ιμπεριαλισμού του Λένιν, και κυριαρχώντας όλο και περισσότερο διεθνώς, αναδεικνύουν τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό ως μια νέα ποιότητα καπιταλισμού, η οποία αποκλίνει συστηματικά από τις παραδοχές και τα όρια της γενικής θεωρίας του Κεφαλαίου του Μαρξ (της τυπικής ισότητας και ελευθερίας όλων των παραγωγών – κεφαλαιοκρατών και εργατών ως «πολιτών της αστικής δημοκρατίας», της ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των εμπορευμάτων συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου και της εργασιακής δύναμης, της ανταλλαγής ισοδυνάμων, του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ενιαίας αξίας και του ενιαίου βαθμού εκμετάλλευσης/ποσοστού υπεραξίας της εργασιακής δύναμης όλων των εργατών, της διαμόρφωσης ενός ενιαίου γενικού ποσοστού κέρδους των κεφαλαιοκρατών όλων των κλάδων, κοκ). Ο καπιταλισμός αυτός αποτελεί το ανώτατο στάδιο της ιστορικής του εξέλιξης, το στάδιο της υπερωρίμανσης, της παρακμής, του παρασιτισμού, της αντίδρασης σε όλο το εύρος των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και της σχέσης ανθρώπου – φύσης.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, επομένως, αναδεικνύεται το στρατηγικό βάθος του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, το οποίο προκύπτει από το γεγονός ότι, όπως είχε κάνει ξεκάθαρο ο Λένιν, ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός, οι ως άνω πρακτικές δηλαδή, δεν αποτελεί απλά μια «πολιτική επιλογή» του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού (δηλ. της ως άνω ποιότητας του καπιταλισμού ως ιστορικού σταδίου). Αντίθετα, αποτελεί νομοτέλεια για το ξεπέρασμα της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, με τη μορφή που αυτή παίρνει, όπως προέβλεψε ο Μαρξ, ως χρόνια τάση πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους, λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλ. της σχετικής εκτόπισης της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή, μέσω της αυτοματοποίησης. Είναι η τάση μείωσης της συνολικής υπεραξίας που παράγεται στις ιμπεριαλιστικές χώρες ο παράγοντας που τις αναγκάζει να στρέφονται όλο και περισσότερο στην άντληση επιπλέον υπεραξίας μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης σε άλλες χώρες του κόσμου, και στην ανάπτυξη, εν τέλει, όλων των ως άνω πρακτικών εκμετάλλευσης και καταπίεσης!
Από εδώ προκύπτει ότι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, στην πιο συνειδητή και ανεπτυγμένη του μορφή, δεν μπορεί παρά να είναι αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό, για τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση, για τον κομμουνισμό. Οτιδήποτε άλλο, που φαντάζεται πχ έναν κόσμο ισότιμων, εθνικά ανεξάρτητων, καπιταλιστικών κρατών, με ειρηνικές διεθνείς σχέσεις, πιο ισορροπημένη ανάπτυξη, προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, κοκ, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ουτοπική αυταπάτη.
Αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό
Γίνεται φανερό, επομένως, ότι ο αγώνας των εξαρτημένων χωρών για την εθνική ανεξαρτησία (πχ στη σημερινή εποχή βλ. τις περιπτώσεις της Βενεζουέλας, του Ιράν, και της Συρίας), δηλ. ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας με τη μορφή που παίρνει κυρίως στις διακρατικές σχέσεις, αλλά και εντός των εξαρτημένων χωρών ως αγώνας ενάντια στη (φιλο)μονοπωλιακή, φιλο-ιμπεριαλιστική ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου (ή σε αντίστοιχη μερίδα του με αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό), είναι πλευρά αυτού του συνολικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά το όλον του αγώνα αυτού. Από εδώ προκύπτει το καθήκον των κομμουνιστών:
- από τη μια να συμμετέχουν στους εθνικούς αυτούς αγώνες (είτε οι ίδιοι ενεργά όταν δρουν σε μια εξαρτημένη χώρα, ή σε μια χώρα που δέχεται ιμπεριαλιστική επίθεση, είτε ασκώντας διεθνή αλληλεγγύη, υποστηρίζοντας τέτοια κινήματα, και στρεφόμενοι ενάντια στο εθνικό τους κράτος, όταν δρουν σε μια ιμπεριαλιστική χώρα, ή σε μια χώρα που γίνεται υποχείριο της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής) κάτι που συνεπάγεται και ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες,
- από την άλλη να διατηρούν πάντα την πολιτική και οργανωτική τους ανεξαρτησία, και να επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν με τη δική τους στρατηγική αντίληψη για τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, ώστε να τον οδηγήσουν στο λογικό του τέλος, τη σοσιαλιστική επανάσταση, χωρίς την οποία κανένας αντιιμπεριαλιστικός αγώνας δεν μπορεί να είναι τελειωτικά νικηφόρος.
Το θέμα της πολιτικής αυτής ανεξαρτησίας, αφορά ιδιαίτερα την ανεξαρτησία από τη στρατηγική κρατών (και επομένως των αστικών τους τάξεων), που μπορεί να μην είναι ιμπεριαλιστικές, αλλά είναι επαρκώς ισχυρές, ώστε και στο ιστορικό παρόν να μπορούν να εξασκήσουν και να επωφεληθούν σε κάποιον βαθμό από τις ως άνω επιμέρους ιμπεριαλιστικές πρακτικές, αλλά και στο μέλλον, έστω στο μεσο-/μακρο-πρόθεσμο, έχουν τη – θεωρητική έστω – δυνατότητα να αναδειχθούν σε νέες ιμπεριαλιστικές χώρες ή και μεγάλες δυνάμεις, μέσω ενός νικηφόρου παγκόσμιου πολέμου. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει, ότι ακόμη και σε πιο αδύναμες χώρες, τα κομμουνιστικά, αλλά και γενικότερα εργατικά και λαϊκά, κινήματα, δέχθηκαν θανατηφόρες διώξεις από τοπικές ελίτ, όταν αυτές σταθεροποίησαν την εξουσία τους έναντι της επιβουλής του ιμπεριαλισμού.
Από την άλλη, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό εμπεριέχει πλευρές στρατηγικής σημασίας, όπως η αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς διεθνείς οργανισμούς, και η προστασία της εθνικής οικονομίας για μια πιο εθνικά ανεξάρτητη ανάπτυξη για την άνοδο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, κάτι που περιλαμβάνει και την ανάλογη ανάπτυξη της εργασιακής δύναμης ως ένα σύγχρονο υποκείμενο της εργασίας. Μια τέτοια ανάπτυξη κατά κανόνα απαιτείται να στηριχθεί στις δημόσιες επενδύσεις και σε έναν κεντρικό, κρατικό – έστω και γραφειοκρατικό – σχεδιασμό, και σε αντίστοιχες μορφές ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, κατ’ ελάχιστο των στρατηγικών τομέων, για ένα μακρόχρονο ιστορικά διάστημα. Αυτό συμβαίνει διότι τα εθνικά μονοπώλια μια εξαρτημένης χώρας δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό έναντι των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, και, επομένως, δε θα αποτολμούσαν μια τέτοια στρατηγική με κίνητρο την ιδιωτική κερδοφορία. Με άλλα λόγια, μια στρατηγική εθνικής ανεξαρτησίας εμπεριέχει και στοιχεία παρόμοια με αυτά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και μετάβασης, χωρίς, όμως, να ταυτίζονται οι δύο αυτές διαδικασίες διότι διαφέρει η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία (πχ διαφέρουν σε ουσιώδεις πλευρές, όπως της ουσιαστικής εργατικής συμμετοχής και ελέγχου στην εξουσία και στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής).
Σε κάθε περίπτωση, τα εθνικά κινήματα για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό πρέπει να γίνονται αντιληπτά διαθλόμενα μέσα από τη στρατηγική των κομμουνιστών και να γίνεται προσπάθεια να υπαχθούν σε αυτήν, ανάλογα βέβαια και με την εκάστοτε ιστορική δυνατότητα των κομμουνιστών να αποτελέσουν ηγεμονική δύναμη στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες των λαών.
Το διεθνές δίκαιο και το κίνημα της ειρήνης
Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πήρε σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του αγώνα για την παγκόσμια ειρήνη, και για την υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου ενάντια σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Σε αυτήν την εξέλιξη οδήγησαν ιστορικοί παράγοντες που σχετίζονται με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως:
- η διαμόρφωση ενός ισχυρού μπλοκ των σοσιαλιστικών χωρών,
- οι αντιαποικιακοί και αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες που οδήγησαν στην – έστω και τυπική – πολιτική ανεξαρτησία των πρώην αποικιών, αλλά και στο κίνημα των αδέσμευτων χωρών, ως ουδέτερων ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και στο σοσιαλιστικό μπλοκ,
- η τραγική εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων μέσα σε ένα διάστημα μιας γενιάς,
- ο κίνδυνος του πυρηνικού ολέθρου, που παραμένει επίκαιρος και σήμερα.
Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, η παντοδυναμία του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα του ηγεμονικού των ΗΠΑ, κατέστησε την καταφυγή στο ήδη υπάρχον διεθνές δίκαιο, διαμορφωμένο υπό τον προηγούμενο, ευνοϊκότερο διεθνή συσχετισμό, ως ένα απαραίτητο – αν και στην πράξη όχι και τόσο αποτελεσματικό – όπλο, και ως αντίβαρο στο δίκαιο της ωμής ιμπεριαλιστικής ισχύος, για μικρές και αδύναμες χώρες, όπως η Κούβα, ή και για εθνικά κινήματα όπως το παλαιστινιακό.
Σήμερα, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος όλο και περισσότερο γίνεται υπόθεση της σύγχρονης τεχνολογίας των οπλικών συστημάτων, και επαγγελματιών στρατιωτικών χειριστών της, αλλά και μισθοφόρων, με αποτέλεσμα να εμπλέκονται όλο και λιγότερο ευρεία οπλισμένα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Μάλιστα, αυτό ισχύει σε κάποιον βαθμό και για τους στρατούς των χωρών που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, αδυνατίζει το ενδεχόμενο μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επαναστατικό εμφύλιο, χωρίς μια μεγάλη, στρατηγική ήττα των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Γενικά, αναδεικνύεται η ανάγκη αξιοποίησης του ισχύοντος σήμερα διεθνούς δικαίου, όπως και του φιλειρηνικού λαϊκού αισθήματος, και για τους σύγχρονους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες.
Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται η επίκληση στο διεθνές δίκαιο ή σε μια γενικόλογη και αφηρημένη «ειρήνη», ενάντια στους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες και εξεγέρσεις. Επιπλέον, δεν συγχωρούνται στους κομμουνιστές λεγκαλιστικές ή πασιφιστικές αυταπάτες για έναν ειρηνικό και δίκαιο κόσμο, χωρίς αυτούς τους αγώνες και εξεγέρσεις που ιστορικά αποδείχθηκε ότι παίρνουν αναγκαστικά, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, και τη μορφή τις διακρατικής σύγκρουσης και του πολέμου, συνήθως, μάλιστα, με πρωτοβουλία των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Η σύγχρονη διεθνής ιστορική συγκυρία
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέδειξε τις ΗΠΑ στην ισχυρότερη – μακράν της δεύτερης – ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη.
Αυτό σημαίνει, καταρχήν, ότι δεν είναι η μόνη ιμπεριαλιστική χώρα ή δύναμη, διότι υπάρχουν και άλλες χώρες που καταφέρνουν να αξιοποιούν τις ως άνω ιμπεριαλιστικές πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης με αρκετή επιτυχία για να αναπαράγουν το εθνικό τους συνολικό κεφάλαιο εις βάρος των διεθνών ανταγωνιστών τους, δηλ. επωφελούνται συνολικά ενός θετικού ισοζυγίου μεταφορών υπεραξίας, ακόμη και αν υστερούν έναντι άλλων, πιο ισχυρών, ιμπεριαλιστικών χωρών. Πρόκειται για λίγο ή πολύ μια «χούφτα» χωρών και στη σημερινή εποχή, γύρω από τους G7, συν τις λεγόμενες χώρες – «ιμπεριαλιστές κουρελούδες».
Δεύτερον, η ηγεμονία των ΗΠΑ σημαίνει ότι επιβάλλουν τη στρατηγική τους σε μεγάλο βαθμό και στις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, χωρίς να χρειαστεί να εμπλακούν άμεσα στρατιωτικά με αυτές. Αυτό σημαίνει ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες έχουν σχετικά ατονήσει, χωρίς να έχουν πάψει, όμως, να υφίστανται, και χωρίς να αποκλείεται να επανακάμψουν στη βάση ενός άλλου, μελλοντικού, διεθνούς συσχετισμού ισχύος. Επιμέρους γεγονότα, όπως οι διαφωνίες για τις διάφορες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (πχ στο Ιράκ, ή στη Λιβύη, αλλά και σήμερα στην Ουκρανία), έως και η πρόσφατη δολιοφθορά στους αγωγούς φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, είναι ενδεικτικά, και πρέπει να συνυπολογίζονται με άλλες οικονομικές και πολιτικές μορφές πιο «ειρηνικού» διαϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη μετέτρεψε την ηγεμονία των ΗΠΑ σε παγκόσμια για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση μιας παγκόσμιας «αυτοκρατορίας». Όπως συμβαίνει, όμως, νομοτελειακά με τις καπιταλιστικά ιμπεριαλιστικές «αυτοκρατορίες», είναι οι ίδιες οι εσωτερικές της καπιταλιστικής ανάπτυξης νομοτέλειες που οδηγούν και στην κρίση τους. Αυτό συμβαίνει εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, πλέον, από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 2007 στις ΗΠΑ, η οποία έκτοτε έχει μετατραπεί σε μακροχρόνια ύφεση, με ασταθείς και ανεμικές επιμέρους ανακάμψεις, και νέες επιμέρους κρίσεις. Η μακροχρόνια αυτή ύφεση χαρακτηρίζεται από γενικά χαμηλή κερδοφορία, η οποία καθηλώνει τις παραγωγικές επενδύσεις, οδηγώντας στο λεγόμενο «παράδοξο» της χαμηλής παραγωγικότητας. Αντίθετα, διογκώνει τις μη παραγωγικές επενδύσεις, είτε καθαρά κερδοσκοπικές, είτε αυτές που αποσκοπούν στο να υποστηρίξουν τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης, την αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού διεθνούς καταμερισμού εργασίας, κοκ. Οι καπιταλιστικές κρίσεις εμφανίζονται και με νέες, ιδιαίτερες μορφές, όπως αυτή της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, που εμπλέκουν άμεσα το φυσικό περιβάλλον, αλλά και με πιο «κλασσικές» για τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό μορφές, όπως αυτή του (παγκόσμιου) πολέμου, στον οποίο οδηγεί η σημερινή σύγκρουση ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην Ουκρανία.
Συνολικά, η ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ και οι συνοδοιπόροι της (κυρίως Αγγλοσάξωνες, ΕΕ, Ιαπωνία) καταφεύγουν σε πολιτικές διαχείρισης και «εξαγωγής» της κρίσης τους που θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την αναπαραγωγή της ανθρωπότητας. Για παράδειγμα, η πανδημία αντιμετωπίστηκε με πολιτικές εθνικής ανισότητας, τόνωσης της κερδοφορίας των μονοπωλίων, απαλλοτρίωσης του μικρομεσαίου κεφαλαίου, και πειθάρχησης της εργασίας και συνολικά της κοινωνίας στα όρια της «πολεμικής οικονομίας». Μάλιστα αυτό έγινε παρόλο που ταυτόχρονα η πανδημία ανέδειξε ότι οι σύγχρονες προκλήσεις της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν με όρους διεθνούς ανταγωνισμού και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, παρά απαιτούν τη διεθνή συνεννόηση, αλληλεγγύη, και δημοκρατικό σχεδιασμό στη διεθνή κλίμακα.
Κυρίως, όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας πολεμικής στρατηγικής «τελευταίας εξόδου» των ιμπεριαλιστικών χωρών εις βάρος των μεγάλων χωρών – κάποιων και πυρηνικών δυνάμεων – της Ευρασίας (Κίνα, Ρωσία, Ιράν) και των συμμάχων τους, η οποία αποσκοπεί στο ξεπέρασμα της κρίσης τους με την καταπίεση και εκμετάλλευση του συνόλου, πλέον, του κόσμου. Τα σημεία αιχμής της στρατηγικής αυτής, η εθνικιστική και ναζιστικοποιημένη Ουκρανία ενάντια στη Ρωσία, αντίστοιχα η Ταϊβάν ενάντια στην Κίνα, και το γέννημα – θρέμμα του ιμπεριαλισμού – κράτος – απαρτχάιντ του Ισραήλ ενάντια στο Ιράν, στο Ιράκ και στη Συρία, διαμορφώνουν μια κατάσταση αναπτυσσόμενου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό συμβαίνει
- νομοτελειακά, λόγω του βάθους της καπιταλιστικής κρίσης, είτε οι κομμουνιστές, οι εργάτες, και οι λαοί, το θέλουν, είτε όχι, αλλά μένει σε εμάς να το αντιμετωπίσουμε και να το στρέψουμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό και υπέρ του σοσιαλισμού,
- κυρίως λόγω της κρίσης στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, και δευτερευόντως, μόνο, λόγω της ανάπτυξης και ισχυροποίησης της Κίνας, και λιγότερο της Ρωσίας, ή των πιο αδύναμων συμμάχων τους.
Το δεύτερο σημείο εξηγεί περισσότερο γιατί η σύγχρονη ιστορική συγκυρία εμπεριέχει και τη δυνατότητα της νίκης ενάντια στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, και της διαμόρφωσης μιας διεθνούς κατάστασης πιο ευνοϊκής για τον επαναστατικό αγώνα των απανταχού λαϊκών και εργατικών κινημάτων, παρά εξηγεί τις εξελίξεις αυτές ως τη διαδικασία ανάδειξης νέων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ή και ηγεμόνων.
Μάλιστα, όλα τα στοιχεία μελετών στη βάση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας αποδεικνύουν ότι καμία από τις αναπτυσσόμενες, αναδυόμενες, ή ανακάμψουσες χώρες των λεγόμενων BRICS δεν πληρούν τα κριτήρια της ιμπεριαλιστικής χώρας, δεν αναπτύσσονται δηλαδή εις βάρος των άλλων χωρών του κόσμου, μέσω εθνικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Όλες τους καταλαμβάνουν χαμηλές θέσεις στον διεθνή καταμερισμό εργασίας γύρω ή κάτω από τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος, και βασίζονται στην εξαγωγή – κυρίως απλών και φτηνών – εμπορευμάτων, και όχι κεφαλαίων. Ειδικά για την Κίνα, βασίζεται κυρίαρχα στην υπερεκμετάλλευση του εγχώριου, φτηνού εργατικού δυναμικού, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αυτό εντάσσεται σε μια «τακτική» ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ενταγμένη σε μια στρατηγική σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αντίστοιχα, η Ρωσία είναι ακόμη και σήμερα μια χώρα εξαγωγής κυρίως – ελάχιστα επεξεργασμένων – πρώτων υλών και ενέργειας με ένα ελάχιστα ανεπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αντίστοιχα ισχύουν για τις υπόλοιπες χώρες σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.
Δεν πρέπει να συγχέεται η κρατική, στρατιωτικοπολιτική ισχύς, ιστορικό αποτέλεσμα δεκαετιών (σχετικά) ανεξάρτητης, σοσιαλιστικής, ή και καπιταλιστικής (για χώρες όπως το Ιράν) ανάπτυξης, ή το μεγάλο μέγεθος σε έκταση και πληθυσμό (που μεγεθύνουν και το ΑΕΠ, ακόμη και αν συνυπολογιστεί η σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα και η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση) με την ιμπεριαλιστική ισχύ που απορρέει από τη θέση της κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, και την αντίστοιχη ιστορική συσσώρευση του (μονοπωλιακού) κεφαλαίου.
Από την άλλη, οι παράγοντες αυτοί της κρατικής ισχύος συνυπολογίζονται στην ιστορική δυνατότητα των χωρών αυτών να αντισταθούν στον ιμπεριαλισμό, και ως προς τη – θεωρητική προς το παρόν – δυνατότητα να αναδειχθούν μεσο-/μακρο-πρόθεσμα σε νέες ιμπεριαλιστικές χώρες ή και ηγεμονικές δυνάμεις. Αναγκαίος όρος για κάτι τέτοιο, αν και όχι επαρκής από μόνος του, είναι να βγουν νικητές από έναν παγκόσμιο πόλεμο, σαν αυτόν που αναπτύσσεται σήμερα (και εφόσον έχει καταφέρει να επιβιώσει η ανθρωπότητα από αυτόν…).
Προς το παρόν, όμως, η ιστορική διαδικασία εντός της οποίας καλούμαστε να δράσουμε είναι μια διαδικασία εσωτερικής καπιταλιστικής κρίσης των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, επίθεσής τους εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου, και αυξημένων δυνατοτήτων αντίστασης και αλλαγής των συσχετισμών εκ μέρους του κόσμου αυτού. Πρόκειται για μια διαδικασία που ανοίγει τις ιστορικές δυνατότητες και για τα επαναστατικά κινήματα, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω, σε συνδυασμό με την αντίθεση κεφάλαιο – εργασία στο εσωτερικό των εξαρτημένων χωρών.
Από την άλλη, δε θα συγχωρέσει η ιστορία στους κομμουνιστές τυχόν αυταπάτες για τις επιδιώξεις των σημερινών ηγετικών τάξεων των περισσότερων από τις χώρες που συνασπίζονται σήμερα προκειμένου να αμυνθούν στην ιμπεριαλιστική επίθεση. Συνεπώς, η κομμουνιστική στρατηγική οφείλει να συνδυάσει τον αγώνα για τη συνολική και στρατηγική ήττα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, ως αναγκαίο, αν και μη επαρκή από μόνο του, όρο, για τη σοσιαλιστική επανάσταση, με τα όσα προαναφέραμε για την ανεξαρτησία των κομμουνιστικών, και γενικότερα αντιιμπεριαλιστικών, εργατικών και λαϊκών κινημάτων.
Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα
Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση
Η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη στον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ, και στις ηγεμονικές χώρες της ΕΕ. Το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει αναδειχθεί ιστορικά σε κυρίαρχη συνιστώσα του συνολικού εθνικού κεφαλαίου του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, μέσα και από την ανισομερή του συμμαχία με την ντόπια (φιλο)μονοπωλιακή, φιλοϊμπεριαλιστική ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου.
Για την τελευταία, η εξάρτησή της, δηλ. η υπαγωγή της στον έναν ή στον άλλο βαθμό στην αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου, αποτελεί στρατηγική επιλογή μεν, αναγκαστική και «υπαρξιακού χαρακτήρα» δε, στη βάση του αντικειμενικού συσχετισμού ισχύος της απέναντί του. Όλη η ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης συνηγορεί σε αυτό: από την αρχική δημιουργία του ελληνικού κράτους με την επανάσταση του 1821 ως προτεκτοράτο κυρίως της Αγγλίας, τις αλλεπάλληλες χρεωκοπίες της, τον πολλαπλασιασμό των ξένων στρατιωτικών βάσεων στην επικράτεια της χώρας μας, τις ιμπεριαλιστικές στρατιωτικοπολιτικές επεμβάσεις στην εσωτερική της πολιτική ζωή, με κορυφαίες στιγμές την καταλυτική για τη διατήρηση της αστικής εξουσίας παρέμβαση τόσο κατά τον Δεκέμβρη του 1944, όσο και κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ή την επιβολή της στρατιωτικής Χούντας το 1967, έως και τη σημερινή «μνημονιακή» διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και νέας χρεωκοπίας.
Πολύ απλά:
- η μεν ελληνική αστική τάξη δεν μπορεί να διεξάγει με επιτυχία ένα υποθετικό διμέτωπο αγώνα τόσο για να διατηρήσει την εξουσία απέναντι στην εργατική τάξη και τον λαό της Ελλάδας, όσο και για να ανταγωνιστεί με πιο ισότιμους όρους το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και αναγκαστικά επιλέγει τη στρατηγική της εξάρτησης, ως το έλασσον κακό,
- η δε εργατική τάξη και ο λαός της χώρας μας θα πρέπει να κατακτήσει την εξουσία νικώντας όχι μόνο τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες, αλλά και τους πολύ πιο ισχυρούς, ξένους, ιμπεριαλιστές, πάτρωνές τους.
Μάλιστα, η όλο και βαθύτερη ενσωμάτωση της χώρας μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αυξάνει συνεχώς τον βαθμό εξάρτησής της από τον ιμπεριαλισμό, και την πρόσδεση της αστικής της τάξης, και κυρίως της ως άνω ηγεμονικής ολιγαρχίας της, σε αυτόν. Οι συνέπειες για την εξαρτημένη υποανάπτυξη της χώρας μας τις τελευταίες δεκαετίες (μετά το 1990) είναι δραματικές: καταστροφή της διεθνώς μη ανταγωνιστικής μεταποίησης, υποβάθμιση ή ξεπούλημα και άλλων σχετικά ανταγωνιστικών εγχώριων βιομηχανιών, ξεπούλημα και της δημόσιας υπηρεσίας και του φυσικού πλούτου, μετατροπή του αγροτοκτηνοτροφικού εμπορικού πλεονάσματος σε μεγάλο έλλειμμα, η «διαρροή εγκεφάλων», δηλ. το νέο κύμα μετανάστευσης, σε μεγάλο βαθμό ειδικευμένου δυναμικού (κυρίως γιατρούς, νοσηλευτές, μηχανικούς, προγραμματιστές, κοκ), διαμορφωμένου από εγχώριες δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες, η διάλυση – και σύντομα το ξεπούλημα – της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, επιλογές εξωτερικής πολιτικής που καταστρέφουν δεσμούς φιλίας δεκαετιών με γειτονικές χώρες (πχ τις αραβικές, ή τη Σερβία), αλλά και με μεγάλες και ισχυρές χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, προς χάριν της εξυπηρέτησης της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής στην περιοχή μας, κοκ. Όλα αυτά διαμορφώνουν μια κατάσταση της οποίας η αντιστροφή απαιτεί όλο και πιο βαθιές και ριζοσπαστικές, θα λέγαμε επαναστατικές, κοινωνικές, οικονομικές, και (γεω)πολιτικές αλλαγές.
Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται ανάγλυφα η σύνδεση μεταξύ του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας από τον ιμπεριαλισμό, και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα με τη στρατηγική του έννοια, ως δηλαδή αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση.
Η ενδιάμεση ανάπτυξη
Από την άλλη, η Ελλάδα αποτελεί χώρα ενδιάμεσης ανάπτυξης, με αποτέλεσμα η εξαρτημένη θέση της να χαρακτηρίζεται από αντιφατικές πλευρές, ειδικά αυτές που αφορούν την όλο και μεγαλύτερη ενσωμάτωσή της στην ΕΕ. Δεδομένης της εξάρτησης αυτής, και επομένως της υποανάπτυξης σε σύγκριση με τις ιστορικές δυνατότητες που θα είχε μια ανεξάρτητη Ελλάδα σε μετάβαση προς τον σοσιαλισμό, αναπτύσσονται και μηχανισμοί αντιστάθμισης:
- Για παράδειγμα, μέρος του μικρομεσαίου κεφαλαίου έχει συμβιβαστεί και προσαρμοστεί σε ρόλους συμπληρωματικούς των μονοπωλίων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, και αντιλαμβάνεται το συμφέρον του αποκλειστικά στα πλαίσια αυτά, παρόλο τον φόρο υποτέλειας που πληρώνει στα μονοπώλια, από ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται στις δραστηριότητές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τουριστικό κεφάλαιο που στηρίζεται σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και καλών σχέσεων με τις ιμπεριαλιστικές χώρες για την απρόσκοπτη λειτουργία τους, όπως και κάθε είδους επιχείρηση εισαγωγών εμπορευμάτων από τις ανεπτυγμένες χώρες.
- Τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας, της κρατικής γραφειοκρατίας, ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα επίσης στηρίζουν το εισόδημά τους σε κάθε είδους μεταβιβάσεις από την ΕΕ, ή και από την απευθείας συνεργασία με τα ξένα μονοπώλια (πχ καθηγητές πανεπιστημίων που στρέφονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα για να αντισταθμίσουν την υποχρηματοδότηση των ελληνικών ΑΕΙ).
- Για όσους ζουν από συντάξεις ή αποταμιεύσεις, ακόμη και αν πρόκειται για τις αποταμιεύσεις μιας ζωής σκληρής εργασίας, η διατήρηση ενός σκληρού νομίσματος, όπως το Ευρώ, αποκτά μεγάλη σημασία. Φυσικά, η μείωση των εισοδημάτων και των συντάξεων σε ποσοστά 30-50%, αρχικά κατά τις μνημονιακές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, και σήμερα, πλέον, μέσω πληθωρισμού, λειτουργεί αντίρροπα.
- Μεγάλη σημασία αποχτά και η σχετικά ελεύθερη κυκλοφορία της εργασιακής δύναμης στο εσωτερικό της. Αυτή διατηρεί την ανάπτυξη της χώρας γενικά, και της εργασιακής δύναμης ειδικότερα ως υποκείμενο της εργασίας, όπως και την αξία και τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, εντός κάποιων ορίων απόστασης από τα επίπεδα των ηγεμονικών, ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πχ. ας φανταστούμε πόσο σκληρότερη θα ήταν η πρόσφατη καπιταλιστική κρίση, και, πιθανώς, πόσο ακόμη μεγαλύτερη η αυθόρμητη ριζοσπαστικοποίηση του ελληνικού λαού σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, αν δεν εύρισκαν διέξοδο η νεολαία, ιδιαίτερα η πιο μορφωμένη και ειδικευμένη, και οι οικογένειες στις οποίες συμμετέχει, στη μετανάστευση εντός της ΕΕ, αλλά και στις ΗΠΑ και Αυστραλία. Το φαινόμενο αυτό, παρόλες τις ιδιαίτερα βλαπτικές κοινωνικά πλευρές του, μειώνει την ανεργία στην Ελλάδα, εμποδίζει την ακόμη μεγαλύτερη μείωση των μισθών στο εσωτερικό της (και μειώνει αντίστοιχα τους μισθούς στις χώρες υποδοχής της μετανάστευσης αυτής), ενώ ενθαρρύνει τη συνέχιση της επένδυσης, λιγότερο της κρατικής και περισσότερο της ιδιωτικής/οικογενειακής, στη διαμόρφωση της ειδικευμένης εργασιακής δύναμης.
Η Ελλάδα παραμένει, επίσης, μια χώρα σχετικά πλούσια και ισχυρή, σε σύγκριση με τον βαλκανικό, αφρικανικό, και μεσοανατολικό περίγυρό της, παρόλη τη μείωση της ισχύος της κατά τη «μνημονιακή» περίοδο. Επιπλέον, πρόκειται για χώρα που υποδέχεται και αυτή μετανάστες και πρόσφυγες, έστω και αν αυτοί επιδιώκουν γενικά να συνεχίσουν προς τις πιο πλούσιες χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα μέρος (και του μικρομεσαίου) κεφαλαίου της να επωφελείται από την υπερεκμετάλλευσή τους.
Κατ’ αντιστοιχία της σχετικής της ισχύος, τόσο ως προς τους γείτονές της, όσο και ως προς τους ιμπεριαλιστικούς πάτρωνές της, διαμορφώνεται και η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, η οποία χαρακτηρίζεται από αντιφατικές στρατηγικές επιλογές. Από τη μια, οι επιλογές αυτές κυρίαρχα βλάπτουν τόσο το συμφέρον του ελληνικού λαού, όσο και υποβαθμίζουν την ελληνική αστική τάξη διεθνώς, ιδιαίτερα εν μέσω κρίσης. Από την άλλη, ενίοτε μπορεί και να εμπεριέχουν στοιχεία αδικίας απέναντι σε άλλους λαούς και χώρες, είτε γειτονικούς, όπως πχ ο λαός της Β. Μακεδονίας, τον εναέριο χώρο της οποίας επιβλέπει ως τοποτηρητής του ΝΑΤΟ η ελληνική αεροπορία, είτε και πιο μακρινούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμμετοχή της Ελλάδας παλιότερα στον πόλεμο της Κορέας και σήμερα σε αυτόν στην Ουκρανία.
Επιπλέον, από τη μια η ιμπεριαλιστική στρατηγική στην περιοχή μας διαμορφώνει ενίοτε συνθήκες ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων μέσω ψευδών εθνικιστικών στρατηγικών στόχων (πχ «Δανία του Νότου», «ισχυρή – εκσυγχρονισμένη – Ελλάδα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ», κοκ), και άλλοτε, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικών ή εθνικών κρίσεων (όπως με τα γεγονότα στην Κύπρο στη διάρκεια της Χούντας ή με την πρόσφατη «μνημονιακή» διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης), αναδεικνύουν τη χώρα μας σε αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και ευνοούν ριζοσπαστικές κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές σε αντιιμπεριαλιστική ή και σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Συνολικά, η ενδιάμεση ανάπτυξη και θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας επιτρέπει στον ιμπεριαλισμό να διαμορφώνει εκτεταμένες κοινωνικές συμμαχίες με την εγχώρια μικρομεσαία αστική τάξη, και τμήματα της εγχώριας εργατικής αριστοκρατίας και των αυταπασχολουμένων, των δημόσιων υπαλλήλων κοκ, ακόμη και με μέρος των λαϊκών στρωμάτων, ή έστω να αποσπά την υποστήριξη ή ανοχή τους στη στρατηγική του για συμμετοχή στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αντισταθμίζοντας την αυθόρμητη αντιιμπεριαλιστική κοινωνικοπολιτική συνείδηση. Γι’ αυτό και ο σύγχρονος αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό είναι καταρχήν ένας πολιτικός αγώνας με έντονα ταξικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, και απαιτεί να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι θα ζήσει καλύτερα και με ασφάλεια εάν συγκρουστεί με τον ιμπεριαλισμό, παρόλες τις θυσίες που θα απαιτήσει η σύγκρουση αυτή. Δεν πρόκειται για έναν αγώνα σαν την ένοπλη αντιφασιστική Εθνική Αντίσταση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε μπορεί να αναπτυχθεί στη βάση κυρίως ηθικολογικών ή πατριωτικών επιχειρημάτων.
Η αντιφατικότητα της εξαρτημένης θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με αστήριχτες θεωρίες περί (υπο)ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, ούτε με απλουστεύσεις περί ανυπαρξίας εθνικής αστικής τάξης με εθνική στρατηγική που τείνουν να υποτιμούν την κοινωνική, ταξική διάσταση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προς χάριν της απολυτοποίησης του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας. Αντίθετα, απαιτεί τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης σε κάθε ιστορική συγκυρία, με κριτήριο πάντα τη στρατηγική των κομμουνιστών για τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, όπως αναλύθηκε εκτενώς παραπάνω.
Ιμπεριαλιστική εξάρτηση και ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός
Αυτά ισχύουν ιδιαίτερα για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες
- άλλοτε αντιμετωπίζονται από δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς ως απλός ανταγωνισμός μεταξύ δύο καπιταλιστικών (ή και ιμπεριαλιστικών…) κρατών, προς όφελος των εθνικών αστικών τους τάξεων, ως αν να απουσιάζει η καταλυτική παρέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων,
- και άλλοτε προκαταβάλλεται η σύμπραξη του ιμπεριαλισμού με τη μια ή την άλλη χώρα· είτε με την Ελλάδα, ως υπαγόμενη στην «αυτοκρατορία» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, ενάντια στην Τουρκία που αυτονομείται από τη «Δύση», είτε με την Τουρκία, ως χώρα πιο ισχυρή και στρατηγικά πιο αναγκαία για τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (όπως, μάλιστα, αυτά νοούνται ενίοτε στη βάση υπερβολικά μεροληπτικών ερμηνειών του διεθνούς δικαίου…).
Οι επιμέρους αυτές πλευρές, και οι αντίστοιχες ιστορικές δυνατότητες που αναδεικνύουν σε κάθε συγκυρία, πρέπει να μελετώνται συγκεκριμένα, ώστε να αποκαλύπτεται σε κάθε περίπτωση, ποιο είναι το συμφέρον για την εργατική τάξη και τον λαό, τόσο της Ελλάδας, όσο και της Τουρκίας.
Είναι σημαντικό να γίνει απολύτως κατανοητό, ότι δεν υπάρχει ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός ανεξάρτητος από την καθοριστική παρέμβαση της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής. Από την άλλη, εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν σε κάθε φάση για το περιεχόμενο της παρέμβασης αυτής. Ιστορικά, ξεκινώντας από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, και τον ρόλο που έπαιξαν γι’ αυτό η αμερικανοκίνητη χούντα στην Ελλάδα, και η βρετανική παρουσία στην Κύπρο, έως της καταφανή καταπάτηση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας στο Αιγαίο, το casus belli για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, το επεισόδιο στα Ίμια κοκ, η παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στρέφεται ενάντια στα καλώς εννοούμενα, δηλ. στη βάση του διεθνούς δικαίου, ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Από την άλλη, η σχετική ισχυροποίηση και αυτονόμηση της Τουρκίας από την νατοϊκή στρατηγική, ανοίγει και την ιστορική δυνατότητα μιας παρέμβασης του ιμπεριαλισμού ενάντια σε αυτήν. Συνολικά, και μακροπρόθεσμα, αυτό το σενάριο φαντάζει πιο απίθανο, δεδομένου (α) του αντικειμενικού συσχετισμού ισχύος μεταξύ των δρώντων αστικών τάξεων, ιμπεριαλιστικών, ελληνικής και τουρκικής, και (β) της στρατηγικής γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας για τις ιμπεριαλιστικές χώρες που είναι μεγαλύτερη από αυτήν της Ελλάδας. Δηλ. φαντάζει το όφελος να είναι μεγαλύτερο, και το κόστος μικρότερο, για μια υποστήριξη του ιμπεριαλισμού προς την Τουρκία έναντι της Ελλάδας…
Γενικά μιλώντας, ο στρατηγικός στόχος των κομμουνιστών, εκατέρωθεν του Έβρου, του Αιγαίου και της διαχωριστικής γραμμής στην Κύπρο, δεν μπορεί να είναι παρά για μια Ελλάδα, μια Κύπρο, και μια Τουρκία ανεξάρτητες από τον ιμπεριαλισμό, δημοκρατικές, και σε μετάβαση προς τον σοσιαλισμό, με ειρηνικές, αλληλέγγυες και ισότιμες σχέσεις μεταξύ τους. Σε αυτόν τον στρατηγικό στόχο οφείλουμε να εντάξουμε και να υπάγουμε επιμέρους πλευρές της εθνικής ανεξαρτησίας, των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με βάση το διεθνές δίκαιο κοκ, και όχι να αντιμετωπίζουμε τα θέματα αυτά ως αυτόνομα και απόλυτα, παραχωρώντας θέσεις είτε προς τον ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό, είτε προς τον (μικρο)αστικό εθνικισμό.
Ο τελευταίος, άλλωστε, σε μια χώρα εξαρτημένη από το ιμπεριαλισμό τόσο πολύ όσο η Ελλάδα, αποτελούσε ιστορικά πάντα όχημα ενσωμάτωσης του λαού στη στρατηγική του ιμπεριαλισμού, ξεκινώντας από τη Μεγάλη Ιδέα και τη μικρασιατική καταστροφή, μέχρι την πρόσφατη «επέκταση της ισχυρής Ελλάδας στα Βαλκάνια» ως ενδιάμεσος πράκτορας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η οποία οδήγησε τελικά στη σύγχρονη, μονίμως «μνημονιακή», Ελλάδα…
Για το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα
Από όλα τα παραπάνω αναδεικνύεται η στρατηγική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα αποκτά επείγοντα χαρακτήρα από τη στιγμή που τόσο το ΚΚΕ, με το νέο του πρόγραμμα και πολιτική, όσο και το μεγαλύτερο μέρος της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, έχουν εγκαταλείψει τη λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, και έχουν προσχωρήσει σε μαρξίζουσες μεν, απολογητικές για τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό δε, θεωρίες, που πχ φαντασιώνονται μια (υπο)ιμπεριαλιστική Ελλάδα και αδυνατούν να εκτιμήσουν τις συνέπειες της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης για τη ζωή του ελληνικού λαού. Μάλιστα, στη γενικότερη διεθνή ιστορική συγκυρία όπως την περιγράψαμε, και ιδιαίτερα σε αυτήν του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, η σύγκριση με το ιστορικό παρελθόν του ελληνικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, πχ κατά τον νατοϊκό πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, είναι απογοητευτική, αλλά και ενδεικτική του που οδηγούν οι παραπάνω κυρίαρχες σήμερα αντιλήψεις για τον ιμπεριαλισμό.
Ένα τόσο ανύπαρκτο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα είναι ενδεικτικό της γενικότερης στρατηγικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας (αλλά και διεθνώς), και καθιστά αδύνατη κάθε ουσιαστική θετική πολιτική εξέλιξη για τον λαό της χώρας μας. Κατ’ αντιστοιχία, η ανασυγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος της χώρας μας δεν μπορεί παρά να αλληλοεπιδράσει θετικά με την παράλληλη διαδικασία ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος σε αυτήν.
Μια τέτοια ανασυγκρότηση δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την ανάπτυξη του κινήματος στη βάση του πρώτου επιπέδου του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, δηλ. ενάντια στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, και τις ιδιαίτερες πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης που τον χαρακτηρίζουν, όπως αυτές εκφαίνονται συγκεκριμένα στη χώρα μας.
Αναφερόμαστε σε έναν αγώνα ενάντια:
- στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, για την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τη μη συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις, και το κλείσιμο των στρατιωτικών βάσεων,
- την υπερεκμετάλλευση των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας, και την καταπίεση της κίνησής τους προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες, για όσο διάστημα αυτό αποτελεί αναγκαστική επιλογή επιβίωσης για τους ίδιους.
και υπέρ:
- της στρατηγικής ήττας του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού διεθνώς,
- της εθνικής αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας όλων των χωρών και λαών της περιοχής μας, και διεθνώς,
- των ισότιμων διεθνών, διακρατικών σχέσεων,
- της όσο το δυνατόν πιο ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Σε αυτό το επίπεδο, ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας απευθύνεται σε ευρείες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και οργανώνεται αρχικά μέσω επιμέρους κινηματικών συσπειρώσεων μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Στον βαθμό που αυτές αναπτύσσονται, μαζικοποιούνται, ριζοσπαστικοποιούνται, διασυνδέονται κοκ, μπορούν να συγκλίνουν, μαζί με άλλα κινήματα σε αντιμονοπωλιακή και δημοκρατική κατεύθυνση, προς ένα εργατολαϊκό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, το οποίο θα αποκτά όλο και ευρύτερα και βαθύτερα στρατηγικά χαρακτηριστικά ως φορέας ενός αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό γενικά.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο επιπέδων, αυτός που επικαθορίζει και τα επιμέρους παραπάνω σημεία, ειδικά ως προς τα όριά τους, αλλά και βαθαίνει στρατηγικά τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης και του κοινού αγώνα των λαών ενάντια στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, με τη μορφή που αυτός παίρνει στην περιοχή μας με τη συμμαχία ΕΕ και ΗΠΑ/ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα που πρέπει να αντιτάξουμε ενάντια στη στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης για – δήθεν – ισχυρή Ελλάδα, μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, σε συνεχή ανταγωνισμό με τους εθνικισμούς των γειτονικών μας χωρών.
Αυτό που επείγει άμεσα είναι οι πολιτικές πρωτοβουλίες και ο κινηματικός συντονισμός όσων πολιτικών οργανώσεων, συλλογικοτήτων και ανένταχτων αγωνιστών αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα για ένα τέτοιο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, ώστε αυτό να αποχτήσει ξανά γερές βάσεις μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και τις οργανώσεις του, σωματεία, συλλόγους, επιτροπές γειτονιάς κοκ.