του Δημήτρη Καλτσώνη
αν. καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 10/3/2020
Ο Σουλτάνος στις Βρυξέλλες: Ο Ταγίπ Ερντογάν, εκπρόσωπος μιας τουρκικής ολιγαρχίας που διψάει για κέρδη, για αύξηση της περιφερειακής της ισχύος και γιατί όχι αργότερα -αν τα πράγματα δεν πάνε στραβά- και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, δεν παύει να είναι στριμωγμένος, προκλητικός ως συνήθως, αλλά ικανότατος στις διαπραγματεύσεις.
Oι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία δοκιμάζονται. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Μόνο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης του Πούτιν με τον Ερντογάν, ενώ συνομιλούσαν και ο Ρώσος πρόεδρος εξέφραζε τη λύπη του για το θάνατο τόσων τούρκων στρατιωτών στη Συρία, βρήκαν το θάνατο δυο ακόμη από συριακά πυρά. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν δεν ικανοποιεί τις τουρκικές επιδιώξεις. Επιπλέον, οι ασάφειές της θα οδηγήσουν στην πράξη σε ακόμη περισσότερο αρνητικά για την Τουρκία αποτελέσματα, γεγονός που θα θέσει σε ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία τις σχέσεις των δύο χωρών. Επομένως, η πίεση που θα επιχειρήσει να ασκήσει ο Ερντογάν στις Βρυξέλλες θα συνεχιστεί. Και ο απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το ζήτημα των προσφύγων το αποδεικνύει με το παραπάνω.
Από την πλευρά της ΕΕ το πεδίο προσδιορίζεται από τις θεμελιώδεις επιλογές της και ιδίως από εκείνες των βασικών της δυνάμεων: Γερμανίας και Γαλλίας. Αυτές οι επιλογές έχουν εκφραστεί πολύ καθαρά εδώ και χρόνια: είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ (που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας), η εκμηδένιση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή, ο διαμελισμός της Συρίας και η χρησιμοποίησή της ως εφαλτήριο για τον ευρύτερο έλεγχο της περιοχής. Άρα Τουρκία και ΕΕ συγκλίνουν στις στρατηγικές επιδιώξεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιμέρους διευθετήσεις, διαγκωνισμοί και διενέξεις για την κατανομή της ισχύος είναι στο τραπέζι. Ας μην ξεχνάμε και το ιστορικό παράδειγμα (1939), όταν η αποικιοκρατική Γαλλία που έλεγχε τη Συρία, παραχώρησε την περιοχή της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία κατά παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης και της βούλησης του συριακού λαού.
Το βάρος εκ των πραγμάτων μετατίθεται στην ελληνική πλευρά. Θα παραμείνει βουβή και “άβουλη αντάμα”; Αποθήκη ψυχών; Θα επαιτεί για κάποια δήλωση στήριξης τη στιγμή που στην πράξη θα προελαύνει η τουρκική επιθετικότητα σε όλα τα πεδία; Η στάση αυτή είναι αδιέξοδη.
Απαιτείται κατά τη γνώμη μου μια στροφή που θα βασίζει την πολιτική της Ελλάδας στο διεθνές δίκαιο: θα υποστηρίζει σθεναρά την αρχή του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ για μη επέμβαση στα εσωτερικά των κρατών (που θεσπίστηκε για να προφυλάξει τους ανίσχυρους από τους αδηφάγους ισχυρούς). Άρα θα υποστηρίζει τη νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας, θα ξαναανοίξει την πρεσβεία της στην Αθήνα. Τέλος, μια πολιτική άσκησης βέτο σε όλες τις διαδικασίες της ΕΕ για να την εξαναγκάσει να δεχτεί την κατάργηση των Κανονισμών του Δουβλίνου, τον διαμοιρασμό των προσφύγων, την ανθρωπιστική μεταχείρισή τους με βάση το διεθνές δίκαιο.