του Δημήτρη Καλτσώνη
Οι προκριματικές εκλογές που έγιναν πριν λίγες μέρες στην Αργεντινή συνιστούν, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, πολιτικό σεισμό που αφορά συνολικά τη Λατινική Αμερική. Στις εκλογές αυτές, που δεν αναδεικνύουν βέβαια τον πρόεδρο της χώρας αλλά συμμετέχουν υποχρεωτικά όλοι οι πολίτες με δικαίωμα ψήφου, διαγράφονται οι πολιτικές τάσεις που θα ξεδιπλωθούν σε λίγους μόνο μήνες στις προεδρικές εκλογές.
Στις προκριματικές αυτές εκλογές ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς Α. Φερνάντες έλαβε το συντριπτικό για τα δεδομένα ποσοστό 49,2% έναντι του απερχόμενου δεξιού προέδρου Μ. Μάκρι ο οποίος έλαβε 33,1%. Το αποτέλεσμα καταδεικνύει τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την πολιτική του Μάκρι. Η σημασία του γεγονότος είναι μεγάλη γιατί ο Μάκρι ήταν ο μόνος δεξιός πρόεδρος στη Λ. Αμερική που μπόρεσε να εκλεγεί το 2015 χωρίς πραξικοπηματικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα εκείνες του Μπολσονάρο.
Ο νυν πρόεδρος Μ. Μάκρι ακολούθησε μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη πολιτική που ξαναβύθισε την Αργεντινή στην οικονομική και κοινωνική κρίση. Ο πραγματικός μισθός των εργαζομένων μειώθηκε, οι απολύσεις στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα εκτοξεύθηκαν, η ανεργία αυξήθηκε, τα τιμολόγια των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας αυξήθηκαν κατακόρυφα προξενώντας τεράστια προβλήματα στα λαϊκά νοικοκυριά, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συμπιέστηκαν από τον ανταγωνισμό των ισχυρών, η αποβιομηχάνιση επιταχύνθηκε, το χρέος εκτινάχθηκε και πάλι σε δυσθεώρητα ύψη. Και πάνω και μέσα από όλα, επέστρεψε το ΔΝΤ, με ότι αυτό σημαίνει.
Όλα τούτα έγιναν στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας και των επενδύσεων, των γνωστών δηλαδή επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί συνήθως η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Εντάθηκαν στο έπακρο οι κοινωνικές ανισότητες ενώ η πραγματική οικονομία πήρε την κατιούσα. Όλα θυμίζουν τη μεγάλη κρίση των αρχών της δεκαετίας του 2000.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Το πιθανότερο είναι ότι οι τάσεις των προκριματικών θα επιβεβαιωθούν τον Οκτώβριο στις προεδρικές εκλογές. Οι συσχετισμοί θεωρούνται μη αναστρέψιμοι. Οι “αγορές” πάντως, οι διάφοροι “οίκοι αξιολόγησης” και τα κάθε είδους επιτελεία της οικονομικής ολιγαρχίας προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα πανικού. Αυτό είναι λογικό αφού δεν επιθυμούν την πτώση μιας κυβέρνησης τόσο φιλικής στην εγχώρια και διεθνή ολιγαρχία, όπως ήταν η κυβέρνηση Μάκρι.
Στην περίπτωση που εκλεγεί ο Α. Φερνάντες, είναι πιθανή μια κάποια στροφή στην οικονομική πολιτική στη λογική του περιορισμού της ασυδοσίας των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Αν ο επόμενος πρόεδρος συνεχίσει την πολιτική της Κριστίνα Κίρχνερ, θα πρέπει να αναμένονται μέτρα σχετικής ανακούφισης για τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα και εν γένει μια οικονομική πολιτική που θα βασίζεται περισσότερο στην παρέμβαση του κράτους.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο θα σημειωθούν επίσης αλλαγές. Η νέα κυβέρνηση αναμένεται να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη πολιτική, όχι απαραίτητα ευθυγραμμισμένη με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή. Πολύ πιθανό να βρεθεί ακόμη και σε αντίθεση μαζί τους και σίγουρα σε διαφορετικό μήκος κύματος από την ακροδεξιά κυβέρνηση Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Η κυβέρνηση Φερνάντες θα είναι μάλλον περισσότερο φιλική προς τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Όλα αυτά βέβαια θα ισχύσουν με δύο “αν”: αν εκλεγεί ο Α. Φερνάντες (μάλλον σίγουρο) και αν μείνει συνεπής στις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Αυτό που δεν πρέπει να αναμένεται είναι μια ριζική τομή στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Η αντιμετώπση των δομικών προβλημάτων της οικονομίας και των δομικών αιτιών των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας δεν βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στην ατζέντα του Α. Φερνάντες. Αυτή είναι ακριβώς και η αχίλλειος πτέρνα της κεντροαριστεράς στην Αργεντινή και όχι μόνο. Αξίζει να υπενθυμίσουμε σχετικά ότι η Κ. Κίρχνερ -προκάτοχός του στο κόμμα και στην προεδρία- είχε χάσει τις εκλογές ακριβώς γιατί η μη αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων εξανέμισε κάποια στιγμή τα όποια αξιοσημείωτα επιτεύγματα στην αντιμετώπιση της κρίσης και της φτώχειας.