του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε ανάρτηση από το ιστολόγιο του Michael Roberts, σχετικά με την υποτιθέμενη «παγίδα χρέους» της Σρι Λάνκα, δηλ. τη δήθεν υπερχρέωση της χώρας αυτής από κινεζικά δάνεια, με σκοπό τη λεηλάτηση του δημόσιου πλούτου της, και συγκεκριμένα, τον έλεγχο ενός λιμανιού που κατασκευάστηκα σε συνεργασία με κινεζικές εταιρείες.
Η φιλολογία περί «παγίδων χρέους» στις οποίες υποβάλει η ΛΔ της Κίνας αναπτυσσόμενες χώρες που δανειοδοτεί κυρίως για έργα ανάπτυξης υποδομών χρησιμοποιείται προς υποστήριξη της ιδέας ότι η ΛΔ Κίνας δεν είναι μόνο καπιταλιστική χώρα, αλλά και …ιμπεριαλιστική, από τους διεθνείς ανταγωνιστές της και ευρωνατοϊκούς …ιμπεριαλιστές. Ωστόσο, η φιλολογία αυτή είναι δημοφιλής και στην κομμουνιστογενή «Αριστερά» των χωρών αυτών (του ΝΑΤΟ και της ΕΕ…), συμπεριλαμβανομένων δυστυχώς και ελληνικών οργανώσεων και κομμάτων…
Ο αρθρογράφος καταδεικνύει με τα απαραίτητα στοιχεία ότι κάτι τέτοιο απέχει μακράν από την αλήθεια. Ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες χρωστάνε κυρίως σε δυτικές χώρες και σε εμπορικούς πιστωτές των χωρών αυτών που κυριαρχούν στις διεθνείς χρηματαγορές, καθώς και ότι η ΛΔ της Κίνας δανειοδοτεί (α) με μικρότερο επιτόκιο, σχεδόν το μισό π.χ. για την περίπτωση της Αφρικής, από ότι οι δυτικοί εμπορικοί πιστωτές, (β) χωρίς πολιτικούς όρους καταπίεσης και εξάρτησης των αναπτυσσόμενων χωρών, (γ) με βάση τις προτεραιότητες ανάπτυξης των κατά τόπους κυβερνήσεων, οι οποίες και ευθύνονται κυρίως για ατυχείς επιλογές, διαφθορά, κ.ο.κ..
Η συμπεριφορά αυτή σαφώς και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ιμπεριαλιστική», καθώς (α) η ΛΔ της Κίνας κατευθύνει αυτές τις χρηματοδοτήσεις σε χώρες επί των οποίων δεν έχει καμία σημαντική πολιτική ή στρατιωτική επιρροή, και οι οποίες είναι κατά τα άλλα ήδη στην αντίστοιχη «σφαίρα επιρροής» των δυτικών χωρών επί αιώνες ή δεκαετίες ως (νεο)αποικίες τους, υπερχρεωμένες σε αυτές, κ.ο.κ., δηλ. οι συμφωνίες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης ιμπεριαλιστικής ισχύος, (β) αντίθετα είναι συμφωνίες με όρους «ελεύθερης αγοράς», δηλ. παρέχουν καλύτερους οικονομικούς και πολιτικούς όρους.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι ναι μεν δεν είναι ενδείξεις ιμπεριαλιστικών σχέσεων, όμως δεν είναι ούτε και οικονομικών σχέσεων σοσιαλιστικού διεθνισμού, σαν αυτών που είχε κατά καιρούς στο ιστορικό παρελθόν η ΕΣΣΔ με σοσιαλιστικές χώρες, όπως η Κούβα, ή με χώρες που κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους από την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Σαφώς και μια τέτοια κριτική απαιτεί πιο ενδελεχή εμπειρική και θεωρητική μελέτη για να αναδειχθεί το δίκαιο ή το άδικό της. Προς το παρόν, αρκούμαστε να σχολιάσουμε ότι η ΛΔ της Κίνας αναπτύσσει και τέτοιου είδους σχέσεις, πχ κρίνοντας από τις σχετικές τοποθετήσεις ευγνωμοσύνης και φιλίας του ΚΚ της Κούβας προς το ΚΚ της Κίνας.
Κυρίως, όμως, αναρωτιόμαστε τι είδους σχέσεις σοσιαλιστικού διεθνισμού θα μπορούσε να αναπτύσσει η ΛΔ της Κίνας προς καπιταλιστικές χώρες, οι οποίες κυβερνιόνται – συνήθως – από διεφθαρμένες ελίτ, έχουν ιστορικό βαθύτατης εξάρτησης ή και νεοαποικιοκρατίας από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, και στις οποίες δεν υπάρχει κανένα μαζικό, προοδευτικό, λαϊκό, κίνημα… Μήπως θα έπρεπε η ΛΔ της Κίνας να χαρίζει το πλεόνασμα της εργασίας της κινεζικής εργατικής τάξης και του κινεζικού λαού δωρεάν σε τέτοιες χώρες, αντί να επιδιώκει ένα όσο το δυνατόν πιο ισότιμο και αμοιβαίο όφελος (αν υποθέσουμε ότι αυτή είναι η βασική της επιδίωξη);.. Τι είδους σοσιαλιστική στρατηγική θα ήταν αυτή;..
Δημήτρης Κούλος & Διονύσης Περδίκης
Την περασμένη εβδομάδα ένα περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ έκανε δεκτό το αίτημα της Σρι Λάνκα για εξάμηνη παύση της αγωγής πιστωτών κατά της χώρας. Η Κεντρική Τράπεζα του Hamilton κατέχει ένα μεγάλο μέρος ενός από τα πλέον χρεοκοπημένα ομόλογα της Σρι Λάνκα και την είχε μηνύσει για άμεση αποπληρωμή.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι πρέπει να υπάρξει παύση στην απαίτηση της Hamilton για άμεση αποπληρωμή, ώστε η Σρι Λάνκα να μπορέσει να κανονίσει μια συμφωνία με άλλους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα και διμερείς δανειστές, καθώς και να λάβει νέα κεφάλαια από το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ ήταν απρόθυμο να δώσει χρήματα όσο θεωρούσε ότι η Σρι Λάνκα δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Επιμένει ότι όλοι οι πιστωτές πρέπει να συμφωνήσουν σε μια “αναδιάρθρωση” του υφιστάμενου χρέους προτού συμφωνήσουν σε νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ (η οποία θα συνοδεύεται επίσης από ισχυρούς “όρους”, δηλαδή δημοσιονομική λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.).
Το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι δυτικοί πιστωτές ισχυρίστηκαν ότι αυτός που εμποδίζει την αναδιάρθρωση είναι η Κίνα. Με τη σειρά της, η Κίνα αρνείται να συναινέσει σε μια συμφωνία αν δεν συναινέσουν όλα τα άλλα μέρη με τους όρους, και δεν της αρέσουν οι όροι που προτείνονται σήμερα.
Στην περίπτωση της Σρι Λάνκα και πολλών άλλων φτωχών περιφερειακών χωρών που αντιμετωπίζουν σοβαρή δυσχέρεια χρέους, υποστηρίζεται τακτικά ότι βρίσκονται σε μια “παγίδα χρέους” που προκαλείται από τη λήψη δανείων από την Κίνα σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν και στη συνέχεια η Κίνα επιμένει να αναλάβει τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας για να καλύψει τον λογαριασμό. Πράγματι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν επανέλαβε αυτή την κατηγορία μόλις αυτή την εβδομάδα σε ομιλία του, υποστηρίζοντας ότι η Δύση είναι έτοιμη να βοηθήσει τις φτωχές χώρες να επεκτείνουν τις υποδομές τους.
Αυτή η ευρέως διαδεδομένη κατηγορία δεν ευσταθεί. Μάλιστα δεν ευσταθεί καθόλου. Πρώτον, η Κίνα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος δανειστής φτωχών χωρών όπως η Σρι Λάνκα, σε σύγκριση με τους δυτικούς πιστωτές και τους πολυεθνικούς οργανισμούς.
Στην περίπτωση της Σρι Λάνκα, η Ιαπωνία και η Παγκόσμια Τράπεζα παρέμειναν σημαντικοί δανειστές σε ποσοστό 9-10%, η Κίνα έχει επίσης 10% και το ποσοστό του ΔΝΤ έχει συρρικνωθεί σε μόλις 4%, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία αντιπροσωπεύουν περίπου 1% το καθένα. Όλοι αυτοί οι επίσημοι δανειστές έχουν αντικατασταθεί κυρίως από εμπορικούς δανειστές σε ποσοστό σχεδόν 50%.
Δεύτερον, η αύξηση του βάρους του χρέους της Σρι Λάνκα δεν ήταν αποτέλεσμα της “ιμπεριαλιστικής” παγίδας χρέους της Κίνας, αλλά προκλήθηκε από την απελπισμένη ανάγκη της διεφθαρμένης και αυταρχικής κυβέρνησης της Σρι Λάνκα. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα επιτόκια μειώθηκαν παγκοσμίως και η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα αναζήτησε διεθνή κρατικά ομόλογα για να χρηματοδοτήσει περαιτέρω τις δαπάνες. Αλλά τότε χτύπησε ο COVID-19, καταστρέφοντας τον τουριστικό τομέα, μια σημαντική πηγή εσόδων. Ο COVID-19 απαιτούσε αυξημένες δαπάνες και αυξημένες εισαγωγές προϊόντων υγείας αλλά και άλλων, επιδεινώνοντας το εμπορικό έλλειμμα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα μειώθηκαν κατά 70 τοις εκατό, πράγμα που σημαίνει λιγότερα δολάρια για την αγορά βασικών αλλά όλο και πιο ακριβών εισαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και των βασικών προϊόντων. Για να το λύσει αυτό, η κυβέρνηση άρχισε να “τυπώνει χρήμα” για να καλύψει τα ελλείμματά της. Ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 60 τοις εκατό μέχρι τον Ιούνιο του 2022. Όπως δείχνει η δεξιού προσανατολισμού μελέτη του Chatham House, “η κρίση χρέους της Σρι Λάνκα δημιουργήθηκε, όχι στην Κίνα, αλλά στο Κολόμπο και στις διεθνείς (δηλαδή στις χρηματοπιστωτικές) αγορές που κυριαρχούνται από τη Δύση“.
Μέχρι το 2016, το 61% του διαρκούς δημοσιονομικού ελλείμματος της κυβέρνησης χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δανεισμό, ενώ το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 52% μεταξύ 2009 και 2016. Τα τρία τέταρτα του εξωτερικού δημόσιου χρέους οφείλονταν σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και όχι σε ξένες κυβερνήσεις. Παρά τις άφθονες προειδοποιήσεις για την οικονομία της Σρι Λάνκα, οι ξένοι πιστωτές συνέχισαν να δανείζουν, ενώ η κυβέρνηση αρνήθηκε να αλλάξει πορεία για πολιτικούς λόγους. Αυτή ήταν η πραγματική φύση της “παγίδας χρέους”.
Αυτό μας φέρνει στο έργο για το λιμάνι της Σρι Λάνκα, το συνηθισμένο θέμα που τίθεται σχετικά με την υποτιθέμενη “παγίδα χρέους” της Κίνας. Η Κίνα δεν πρότεινε το λιμάνι· το έργο προωθήθηκε κατά κύριο λόγο από την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα με στόχο τη μείωση του εμπορικού κόστους. Για να παραθέσουμε το Chatham House: “Η παγίδα χρέους της Σρι Λάνκα δημιουργήθηκε επομένως κυρίως ως αποτέλεσμα αποφάσεων εσωτερικής πολιτικής και διευκολύνθηκε από τον δυτικό δανεισμό και τη νομισματική πολιτική και όχι από τις πολιτικές της κινεζικής κυβέρνησης. Η βοήθεια της Κίνας προς τη Σρι Λάνκα αφορούσε τη διευκόλυνση των επενδύσεων και όχι την ανταλλαγή χρέους με περιουσιακά στοιχεία. Η ιστορία του λιμανιού Hambantota είναι, στην πραγματικότητα, μια αφήγηση πολιτικής και οικονομικής ανικανότητας, που διευκολύνθηκε από τη χαλαρή διακυβέρνηση και την ανεπαρκή διαχείριση των κινδύνων και από τις δύο πλευρές”.
Το 2022, ο Rajapaksa αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία μετά από μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις, αλλά αντικαταστάθηκε μονάχα από τον στενό υποστηρικτή του, Ranil Wickremesinghe, ο οποίος, παρά τη συμφωνία για δημοσιονομικά μέτρα με το ΔΝΤ, δεν κατάφερε να πάρει την έγκρισή του για την αποδέσμευση κεφαλαίων, ενώ η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους δεν έχει επιτευχθεί.
Και είναι η σκοτεινή Τράπεζα Hamilton που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε συμφωνία και, αντίθετα, απαιτεί την πλήρη αποπληρωμή των ομολόγων της Σρι Λάνκα που κατέχει. Η Hamilton είναι αυτό που αποκαλείται “κεφάλαιο-γύπας”, το οποίο αγοράζει το “προβληματικό χρέος” των κυβερνήσεων φτωχών χωρών σε χαμηλές τιμές και στη συνέχεια πιέζει για πλήρη αποπληρωμή στην ονομαστική τιμή (την αρχική τιμή έκδοσης των ομολόγων), χρησιμοποιώντας τον εκβιασμό της άρνησης να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε “αναδιάρθρωση”. Αυτά τα hedge funds ειδικεύονται στο να εντοπίζουν ευάλωτα κρατικά ομόλογα, να συγκεντρώνουν ένα δεσμευτικό μερίδιο, να περιμένουν υπομονετικά να πραγματοποιηθεί μια ευρύτερη αναδιάρθρωση και να επιμένουν για πλήρη αποπληρωμή μόλις μια χώρα εξασφαλίσει ελάφρυνση του χρέους από άλλους πιστωτές. Αυτό ονομάζεται “στάση αναμονής”.
Το πιο διαβόητο και επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής ήταν της Elliott Management του Paul Singer, η οποία κατάφερε να αποσπάσει 2,4 δισ. δολάρια από την Αργεντινή το 2016 από τη δεξιά κυβέρνηση Μάκρι. Πληρώνοντας την Elliott, ο Macri κατάφερε στη συνέχεια να πετύχει τη μεγαλύτερη στην ιστορία συμφωνία για τα κεφάλαια του ΔΝΤ, σχεδιασμένη να εξασφαλίσει τη θέση της κυβέρνησης αυτής στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα – αν και η πληρωμή αυτή σπαταλήθηκε και η κυβέρνηση Macri έπεσε. Η κρίση χρέους συνεχίζεται στην Αργεντινή.
Η τράπεζα Hamilton θέλει να ακολουθήσει τα βήματα της Elliot. Σε μια παρουσίασή της η τράπεζας αναφέρει ότι “η μήνυση ενός κράτους για μη πληρωμή χρέους μπορεί να είναι μια δικαιολογημένη και επικερδής επιχείρηση“. Έτσι, η Hamilton είναι ένα τυπικό κεφάλαιο “όρνεο”. Ο μέτοχος είναι μια εταιρεία που ονομάζεται Fintech Holdings και εδρεύει, μαντέψτε πού, στο Πουέρτο Ρίκο. Και πίσω από την Fintech βρίσκεται κάποιος Benjamin Wey, ένας Κινεζοαμερικανός, ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του ως “φιλάνθρωπο και παγκόσμιο χρηματοδότη”. Το 2015 συνελήφθη για απάτη, αλλά οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν το 2017, αφού ομοσπονδιακός δικαστής απέρριψε τα στοιχεία που είχαν λάβει οι εισαγγελείς από έρευνα στο διαμέρισμα και το γραφείο του. Η New York Post αποκάλεσε τον Wey “Horndog (Σ.τ.Μ., «καυλωμένο σκύλο») CEO” αφού αναγκάστηκε να πληρώσει 18 εκατ. δολάρια σε μια ασκούμενη που είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά (αργότερα μειώθηκε σε 5,65 εκατ. δολάρια).
Ο διευθυντής της Hamilton Bank δεν είναι ο Wey, αλλά ο Sir Tony Baldry, πρώην βουλευτής και σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο οποίος είναι τώρα πρόεδρος (να πω την αμαρτία μου, ήμουν στο πανεπιστήμιο με τον Baldry!). Διευθύνων Σύμβουλος είναι ο Prabhakar Kaza, ο οποίος είναι Βρετανός συντηρητικός δημοτικός σύμβουλος. Η Hamilton είναι πλέον εγγεγραμμένη στο μικροσκοπικό νησί της Καραϊβικής St Kitts & Nevis. Και η Hamilton απαιτεί 250 εκατ. δολάρια για την αποπληρωμή ομολόγων και τόκων από την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα. Το αμερικανικό δικαστήριο παρενέβη εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης και άλλων πιστωτών για να εμποδίσει τη Hamilton να πάρει ένα κομμάτι της σάρκας της, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει μια γενική συμφωνία αναδιάρθρωσης με την οποία η Hamilton θα αναγκαστεί να συμφωνήσει.
Ακόμα και αν η Hamilton αποτραπεί και επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές, η Σρι Λάνκα θα εξακολουθεί να επιβαρύνεται με ένα τεράστιο χρέος που μπορεί να “εξυπηρετηθεί” μόνο με περικοπές στο ήδη χαμηλό βιοτικό επίπεδο των 22 εκατομμυρίων του πληθυσμού της Σρι Λάνκα. Το ΔΝΤ έχει ήδη δηλώσει ότι θα ενθαρρύνει τη λιτότητα στη Σρι Λάνκα – μειώνοντας τις δαπάνες και αυξάνοντας τους φόρους. Η Σρι Λάνκα δεν ζήτησε ελάφρυνση χρέους από το ΔΝΤ στη δεκαετία του 1990 ή στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για τον ίδιο λόγο. Αλλά τώρα είναι είτε η Hamilton είτε το ΔΝΤ.