Η Ανατομία της Εκμετάλλευσης του Εικοστού Πρώτου αιώνα: Από την Παραδοσιακή Εξαγωγή Υπεραξίας στην Εκμετάλλευση της Δημιουργικής Δραστηριότητας
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το άρθρο των Alexandr V. Buzgalin και Andrey I. Kolganov με τον τίτλο Η Ανατομία της Εκμετάλλευσης του Εικοστού Πρώτου αιώνα: Από την Παραδοσιακή Εξαγωγή Υπεραξίας στην Εκμετάλλευση της Δημιουργικής Δραστηριότητας (Τhe Anatomy of Twenty-First Century Exploitation: From Traditional Extraction of Surplus Value to Exploitation of Creative Activity, Science & Society, Vol. 77, No. 4, October 2013, 486–511). Οι συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο πρόσφατα αποθανών Alexandr V. Buzgalin, αποτελούν επιφανείς εκπροσώπους του μετασοβιετικού, κριτικού μαρξισμού, στην παράδοση του μεγάλου σοβιετικού φιλοσόφου Έβαλντ Ιλιένκοφ.
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουν συνοπτικά απόψεις τους για τον σύγχρονο καπιταλισμό, τις οποίες εξέθεσαν αναλυτικότερα στα αγγλικά στο βιβλίο τους Twenty-First-Century Capital, Critical Post-Soviet Marxist Reflections, Manchester University Press (Verlag), 2021. Χαρακτηρίζονται από μια ιστορικο-λογική προσέγγιση, η οποία καταλήγει στο ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες φέρουν – με διαστρεβλωμένο τρόπο λόγω της συνεχιζόμενης κυριαρχίας του κεφαλαίου – τον χαρακτήρα του τρόπου παραγωγής που καλείται να τον διαδεχθεί, του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Από αυτήν την άποψη, το έργο τους είναι πολύ σημαντικό ως προς το ότι οδηγεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην πολιτική οικονομία και στις κοινωνικές επιστήμες, το οποίο προσπαθεί να αναπαραστήσει θεωρητικά τον σύγχρονο καπιταλισμό υπό το πρίσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να υπάγει κοινωνικές διαδικασίες και σχέσεις που είναι αντίθετες με την ιδιάζουσα σε αυτό φύση.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, μετά από μια συνοπτική παρουσίαση των κύριων αξόνων που περιγράφονται αναλυτικότερα στο βιβλίο τους, οι συγγραφείς εστιάζουν στο θέμα της δημιουργικής εργασίας. Γι’ αυτόν τον σκοπό εισάγουν τον όρο της «δημιουργόσφαιρας» (creatosphere· επιλέξαμε αυτή τη μετάφραση σεβόμενοι την πρόθεση των συγγραφέων να δημιουργήσουν έναν καινούριο όρο και στην αγγλική γλώσσα, ενώ μια πιο πιστή στο νόημα μετάφραση θα μπορούσε να είναι η «σφαίρα της δημιουργικότητας»), και στη συνέχεια αναδεικνύουν τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ αυτού του είδους της εργασίας, και της εκτελεστικής εργασίας, η οποία παράγει εμπορεύματα. Η θέση των συγγραφέων είναι ότι η δημιουργική εργασία δεν παράγει εμπορεύματα, και επομένως, ούτε αξία ή υπεραξία, με αποτέλεσμα το κεφάλαιο να την αξιοποιεί κυρίως προς άντληση προσόδων.
Δε θα προβούμε σε αναλυτικότερα – κριτικά ή εγκωμιαστικά – σχόλια, παρά θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες η μετάφραση του κριτικού σχολίου των Fusheng Xie και Junshang Liang στο παρόν άρθρο, υπό τον τίτλο Ιs there such a thing as a non-alienated “creatosphere”? (Science & Society, Vol. 81, No. 1, January 2017, 136–144). Η κριτική τους συμπληρώνει την εικόνα του πως η δημιουργική εργασία (που συγκεντρώνεται κυρίως στις πιο ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές, χώρες), αξιοποιείται με υπεραξία που παράγεται σε άλλους κλάδους της παραγωγής, κατά κανόνα από υπερεκμεταλλευόμενη εργασία (που συγκεντρώνεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες, υπό ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, χώρες), συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας.
Διονύσης Περδίκης
Η Ανατομία της Εκμετάλλευσης του Εικοστού Πρώτου αιώνα: Από την Παραδοσιακή Εξαγωγή Υπεραξίας στην Εκμετάλλευση της Δημιουργικής Δραστηριότητας*
των Alexandr V. Buzgalin και Andrey I. Kolganov
μετ. Δημήτρης Κούλος, επιμ. Διονύσης Περδίκης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Το σύγχρονο σύστημα εκμετάλλευσης προϋποθέτει τη συνάρθρωση(Σ. τ . Μ., integration) τεσσάρων ιστορικο-λογικών “στιβάδων” (Σ.τ.Μ.,«layers»)της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο: 1) το “κλασικό” σύστημα της μισθωτής εργασίας και της ιδιοποίησης της υπεραξίας από το κεφάλαιο, 2) ιδιοποίηση των μονοπωλιακών (υπερ)κερδών και των χρηματιστηριακών κερδών, 3) μερική κοινωνική αναδιανομή ενός μέρους της υπεραξίας και “διάχυση” του κεφαλαίου και 4) σχέσεις εκμετάλλευσης που αφορούν τη δημιουργική δραστηριότητα και την ιδιοποίηση της διανοητικής προσόδου, οι οποίες προσιδιάζουν στο σημερινό στάδιο. Η εκμετάλλευση της δημιουργικής δραστηριότητας είναι ο σημαντικότερος πόρος για τη μελλοντική ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Η κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση της διανοητικής δραστηριότητας (των δημιουργικών εργατών) είναι αρκετά διαφορετική από την “κλασική” εκμετάλλευση. Η διαφορά αυτή περιλαμβάνει 1) την ιδιοποίηση της διανοητικής προσόδου αντί της υπεραξίας, 2) την εκμετάλλευση του ανθρώπου (όχι μόνο της εργασιακής του δύναμης), υπό συνθήκες όπου 3) δεν υπάρχει ακριβές όριο μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, μεταξύ αναγκαίας και πρόσθετης εργασίας. Επιπλέον, η εκμετάλλευση κάθε μεμονωμένου δημιουργικού εργαζόμενου είναι ταυτόχρονα εκμετάλλευση ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού η δημιουργική εργασία κάθε ατόμου βρίσκεται πάντα σε διάλογο με τον πολιτισμό της ανθρωπότητας.
* Οι συγγραφείς θα ήθελαν να εκφράσουν την ειλικρινή τους ευγνωμοσύνη στον David Laibman και σε άλλους, άγνωστους σε εμάς, κριτές, η εποικοδομητική κριτική των οποίων μας επέτρεψε να κάνουμε ουσιαστικές προσθήκες και βελτιώσεις στο άρθρο. Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος μιας νέας έκδοσης του βιβλίου μας, Global’nyy Kapital (Παγκόσμιο Κεφάλαιο), η οποία ετοιμάζεται επί του παρόντος για έκδοση. Μετάφραση στα αγγλικά από τον Renfrey Clarke.
Τo σύστημα των σχέσεων κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης στον σημερινό κόσμο επεκτείνεται σε ουσιαστικά διαφορετικές σφαίρες. Σε ορισμένες από αυτές, η κλασική κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση της βιομηχανικής εργασίας του προλεταριάτου παραμένει, ενώ σε άλλες, αυτές οι σχέσεις τροποποιούνται από τις σχέσεις ιδιωτικής κοινωνικής αναδιανομής του πλούτου (το κοινωνικά εγγυημένο ελάχιστο και ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος). Σε άλλες πάλι, διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας που από πολλές απόψεις είναι εντελώς νέες.
Το Κεφάλαιο του Εικοστού Πρώτου Αιώνα ως Άρνηση της Προηγούμενης Εξέλιξης του Καπιταλισμού: Σχέσεις Εκμετάλλευσης
Πριν εξετάσουμε τις πιο σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης[1] , οι οποίες προϋποθέτουν την υποταγή (Σ.τ.Μ., subordination) της δημιουργικής δραστηριότητας στο κεφάλαιο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η σύγχρονη παγκόσμια κεφαλαιοκρατία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα που περιλαμβάνει όλες τις βασικές “στιβάδες” αλληλεπίδρασης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, οι οποίες χαρακτηρίζουν την ιστορική εξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η σύγχρονη “γεωγραφία” (κοινωνικο-χωρική οντότητα) του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι επίσης ταυτόχρονα και η ζωντανή ιστορία της κεφαλαιοκρατίας, από τις ημι-φεουδαρχικές προβιομηχανικές μορφές στους πιο καθυστερημένους θύλακες του συστήματος, και της “κλασικής” εκμετάλλευσης των βιομηχανικών εργατών στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, μέχρι τις πολύ ειδικές μορφές υπoταγής της δημιουργικής δραστηριότητας των προγραμματιστών και των εκπαιδευτικών στο κεφάλαιο[2]. Με άλλα λόγια, οι κύριες στιβάδες της εκμετάλλευσης στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπαράγουν τα κύρια στάδια ανάπτυξης αυτής της σχέσης στην ιστορία της κεφαλαιοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του πιο πρόσφατου σταδίου της.
Αν θεωρήσουμε τη διαδικασία ως παγκόσμια, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εντοπίζονται εύκολα εμπειρικά και θεωρητικά και τα οποία θα αποτελέσουν την αφετηρία της ανάλυσής μας.
Πρώτον, στον κόσμο εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι που ασχολούνται κυρίως με χειρωνακτική(προβιομηχανική) ή πρώιμη βιομηχανική εργασία, και οι οποίοι είναι αντικείμενα ημι-φεουδαρχικής, ημι-κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης σε μορφές πολύ κοντά σε αυτές που περιγράφονται από τον Φρίντριχ Ένγκελς στο Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (Engels,1975)˙ από τον Καρλ Μαρξ στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (Marx, 1996)˙ από τον Β. Ι. Λένιν στο Η Ανάπτυξη της Κεφαλαιοκρατίας στην Ρωσία (Lenin, 1964)˙ από τον Samir Amin στο Παγκόσμια Ιστορία (Amin, 2010)˙ και σε ορισμένες σχετικά ρεαλιστικές σαπουνόπερες του 21ουαιώνα στη ρωσική τηλεόραση[3].
Δεύτερον, από τα τέλη του 20ού αιώνα, και ιδιαίτερα στον 21οαιώνα, το στρώμα των κλασικών μισθωτών βιομηχανικών εργατών έχει γίνει πιο μαζικό από ποτέ. Στον κόσμο ως σύνολο, ο αριθμός τους ανέρχεται σε περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, ή αν θεωρήσουμε ότι η οικονομία της Κίνας είναι κυρίως κρατικοκαπιταλιστική, σε περισσότερους από 1,5 δισεκατομμύριο. Η ποσότητα της εργασίας που δημιουργεί υπεραξία με τον κλασικό κεφαλαιοκρατικό τρόπο είναι πλέον τεράστια˙ σε παγκόσμια κλίμακα ο όγκος της μισθωτής βιομηχανικής εργασίας είναι πλέον μεγαλύτερος(ακόμη και σε ποσοστό) από οποιαδήποτε προηγούμενη εποχή, το ίδιο και η παραγωγικότητά της εργασίας.
Τρίτον, σημαντικός αριθμός εργαζομένων στον λεγόμενο τομέα των υπηρεσιών, που σήμερα θεωρείται ως η μεταβιομηχανική σφαίρα, ασχολείται με παραγωγική εργασία. Ακόμα και από την άποψη της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας, η εργασία τους δημιουργεί αξία, και κατά συνέπεια υπεραξία. Σε αυτούς τους ανθρώπους περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι που απασχολούνται σε τομείς που διατηρούν άμεσα τη λειτουργία και την αναπαραγωγή των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης. Κατά συνέπεια, οι τομείς στους οποίους δημιουργείται αξία (από τη σκοπιά της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας!) περιλαμβάνουν όχι μόνο εκείνο το τμήμα της παραγωγής εμπορευμάτων όπου συνεχίζεται η διαδικασία παραγωγής υλικών αγαθών με την ευρεία έννοια, αλλά και εκείνο το τμήμα του τομέα των υπηρεσιών που είναι ανάλογο με αυτόν ως προς τη φύση και τον λειτουργικό του ρόλο.
Κατά συνέπεια, στον τομέα των υπηρεσιών μπορεί να διακριθεί ένα τμήμα στο οποίο δημιουργείται αξία και εκτελείται μισθωτή εργασία – ένα τμήμα στο οποίο δημιουργείται υπεραξία. Αυτό το τμήμα περιλαμβάνει υπηρεσίες που αποτελούν ουσιαστικούς κρίκους στην αναπαραγωγή της εργασιακή δύναμης, συμπεριλαμβανομένης της σύγχρονης, υψηλής ειδίκευσης, εργασιακής δύναμης. Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής μέσων παραγωγής και μη προσομοιωτικών καταναλωτικών αγαθών πρέπει να κατανεμηθεί σε αυτόν τον τομέα, μαζί με μεγάλο μέρος του τομέα των υπηρεσιών που δημιουργεί μη προσομοιωτικά αγαθά. Στην τελευταία περίπτωση, αυτό μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων στη βιομηχανία τροφίμων, στις καθημερινές επισκευές και στις συναφείς υπηρεσίες, στην αναψυχή και ούτω καθεξής.
Δεν θα προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των ανθρώπων στην παγκόσμια οικονομία που απασχολούνται έτσι, αλλά πρέπει να είναι σημαντικός—της τάξης του μισού από όσους εργάζονται στον τομέα των διεθνών υπηρεσιών, δηλαδή περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνται με την συγκεκριμένη μορφή χειρωνακτικής εργασίας, της πρώιμης και της ύστερης βιομηχανικής παραγωγικής εργασίας, που δημιουργεί αξία και υπεραξία.
Ως εκ τούτου, όχι λιγότεροι από τους μισούς εργαζομένους παγκοσμίως απασχολούνται πλέον στους παραδοσιακούς τομείς της παραγωγικής εργασίας, αυτούς που δημιουργούν υπεραξία με τον κλασικό τρόπο. Λαμβάνοντας υπόψη την κεφαλαιακή αξία που συσσωρεύεται επί αιώνες, αυτή η παραγωγή δημιουργεί τη μάζα του πλούτου που όχι μόνο επιτρέπει στη σύγχρονη αναπαραγωγή να προχωρήσει, αλλά παρέχει επίσης ορισμένες βάσεις για την ανάπτυξη ενός διεστραμμένου (ή άχρηστου) τομέα που παρασιτεί σε αυτόν (Σ.τ.Μ., στον πλούτο), αν και όχι μόνο σε αυτόν[4].
Συνοψίζοντας: η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση των “κλασικών” σχέσεων κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης. Αντίστοιχα, η πρώτη “στιβάδα” υπαγωγής (subsumption)της εργασίας στο σύγχρονο παγκόσμιο κεφάλαιο είναι η “αποκατάσταση” των κλασικών σχέσεων τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο (που εν μέρει περιορίστηκε από την προηγούμενη περίοδο του κοινωνικού ρεφορμισμού), και αντίστοιχα, η εξαγωγή απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, παρά τη συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής και τις πιο σύνθετες κοινωνικές δομές που χαρακτηρίζουν τις ανεπτυγμένες χώρες, στο σύνολο του κόσμου η κλίμακα της εκμετάλλευσης της χειρωνακτικής και βιομηχανικής μισθωτής εργασίας είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το νεοφιλελεύθερο στάδιο του ύστερου καπιταλισμού χαρακτηρίζεται επίσης από την αποκατάσταση, ως επίμονη τάση στις περισσότερες χώρες(συμπεριλαμβανομένου του ανεπτυγμένου κόσμου [Gilbert, 1998]), μιας σχετικής και σε ορισμένες περιόδους και απόλυτης φτωχοποίησης του προλεταριάτου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1990. Το χάσμα μεταξύ των υψηλά και χαμηλά αμειβόμενων ομάδων αυξήθηκε˙ η διαφορά μεταξύ των αμοιβών των κορυφαίων διευθυντών (πρόκειται πλέον για μια μορφή λήψης υπεραξίας και όχι για πληρωμή της εργασιακής δύναμης ως εμπορεύματος) και της πλειοψηφίας των μισθωτών εργαζομένων σχεδόν διπλασιάστηκε.
Η δεύτερη “στιβάδα” στις σχέσεις της συνολικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο συναρτάται με τη “διαλεκτική άρνηση” (κριτική διαδοχή Σ.τ.Μ., critical succession), η οποία υπό τις σύγχρονες συνθήκες εμφανίζεται στις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας –σχέσεις που είναι χαρακτηριστικές του επόμενου ιστορικού σταδίου (και ταυτόχρονα, λογικού επιπέδου) στην εξέλιξη του ύστερου καπιταλισμού. Εδώ συναντάμε νέες πτυχές της εκμετάλλευσης και της υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο, πτυχές που χαρακτηρίζουν το πρώτο στάδιο της υπονόμευσης των θεμελίων της κεφαλαιοκρατίας, το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού. “Διατηρημένη” από αυτό το ιστορικο-λογικό στάδιο βρίσκουμε, ειδικότερα, μια πολυεπίπεδη ιεραρχία για την αναδιανομή της υπεραξίας προς όφελος 1) των αναπτυγμένων χωρών, 2) των μονοπωλιακών συνδυασμών στο εσωτερικό αυτών των χωρών (μονοπωλιακά υπερκέρδη) περιλαμβάνοντας ένα διπλό, τριπλό ή μεγαλύτερο βάρος εκμετάλλευσης για τους μισθωτούς εργαζόμενους στις αναπτυσσόμενες χώρες και 3) του χρηματιστικού κεφαλαίου[5].
Διατηρημένο από το επόμενο ιστορικο-λογικό στάδιο – τον κοινωνικό ρεφορμισμό– βρίσκουμε (αν και σε κάπως περικομμένη μορφή) ένα σύνθετο σύστημα, χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων χωρών, ορίων στην εκμετάλλευση με τη στενή έννοια του όρου. Τα όρια αυτά εκτείνονται από περιορισμούς στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, της εβδομάδας κ.ο.κ., μέχρι έναν προοδευτικό φόρο εισοδήματος και διάφορες μορφές κοινωνικής ασφάλισης. Παρούσες είναι επίσης “αντιδράσεις” στους μηχανισμούς της τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της εργασίας, από τους νόμους για την προστασία των εργαζομένων μέχρι τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην ιδιοκτησία και τη διοίκηση. Αυτή είναι η τρίτη “στιβάδα” στις σύγχρονες σχέσεις υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο[6]. Η νεοφιλελεύθερη περίοδος, ωστόσο, όχι μόνο περιόρισε τα οφέλη που επιτεύχθηκαν στο προηγούμενο στάδιο, αλλά υπονόμευσε και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων επιτεύχθηκαν αυτά. Οι ρόλοι που διαδραματίζουν οι διάφορες ενώσεις εργαζομένων έχουν αποδυναμωθεί και μειωθεί κάτω από την πίεση της νεοεμπορευματοποίησης (neomarketization), και μαζί με την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ύπαρξης των ανθρώπων, αυτό καταστρέφει τη βάση για αντίσταση στην αύξηση της εκμετάλλευσης.
Το πιο ενδιαφέρον ζήτημα από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας της εκμετάλλευσης είναι η προφανής αλλαγή στη φύση του κεφαλαίου και του λεγόμενου “ξεπεράσματος” της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας μέσω της δημιουργίας πολυάριθμων συνταξιοδοτικών ταμείων και παρόμοιων ιδρυμάτων. Τα ιδρύματα αυτά συνδυάζουν τις αποταμιεύσεις των μισθωτών εργατών και, φαινομενικά, μετατρέπουν αυτούς τους εργάτες σε έναν συλλογικό κεφαλαιοκράτη. Αυτό το επίτευγμα του “παγκόσμιου κράτους ευημερίας”(Σ.τ.Μ., «universal prosperity state») έχει πλέον μετασχηματιστεί ουσιαστικά, αλλά τα βασικά του στοιχεία δεν έχουν ακόμη εξαφανιστεί στην ιστορία και έτσι πρέπει να αναλυθούν. Όπως προαναφέρθηκε, η θέση για τη διάχυση του κεφαλαίου και τη γέννηση του “μετακαπιταλισμού” απέκτησε ευρεία διάδοση στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Το συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει υποστεί μια μετάβαση στον “μετακαπιταλισμό” (Drucker, 1993), το οποίο βασίζεται σε επιχειρήματα σχετικά με την εξαφάνιση του κεφαλαίου ως συσσωρευμένης υπεραξίας και τη μετατροπή του σε αποταμίευση των πολιτών, είναι θεμελιωδώς αναληθές, σε κάθε περίπτωση από την άποψη της μαρξιστικής θεωρίας της υπεραξίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε τον ρόλο των συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων μορφών αποταμίευσης που χρησιμοποιούνται για την κεφαλαιοποίηση, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα μεγάλος, αν και όχι καθοριστικός όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία.
Το θέμα, ωστόσο, βρίσκεται αλλού. Στο πλαίσιο ενός μη κεφαλαιοκρατικού συστήματος κοινωνικής ιδιοποίησης, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και παρόμοιοι θεσμοί (ιατρική ασφάλιση, ταμεία αποταμίευσης για την εκπαίδευση των παιδιών κ.ο.κ.) θα μπορούσαν κυρίως να εμπλουτίζουν το πλεονάζον προϊόν της κοινωνίας, το οποίο σήμερα είναι αρκετά μεγάλο και το οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για την παράταση της παραγωγικής ζωής των ανθρώπων, για την ορθολογική χρήση του ελεύθερου χρόνου και για τη συντήρηση όσων δεν μπορούν ακόμη να εργαστούν ή δεν είναι πλέον σε θέση να εργαστούν.
Επί κεφαλαιοκρατίας, όμως, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η κλασική κεφαλαιοκρατία, η οποία χαρακτηριζόταν από την παιδική εργασία, το μικρό προσδόκιμο ζωής και ούτω καθεξής, δεν προέβλεπε τη συμπερίληψη τέτοιου είδους δαπανών στο αναγκαίο προϊόν του εργαζομένου. Η τεχνολογική πρόοδος κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα δημιούργησε την ανάγκη, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες, να γίνει μια στροφή προς εργαζομένους διαφορετικού τύπου. Η παροχή τεχνικής και ανώτερης εκπαίδευσης σε ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων έγινε προϋπόθεση για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Παράλληλα με αυτό, η αύξηση του προσδόκιμου και της σταθερότητας της ζωής των ανθρώπων ήταν πλέον απαραίτητη για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης των “επαγγελματιών”. Και άλλοι παράγοντες, όπως οι οργανωμένοι αγώνες των εργατών και άλλων λαϊκών στρωμάτων, ο ανταγωνισμός με το “παγκόσμιο σύστημα του σοσιαλισμού” και τελικά η στροφή προς τον κοινωνικό μεταρρυθμισμό, ωθούσαν τα πράγματα προς την ίδια κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ένα μέρος αυτού του κόστους ενσωματώθηκε στην τιμή της εργασιακής δύναμης, ενώ ένα άλλο μέρος αφαιρέθηκε από την υπεραξία και αναδιανεμήθηκε (υπό την πίεση δυνάμεων που αντιτίθενται σε κεφαλαίου) προς όφελος των εργαζομένων.
Σε μια σειρά χώρες η κρίση του κοινωνικού ρεφορμισμού και της κοινωνίας των δύο τρίτων, που συνεπάγεται τον μερικό περιορισμό των κοινωνικών παροχών, έχει οδηγήσει στην περικοπή των εν λόγω δαπανών στο σύνολό τους. Ή, επέφερε αλλαγή των αναλογιών, με ένα σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών να καλύπτεται από τις αποταμιεύσεις των εργαζομένων˙ σε ορισμένες χώρες, οι κοινωνικές δαπάνες μειώθηκαν επίσης σε απόλυτους αριθμούς. Έχει επίσης οδηγήσει στη συγκέντρωση αυτών των αποταμιεύσεων σε ιδιωτικά κεφάλαια˙ δηλαδή, έχει επιφέρει την ιδιωτικοποίηση από το κεφάλαιο ενός μέρους του αναγκαίου προϊόντος και του κοινωνικού πλεονάζοντος προϊόντος που χρησιμοποιείται για κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς. Αυτή η ιδιωτικοποίηση έχει επίσης γίνει το πραγματικό περιεχόμενο της διαδικασίας που παίρνει το προσωπείο της διάχυσης του καπιταλισμού.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σε σημαντικό βαθμό οι σχετικές αποταμιεύσεις γίνονται από μισθωτούς εργάτες, των οποίων οι μισθοί, από την άποψη του μαρξισμού, πληρώνονται από την υπεραξία (και ευρύτερα, από το υπερπροϊόν που έχει τη μορφή της αξίας) που προέρχεται από την εργασία των εργατών στην υλική παραγωγή και τη δημιουργόσφαιρα (Σ.τ.Μ., creatoshere). Η κατηγορία των μισθωτών εργαζομένων που λαμβάνουν εισοδήματα αυτού του τύπου περιλαμβάνει όλους εκείνους που ανήκουν στον “διεστραμμένο” τομέα. Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονται όλοι οι ανώτεροι μάνατζερ, στο βαθμό που τα εισοδήματά τους προέρχονται από την υπεραξία (κέρδη) και απλώς παίρνουν τη μορφή πληρωμής για εκτελεσμένη εργασία[7].
Μπορούμε έτσι να διαπιστώσουμε ότι στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία μια από τις κύριες πηγές εισοδήματος και σχηματισμού κεφαλαίου παραμένει η “κλασική” υπεραξία, που δημιουργείται από την παραγωγική εργασία των μισθωτών εργαζομένων. Αργότερα, θα αποδειχθεί ότι ο καθολικός πλούτος που έχει τη μορφή αξίας και προκύπτει από τη διανοητική εργασία γίνεται μια άλλη τέτοια πηγή. Αυτές οι πηγές, ωστόσο, μετατρέπονται σε επενδύσεις και σε προσωπική κατανάλωση του πολύπλοκου συστήματος των τάξεων και των ενδιάμεσων στρωμάτων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της εταιρικής ιεραρχίας, των “επαγγελματιών” κ.ο.κ. που μεσολαβούν στο πολύπλοκο σύστημα των διεστραμμένων μορφών. Μια από αυτές τις μορφές είναι η συγκεκαλυμμένη ιδιοποίηση του κέρδους(συμπεριλαμβανομένης της υλικής παραγωγής) που μεταμφιέζεται σε μισθούς και άλλα εισοδήματα των ανώτερων διευθυντών και των “επαγγελματιών”. Μια άλλη μορφή, όχι πολύ λιγότερο σημαντική, είναι η αναδιανομή μέρους της δημιουργούμενης υπεραξίας(συμπεριλαμβανομένου μέρους των “μισθολογικών πληρωμών” των ανώτερων στελεχών και των “επαγγελματιών”) προς όφελος του διεστραμμένου τομέα. Αυτή η αναδιανομή πραγματοποιείται μέσω δύο κύριων διαύλων: επενδύοντας τα συσσωρευμένα κεφάλαια των επιχειρήσεων στον διεστραμμένο τομέα (για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, πριν από την παγκόσμια κρίση οι επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στις Ηνωμένες Πολιτείες λάμβαναν το ήμισυ των κερδών τους από επενδύσεις σε χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία), και κατευθύνοντας στον ίδιο τομέα τις προσωπικές αποταμιεύσεις, των οποίων η πηγή είναι η υπεραξία και η διανοητική πρόσοδος.
Επιπλέον, ο ύστερος καπιταλισμός (ιδιαίτερα στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού) χαρακτηρίζεται από την ιδιωτικοποίηση εκ μέρους του εταιρικού κεφαλαίου ενός μέρους του αναγκαίου κοινωνικού προϊόντος (το κόστος της εργασιακής δύναμης) που εξοικονομείται για την αναπαραγωγή εργαζομένων με υψηλά προσόντα. Αυτό το μέρος χρησιμοποιείται επίσης για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στον διεστραμμένο τομέα.
Τέλος, ένα πολύπλοκο σύστημα αναδιανομής είναι χαρακτηριστικό του εισοδήματος που προέρχεται από πηγές όπως η διανοητική πρόσοδος (υπενθυμίζεται ότι αυτό περιλαμβάνει το εισόδημα των επιχειρήσεων που κατέχουν διανοητικό κεφάλαιο και μέρος του εισοδήματος των διανοητικών εργαζομένων). Ένα μέρος της αποταμίευσης από αυτό το εισόδημα γίνεται επίσης πηγή αναπαραγωγής του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του διεστραμμένου τομέα.
Εδώ, όπως θα δούμε, απαιτείται ένας ειδικός σχολιασμός. Οι συγγραφείς εισήγαγαν την έννοια του διεστραμμένου (άχρηστου)τομέα περισσότερα από δέκα χρόνια πριν σε μια σειρά άρθρων και στο βιβλίο μας (Buzgalin and Kolganov, 2004, 2007),εφαρμόζοντας τον όρο αυτό στον τομέα της οικονομίας που παράγει οιονεί αγαθά (Σ.τ.Μ., quasi goods), δηλαδή, αγαθά που ικανοποιούν πλασματικές ανάγκες που διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φετιχισμού του εμπορεύματος και του χρήματος και της ανάπτυξης πλασματικών μορφών κεφαλαίου και των παραγώγων τους. Τα φαινόμενα αυτά είναι άχρηστα για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και για την πρόοδο του πολιτισμού (και κυρίως των ανθρώπινων ιδιοτήτων).Υπάρχουν πολλά γνωστά παραδείγματα τέτοιων οιονεί αγαθών. Πάνω απ’ όλα περιλαμβάνουν το τεράστιο φάσμα των ομοιωμάτων–εμπορευμάτων που δημιουργούνται σε τομείς όπως η μαζική κουλτούρα, η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών για πολυτελή κατανάλωση, οι μεσιτικές υπηρεσίες, οι γραφειοκρατικές λειτουργίες της κυβέρνησης, το μάρκετινγκ, οι δημόσιες σχέσεις κ.ο.κ[8]. Αυτό το φαινόμενο έχει γίνει ιδιαίτερα εμφανές σε σχέση με την εκκόλαψη της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας και με το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας και του πραγματικού τομέα (δεν θα εμβαθύνουμε στις συχνά περιγραφόμενες διαδικασίες χρηματιστικοποίησης και αποσύνδεσης). Τα προϊόντα που αναφέρονται είναι άχρηστα από την άποψη κριτηρίων προόδου όπως η ανάπτυξη της ανθρωπότητας και του πολιτισμού σε αμοιβαιότητα με τη φύση. Από τη σκοπιά του κεφαλαιοκρατικού κριτηρίου της χρησιμότητας– την απόσπαση κέρδους – είναι μέχρι και πολύ χρήσιμα. Ωστόσο, στους τομείς της οικονομίας και της μαζικής κουλτούρας, της παραγωγής εμπορικών σημάτων και ούτω καθεξής, δεν είναι όλες οι δραστηριότητες προσομοιωτικές και άχρηστες, και όχι σε πλήρη βαθμό. Μπορούν επίσης να δημιουργηθούν αγαθά που είναι χρήσιμα για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα (ως υποπροϊόντα). Επιπλέον, η ύστερη κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς έναν διεστραμμένο τομέα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η παραγωγή γενικά δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτόν. Εν τω μεταξύ, ο όγκος της παραγωγής οιονεί αγαθών, είναι πλέον υπερβολικός ακόμη και για τα δεδομένα της ύστερης κεφαλαιοκρατίας.
Οι πόροι του διεστραμμένου (άχρηστου) τομέα, όπως και τα κέρδη από την υλική παραγωγή και ο πλούτος που σφυρηλατείται μέσω της διαδικασίας της δημιουργικής δραστηριότητας και έχει τη μορφή της αξίας, μετατρέπονται άμεσα και έμμεσα (μέσω της αποταμίευσης από τους “μισθούς”) σε πηγές σχηματισμού νέας κεφαλαιακής αξίας. Αυτές οι διαδικασίες δείχνουν πώς γίνεται η συγκάλυψη της διαδικασίας της εκμετάλλευσης και πώς δημιουργείται η αντικειμενική φαινομενικότητα ότι το κεφάλαιο ως τέτοιο (η ατομική ιδιοκτησία ενός φυσικού προσώπου που απασχολεί έναν μισθωτό εργάτη) έχει εξαφανιστεί – το μόνο που υπάρχει, σε αυτή την εκδοχή των πραγμάτων, είναι οι αποταμιεύσεις που έχουν προέλθει από τα εισοδήματα των εργαζομένων και οι οποίες χρησιμοποιούνται από τους “επαγγελματίες” για τη διευρυμένη αναπαραγωγή της οικονομίας.
Το πιο ενδιαφέρον από την άποψη αυτής της μελέτης, ωστόσο, είναι η τέταρτη “στιβάδα” της υποταγής της εργασίας – οι νέες σχέσεις εκμετάλλευσης που δημιουργούνται στο παρόν στάδιο της ύστερης κεφαλαιοκρατίας. Πρόκειται για τις σχέσεις εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας και της υποταγής στο εταιρικό κεφάλαιο του ατόμου ως μεμονωμένου – εξατομικευμένου ανθρώπου και όχι απλώς ως εργασιακής δύναμης.
Το σύγχρονο κεφάλαιο απέχει πολύ από το να απαρτίζεται αποκλειστικά από την κλασική βιομηχανική παραγωγή–περιλαμβάνει επίσης τη σφαίρα της δημιουργικής δραστηριότητας, στην οποία δραστηριοποιείται η “δημιουργική τάξη”. Εδώ είναι που αναδύονται νέες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αφού, όπως θα αποδειχθεί αργότερα, το σύγχρονο κεφάλαιο ιδιοποιείται μέρος του πλούτου που δημιουργείται μέσω της καθολικής δημιουργικής εργασίας. Οι τομείς στους οποίους τα δημιουργικά στοιχεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο (η «δημιουργόσφαιρα») περιλαμβάνουν πλέον ένα ευρύ φάσμα τομέων της κοινωνικής αναπαραγωγής. Μεταξύ αυτών είναι η εκπαίδευση και η κατάρτιση σε όλη τους την ποικιλομορφία, η υγειονομική περίθαλψη, η τεχνική και επιστημονική δημιουργικότητα, η αναζωογόνηση της φύσης και της κοινωνίας, τα παραγωγικά στοιχεία της διοικητικής εργασίας, τέχνη κ.λπ. Σε όλους αυτούς τους τομείς η εργασία είναι παραγωγική, αλλά με γενικά ανθρώπινα κριτήρια και όχι ουσιωδώς κεφαλαιοκρατικά, αφού εξυπηρετεί την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους ανεξάρτητα από το κοινωνικό σύστημα.
Η μαρξιστική θεωρία υιοθετεί τη γνωστή θέση ότι αυτή η καθολική δημιουργική εργασία δεν δημιουργεί αξία, αλλά ότι δημιουργεί έναν γνήσιο (μη προσομοιωτικό) κοινωνικό πλούτο, ο οποίος σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αγορά αποκτά ένα είδος «περιτύλιγμα» αξίας. Για τη δημιουργική εργασία αυτή η μορφή αξίας είναι ψευδής, αλλά ο ίδιος ο κοινωνικός πλούτος είναι πραγματικός, παραγωγικός και βρίσκεται στη βάση της αναπαραγωγής των υλικών και πολιτιστικών αγαθών που ιδιοποιείται το σύγχρονο κεφάλαιο. Επιπλέον, υπό τις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας των αποτελεσμάτων της δημιουργικής δραστηριότητας, αυτός ο πλούτος αποκτάται από το κεφάλαιο, σε μεγάλο βαθμό δωρεάν, με τη μορφή της λεγόμενης “διανοητικής προσόδου”, η οποία στην ύστερη κεφαλαιοκρατία αποτελεί την κύρια μορφή εισοδήματος από μια τέτοια δραστηριότητα.
Εδώ αναφερόμαστε σε ένα σχετικά γνωστό, εμπειρικά τεκμηριωμένο φαινόμενο: ένα μικρότερο μέρος της διανοητικής προσόδου περιλαμβάνει ένα είδος “προσθήκης” (πάνω και πέραν της αξίας της εργασιακής δύναμης), η οποία κρύβεται στους μισθούς του μισθωτού διανοητικού εργάτη- εν τω μεταξύ, το μεγαλύτερο μέρος ιδιοποιείται από τον ιδιοκτήτη της “δημιουργικής εταιρείας” που απασχολεί μισθωτή δημιουργική εργασία. Ένα επιπλέον μέρος αυτής της προσόδου ιδιοποιούνται οι δημιουργικοί εργάτες των οποίων η εργασία δεν είναι μισθωτή, αλλά και εδώ ένα σημαντικό μέρος αυτής της προσόδου επανεπενδύεται (με τη μορφή αποταμίευσης) στην κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή. Μαζί με την κλασική υπεραξία, η διανοητική πρόσοδος γίνεται έτσι μια βασική πηγή των κερδών του σύγχρονου κεφαλαίου.
Κατά συνέπεια, το σύγχρονο σύστημα εκμετάλλευσης προϋποθέτει μια αντίστιξη, μια αντιφατική και επ’ ουδενί λόγο πάντα οργανική σύνδεση των τεσσάρων ιστορικο-λογικών “στρωμάτων” (υποσυστημάτων των παραγωγικών σχέσεων) της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο:
- Το “κλασικό” σύστημα σχέσεων παραγωγής (με μισθωτή εργασία) και ιδιοποίησης (από το κεφάλαιο) της “κανονικής” υπεραξίας.
- Οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοποίησης των μονοπωλιακών (υπερ)κερδών και των χρηματοοικονομικών κερδών.
- Οι σχέσεις, οι οποίες τερματίστηκαν από τον νεοφιλελευθερισμό και αναπαράγονται με περιορισμένη και παραμορφωμένη μορφή, της αναδιανομής ενός μέρους της υπεραξίας και της “διάχυσης” του κεφαλαίου.
- Οι σχέσεις εκμετάλλευσης που αφορούν τη δημιουργική δραστηριότητα και την εκμετάλλευση της διανοητικής προσόδου, μαζί με άλλα στοιχεία της συνολικής ηγεμονίας του κεφαλαίου, και ειδικότερα της εκμετάλλευσης, που είναι συγκεκριμένες για το τρέχον στάδιο.
Η εκμετάλλευση της δημιουργικής δραστηριότητας: Η συγκεκριμένη φύση, το περιεχόμενο και οι μορφές της
Μέσα στο πλαίσιο του πεδίου των κατηγοριών του κλασικού μαρξισμού, και από την άποψη του περιεχομένου, η ιδιοποίηση της υπεραξίας και η εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών(“εκμετάλλευση” εδώ με τη στενή έννοια, θεωρούμενη αποκλειστικά ως οι σχέσεις που διέπουν την ιδιοποίησή της) αντιφάσκει με όλες τις κύριες παραμέτρους του χώρου και του χρόνου της συν-δημιουργίας που χαρακτηρίζουμε με την έννοια της “δημιουργόσφαιρας”, την οποία εισάγαμε πριν από την αλλαγή του αιώνα (Buzgalin και Kolganov, 1998)[9].
Η δημιουργόσφαιρα, σύμφωνα με τον ορισμό μας, αντιπροσωπεύει την σύνδεση τριών συστατικών στοιχείων. Το πρώτο από αυτά αντιπροσωπεύει τους πόρους της δημιουργικότητας –δηλαδή, όλα τα φαινόμενα του πολιτισμού, της πληροφορίας κ.ο.κ., συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της επιστημονικής, εκπαιδευτικής, τεχνικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής δραστηριότητας, που μπορούν να οριστούν ως νέα πολιτιστική αξία (με όλες τις πολυπλοκότητες που συνοδεύουν μια καινοτομία – αυτή είναι η έννοια εργασίας της “δημιουργολογίας”). Αν απεμπλακούμε για λίγο από τα ζητήματα της κοινωνικοοικονομικής μορφής, ιδίως της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της πληροφορίας, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σε “τεχνικό” επίπεδο οι πόροι αυτοί, λόγω της φύσης τους ως πολιτιστικών φαινομένων, είναι απεριόριστοι. Η δημιουργική σφαίρα είναι έτσι ένας ποιοτικά διαφορετικός κόσμος από τα ζητήματα που αναλύονται παραδοσιακά από τους οικονομολόγους, στα οποία οι πόροι είναι πάντα περιορισμένοι από “τεχνική” άποψη. Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα καινούργιο σε αυτόν τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα – το γεγονός ότι ένα σετ ρούχων μπορεί να φορεθεί μόνο από ένα άτομο κάθε φορά, ενώ όλοι μπορούν δυνητικά να κάνουν χρήση του κανόνα ότι 2 + 2 = 4, ήταν ήδη γνωστό στους αρχαίους Έλληνες. Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος περιορισμός που υφίσταται σε αυτή την περίπτωση. Στον κόσμο των περιορισμένων πόρων οι ανάγκες θεωρούνται παραδοσιακά ως απεριόριστες, αλλά στη δημιουργική σφαίρα είναι οι ανάγκες που περιορίζονται (κυρίως δεν έχουν όλοι την επιθυμία να σπουδάσουν μαθηματικά και να διαβάσουν τα μυθιστορήματα του Τολστόι και του Έσσε). Ανόμως επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο, όπου υπάρχουν κοινωνικοοικονομικές σχέσεις – η αγορά, το κεφάλαιο, η ιδιωτική ιδιοκτησία – τότε η κατάσταση διαφοροποιείται. Οι πόροι της δημιουργικής σφαίρας, οι οποίοι από τη φύση τους είναι απεριόριστοι, γίνονται αντικείμενα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, και αυτό επιφέρει μια ολόκληρη σειρά σημαντικών συνεπειών.
Το δεύτερο συστατικό στοιχείο της δημιουργικής σφαίρας είναι η διαδικασία της δημιουργικής εργασίας, η οποία, σύμφωνα με την ορολογία του Μαρξ, αντιπροσωπεύει την “καθολική” δραστηριότητα και η οποία περιλαμβάνει τη μη αλλοτριωμένη συνεργασία των δημιουργών σε απεριόριστο κοινωνικό χώρο και χρόνο. Στον σοβιετικό κριτικό μαρξισμό (και όχι μόνο εκεί), οι ιδέες αυτές αναπτύχθηκαν σε σημαντικό βαθμό (Bakhtin, 1963- Bibler, 1975-Batishev, 1988), και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η δημιουργικότητα είναι πάντα συν-δημιουργικότητα, ένας διάλογος όλων των δημιουργών. Υπό αυτή την έννοια, το προϊόν της δραστηριότητας των επιστημόνων, των καλλιτεχνών και των εκπαιδευτικών είναι πάντα ταυτόχρονα το αποτέλεσμα τόσο 1) της ατομικής τους δραστηριότητας, όσο και 2) του διαλόγου τους με όλους τους δασκάλους και τους συναδέλφους τους – με τους συγγραφείς όλων των βιβλίων που έχουν διαβάσει και τους συνθέτες της μουσικής που έχουν ακούσει – με τη φύση, η οποία εν προκειμένω νοείται ως αισθητική αξία και όχι ως πηγή πρώτων υλών κ.ο.κ. Εξαιτίας αυτού, ο προσδιορισμός με συλλογικούς όρους του μεριδίου ενός συγκεκριμένου δημιουργικού εργαζόμενου στο νέο δημιουργικό προϊόν είναι κατά βάση αδύνατος. Αυτή η θέση θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κατάδειξη περαιτέρω συμπερασμάτων, γι’ αυτό και θα θέλαμε να της δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση. Περαιτέρω: τα υποκείμενα της δημιουργικής δραστηριότητας στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι μόνο τα μέλη των ελεύθερων επαγγελμάτων, δεν είναι μόνο η οικονομική και διοικητική “ελίτ”, αλλά όλοι οι φορείς της “συνηθισμένης”, “μαζικής” δημιουργικής δραστηριότητας -δάσκαλοι, γιατροί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, “κηπουροί”, κοινωνικοί λειτουργοί, μηχανικοί, βιβλιοθηκάριοι κ.ο.κ.
Το τρίτο συστατικό στοιχείο της δημιουργικής σφαίρας συνίσταται στα αποτελέσματα της δημιουργικότητας, τα οποία τεχνικά (αν κάνουμε μια αφαίρεση από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας) μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα καθολικής ιδιοκτησίας – αντικείμενα ιδιοκτησίας των πάντων επί των πάντων (Mezhuev, 1977- Hardt καιNegri, 2009). Ο καθένας είναι δυνητικά ιδιοκτήτης των μυθιστορημάτων του Τολστόι ή των τύπων του Νεύτωνα – η εγγενής φύση των πολιτισμικών αξιών δεν δημιουργεί όρια στο να μπορεί ο καθένας μας να τις από – αντικειμενοποιήσει (αλλά όχι να τις καταναλώσει). Εδώ έγκειται η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της ιδιοκτησίας από τον καθένα των πάντων (καθολική, γενικά προσβάσιμη ιδιοκτησία) και της κοινωνικής (κρατικής κ.λπ.) ιδιοκτησίας, η πρόσβαση στην οποία είναι πάντα περιορισμένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Εντωμεταξύ, και όπως σημειώθηκε προηγουμένως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλοι έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν αυτή την απο-αντικειμενοποίηση (για να μη μιλήσουμε για τους κοινωνικοοικονομικούς περιορισμούς, ξεκινώντας από τη δυνατότητα να αντέξουν οικονομικά την εκπαίδευση και καταλήγοντας στις πληρωμές για την πληροφόρηση, που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των σύγχρονων οικονομιών). Αλλά αυτό, επαναλαμβάνουμε, είναι ζήτημα της περιορισμένης φύσης της ζήτησης και όχι των αποτελεσμάτων της δημιουργικής δραστηριότητας. Αυτά τα τελευταία, όπως και οι πόροι της δημιουργικής δραστηριότητας, είναι “τεχνικά” απεριόριστα, αν και η κοινωνικοοικονομική τους μορφή (για παράδειγμα, η ιδιωτική ιδιοκτησία) μπορεί να εισάγει έναν περιορισμό αυτού του είδους, δημιουργώντας μια αντίφαση μεταξύ της “τεχνικά” απεριόριστης φύσης των πόρων και των προϊόντων της δημιουργικής δραστηριότητας, αφενός, και των κοινωνικοοικονομικών περιορισμών τους (ιδιωτική ιδιοκτησία), αφετέρου.
Περνάμε τώρα στο ζήτημα της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας. Εδώ το σημείο εκκίνησης θα είναι ένας ορισμένος περιορισμός του πεδίου των ερευνών μας. Πρώτον, εξετάζουμε μόνο τις σχέσεις εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο της μισθωτής δημιουργικής εργασίας, αφήνοντας κατά μέρος τις σχέσεις στις οποίες οι δημιουργοί δρουν ως(αυτοαπασχολούμενοι) “μέλη των ελεύθερων επαγγελμάτων”, ως μέλη συνεταιρισμών, ως εργαζόμενοι σε κρατικές (δημόσιες)κλινικές, σχολεία και πανεπιστήμια ή ως υπάλληλοι μη κυβερνητικών οργανώσεων ˙ ή είχαν το status του δούλου (όπως, για παράδειγμα, ο θρυλικός Αίσωπος) ή του δουλοπάροικου(πολλοί Ρώσοι ηθοποιοί και καλλιτέχνες του 18ου και 19ου αιώνα ανήκαν σε αυτή την κατηγορία) – ή άσκησαν τη δημιουργική τους εργασία στην ΕΣΣΔ ως γνήσιοι ενθουσιώδεις, εργαζόμενοι για ασήμαντα ποσά ή εντελώς αμισθί για τη σοβιετική πατρίδα τους – ή δημιούργησαν νέες τεχνολογίες σε σταλινικά στρατόπεδα εργασίας. Το αντικείμενο της ανάλυσής μας, επαναλαμβάνουμε, είναι όλα εκείνα τα υποκείμενα της δημιουργικής δραστηριότητας που εργάζονται επί πληρωμή σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Ιστορικά, εργαζόμενοι αυτού του τύπου εμφανίστηκαν πριν από αιώνες, αλλά οι μισθωτοί δημιουργικοί εργαζόμενοι έγιναν ένα σημαντικό στρώμα μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς τα επαγγέλματα των προγραμματιστών και των ερευνητών στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και των δασκάλων στα ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια πήραν σημαντικές διαστάσεις. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και σήμερα το ποσοτικά μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού αποτελείται όπως και πριν από μισθωτούς βιομηχανικούς εργάτες, όπως εξηγήσαμε νωρίτερα. Μια ιδιαιτερότητα του σημερινού σταδίου του ύστερου καπιταλισμού, ωστόσο, είναι ότι οι μισθωτοί δημιουργικοί εργάτες μετατρέπονται σε ένα κοινωνικό στρώμα του οποίου η δραστηριότητα καθορίζει το πρόσωπο της σύγχρονης τεχνικής (και όχι μόνο) προόδου.
Δεύτερον, αποφεύγουμε σκόπιμα να θέσουμε πολυάριθμα επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με τις σημερινές σχέσεις πρόσληψης και εκμετάλλευσης που ισχύουν για τους δημιουργικούς εργαζόμενους του ενός ή του άλλου τύπου.
Μετά από αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε την αρχική μας θέση: η κλασική κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, με τη μορφή με την οποία την περιέγραψε ο Μαρξ, προϋποθέτει ότι αυτό που αποκτά το κεφάλαιο δεν είναι η εργασία, ούτε ο εργάτης, αλλά μόνο η εργασιακή δύναμη. Κάτω από τις συνθήκες της κλασικής κεφαλαιοκρατίας το ανθρώπινο άτομο, με την “αθάνατη δημιουργική ψυχή” του/της, δεν πωλείται· οι χαρακτηριστικά ανθρώπινες λειτουργίες της εργασίας, πάνω απ’ όλα αυτή του καθορισμού του στόχου στον οποίο κατευθύνεται, εκτελούνται από τον κεφαλαιοκράτη. Ως εκ τούτου, είναι ο κεφαλαιοκράτης, ως ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, αυτός που οργανώνει την παραγωγή και αυτός που διοικεί την εργασία(θυμηθείτε, αγνοούμε προς το παρόν την παρουσία διευθυντών κ.λπ.). Ο ρόλος του εργάτη περιορίζεται στην εκτέλεση των εντολών του κεφαλαίου. Αντίστοιχα, το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας είναι το προϊόν της συνεργασίας, όπως ορίζεται από το κεφάλαιο, και οι ποιότητές του καθορίζονται από το κεφάλαιο. Αν ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να εξασφαλίσει αυτό το καθορισμένο αποτέλεσμα, αντικαθίσταται από άλλον. Τέλος, στη μαρξιστική θεωρία το φαινόμενο της εκμετάλλευσης συνδέεται με το γεγονός ότι η παραγωγική διαδικασία οδηγεί στη δημιουργία εμπορευμάτων των οποίων η αξία υπερβαίνει το συνδυασμένο σύνολο του κόστους της εργασιακής δύναμης που δαπανάται για την παραγωγή τους, συν την αξία των μέσων παραγωγής που μεταφέρεται σε αυτά τα εμπορεύματα. Αυτή η διαφορά επίσης αποτελεί υπεραξία, αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης του μισθωτού εργάτη, αφού από τη σκοπιά του μαρξισμού όλη η νεοδημιουργηθείσα αξία έχει την προέλευσή της στην εργασία (επιπλέον, η εργασία λόγω του διττού χαρακτήρα της μεταφέρει την αξία των μέσων παραγωγής στο τελικό εμπόρευμα).
Αν, ωστόσο, περάσουμε στον κόσμο που βρίσκεται “πέρα” από την υλική παραγωγή[10], τότε το αποτέλεσμα της δραστηριότητας δεν είναι ένα εμπόρευμα που πρέπει να απαλλοτριωθεί και να πωληθεί στην αγορά, αλλά μια ενεργός διαδικασία και η αυτοανάπτυξη του εργαζομένου που συντελείται σε αυτή τη διαδικασία, καθώς και μια πολιτιστική αξία[11]. Αυτά τα αποτελέσματα δεν αποξενώνονται κατ’ αρχήν από τον εργαζόμενο, και η αποξένωση μπορεί να επηρεάσει μόνο τον υλικό φορέα της πολιτιστικής αξίας.
Η πρακτική του ύστερου καπιταλισμού δείχνει, ωστόσο, ότι ο δημιουργικός εργαζόμενος εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης[12]. Σε κάθε περίπτωση, είναι εμπειρικά προφανές ότι, παρόλο που το εισόδημα των δημιουργικών εργαζομένων μπορεί να υπερβαίνει το εισόδημα ακόμη και των υψηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων που δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες και τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη, το κέρδος που προκύπτει από τη χρήση της δημιουργικής εργασίας ως μισθωτής εργασίας σε δημιουργικές επιχειρήσεις αποφέρει στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αυτών εισόδημα που είναι κατά κανόνα σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που λαμβάνουν από την εκμετάλλευση των βιομηχανικών εργαζομένων που απασχολούνται σε αναπαραγωγική εργασία.
Βρισκόμαστε έτσι αντιμέτωποι με μια αντίφαση: το περιεχόμενο της δημιουργικής δραστηριότητας καθιστά αδύνατη την εκμετάλλευσή της, αλλά το γεγονός ότι η εκμετάλλευση λαμβάνει χώρα και ότι παίρνει κεφαλαιοκρατική μορφή είναι προφανές. Και παρόλο που από πολλές απόψεις ο μισθωτός δημιουργικός εργαζόμενος υπόκειται πολύ λιγότερο στο κεφάλαιο από ό,τι ο “συνηθισμένος” εργαζόμενος[13], το γεγονός ότι οι εταιρείες ασκούν την εκμετάλλευση της μισθωμένης δημιουργικής εργασίας αναδεικνύει μια πρόκληση για τη μαρξιστική θεωρία που αποδεικνύει ότι μια τέτοια εκμετάλλευση είναι αδύνατη.
Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτή η πρόκληση;
Αφήνουμε στην άκρη τις απαντήσεις που δίνουν οι θεωρίες των συντελεστών παραγωγής και της οριακής παραγωγικότητας. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες τα πάντα είναι απλά: το “κανονικό” κεφάλαιο που επενδύει ο Bill Gates (υπενθυμίζουμε ότι ξεκίνησε επενδύοντας μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στην επιχείρησή του και σήμερα είναι ιδιοκτήτης περισσότερων από εκατό δισεκατομμυρίων) είναι αρκετές χιλιάδες φορές πιο αποτελεσματικό από το “διανοητικό κεφάλαιο” ακόμη και του πιο ταλαντούχου προγραμματιστή που “επενδύει” τις δημιουργικές του ικανότητες στην επιχείρηση του Gates (οι ικανότητες αυτές “δημιουργήθηκαν” με τη δαπάνη ενός παρόμοιου ποσού εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων για πολυετή εκπαίδευση) και ο οποίος κατά τη διάρκεια της ζωής του λαμβάνει το πολύ μερικές δεκάδες εκατομμύρια.
Σε αυτή την περίπτωση μας ενδιαφέρει το μαρξιστικό κατηγοριακό πεδίο. Εδώ, όπως είναι φυσικό, στρεφόμαστε στη μαρξιστική μεθοδολογία και ειδικότερα στη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αποκαλύπτοντας το σύστημα των σχέσεων μέσω του οποίου ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου είναι σε θέση να οικειοποιηθεί την αξία που προκύπτει από την εργασία του δημιουργικού εργάτη[14].
Ξεκινάμε με μια σχέση μεταξύ δημιουργού και κεφαλαίου στην οποία διατηρείται η μορφή της μισθωτής εργασίας. Η διαδικασία μοιάζει έτσι πολύ με την αγορά της εργασιακής δύναμης του υποκειμένου της αναπαραγωγικής εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, η ουσία αυτής της σχέσης μεταβάλλεται ριζικά – ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου δεν αγοράζει πλέον εργασιακής δύναμη, αλλά το δημιουργικό δυναμικό ενός ανθρώπου. Εδώ υπάρχουν ορισμένες σημαντικές διακρίσεις. Θα εξετάσουμε τις βασικές διαφορές μεταξύ του/της δημιουργού ως “αντικειμένου” (σε εισαγωγικά, αφού στην περίπτωση της δημιουργικότητας είναι το δημιουργικό υποκείμενο) της εκμετάλλευσης και του “κανονικού” μισθωτού εργάτη ως “υποκειμένου” της αναπαραγωγικής εργασίας.
Πρώτον, το ανθρώπινο δημιουργικό δυναμικό είναι ένα εμπόρευμα που υπόκειται πάντα σε διπλή ιδιοκτησία. Είναι αναπαλλοτρίωτο από τον “φορέα” του, ο οποίος δεν το χάνει ακόμη και όταν πωλείται σε κάποιον άλλον. Επιπλέον, κατά τη διαδικασία κατανάλωσης αυτού του εμπορεύματος αυξάνεται η καταναλωτική του αξία. Σε αντίθεση με την εργασιακή δύναμη, η οποία αφού αγοραστεί καταναλώνεται από το κεφάλαιο, εξαντλώντας τον εργαζόμενο σωματικά και ηθικά, το δημιουργικό δυναμικό ενός ανθρώπου που εμπλέκεται στη διαδικασία της δραστηριότητας (και συνεπώς της εκμετάλλευσης)αυξάνεται, και αυτό είναι ένα από τα κύρια αποτελέσματα της δημιουργικότητας. Αν και ο “συνηθισμένος” εργάτης μπορεί κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας να βελτιώσει επίσης τα προσόντα του ή της, υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της αύξησης της ικανότητας ενός εργάτη που δουλεύει σε ιμάντα μεταφοράς να σφίγγει γρήγορα τα παξιμάδια και της προόδου που σημειώνει στις δημιουργικές του ικανότητες ένας ερευνητής που ξεκινά ως βοηθός και εξελίσσεται στην ιδιότητα του επικεφαλής του έργου. Αναμφισβήτητα, υπάρχουν όρια στο πόσο μπορεί να αναπτυχθεί το δημιουργικό δυναμικό, και μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα αρχίζει να εξαντλείται (από φυσική άποψη, ακόμη και οι δημιουργικοί άνθρωποι, δυστυχώς, δεν είναι ευλογημένοι με αιώνια νεότητα),αλλά αυτό έχει μικρή επίδραση στην ουσιαστική κατάσταση. Στην περίπτωση του αναπαραγωγικού περιεχομένου της δραστηριότητας, η εργασία είναι έτσι ένα βάρος, ενώ στην περίπτωση της δημιουργικής δραστηριότητας είναι μια σφαίρα αυτοπραγμάτωσης, μια πραγματική ανάγκη[15].
Δεύτερον, η δημιουργική διαδικασία λειτουργεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου, αλλά και κατά τον ελεύθερο χρόνο του εργαζομένου. Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο προσπαθεί να αποκτήσει το ανθρώπινο ον, με όλες τις προσωπικές του ιδιότητες, για όλο το χρόνο της ζωτικής του δραστηριότητας, μαζί με όλα τα προϊόντα της προσωπικής του αυτοπραγμάτωσης. Από αυτό, ειδικότερα, απορρέει το συμφέρον που έχει ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου να εξασφαλίσει μια μακροχρόνια (σε ακραίες περιπτώσεις, ισόβια)σύμβαση με τον δημιουργό.
Τρίτον, το κεφάλαιο, αποκτώντας δημιουργικές ανθρώπινες ικανότητες, υποχρεούται να πληρώσει το κόστος αναπαραγωγής του συγκεκριμένου εμπορεύματος. Εκτός από τις παραδοσιακές συνιστώσες της αξίας της εργασιακής δύναμης (τα μέσα συντήρησης του εργαζομένου και της οικογένειάς του), αυτό περιλαμβάνει το σύνολο του κόστους της εκπαίδευσης του δημιουργικού εργαζομένου και της βελτίωσης των προσόντων του (ή της επανεκπαίδευσης για ένα νέο επάγγελμα), της απόκτησης και της συνεχούς χρήσης των πολιτιστικών αξιών, της αναψυχής του ατόμου και της εξασφάλισης ενός υγιούς τρόπου ζωής, ώστε ο εργαζόμενος να ζει περισσότερο. Επιπλέον, η αξία αυτή περιλαμβάνει επίσης ορισμένες κοινωνικές εγγυήσεις, παρέχοντας στον δημιουργό “το δικαίωμα να κάνει λάθη” (ελευθερία από το να υποφέρει αν η δημιουργικότητά του δεν αποφέρει εμπορικά αποτελέσματα, αφού, όπως υπενθυμίζουμε, όσον αφορά τη δημιουργικότητα ένα αρνητικό αποτέλεσμα είναι επίσης αποτέλεσμα). Μέσω αυτού μπορούμε να δείξουμε με θεωρητικούς όρους τους λόγους πίσω από ένα φαινόμενο που εμπειρικά είναι πολύ γνωστό: οι ανθρώπινες δημιουργικές ικανότητες είναι ένα ακριβό εμπόρευμα.
Ταυτόχρονα, η δημιουργική δραστηριότητα αφ’ εαυτής λειτουργεί ως ερέθισμα ως προς ίδια την ύπαρξή της. Τα οικονομικά κίνητρα σε αυτή την περίπτωση είναι κάτι εξωτερικό – εξ ου και η δυνατότητα του κεφαλαίου να παρασιτεί επί των εσωτερικών κινήτρων του δημιουργικού εργαζόμενου, λαμβάνοντας μέρος του δημιουργικού δυναμικού του εργαζόμενου δωρεάν, χωρίς να πληρώνει για τα κίνητρα που ο εργαζόμενος παρέχει στον εαυτό του μέσω της ενασχόλησής του με τη δημιουργία.
Τέταρτον, η προαναφερθείσα ιδιότητα της δημιουργικής δραστηριότητας να αποδίδει απρόβλεπτα (και σε ορισμένες περιπτώσεις αρκετά αρνητικά) αποτελέσματα, σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου αγοράζει ένα “γουρούνι στο σακί”, δηλαδή αποκτά κάτι που είναι κατεξοχήν δυναμικό και απροσδιόριστο είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά. Αυτό που αγοράζει το κεφάλαιο δεν είναι μια ικανότητα, καθορισμένη ποιοτικά και ποσοτικά, να δημιουργεί μια ορισμένη αξία (με τον καθορισμό αυτό να παίρνει τη μορφή ωριαίας αμοιβής ή ακόμη και αμοιβής με το κομμάτι), αλλά μια θεμελιωδώς απροσδιόριστη δυνατότητα – το κεφάλαιο πληρώνει έτσι για το επίπεδο αυτής της δυνατότητας.
Κατά συνέπεια, η τιμή αυτού του εμπορεύματος (σε αντίθεση με την εργασιακή δύναμη ως εμπόρευμα) εξαρτάται επίσης από τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία (σε πρώτη φάση) και η αγορά αξιολογούν τις ποιοτικές παραμέτρους αυτού του εργαζομένου. Η κοινωνική, μη αγοραία αξιολόγηση που κάνουμε εδώ (για παράδειγμα, μέσω της εκτίμησης που δίνουμε σε ένα εκπαιδευτικό δίπλωμα, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο ή το κύρος μεταξύ των συναδέλφων στην περίπτωση των επιστημόνων) είναι σημαντικότερη στο βαθμό που το υποκείμενο της δραστηριότητας ασχολείται με αυθεντική δημιουργική δραστηριότητα στο πεδίο της δημιουργόσφαιρας (επιστήμη, τέχνη και εκπαίδευση). Η αυστηρά αγοραία αξιολόγηση είναι σημαντικότερη στον βαθμό που πρόκειται για την εργασία των επαγγελματιών στον διεστραμμένο (άχρηστο) τομέα (διοίκηση επιχειρήσεων, οικονομικά, μαζικός πολιτισμός, επαγγελματικός αθλητισμός). Αυτό που επισημάνθηκε εδώ βοηθάει ιδίως στο να ληφθεί υπόψη η πιθανότητα η τιμή του δημιουργικού εργαζόμενου να αποκλίνει πάρα πολύ από το πραγματικό κόστος αναπαραγωγής των δημιουργικών του ιδιοτήτων (όπως γνωρίζουμε, η αγορά των ομοιωμάτων στο σύνολό της εκτιμά έναν ποπ σταρ ή έναν τυχερό βροχοποιό εκατοντάδες φορές περισσότερο από έναν επιστήμονα που έχει βραβευτεί με Νόμπελ, για να μην μιλήσουμε για έναν αγροτικό δάσκαλο).
Τέλος, στην περίπτωση που εξετάσαμε συναντάμε τη διττή φύση του αντικειμένου εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας, και αυτό είναι το άμεσο αποτέλεσμα της διττής φύσης της ίδιας της δημιουργικότητας. Θα υπενθυμίσουμε ότι η δημιουργικότητα είναι ταυτόχρονα μια βαθιά ατομική δραστηριότητα που επιτελείται από ένα συγκεκριμένο υποκείμενο, αλλά και μια γενική εργασία, μια συνεργασία, ένας διάλογος ανοιχτός στο χώρο και στο χρόνο μεταξύ του δημιουργικού εργαζομένου και των συναδέλφων του, των προδρόμων και των διαδόχων του, με όλους εκείνους των οποίων τα πολιτιστικά αποτελέσματα έχει από-αντικειμενοποιήσει στη δραστηριότητά του και με εκείνους που θα από-αντικειμενοποιήσουν τα αποτελέσματα των κόπων του. Οι δημιουργοί μιας νέας θεωρίας στη φυσική δεν είναι μόνο οι άμεσοι συγγραφείς της, αλλά και οι δάσκαλοί τους, και οι μαθητές τους, και ο Πυθαγόρας, και ο Αϊνστάιν. Με αυτόν τον τρόπο συντίθεται νέα μουσική ή δημιουργείται ένα “παιδαγωγικό ποίημα”, που ενσωματώνεται στη ζωή των μαθητών. Από αυτό προκύπτει ένα συμπέρασμα θεμελιώδους σημασίας: σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση όπου λαμβάνει χώρα δημιουργική δραστηριότητα, το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται όχι μόνο το συγκεκριμένο, ατομικό υποκείμενο αυτής της δραστηριότητας, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο του πολιτισμού και όλα τα ανθρώπινα είδη, των οποίων το πολιτιστικό δυναμικό οικειοποιείται έμμεσα. Η διαμεσολαβητική αρχή σε αυτή την περίπτωση είναι η διαδικασία διαλόγου που λαμβάνει χώρα μεταξύ του δημιουργικού εργαζόμενου τον οποίο απασχολεί το κεφάλαιο και ολόκληρου του κόσμου της δημιουργόσφαιρας.
Θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτή τη θέση, η οποία είναι σημαντική για όσα θα ακολουθήσουν – εδώ, θα εξαχθεί ένα ενδιάμεσο συμπέρασμα: ο δημιουργός ως “αντικείμενο” εκμετάλλευσης διαφέρει ουσιωδώς από τον “κανονικό” μισθωτό εργαζόμενο, ο οποίος είναι το υποκείμενο της αναπαραγωγικής εργασίας.
Αυτό, φυσικά, δεν εξαντλεί ούτε κατά διάνοια τηνdifferentia specifica του φαινομένου που εξετάζεται εδώ. Σημαντικότερες είναι οι διαφορές μεταξύ της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας και της εκμετάλλευσης που αναλύεται στο Κεφάλαιο. Όπως φάνηκε προηγουμένως, η δημιουργική δραστηριότητα είναι το προϊόν της κοινής δραστηριότητας των συνδημιουργών που αλληλοεπιδρούν σε μια διαδικασία αναπαλλοτρίωτου διαλόγου, και όχι της αφηρημένης εργασίας απομονωμένων παραγωγών. Έχοντας αυτόν τον χαρακτήρα, η δημιουργική δραστηριότητα δεν δημιουργεί αξία˙ αντίθετα, δημιουργεί καθολικό κοινωνικό πλούτο. Σε συνθήκες όπου κυριαρχούν οι εμπορευματικές σχέσεις παραγωγής, αυτό το περιεχόμενο παίρνει μια διαστρεβλωμένη μορφή, αποτιμάται με όρους αξίας απροσδιόριστου μεγέθους. Αυτή η αποτίμηση με όρους αξίας(η τιμή ενός προϊόντος της δημιουργικής δραστηριότητας, που μετατρέπεται σε ιδιωτική [πνευματική] ιδιοκτησία) μπορεί να συνδέεται μόνο έμμεσα με τη δαπάνη εργασίας του δημιουργού και μπορεί να μην έχει καμία σχέση με αυτήν. Αυτή η δαπάνη δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση σε μέτρηση, ούτε καν σε ώρες˙ ο χρόνος που δαπανάται στη δημιουργική δραστηριότητα δεν είναι χρόνος εργασίας, αλλάελεύθερος χρόνος.
Στην περίπτωση της εκμετάλλευσης της δημιουργικής εργασίας, επομένως, η υπεραξία ούτε δημιουργείται ούτε ιδιοποιείται. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι άλλο: είναι η δημιουργία καθολικού (μη αποξενωμένου) πολιτιστικού πλούτου από τον δημιουργό – εργαζόμενο (και έμμεσα, από ολόκληρο τον κόσμο του πολιτισμού) και η ιδιοποίηση αυτού του πλούτου από το εταιρικό κεφάλαιο, δηλαδή από τον αλλοτριωμένο και προσωποποιημένο υλικό πλούτο. Αυτό που ιδιοποιείται το κεφάλαιο σε αυτή τη διαδικασία δεν είναι ο απλήρωτος εργάσιμος χρόνος του δημιουργού, αλλά ο ελεύθερος χρόνος του, καθώς κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου δημιουργείται ο προαναφερόμενος πλούτος.
Εδώ απαιτείται μια σημαντική διευκρίνιση: από τη σκοπιά του Μαρξ και των περισσότερων οπαδών του (ή, εν πάση περιπτώσει, όσων εργάστηκαν στον σοβιετικό ή μετασοβιετικό χώρο), ο χρόνος που έχουν οι άνθρωποι ελεύθερο από την εργασία δεν είναι χρόνος αναψυχής (Σ.τ.Μ., leisure time), αλλά χρόνος για την ελεύθερη και σφαιρική ανάπτυξή τους ως ανθρώπινα όντα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο στον 3ο τόμο, έγραψε ότι η αύξηση του ελεύθερου χρόνου αντιπροσωπεύει πρόοδο για το “βασίλειο της ελευθερίας” και ότι ο ελεύθερος χρόνος αντιπροσωπεύει την άρνηση του” βασιλείου της αναγκαιότητας”[16]. Ως αντιληπτός με αυτόν τον τρόπο, ο χρόνος που δαπανάται για δημιουργική δραστηριότητα (και, κατά συνέπεια, για αυτοανάπτυξη) είναι ελεύθερος χρόνος, και επομένως, στο βαθμό που η δραστηριότητα του εργαζόμενου στον τομέα της εκπαίδευσης και της επιστήμης, της τέχνης και των κοινωνικών καινοτομιών είναι δημιουργική, ο χρόνος που δαπανάται σε αυτή τη δραστηριότητα είναι ελεύθερος. Το κεφάλαιο μετατρέπει αυτόν τον χρόνο, που είναι ελεύθερος από την άποψη του περιεχομένου του, σε χρόνο εργασίας. Αυτό, ωστόσο, είναι μονάχα μια διαστρεβλωμένη μορφή, που επιβάλλεται παραπλανητικά στην κοινωνία από το σύστημα των παραγωγικών σχέσεων του ύστερου καπιταλισμού. Με αυτή την έννοια, στην περίπτωση ενός δημιουργικού εργάτη η εκμετάλλευση αφορά τον ελεύθερο χρόνο του εργάτη και, επομένως, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, τη ζωτική του δραστηριότητα (ο ελεύθερος χρόνος είναι ακριβώς ο χρόνος στον οποίο οι άνθρωποι ζουν, δηλαδή αυτοπραγματώνονται).
Η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι η διττότητα όχι μόνο του αντικειμένου, αλλά και του περιεχομένου της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας. Το παράδοξο της εκμετάλλευσης στη σφαίρα της (συν)δημιουργικότητας έγκειται στο γεγονός ότι, αν προχωρήσουμε από τους νόμους της δημιουργικής σφαίρας, ακόμη και ο ίδιος ο δημιουργικός εργαζόμενος δεν έχει καμία βάση για να οικειοποιηθεί την αποδιδόμενη αξία όλου του πολιτιστικού πλούτου που φέρνει στη ζωή. Σύμφωνα με τους νόμους της δημιουργόσφαιρας, μια πολιτιστική αξία, με οικονομικούς όρους (δηλαδή ως πόρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από ένα μόνο μέρος και αποφέρει εισόδημα αποκλειστικά σε αυτό το μέρος) δεν ανήκει στον δημιουργό της, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο της ανθρωπότητας και σε κάθε μέλος του ανθρώπινου είδους. Ο κόσμος της δημιουργόσφαιρας χαρακτηρίζεται από την ιδιοκτησία των πάντων από τον καθένα. Μια πολιτιστική αξία είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας συνδημιουργίας, η οποία πραγματοποιείται μέσω ενός πολιτιστικού διαλόγου μεταξύ ενός συγκεκριμένου δημιουργού και των άμεσων και έμμεσων συναδέλφων του. Με τη στενή έννοια του όρου, επομένως, η εκμετάλλευση της δημιουργικής δραστηριότητας δεν είναι μόνο η εκμετάλλευση ενός συγκεκριμένου δημιουργού, αλλά και η εκμετάλλευση από το κεφάλαιο ολόκληρης της δημιουργόσφαιρας, η δωρεάν ιδιοποίηση όλων των πολιτιστικών αξιών που έχουν από-αντικειμενοποιηθεί από έναν συγκεκριμένο δημιουργό, ο οποίος απασχολείται από μια επιχείρηση, κατά τη διαδικασία δημιουργίας μιας εμπορικής καινοτομίας για την επιχείρηση αυτή. Επιπλέον, δεδομένου ότι το κεφάλαιο δεν είναι μόνο το σύνολο των μεμονωμένων επιχειρήσεων, αλλά και οι συγκεκριμένες- καθολικές πτυχές του καπιταλισμού, μπορούμε έτσι να μιλήσουμε για την εκμετάλλευση από τον καπιταλισμό στην ολότητά του της ανθρώπινης δημιουργόσφαιρας σε όλο το χωρικό και χρονικό της πλούτο(προτρέχοντας λίγο, θα μπορούσαμε να πούμε: στη δημιουργόσφαιρα θα πρέπει να προστεθεί το alter ego της, η βιόσφαιρα της γης).
Αυτό το τελευταίο συμβάλλει στην εξασφάλιση των ουσιαστικών διαφορών μεταξύ της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας και της “κανονικής” κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης.
Ως εκ τούτου, στην περίπτωση της ιδιοποίησης από έναν συγκεκριμένο κεφαλαιοκράτη (για παράδειγμα, τον Henry Ford) της υπεραξίας που δημιουργείται από την αναπαραγωγική εργασία ενός συνόλου μισθωτών εργατών (ας πούμε, του εργατικού δυναμικού ενός εργοστασίου αυτοκινήτων), οι ποσοτικές πτυχές του προβλήματος του τερματισμού της εκμετάλλευσης μπορούν να επιλυθούν σχετικά απλά – μέσω της αφαίρεσης της υπεραξίας από τον εμπλεκόμενο κεφαλαιοκράτη και της παράδοσής της στο εργατικό δυναμικό της επιχείρησης. Σε εθνικό επίπεδο, το πρόβλημα αυτό μπορεί να επιλυθεί μέσω της εθνικοποίησης (υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος, από οικονομική και πολιτική άποψη, εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζομένων). Ως εκ τούτου, η κοινωνικοποίηση(εθνικοποίηση) των μέσων παραγωγής ήταν και παραμένει βασικό ζήτημα του (βιομηχανικού) σοσιαλισμού ως άρνηση του (βιομηχανικού) καπιταλισμού.
Με τη δημιουργική δραστηριότητα όλα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Σε αυτή την περίπτωση, η εναλλακτική λύση στην κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι η μεταβίβαση της κυριότητας του αποτελέσματος της δραστηριότητας στον ίδιο τον δημιουργό (το αν ο δημιουργός είναι ατομικός ή συλλογικός είναι εδώ αδιάφορο),αφού αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι παρά το “τελικό στάδιο” μιας ατελείωτης κοινής διαδικασίας συνδημιουργίας. Ο τερματισμός της εκμετάλλευσης της (καθολικής) δημιουργικής δραστηριότητας μπορεί επομένως να είναι μόνο ο τερματισμός της (ιδιωτικής)ιδιοκτησίας των πολιτιστικών αξιών (πνευματική ιδιοκτησία), και το τελευταίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ως τερματισμός των σχέσεων αλλοτρίωσης και ιδιοποίησης (με την οικονομική τους έννοια) στον κόσμο της δημιουργικής σφαίρας, μέσω της απόρριψης σε αυτόν τον κόσμο της ιδιοκτησίας ως συγκεκριμένου θεσμού.
Η απόρριψη της (ιδιωτικής) πνευματικής ιδιοκτησίας δεν σημαίνει, ωστόσο, την απόρριψη των σχέσεων αντικειμενοποίησης και απο-αντικειμενοποίησης ή την αναφορά του ονόματος του δημιουργού στο αποτέλεσμα της δημιουργικής δραστηριότητας. Το έργο της επιστήμης ή της τέχνης που προκύπτει από τις προσπάθειες του δημιουργού Ν. μπορεί να φέρει όποιο όνομα του δίνει ο δημιουργός του, και θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα πολιτιστικό φαινόμενο με το οποίο τα άλλα υποκείμενα της συνδημιουργίας θα εμπλακούν στο εξής σε διάλογο. Οι σχέσεις αυτές έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με τη διαδικασία μέσω της οποίας ένα νέο αστέρι ή ένας νέος πλανήτης, που ανακαλύπτεται από έναν αστρονόμο, παίρνει όνομα και συμπεριλαμβάνεται σε έναν αστρικό άτλαντα.
Από αυτό προκύπτει ένα σημαντικό συμπέρασμα: το να μπει ένα τέλος στην εκμετάλλευση της (καθολικής) δημιουργικής δραστηριότητας και, κατά συνέπεια, της (ιδιωτικής) ιδιοκτησίας των πολιτιστικών αξιών (πνευματική ιδιοκτησία) είναι επομένως μια αυθεντικά κομμουνιστική διαδικασία, ένα ζωτικό συστατικό της διαδικασίας μετατροπής του “βασιλείου της ανάγκης” σε “βασίλειο της ελευθερίας”, και όχι μονάχα της κεφαλαιοκρατίας σε σοσιαλισμό. Με αυτή την έννοια, το ζήτημα δεν είναι ζήτημα σοσιαλισμού, ακόμη και μεταβιομηχανικού, αλλά κομμουνισμού.
Κατά συνέπεια, ο τερματισμός της εκμετάλλευσης της (καθολικής)δημιουργικής δραστηριότητας δεν μπορεί να λάβει απλώς τη μορφή της κοινωνικοποίησης στο πλαίσιο μιας ατομικής επιχείρησης ή ακόμη και της εθνικοποίησης. Πρόκειται για μια αυθεντικά κομμουνιστική διαδικασία κατά την οποία πραγματοποιείται μια μετάβαση σε νέους “κανόνες παιχνιδιού”, για τους οποίους πρέπει να δημιουργηθεί ένας νέος κοινωνικός χωροχρόνος ζωτικής δραστηριότητας. Αυτή η διαδικασία είναι εξορισμού ανοικτή και διεθνική και περιπτώσεις αυτής είναι εξαιρετικά συχνές στον σημερινό κόσμο. Για παράδειγμα, το ζήτημα της απόρριψης της (ιδιωτικής) πνευματικής ιδιοκτησίας έχει τεθεί στην ατζέντα διεθνών κοινωνικών κινημάτων και δικτύων (το δίκτυο των υποστηρικτών του ελεύθερου προγραμματισμού, κ.λπ.) – των κομμάτων (“πειρατές”) και των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα σημερινά διεθνή σχέδια κατασκευάζονται με βάση αυτές τις αρχές: βικινομικά (Σ.τ.Μ., Wikinomics) (Tapscott and Williams, 2006), αναρχονομικά (Σ.τ.Μ., anarchonomics), δωρο – οικονομικά (Σ.τ.Μ. gift – economics), το μοντέλο «ανοικτής πρόσβασης» (Σ.τ.Μ. open access) , κοινωνικά δίκτυα κ.ο.κ.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο της καθολικής δημιουργικής δραστηριότητας εμπίπτει στις παραμέτρους όχι μόνο του συστήματος των παραγωγικών σχέσεων της κεφαλαιοκρατίας (στο οποίο ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας είναι η ιδιοποίηση από το κεφάλαιο των ενεργών προσωπικών ιδιοτήτων του ανθρώπινου ατόμου), αλλά και στο χωροχρονικό μετασχηματισμό του “βασιλείου της αναγκαιότητας” στο “βασίλειο της ελευθερίας”. Μόνο εδώ, στο κατηγοριακό πεδίο της μελέτης του άλματος στον κόσμο της δημιουργόσφαιρας που βρίσκεται πέρα από την υλική παραγωγή με την ορθή έννοια του όρου, καθίσταται δυνατό να προσδιοριστεί πλήρως και επαρκώς το περιεχόμενο της εκμετάλλευσης της δημιουργικότητας από το κεφάλαιο.
Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας που περιεγράφηκαν παραπάνω δεν θίγουν, ωστόσο, ακόμη την άλλη πτυχή αυτής της διττής διαδικασίας: την εκμετάλλευση ενός συγκεκριμένου δημιουργικού εργαζόμενου (αν είναι ατομικός ή συλλογικός είναι και πάλι ασήμαντο) από μια συγκεκριμένη συγκέντρωση εταιρικού κεφαλαίου. Από ποιοτική άποψη, η ύπαρξη αυτής της εκμετάλλευσης είναι αδιαμφισβήτητη˙ δείξαμε προηγουμένως τους κύριους μηχανισμούς μέσω των οποίων ο δημιουργός και η ζωτική του δραστηριότητα υποτάσσονται στο εταιρικό κεφάλαιο. Επιπλέον, δεδομένου ότι η δημιουργική δραστηριότητα δεν είναι ποτέ μόνο κοινή εργασία αλλά και ατομική, τίθεται το ζήτημα του τερματισμού και αυτής της πτυχής της εκμετάλλευσης. Από την άποψη του περιεχομένου, οι κύριες γραμμές κατά μήκος των οποίων μπορεί να επιλυθεί αυτό το ζήτημα είναι σχετικά σαφείς :τη θέση του κεφαλαίου πρέπει να καταλάβει μια ελεύθερη ένωση δημιουργικών εργαζομένων (στο παρόν άρθρο δεν θα εξεταστούν οι συγκεκριμένες μορφές που πρέπει να λάβει αυτή η οργάνωση).
Η εξέταση των μορφών εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας απαιτεί να διακρίνουμε δύο πτυχές: των μορφών της εκμεταλλευτικής σχέσης του μισθωτού δημιουργικού εργαζόμενου εκ μέρους του κεφαλαίου και των μορφών ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας.
Όσο παράξενο και αν φαίνεται, οι διαφορές στην περίπτωση της πρώτης πτυχής δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δημιουργικός εργαζόμενος που απασχολείται από μια επιχείρηση παραμένει τυπικά ένας μισθωτός εργαζόμενος, με τον οποίο συνάπτεται μια συμφωνία και ο οποίος, σύμφωνα με τους όρους της, λαμβάνει έναν μισθό τον οποίο έχει διαπραγματευτεί και (στην περίπτωση μιας κοινωνικά “προοδευτικής” επιχείρησης), ένα κοινωνικό πακέτο και ορισμένα εργασιακά δικαιώματα. Αν εξετάσουμε τους πιο τυπικούς δημιουργικούς εργαζόμενους (καθηγητές σε ιδιωτικά σχολεία, ιατρικό προσωπικό σε ιδιωτικά νοσοκομεία, προγραμματιστές και προσωπικό των ερευνητικών τμημάτων των επιχειρήσεων), αποδεικνύεται ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ ενός μισθωτού δημιουργικού εργαζόμενου και ενός “κανονικού” εργαζόμενου (που ασχολείται με την αναπαραγωγική εργασία), αλλά κατά κανόνα οι διαφορές αυτές δεν είναι θεμελιώδεις. Οι μισθωτοί δημιουργικοί εργαζόμενοι τείνουν να αμείβονται καλύτερα, έχουν συχνότερα μακροχρόνιες συμβάσεις και υπόκεινται σε μορφές διαχείρισης πιο κοντά στις “σχέσεις προσωπικού” ή σε ανάλογα μοντέλα˙ η εργασία τους είναι πιο αυτόνομη, και καθορίζεται λιγότερο αυστηρά από το κεφάλαιο, ενώ περισσότερη προσοχή αφιερώνεται στη βελτίωση των προσόντων τους. Ο κατάλογος των διαφορών είναι γνωστός και επαναλαμβάνεται συχνά σε εργασίες σχετικά με θέματα διοίκησης σε δημιουργικές επιχειρήσεις.
Παρά ταύτα, οι σχέσεις υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της τυπικής υπαγωγής, υφίστανται σημαντικές αλλαγές σε αυτή την περίπτωση. Παράλληλα με τη μισθωτή εργασία, αναπτύσσονται σχέσεις στις οποίες ο δημιουργικός εργαζόμενος γίνεται ένας ελεύθερος παράγοντας (Σ.τ.Μ., agent) ως προς τη μορφή ή/και το περιεχόμενο ˙ δεν είναι πλέον υποταγμένος στο κεφάλαιο, αλλά γίνεται μέλος των λεγόμενων ελεύθερων επαγγελμάτων.
Το ζήτημα της μορφής με την οποία τα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης είναι πολύ πιο σύνθετο, καθώς εδώ οι αλλαγές είναι θεμελιώδεις. Για να τις απεικονίσουμε, πρέπει επίσης να προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε επαρκώς την ποσοτική πλευρά της εκμετάλλευσης της δημιουργικής δραστηριότητας. Αυτό το εγχείρημα, επίσης, πρέπει να αφεθεί για μεταγενέστερη εξέταση.
Συμπέρασμα
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, κατά την άποψή μας, η εξαιρετικά αφηρημένη μελέτη της εκμετάλλευσης της δημιουργικής εργασίας που εκπονήσαμε εδώ είναι σημαντική όχι μόνο επειδή επικαιροποιεί ουσιαστικά τη θεωρία του Μαρξ για την υπεραξία, αλλά και λόγω της κοινωνικοπολιτικής της απήχησης. Είχαμε ήδη την ευκαιρία να γράψουμε για τους κοινωνικούς δημιουργούς ως υποκείμενα του αγώνα για την πρόοδο προς το “βασίλειο της ελευθερίας”, αλλά σε εκείνα τα κείμενα αφήσαμε στη μέση τη φύση της εκμετάλλευσης των δημιουργών. Στο παρόν κείμενο, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, προσπαθήσαμε να καταδείξουμε το συμπέρασμα: στη μελλοντική διαδικασία της κοινωνικής απελευθέρωσης, τα σημαντικότερα κέρδη των εργαζομένων που ασχολούνται με τη δημιουργική δραστηριότητα δεν θα πάρουν τη μορφή χρηματικών αυξήσεων ως προς τα προσωπικά τους εισοδήματα. Εκείνοι των οποίων το βιοτικό επίπεδο θα βελτιωθεί αισθητά θα είναι μόνο εκείνα τα μέλη της “απλής τάξης” (Σ.τ.Μ., rank and file) της διανόησης, κυρίως στις φτωχές χώρες, των οποίων τα εισοδήματα είναι κάτω από το επίπεδο που απαιτείται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή των ανθρώπινων ιδιοτήτων τους. Σε χρηματικούς όρους, ένα τμήμα της “ελίτ” της διανόησης θα χάσει.Tο πιο σημαντικό είναι αυτό που θα αποκτήσουν οι δημιουργοί καθώς θα προχωρούν προς το “βασίλειο της ελευθερίας”: ελεύθερη, απεριόριστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφόρηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό ˙ τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν το έργο τους και τα αποτελέσματά του σε όλους, για πάντα ˙ απελευθέρωση από τον φετιχισμό του εμπορεύματος και του χρήματος για τους ίδιους και τους απογόνους τους ˙ τη δυνατότητα να εργάζονται όπου και όπως απαιτούν οι προσωπικοί τους στόχοι, αντί να υπόκεινται στη συγκυρία της αγοράς και όταν εργάζονται, να αναγκάζονται από τη δύναμη του κεφαλαίου να χρησιμοποιούντα ταλέντα τους για να εφεύρουν νέα ψέματα για κάποιο τοξικό αναψυκτικό. Αντίθετα, θα είναι σε θέση να σκεφτούν τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, της κοινωνίας και της φύσης. Και, παρεμπιπτόντως, να λάβουν υπόψη τους και τη δική τους αυτοπραγμάτωση.
Σχολή Οικονομικών Επιστημών
Κρατικό Πανεπιστήμιο Lomonosov της Μόσχας
Leninskie Gory
Μόσχα 119991, Ρωσία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Amin, Samir. 2010. Global History: A View from the South. Oxford, England: Pambazuka Press/CODESRIA/Books for Change.
Baudrillard, Jean. 1970. La societe de consommation: ses mythes et ses structures. Paris: Gallimard.
———. 1972. Pour une critique de l’economie politique du signe. Paris: Gallimard.
———. 1975. The Mirror of Production. St. Louis, Missouri: Telos Press.
Batyshev, Genrih. 1997. Vvedenie v dialektiku tovorchestva. St. Petersburg, Russia: RKhGI.
Bakhtin, Mikhail. 1963. Problemy poetiki Dostoevskogo. Moscow: Sovetsky Pisatel.
Bibler, Vladimir. 1975. Myslenie kak tvorchestvo. Moscow: Politizdat.
Bulavka, Lyudmila, and Alexandr Buzgalin. 2000. “Bakhtin: dialektika versus metafizika postmodernizma.” VoprosyFilosofii, 1, 119–131.
Buzgalin, Alexandr, and Andrey Kolganov. 1998. Po tu storonu “tsarstva neobkhodimosti”. Moscow: Ekonomicheskaya Demokratiya.
———. 2004, 2007. Global’nyy Kapital (Global Capital). Moscow: URSS.
———. 2009a. “My poidem drugim putem” [We’ll Find Another Way]. Moscow: Yauza-ECSMO.
———. 2009b. Predely Kapitala[The Limits of Capital]. Moscow: Culturnaya Revolutsia.
———. 2012. “Rynok simulyakrov: vzglyad skvoz’ prizmu klassicheskoy politicheskoy ekonomii.” Al’ternativy, 2, 70–97.
Drucker, Peter F. 1993. Post-Capitalist Society. New York: HarperCollins.
Einhorn, Eric S., and John Logue. 1989. Modern Welfare States: Politics and Policies in Social Democratic Scandinavia. New York: Praeger.
Emerson, Earyl. 1997. The First Hundred Years of M. Bakhtin. Princeton, New Jersey: Princeton University Press.
Engels, Friedrich. 1975. The Condition of the Working-Class in England. Marx and Engels, Collected Works, Vol. 4. Moscow/London/New York: International Publishers.
Florida, Richard. 2002. The Rise of the Creative Class: And How It’s Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life. New York: Basic Books.
Gilbert, Dennis. 1998. The American Class Structure in an Age of Growing Inequality. Belmont, California: Wadsworth.
Ilyenkov, Evald. 1977. Dialectical Logic: Essays on its History and Theory. Moscow: Progress Publishers.
Hardt, Michael, and Antonio Negri. 2009. Commonwealth. Cambridge, Massachusetts: The Belknap Press of Harvard University Press.
Jameson, Frederick. 1991. Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism. London: Verso.
Lenin, V. I. 1963. Imperialism, the Highest Stage of Capitalism. Selected Works, Vol. 1. Moscow: Progress Publishers.
———. 1964. The Development of Capitalism in Russia. Collected Works, Vol. 3. 4th Edition. Moscow: Progress Publishers.
Mandel, Ernest. 1975. Late Capitalism. London: Humanities Press.
Marx, Karl. 1996. Capital, Vol. I. Marx and Engels, Collected Works, Vol. 35. Moscow/London/New York: Progress Publishers.
———. 1998. Capital, Vol. III. Marx and Engels, Collected Works, Vol. 37. Moscow/London/New York: Progress Publishers.
Mezhuev, Vadim. 1977. Kulturaiistoria. Moscow: Izdatelstvo Politicheskoi Literatury.
Oleynik, Anton. 2008. “Rynok kak mekhanizm vosproizvodstva vlasti.” Pro et Contra,12, 88–106.
———. 2011. Vlast’ irynok. Sistema sotsial’no-ekonomicheskogo gospodstva v Rossii “nulevykh” godov. Moscow: Rossiiskaya Politicheskaya Enciclopedia.
Tapscott, Don, and Anthony D. Williams. 2006. Wikinomics: How Mass Collaboration Changes Everything. New York: Portfolio.
Tsagolov, Nikolai, ed. 1973. Kurs politicheskoy ekonomii v 2-kh tomakh. Vol. 1. Moscow: Economika.
[1]Από εδώ και στο εξής οι συγγραφείς βασίζονται στην κλασική μαρξιστική θεωρία της υπεραξίας (Marx, 1996).
[2]Εδώ χρησιμοποιούμε τη διαλεκτική αλληλοσύνδεση λογικής και ιστορικής μεθόδου του Κεφαλαίο, όπως την βρίσκουμε στο έργο του Evald Ilyenkov (1977).
[3]Για την πολιτική οικονομία αυτής της διαδικασίας στην σύγχρονη Ρωσία βλ. Buzgalinκαι Kolganov 2009a.
[4]Η ιδέα ενός διεστραμμένου (ή άχρηστου) τομέα ως αναπτυσσόμενου τμήματος της καπιταλιστικής οικονομίας έχει τύχει διαπραγμάτευσης στο Global Capital (Buzgalin and Kolganov, 2004). Η σύγχρονη “παραγωγή” δημιουργεί πολλά “εμπορεύματα”, χρήσιμα από την άποψη της δημιουργίας κέρδους, αλλά άχρηστα από την άποψη της αναπαραγωγής και ανάπτυξης των ανθρώπινων ιδιοτήτων και του πολιτισμού, της αναδημιουργίας της φύσης και της κοινωνίας˙ πρόκειται για ένα μεγάλο μέρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και της μαζικής κουλτούρας, της παραγωγής “ομοιωμάτων” (Baudrillard, 1970; 1972; 1975; βλ. Buzgalin and Kolganov, 2009b) κ.ο.κ.
[5]Οι μηχανισμοί αυτοί περιεγράφηκαν, με αναφορά στις συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα, από τον Β. Ι. Λένιν (Lenin, 1963). Η σύγχρονη μορφή αυτών των φαινομένων, χαρακτηριστική της περιόδου του ύστερου καπιταλισμού (Mandel, 1975-Jameson, 1991), προβάλλεται στα έργα όχι μόνο δυτικών, αλλά και Ρώσων μελετητών, ξεκινώντας από βιβλία που γράφτηκαν τη δεκαετία του 1970 στην ΕΣΣΔ (Tsagolov, 1973) και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη περίοδο (Oleynik, 2008, 2011- Buzgalin και Kolganov, 2004).
[6]Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αρχές του “σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου” του ύστερου καπιταλισμού, βλέπε Einhornand Logue, 1989.
[7]Οι συγγραφείς δεν μπόρεσαν να βρουν σχετικές στατιστικές, αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς ξένων συναδέλφων, στις ανεπτυγμένες χώρες αυτό δεν είναι λιγότερο από το ήμισυ της εργασιακής δύναμης των εν λόγω ατόμων.
[8]Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί πολυάριθμα έργα, με βασική πηγή τα βιβλία του Jean Baudrillard (Baudrillard, 1970; 1972; 1975). Τα δικά μας σχόλια για τη σημερινή κατάσταση του προβλήματος αυτού και για τον τρόπο με τον οποίο αντανακλάται στα έργα της μετασοβιετικής σχολής του κριτικού μαρξισμού, παρουσιάζονται στο Buzgalin and Kolganov, 2012.
[9]Στο πλαίσιο του σοβιετικού και μετασοβιετικού κριτικού μαρξισμού, η έννοια της “δημιουργόσφαιρας” είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με εκείνη του “κόσμου του πολιτισμού” (τόσο χωρικά όσο και χρονικά). Ωστόσο, οι εξαιρετικά διαφορετικές σημασίες της λέξης “πολιτισμός” και οι ουσιαστικά διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται κατανοητός ακόμη και στο πλαίσιο του μαρξιστικού παραδείγματος, μας υποχρέωσαν να εισαγάγουμε μια νέα κατηγορία.
[10]Η ιδέα του άλματος “πέρα” από την υλική παραγωγή αναπτύσσεται από τον Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου και από τον Ένγκελς στο Anti–Dühring.
[11]Αυτή η κατανόηση του πολιτισμού, της δημιουργικής δραστηριότητας και της “δημιουργόσφαιρας ” βασίζεται στα κείμενα σοβιετικών κριτικών μαρξιστών στοχαστών όπως ο Mikhail Bakhtin (Bakhtin, 1963- Emerson, 1997- Buzgalin and Bulavka, 2000) και ο Vladimir Bibler (Bibler, 1975).
[12]Όπως ανέφερε ο καθηγητής David Laibman στην επιστολή του προς τους συγγραφείς, “ποτέ δεν υπήρξε απουσία [της δημιουργικής δραστηριότητας]. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ένα υφαντουργείο του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Υπήρχε ένας μικρός τομέας εξαιρετικά εξειδικευμένων μηχανικών, σχεδιαστών, καλλιτεχνών, οικονομικών ειδικών, ειδικών του μάρκετινγκ κ.ο.κ. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ποιοτικά υψηλότερα επίπεδα αμοιβών και μεγαλύτερη αυτονομία στις συνθήκες εργασίας, παρόλο που ήταν άκληροι και δεν είχαν την εξουσία λήψης αποφάσεων στο κύκλωμα του κεφαλαίου – δηλαδή, ήταν τυπικά προλετάριοι στην κοινωνική κατάσταση”. Αυτό είναι, φυσικά, έγκυρο. Και η ανάλυσή μας για την εκμετάλλευση της δημιουργικής δραστηριότητας σε πολλές πτυχές είναι σχετική όχι μόνο για τον ύστερο καπιταλισμό, αλλά και για τα προηγούμενα στάδια της ανάπτυξής του. Αλλά μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες η λεγόμενη “δημιουργική τάξη” (Florida, 2002) έγινε ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη δημιουργία πλούτου. Η εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων είναι ποιοτικά διαφορετική από την εκμετάλλευση του “ταξικού” βιομηχανικού εργάτη.
[13]Όπως σημειώνει ο Laibman, οι δημιουργικοί εργαζόμενοι είναι σαν τους δαίμονες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο του μάγου που τους καλεί στη ζωή.
[14]Φυσικά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τον λόγο κέρδους/μισθού στη σχέση μεταξύ δημιουργικού εργαζόμενου και ιδιοκτήτη. Ανάμεσά τους μπορεί κανείς να βρει τη συνολική ισορροπία των ταξικών δυνάμεων που καθορίζουν το ποσοστό εκμετάλλευσης του γενικού εργατικού δυναμικού, τις ειδικές συνθήκες που περιβάλλουν τη διαθεσιμότητα υψηλής ειδίκευσης εργατικού δυναμικού στην οικονομία στο σύνολό της, τις στρατηγικές εκτιμήσεις σχετικά με τη χρήση του ειδικευμένου (δημιουργικού) εργατικού δυναμικού ως στοιχείου που ενισχύει τη δύναμη του κεφαλαίου ως προς την εξαγωγή πλεονάσματος από το εργατικό δυναμικό εν γένει, τις ειδικές πτυχές του σταδίου της τεχνολογικής ανάπτυξης κ.λπ. Στόχος μας όμως είναι να διατηρήσουμε την ανάλυση στο επίπεδο αφαίρεσης του Κεφαλαίου του Μαρξ. Σε αυτό το επίπεδο ο Μαρξ δεν έλαβε υπόψη του κανέναν παράγοντα εκτός από τον “αφηρημένο” τύπο για την υπεραξία και το ποσοστό της υπεραξίας. Σε αυτό το αφηρημένο και ουσιαστικό επίπεδο ανάλυσης έχει αλλάξει η ουσία της εκμετάλλευσης, όταν το κεφάλαιο αρχίζει να χρησιμοποιεί τη δημιουργική εργασία σε μαζική κλίμακα (για τη μεθοδολογία αυτή, βλ. Ilyenkov, 1977).
[15]Στην καθιερωμένη νεοκλασική θεωρία η εργασία αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως βάρος που πρέπει να μειωθεί και όχι ως ευεργετική δραστηριότητα (τα οφέλη της ταυτίζονται στην πραγματικότητα με το χρηματικό εισόδημα) που πρέπει να μεγιστοποιηθεί. Η δημιουργική δραστηριότητα από την άποψη του περιεχομένου της ανοίγει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής σχέσης: η δημιουργική εργασία είναι μια απαίτηση που πρέπει να μεγιστοποιηθεί, ενώ το χρήμα είναι απλώς μια από τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση αυτής της απαίτησης, μια ανάγκη που πρέπει να παρέχεται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό. Εν τω μεταξύ, η κοινωνικοοικονομική μορφή του κεφαλαίου και της αγοράς καθιστά αυτή τη σχέση αμφίσημη, και στον πραγματικό αστικό κόσμο κάθε δημιουργός έρχεται να προσωποποιήσει μια βαθιά αντίφαση. Από τη μία πλευρά, είναι το υποκείμενο της δημιουργικής δραστηριότητας και ως τέτοιο επιδιώκει την αυτοπραγμάτωση και τη μείωση της προσπάθειας που καταβάλλει για να κερδίσει χρήματα. Από την άλλη πλευρά, ο δημιουργός είναι παράγοντας της αγοράς και ως τέτοιος επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το χρηματικό του εισόδημα. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (οι οποίες, ωστόσο, προπαγανδίζονται ενεργά από τη θεωρία του κύριου ρεύματος και εξυμνούνται από την εμπορική μαζική κουλτούρα) οποιαδήποτε δημιουργική αναζήτηση γίνεται πηγή πλουτισμού.
[16]Ο Μαρξ έγραψε γι’ αυτό ως εξής: “Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα – βρίσκεται, επομένως, από αυτή την ίδια τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής“. Και συνέχισε: “Η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας είναι η βασική του προϋπόθεση” (Marx, 1998, 806-807).