του Βασίλη Λιόση (*)
δημοσιεύτηκε στο www.efsyn.gr
Η δήλωση του βουλευτή της ΝΔ για τα τρία νεκρά κορίτσια στη δολοφονία των Τεμπών μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο παρελθόν ο συγκεκριμένος έχει κάνει απίστευτης αναλγησίας δηλώσεις. Για παράδειγμα, είχε δηλώσει πως «το ρεύμα δεν είναι κοινωνικό αγαθό» και ως εκ τούτου «μπορεί κάποιος να ζήσει και με μία λάμπα». Είχε δηλώσει, ακόμη, πως «δεν έχουμε κομμουνιστικό καθεστώς για να είμαστε αναγκασμένοι να δώσουμε δουλειά και ένα πιάτο φαΐ στον κόσμο». Επομένως, το συγκεκριμένο στέλεχος της ΝΔ έχει παρελθόν σε δηλώσεις φιλοτομαρισμού.
Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί δεν είναι το μοναδικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος με δηλώσεις αυτού του ύφους. Ας θυμηθούμε τις δηλώσεις Μενδώνη με τις οποίες επιχείρησε να εξαγνίσει τον Λιγνάδη μετά το σκάνδαλο παιδεραστίας που είδε το φως της δημοσιότητας, τη δήλωση του Πέτσα που μας πληροφορούσε ότι «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει», τις δηλώσεις του ίδιου του Μητσοτάκη με βάση τις οποίες «είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση μια κοινωνία ισότητας», τη δήλωση του βουλευτή της ΝΔ Μπάμπη Παπαδημητρίου σύμφωνα με την οποία «το νερό στην Ελλάδα είναι φθηνό» (επομένως υπάρχει περιθώριο να ακριβύνει), τις θεατρικές παραστάσεις του Άδωνι Γεωργιάδη ο όποιος με γκεμπελικές μεθόδους πανηγύριζε για το ότι μπήκε χαράτσι στα χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία ή ακόμη δήλωνε «πως η υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών και των υποκλοπών ενδιαφέρει μόνο τον μικρόκοσμο κάποιων».
Τα παραπάνω δείγματα είναι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος από δηλώσεις στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που έχουν αφήσει άφωνο το πανελλήνιο. Είναι η «κυβέρνηση των αρίστων» όπως αρέσκονταν να μας λένε τα στελέχη της. Όλος αυτός ο ορυμαγδός των δηλώσεων που φέρνει στην επιφάνεια έναν αγριοανθρωπισμό, αποτελεί προϊόν μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας —της αστικής— που αποθεώνει το άτομο έναντι της όποιας συλλογικότητας, της ειδικής έκφρασης της αστικής ιδεολογίας στην παρούσα φάση, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και της έπαρσης που εδράζεται στο θετικό, για το κυβερνών κόμμα, εκλογικό αποτέλεσμα. Το θέμα, όμως, δεν είναι η αναλγησία των κρατούντων αλλά ότι αυτή διοχετεύεται και σε ένα σώμα της κοινωνίας.
Ας μοιάζει ανεδαφικό ή ουτοπικό αλλά η μόνη λύση είναι η ανατροπή αυτής της άθλιας κυβέρνησης μέσα από κινηματικές διαδικασίες. Αν μια τέτοια αντίληψη δεν γίνει κτήμα στα μυαλά των ανθρώπων τότε υπάρχουν δύο δρόμοι απολύτως αδιέξοδοι όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν. Ο ένας είναι να υπομένουμε καρτερικά τη μοίρα μας και ο άλλος είναι να περιμένουμε τον νέο σωτήρα ο οποίος θα επαναλάβει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την αθλιότητα που βιώνουμε.