του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε άλλη μια ανάρτηση από το ιστολόγιο του Michael Roberts (Further thoughts on the economics of imperialism), συμπληρωματική προηγούμενης αρθρογραφίας του για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό, την οποία επίσης έχουμε μεταφράσει και σχολιάσει, οπότε και δε θα επεκταθούμε ιδιαίτερα εδώ πέρα.
Στη νεότερη αυτή ανάρτηση επιβεβαιώνονται με νεότερα στοιχεία η μεταφορά υπεραξίας από τις εξαρτημένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες του G20 και η ποσοτικοποίησή της περίπου στο 2-3% του ΑΕΠ της κάθε μιας από αυτές τις δύο ομάδες χωρών (στο προηγούμενό μας σχόλιο εξηγήσαμε γιατί θεωρούμε ότι τα νούμερα αυτά είναι μάλλον μετριοπαθή, όπως και γιατί η μεθοδολογία των Carchedi & Roberts βασίζεται σε λανθασμένες παραδοχές για τα μονοπώλια, την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, τη διάκριση παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, και, γενικότερα, τον σύγχρονο διεθνή καταμερισμό εργασίας).
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, εστιάζεται στα στοιχεία που παραθέτει ο M. Roberts σχετικά με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας. Αναδεικνύει ότι οι εξαρτημένες χώρες των BRICS έχουν και χαμηλότερη αξία της εργασιακής δύναμης (την οποία προσεγγίζουν με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο εθνικό όριο της φτώχειας) και περισσότερη «υπερεκμετάλλευση», αν αυτή οριστεί ως το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται κάτω από το όριο αυτό, και, επομένως, κάτω από την αξία της εργασιακής τους δύναμης, από ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες.
Είναι κάπως ειρωνικό ότι τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται από τον αρθρογράφο για να ισχυριστεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων στις εξαρτημένες χώρες, επομένως, δεν υπόκεινται σε υπερεκμετάλλευση (καθώς αμείβονται πάνω από το εθνικό όριο φτώχειας)! Το μεθοδολογικό λάθος του που οδηγεί σε αυτό το βολικό συμπέρασμα αφορά τη μεταφορά του ορισμού της υπερεκμετάλλευσης – αμοιβή κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης – από το επίπεδο αφαίρεσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ (που ασχολείται με ένα ενιαίο – μοναδιαίο και ταυτόχρονα συνολικό – κεφάλαιο και προϋποθέτει μια ενιαία κοινωνία με ενιαία αξία της εργασιακής δύναμης), σε ένα επίπεδο αφαίρεσης πέραν του συνολικού περιεχομένου του μαρξικού Κεφαλαίου, στο οποίο όχι μόνο υπάρχουν πληθώρα ατομικών κεφαλαίων και ομαδοποιήσεων της εργασίας, αλλά επιπλέον υπάρχουν και διαφορετικοί εθνικοί κοινωνικο-οικονομικοί σχηματισμοί και διαφορετικά εθνικά κράτη, και, επομένως, και διαφορετικές εθνικές αξίες της εργασιακής δύναμης, λόγω διαφορετικών, εθνικών συνθηκών αναπαραγωγής της («ηθικό και ιστορικό στοιχείο» της αξίας της)!
Σημειώνουμε ότι παρόμοια είναι και η παραγωγή σχετικής υπεραξίας όσον αφορά τη διαφορετική της μορφή σε διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης της πραγματικότητας: ενώ για τον ατομικό καπιταλιστή η αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί σε υψηλότερα κέρδη διότι μπορεί να πωλεί τα εμπορεύματά του κάτω από την κοινωνική τους αξία (όπως αυτή καθορίζεται από την κυρίαρχη ή μέση τεχνική παραγωγής του κλάδου) αλλά πάνω από την ατομική τους αξία (λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας της συγκεκριμένης επιχείρησης), κερδίζοντας από τη διαφορά, για το συνολικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας η αύξηση της παραγωγής υπεραξίας προκύπτει από τη μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης λόγω της διάχυσης της αύξησης της παραγωγικότητας σε όλο τον κλάδο, και στην κοινωνία γενικότερα, όταν γενικευθεί η νέα, πιο παραγωγική, τεχνική παραγωγής.
Ο Σαμίρ Αμίν, αντιθέτως, έχει υποδείξει το πως πρέπει να συγκρίνεται η εκμετάλλευση μεταξύ διαφορετικών χωρών, δηλ. μέσω της σχετικής σύγκρισης των παραγωγικοτήτων (κάτι που μπορεί να γίνει μόνο εντός κάθε κλάδου παραγωγής που παράγει ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα), και των αμοιβών, άμεσων και έμμεσων (κοινωνικός μισθός). Μεταφράζουμε από τη Wikipedia:
«Νόμος της παγκόσμιας αξίας
Η θεωρία του Αμίν για έναν παγκόσμιο νόμο της αξίας περιγράφει ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής, στο οποίο η διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των εργατικών δυνάμεων σε διαφορετικά έθνη είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ των παραγωγικών τους δυνατοτήτων. Ο Αμίν μιλάει για “αυτοκρατορικές προσόδους” που συγκεντρώνουν οι παγκόσμιες εταιρείες του Κέντρου – αλλού αναφέρεται ως “παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ”.
Οι λόγοι είναι, σύμφωνα με τον Amin, ότι ενώ το ελεύθερο εμπόριο και τα σχετικά ανοιχτά σύνορα επιτρέπουν στις πολυεθνικές να μετακινούνται εκεί όπου μπορούν να βρουν το φθηνότερο εργατικό δυναμικό, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να προωθούν τα συμφέροντα των “δικών τους” εταιρειών έναντι εκείνων άλλων χωρών και να περιορίζουν την κινητικότητα της εργασίας […]. κατά συνέπεια, η περιφέρεια δεν συνδέεται πραγματικά με τις παγκόσμιες αγορές εργασίας, η συσσώρευση εκεί είναι στάσιμη και οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί. Αντίθετα, στα κέντρα η συσσώρευση είναι σωρευτική και οι μισθοί αυξάνονται σύμφωνα με την αύξηση της παραγωγικότητας. Η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται από την ύπαρξη ενός μαζικού παγκόσμιου εφεδρικού στρατού που βρίσκεται κυρίως στην περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα οι χώρες αυτές είναι περισσότερο δομικά εξαρτημένες και οι κυβερνήσεις τους τείνουν να καταπιέζουν τα κοινωνικά κινήματα που θα κέρδιζαν αυξημένους μισθούς. Αυτή την παγκόσμια δυναμική ο Αμίν την ονομάζει “ανάπτυξη της υπανάπτυξης”[…] Η προαναφερθείσα ύπαρξη ενός χαμηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στον Βορρά και ενός υψηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στον Νότο θεωρείται επιπλέον ότι αποτελεί ένα από τα κύρια εμπόδια για την ενότητα της διεθνούς εργατικής τάξης.»
Έτσι, αν π.χ. ένας οδηγός λεωφορείου στη Γερμανία είναι 50% πιο παραγωγικός από έναν Έλληνα (π.χ. διότι οι γερμανικοί δρόμοι είναι καλύτεροι και τα λεωφορεία πιο καινούρια), αλλά αμείβεται 3 φορές περισσότερο από έναν Έλληνα οδηγό λεωφορείου, τότε ο Έλληνας είναι εκμεταλλευόμενος κατά 3/2, ή μιάμιση φορά, περισσότερο από τον Γερμανό!
Ενώ, λοιπόν, σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης η υπερεκμετάλλευση της εργασίας διαχωρίζει τις ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες χώρες με συστηματικά διαφορετικά ποσοστά υπεραξίας (συμπεριλαμβανομένων των συστηματικά διαφορετικών εθνικών αξιών της εργασιακής δύναμης), στο επίπεδο αφαίρεσης του παγκόσμιου συνολικού εργαζόμενου, η τέτοια εκμετάλλευση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων επιφέρει μια συνολική μείωση των μισθών στη διεθνή κλίμακα. Έτσι, εξηγείται και η συστηματική μείωση των πραγματικών μισθών και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις σε όλη την περίοδο του «νεοφιλελευθερισμού» από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα περίπου.
Γι’ αυτό και η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αναδεικνύεται ως η ουσία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, στην ύστερή του φάση της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής. Το πέρασμα από την σχετική υπεραξία στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας (συμπεριλαμβανομένης της απόλυτης υπεραξίας) ως κυρίαρχης τάσης – αν όχι και ήδη ισχύουσας πραγματικότητας – στον σύγχρονο καπιταλισμό επιβεβαιώνει τον υπερώριμο, παρασιτικό χαρακτήρα του ιστορικού αυτού σταδίου.
Αναλυτές σαν τον M. Roberts αρκεί να αναρωτηθούν γιατί οι μεγαλύτερες βιομηχανίες του κόσμου προτιμούν εδώ και δεκαετίες την επένδυση στη μεταφορά της μεταποίησης σε χώρες με πιο φτηνούς μισθούς, με όλους τους – επιχειρηματικούς ή άλλου είδους – κινδύνους που αυτό συνεπάγεται – από την επένδυση για εισαγωγή περαιτέρω αυτοματισμών και αύξησης της παραγωγικότητας (δηλ. για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας). Το γεγονός ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα συνοδευόταν από περαιτέρω αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου επιδεινώνοντας την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, όπως πολύ σωστά επιμένει ο M. Roberts στην αρθρογραφία του, εξηγεί γιατί η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αποχτά αυτόν τον ιστορικό ρόλο στο σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού.
Θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα πιο αναλυτικά σε επόμενο σχόλιο που συνοδεύει τη μετάφραση του κεφαλαίου που ασχολείται με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας από το πρόσφατο βιβλίο του Claudio Katz για τα 50 χρόνια των θεωριών της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Διονύσης Περδίκης
Το 2021, ο Guglielmo Carchedi και εγώ δημοσιεύσαμε στο περιοδικό Historical Materialism ένα άρθρο με τίτλο The Economics of Modern Imperialism. Η εργασία επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις οικονομικές πτυχές του ιμπεριαλισμού. Τον ορίσαμε ως τη διαρκή και μακροχρόνια καθαρή ιδιοποίηση υπεραξίας από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες υψηλής τεχνολογίας που μεταφέρεται από τις κυριαρχούμενες χώρες χαμηλής τεχνολογίας. Προσδιορίσαμε τέσσερις διαύλους μέσω των οποίων η υπεραξία ρέει προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες: το νομισματικό seigniorage, τις εισοδηματικές ροές από επενδύσεις κεφαλαίου, την άνιση ανταλλαγή (ΑA, Σ.τ.Μ., Unequal Exchange, UE) μέσω του εμπορίου και τις μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Δεν αρνηθήκαμε άλλες πτυχές της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην πλειονότητα του κόσμου, δηλαδή, ειδικότερα, τη στρατιωτική ισχύ και τον πολιτικό έλεγχο των διεθνών θεσμών (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) και τη δύναμη της «διεθνούς διπλωματίας». Όμως, στην εργασία επικεντρωθήκαμε στις οικονομικές πτυχές, οι οποίες, όπως υποστηρίξαμε, ήταν ο τελικός καθοριστικός παράγοντας που οδηγούσε σε αυτά τα άλλα εξαιρετικά σημαντικά, αλλά καθορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία, καθώς και η πολιτιστική και ιδεολογική υπεροχή.
Σε εκείνο το έγγραφο, δώσαμε ιδιαίτερη προσοχή στην ποσοτικοποίηση της άνισης ανταλλαγής, δηλαδή της μεταφοράς υπεραξίας μέσω του διεθνούς εξαγωγικού εμπορίου. Χρησιμοποιήσαμε δύο μεταβλητές στην ανάλυση της ΑΑ: την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και το ποσοστό εκμετάλλευσης, και μετρήσαμε ποια από τις δύο αυτές μεταβλητές ήταν πιο σημαντική στη συμβολή των ΑΑ.
Διαπιστώσαμε ότι από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, το ιμπεριαλιστικό μπλοκ (ΙΜ) αποκτούσε ετησίως περίπου το 1% του ΑΕΠ του μέσω της μεταφοράς υπεραξίας στο διεθνές εμπόριο από τις μεγάλες «αναπτυσσόμενες» οικονομίες (ΑΟ) των G20, ενώ οι τελευταίες έχασαν περίπου το 1% του ΑΕΠ τους από την υπεραξία που μεταφέρθηκε στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Και οι αναλογίες αυτές αυξάνονταν.
Ο άλλος μεγάλος τομέας των εισοδηματικών μεταβιβάσεων προήλθε από τη διεθνή ροή κερδών, τόκων και προσόδων που ιδιοποιήθηκε το ιμπεριαλιστικό μπλοκ από τις επενδύσεις του σε περιουσιακά στοιχεία, υλικά και χρηματοοικονομικά, στην περιφέρεια. Το μετρήσαμε αυτό από τις καθαρές ροές κερδών, τόκων και προσόδων προς το ιμπεριαλιστικό μπλοκ – αυτό που το ΔΝΤ αποκαλεί καθαρό πρωτογενές πιστωτικό εισόδημα – σε σύγκριση με εκείνες των υπόλοιπων χωρών των G20.
Στο παρόν κείμενο, αποφάσισα να επικαιροποιήσω αυτή την πτυχή της οικονομικής κυριαρχίας, συγκρίνοντας πρώτα τις ακαθάριστες ροές πρωτογενούς πιστωτικού εισοδήματος για τις οικονομίες των G7 και των BRICS. Εξέτασα μόνο τα έτη του 21ου αιώνα. Οι ακαθάριστες ροές εισοδήματος προς τις G7 είναι πλέον επτά φορές μεγαλύτερες από εκείνες που λαμβάνουν οι BRICS.
Αυτό που διαπίστωσα επίσης, ήταν ότι μετά τον συνυπολογισμό των χρεώσεων, δηλαδή του εισοδήματος που εκρέει, η καθαρή θέση ήταν ακόμη πιο έντονη. Η ετήσια καθαρή ροή εισοδήματος προς τις οικονομίες των G7 ήταν περίπου 0,5% του ΑΕΠ των G7. Πράγματι, οι πέντε κορυφαίες ιμπεριαλιστικές οικονομίες (G5) απέκτησαν το εντυπωσιακό 1,7% του ετήσιου ΑΕΠ τους από τέτοιες καθαρές εισροές. Αντίθετα, οι οικονομίες BRICS έχασαν το 1,2% του ΑΕΠ τους ετησίως από καθαρές εκροές.
Αν εξετάσετε τις καθαρές ροές εισοδήματος για κάθε χώρα των G7 και των BRICS, οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν η Ιαπωνία με τις τεράστιες ξένες επενδύσεις της και το Ηνωμένο Βασίλειο, το κέντρο του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος. Οι χώρες των BRICS που έχασαν τα περισσότερα (ως ποσοστό του ΑΕΠ τους) ήταν η Νότια Αφρική και η Ρωσία.
Τώρα, αν προσθέσετε το 1% του ΑΕΠ κέρδος/απώλεια στο εισόδημα από το διεθνές εμπόριο που περιγράφηκε παραπάνω, τότε το ιμπεριαλιστικό μπλοκ επωφελείται κατά περίπου 2-3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο από την εκμετάλλευση των BRICS, των μεγάλων οικονομιών του «Παγκόσμιου Νότου» – στην πραγματικότητα αυτό ισοδυναμεί με τη μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ τους τον 21ο αιώνα.
Η World Inequality Database (WID, Σ.τ.Μ., Βάση Δεδομένων Παγκόσμιας Ανισότητας), η ομάδα των οικονομολόγων της «ανισότητας» με έδρα το Παρίσι, συμπεριλαμβανομένων των Thomas Piketty και Daniel Zucman, μόλις δημοσίευσε μια βαθιά ανάλυση αυτού που ονομάζουν «υπερβάλλουσα απόδοση» που αποκτά το πλούσιο ιμπεριαλιστικό μπλοκ από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει στο εξωτερικό. Η WID διαπιστώνει ότι τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις στο εξωτερικό έχουν γίνει μεγαλύτερα σχεδόν παντού, αλλά ιδιαίτερα στις πλούσιες χώρες, και ο ξένος πλούτος έχει φτάσει περίπου στο διπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ, ή στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πλούτου. Το ιμπεριαλιστικό μπλοκ ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του εξωτερικού πλούτου, με το κορυφαίο 20% των πλουσιότερων χωρών να καταλαμβάνει πάνω από το 90% του συνολικού εξωτερικού πλούτου. Η WID συμπεριέλαβε επίσης τον πλούτο που κρύβεται σε φορολογικούς παραδείσους και τα κεφαλαιακά εισοδήματα που προκύπτουν από αυτόν.
Η υπερβάλλουσα απόδοση ορίζεται ως «η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των ξένων περιουσιακών στοιχείων και των αποδόσεων των ξένων υποχρεώσεων». Η WID διαπιστώνει ότι αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά για το 20% των πλουσιότερων χωρών από το 2000. Η καθαρή μεταφορά εισοδήματος από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους ισοδυναμεί πλέον με το 1% του ΑΕΠ των χωρών του κορυφαίου 20% (και το 2% του ΑΕΠ για τις χώρες του κορυφαίου 10%), ενώ επιδεινώνει αυτό του κατώτερου 80% κατά περίπου 2-3% του ΑΕΠ τους. Τα αποτελέσματα αυτά είναι αρκετά παρόμοια με τα αποτελέσματα που έβγαλα για τις καθαρές ροές πιστωτικού εισοδήματος παραπάνω.
Αυτό που μας έκανε εντύπωση στο αρχικό μας άρθρο ήταν ότι το ιμπεριαλιστικό μπλοκ χωρών, όπως το ορίσαμε το 2021, ήταν ουσιαστικά το ίδιο με εκείνες τις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες που ο Λένιν προσδιόρισε ως ιμπεριαλιστική ομάδα το 1915 – περίπου 13 χώρες. Δεν είχαν γίνει σχεδόν καθόλου προσθήκες στο κλαμπ – ήταν κλειστό για νέα μέλη. Οι αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες τον περασμένο αιώνα ήταν καταδικασμένες να κυριαρχούνται από το ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Αυτή η νέα μελέτη της WID επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Τα τελευταία 50 χρόνια στην έρευνά του, το ιμπεριαλιστικό μπλοκ παραμένει αμετάβλητο και αυξάνει την απόσπαση εισοδήματος πλούτου από τις υπόλοιπες χώρες -και εδώ περιλαμβάνονται χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία. Υπό αυτή την έννοια, αυτές οι χώρες των BRIC δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε καν υπο-ιμπεριαλιστικές, πόσο μάλλον ιμπεριαλιστικές.
Αυτό με οδηγεί σε μερικές σκέψεις σχετικά με το θέμα της υπερεκμετάλλευσης. Η υπερεκμετάλλευση έχει οριστεί ως η περίπτωση όπου οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί ώστε να είναι κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, δηλαδή το ποσό της αξίας που είναι απαραίτητο για να διατηρήσουν οι εργαζόμενοι τη λειτουργία και την αναπαραγωγή τους επαρκώς ώστε να συνεχίσουν να εργάζονται. Οι εργαζόμενοι με μισθούς και παροχές κάτω από αυτό το επίπεδο είναι στην πραγματικότητα άποροι. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης του Παγκόσμιου Νότου. Οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί εκεί που είναι κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης. Είναι η υπερεκμετάλλευση που επιτρέπει στις ιμπεριαλιστικές πολυεθνικές να καρπώνονται τα υπερκέρδη τους από το εμπόριο, την τιμολόγηση και το εισόδημα από επενδύσεις.
Στο αρχικό μας άρθρο, αναρωτηθήκαμε αν η «υπερεκμετάλλευση», η οποία αναμφίβολα υπάρχει, ήταν απαραίτητα ο κύριος μοχλός μεταφοράς υπεραξίας από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες. Κατά την άποψή μας, ο μηχανισμός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της μεταφοράς υπεραξίας έκανε τη δουλειά του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε στην υπερεκμετάλλευση ως κύρια αιτία.
Επιπλέον, η διεθνής υπερεκμετάλλευση σήμαινε ότι υπήρχε κάποιο μέσο διεθνές επίπεδο μισθών που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέτρο της αξίας της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά ενώ υπάρχουν διεθνείς αγοραίες τιμές για τα εξαγώγιμα αγαθά και τις υπηρεσίες, δεν υπάρχει διεθνής μισθός. Οι μισθοί καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ισορροπία του συσχετισμού δύναμης μεταξύ καπιταλιστών και εργαζομένων σε κάθε χώρα. Βέβαια, υπάρχουν διεθνείς πιέσεις και οι εγχώριες καπιταλιστικές εταιρείες του Παγκόσμιου Νότου που ανταγωνίζονται στις παγκόσμιες αγορές τις εξαιρετικά πιο προηγμένες τεχνολογικώς εταιρείες του ιμπεριαλιστικού μπλοκ μπορούν συχνά να επιβιώσουν μόνο με το να ρίχνουν τους μισθούς των εργαζομένων τους. Αλλά αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό της υπεραξίας ή της εκμετάλλευσης αυξάνεται για να αντισταθμίσει την απώλεια υπεραξίας στο διεθνές εμπόριο με τις ιμπεριαλιστικές εταιρείες με δεδομένες τις πιο παραγωγικές τεχνολογίες τους.
Πράγματι, στο αρχικό μας άρθρο, διαπιστώσαμε ότι ήταν ένας συνδυασμός των δύο παραγόντων: καλύτερη τεχνολογία που μειώνει το κόστος ανά μονάδα για τις πλούσιες οικονομίες, καθώς και υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης στις φτωχότερες χώρες που συνέβαλε σε αυτό το 1% του ΑΕΠ που μεταφέρεται ετησίως ως κέρδος από τις BRICS στην ομάδα των ιμπεριαλιστικών χωρών. Διαπιστώσαμε ότι ήταν περίπου 60:40 η συμβολή της πιο παραγωγικής τεχνολογίας έναντι των υψηλότερων ποσοστών εκμετάλλευσης στη μεταφορά υπεραξίας από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες.
Θα μπορούσαμε να μετρήσουμε αν η μεταφορά αξίας οφείλεται στην «υπερεκμετάλλευση ή όχι; Ένας τρόπος θα ήταν να εξετάσουμε τα εθνικά επίπεδα μισθών φτώχειας. Διαφέρουν έντονα μεταξύ των χωρών και μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. Αν αυτά τα επίπεδα μπορούν να θεωρηθούν το σημείο καμπής των μισθών πάνω ή κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, τότε το ποσοστό των εργαζομένων τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες που κερδίζουν λιγότερα από αυτά τα εθνικά επίπεδα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι υπό «υπερεκμετάλλευση».
Το θέμα εδώ είναι ότι υπάρχουν επίσης εργαζόμενοι στις ιμπεριαλιστικές «πλούσιες» οικονομίες που τελούν υπό «υπερεκμετάλλευση» με αυτό το κριτήριο. Και με τη σειρά τους, υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι στις φτωχές χώρες που κερδίζουν πάνω από τα εθνικά επίπεδα μισθών φτώχειας.
Κοιτάξτε τα επίπεδα μισθών φτώχειας για τις οικονομίες G7 και BRIC που υπολόγισα από πηγές της Παγκόσμιας Τράπεζας. Με βάση την αναλογία των εργαζομένων που κερδίζουν λιγότερο από το ποσοστό μισθού φτώχειας στις αντίστοιχες χώρες (όπως παρέχεται από την Παγκόσμια Τράπεζα), υπολογίζω ότι περίπου το 5-10% των εργαζομένων της G7 υφίσταται «υπερεκμετάλλευση», ενώ στις χώρες BRICS το ποσοστό αυτό είναι περίπου 25-30%. Αλλά αυτό εξακολουθεί να σημαίνει ότι το 70% των εργαζομένων στις BRICS, ενώ κερδίζουν πολύ λιγότερα ημερησίως από τους εργαζόμενους της G7, δεν κερδίζουν κάτω από την αξία της εργατικής τους δύναμης σε εθνική βάση. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στον Παγκόσμιο Νότο είναι τεράστια, αλλά η υπερεκμετάλλευση ως τέτοια δεν είναι η κύρια αιτία.
Συνοψίζοντας, αυτό που επιβεβαιώνουν αυτές οι νέες μελέτες είναι ότι ο ιμπεριαλισμός μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με οικονομικούς όρους: είναι η διαρκής μεταφορά υπεραξίας στις πλούσιες χώρες από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου μέσω της άνισης ανταλλαγής στο διεθνές εμπόριο και μέσω των καθαρών ροών κερδών, τόκων και προσόδων από επενδύσεις και πλούτο που ανήκουν στις πλούσιες χώρες εντός των φτωχών χωρών. Η διαδικασία αυτή αναπτύχθηκε πριν από περίπου 150 χρόνια και παραμένει.