του Claudio Katz,
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε το Κεφάλαιο 11, «Όψεις και Προβλήματα της Έννοιας της Υπερεκμετάλλευσης» (Insights and Problems of the Super-exploitation Concept) από το βιβλίο του Κλαούντιο Κατζ υπό τον τίτλο «Η θεωρία της εξάρτησης μετά από 50 χρόνια: η συνεχιζόμενη σημασία της κριτικής σκέψης της Λατινικής Αμερικής» (Katz, C. (2022). Dependency theory after fifty years: the continuing relevance of Latin American Critical Thought (Vol. 207). Brill.).
Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί μια από τις πιο περιεκτικές επιθεωρήσεις της βιβλιογραφίας για τη λεγόμενη θεωρία της (ιμπεριαλιστικής) εξάρτησης, ενώ επιλέγουμε να παρουσιάσουμε το συγκεκριμένο κεφάλαιο, το οποίο επικεντρώνει σε μια κριτική της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, διότι παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο όλα τα επιχειρήματα που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί ενάντια στην ιδέα ότι αυτή η έννοια αποτελεί την πλέον ουσιαστική και κεντρική έννοια για μια εξαρτημένη εθνική οικονομία. Μάλιστα, ο συγγραφέας προτείνει μια εναλλακτική θεώρηση που παραδέχεται την ύπαρξη μιας ιεραρχίας διαφορετικών εθνικών αξιών της εργασιακής δύναμης.
Έχουμε αρθρογραφήσει και μεταφράσει επανειλημμένα για τη σημασία της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό τόσο του εξαρτημένου καπιταλισμού, όσο και του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού γενικότερα (βλ. συγκεντρωμένα εδώ). Οπότε αρκούμαστε στο να επισημάνουμε ότι η κριτική του Κατζ αποτυγχάνει κυρίως για δύο λόγους:
- Όπως αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο ανάλογο σημείωμά μας, ο συγγραφέας δεν αντιλαμβάνεται ότι – όπως συμβαίνει και με τη σχετική υπεραξία – το περιεχόμενο της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας είναι διαφορετικό στο επίπεδο αφαίρεσης μιας ενιαίας κοινωνίας («αμοιβή/μισθός κάτω από την – τρέχουσα – αξία της εργασιακής δύναμης») από ότι στο επίπεδο αφαίρεσης στο οποίο εμφανίζονται διαφορετικά ατομικά κεφάλαια, κλάδοι της οικονομίας και εθνικοί κοινωνικο-οικονομικοί σχηματισμοί. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η έννοια αποχτά σχετικό περιεχόμενο και όχι απόλυτο, αφορά δηλ. τη σύγκριση της αξίας της εργασιακής δύναμης και του βαθμού εκμετάλλευσης (ποσοστού υπεραξίας) μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών χώρων παραγωγής (επιχείρηση, κλάδος, εθνική οικονομία), σε σχέση μάλιστα και με τις αντίστοιχες διαφορές παραγωγικότητες της εργασίας, στην κατεύθυνση της ανάλογης θέσης του Σαμίρ Αμίν, την οποία αναφέρει και ο Κατζ στο παρόν κεφάλαιο.
- Λόγω ενός υφέρποντος δογματισμού που διστάζει να εντάξει νέες θεμελιώδεις έννοιες στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, πέραν αυτών που εισήγαγε ο ίδιος ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, σε ένα, όμως, πολύ διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο.
Επιφυλασσόμαστε να αρθρογραφήσουμε στο μέλλον πιο συγκεκριμένα για μια πιο πλήρη περιγραφή της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, τέτοια που να απαντά και στην κριτική που συνοψίζει ο Κατζ, ενώ, προς το παρόν, παραπέμπουμε σε απαντήσεις που έχουν δοθεί από άλλους συγγραφείς, όπως ο Adrián Sotelo Valencia (Valencia, A. S. (2020). United States in a World in Crisis: The Geopolitics of Precarious Work and Super-exploitation. In United States in a World in Crisis. Brill, βλ. Κεφάλαιο 4, και ιδιαίτερα παρ. 10 και 11) και ο Jaime Osorio (Osorio, J. (2022). Assessing a proposal for updating the Marxist theory of dependency. Latin American Perspectives, 49(1), 153-165.).
Τέλος, κλείνουμε με τις εξής δύο παρατηρήσεις:
- Είναι συζητήσιμο αν υπάρχει πραγματικά διακριτή «θεωρία της εξάρτησης» από τη σκοπιά της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό. Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία των διεθνών σχέσεων στο καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα στην εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Επομένως, από τη μια αποτελεί μια κεντρική έννοια στην ευρύτερη θεωρία του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού και όχι μια ξεχωριστή θεωρία, ενώ, από την άλλη, χωρίς την ιμπεριαλιστική εξάρτηση ακυρώνεται και η θεωρία του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού…
- Οι εκδόσεις στη διεθνή μαρξιστική βιβλιογραφία γύρω από τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση συνεχίζουν να πληθαίνουν, την ίδια ώρα που οδεύουμε προς ένα νέο κύμα αντι-αποικιακών κινημάτων, αλλαγών κ.ο.κ., όπως και προς έναν πιο «πολυπολικό» κόσμο. Η πραγματικότητα αυτή έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την κατάσταση τόσο στις μεγαλύτερες οργανώσεις και κόμματα της κομμουνιστικής Αριστεράς στη χώρα μας (και στις χώρες της ιμπεριαλιστικής «Δύσης» γενικότερα), όσο και ανάμεσα στους «οργανικούς διανοούμενους», ακαδημαϊκούς και μη, της Αριστεράς αυτής, καθώς προτιμώνται άλλες έννοιες («ολοκληρωτικός καπιταλισμός», «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», «αλληλεξάρτηση», «παγκοσμιοποίηση» κ.ο.κ.), οι οποίες δεν έχουν καταφέρει ούτε αντίστοιχα πολιτικά αποτελέσματα, αλλά ούτε και ακαδημαϊκά, εδώ και δεκαετίες που κυκλοφορούν στη σχετική «αγορά» των ιδεών…
Διονύσης Περδίκης
Η υπερεκμετάλλευση αποτελούσε κεντρική θέση της θεωρίας της εξάρτησης που διατύπωσε ο Marini. Υποστήριζε ότι οι άρχουσες τάξεις της περιφέρειας αντισταθμίζουν την υποδεέστερη θέση τους στην παγκόσμια αγορά με την αμοιβή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της. Μέσω αυτής της πρόσθετης απορρόφησης υπεραξίας, οι καπιταλιστές διατηρούν τα κέρδη τους και επιβάλλουν χαμηλότερους μισθούς για περισσότερες και πιο έντονες εργάσιμες ημέρες. Χρησιμοποιώντας αυτούς τους μηχανισμούς, αντιμετωπίζουν την επιδείνωση των όρων εμπορίου που προκαλείται από την παροχή πρώτων υλών και την απόκτηση βιομηχανικών προϊόντων. Δεδομένου ότι οι κυρίαρχοι όμιλοι δίνουν προτεραιότητα στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αγνοούν το χαμηλό επίπεδο των λαϊκών εισοδημάτων και τη συνακόλουθη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς.
Ο Marini απέδωσε την εδραίωση αυτού του μοντέλου στον ιστορικό υπερπληθυσμό της Λατινικής Αμερικής, υποστηρίζοντας ότι ο μεγάλος όγκος της ιθαγενούς εργασίας, ενισχυμένος από τις μεταναστευτικές ροές, παρείχε τα δημογραφικά πλεονάσματα που ήταν απαραίτητα για να στηριχθεί η υπερεκμετάλλευση (Marini, 1973: 38-49). Πρότεινε αυτή την ερμηνεία της υπανάπτυξης σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους, οι οποίοι εξηγούσαν την περιφερειακή καθυστέρηση με την αποτυχία εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και ενθάρρυνσης των ξένων επενδύσεων. Επίσης, αντιπαρέβαλε την προσέγγισή του με εκείνη των κεϋνσιανών, οι οποίοι τόνιζαν το χαμηλό επίπεδο κρατικής στήριξης της εκβιομηχάνισης (Marini, 2005: 139-150). Έτσι, η υπερεκμετάλλευση έγινε αντιληπτή ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της κοινωνικοοικονομικής διαμόρφωσης της περιοχής.
1 Λογική και Ερμηνεία
Οι κυριότεροι αντίπαλοι του Marini εκείνη την εποχή αντιτάχθηκαν στην ιδέα αυτή, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα συγκυριακό χαρακτηριστικό που στερείται θεωρητικής σημασίας. Υποστήριξαν ότι εξέφραζε πρωτόγονες μορφές απόλυτης υπεραξίας, κάτι που διαψεύστηκε από τις αποφασιστικές επενδύσεις εκβιομηχάνισης της Βραζιλίας τη δεκαετία του 1960 (Cardoso και Serra, 1978). Ο μαρξιστής θεωρητικός απάντησε διευκρινίζοντας ότι η υπερεκμετάλλευση περιελάμβανε αυξήσεις στην παραγωγικότητα και δεν σήμαινε απλώς το περεταίρω ξεζούμισμα του εργατικού δυναμικού (Marini, 1973: 91-101- 1978: 57-106). Υποστήριξε ότι αποτελούσε μια μορφή σχετικής υπεραξίας στις ενδιάμεσες οικονομίες και πρόσθεσε ότι ο βιομηχανικός εκσυγχρονισμός συνέβαινε στις περιοχές εκείνες με λιγότερες επενδύσεις αιχμής και περισσότερες φυσικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους.
Ο Marini υπογράμμισε την επικράτηση αυτού του αμαλγάματος κατά την περίοδο της εκβιομηχάνισης για την υποκατάσταση των εισαγωγών. Ανέλυσε τις ιδιαιτερότητες της μισθωτής εργασίας χωρίς να προβάλλει τη νέα του έννοια πίσω στον 19ο αιώνα. Έτσι, η εφαρμογή αυτής της ιδέας σε ημικαπιταλιστικές δομές όπως στο Απαρτχάιντ, το οποίο παραβίαζε τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, είναι συζητήσιμη. Ο Βραζιλιάνος στοχαστής τόνισε επίσης ότι η θεωρία του δεν συνεπάγεται στασιμότητα. Όπως και ο Μαρξ, έβλεπε τις επιπτώσεις της απόλυτης φτωχοποίησης να περιορίζονται σε συγκεκριμένους τομείς (Marini, 1973: 81-101). Ο συγγραφέας του Κεφαλαίου εντόπισε αυτή τη δυστυχία κυρίως στους ανέργους κατά την αγγλική εκβιομηχάνιση του 19ου αιώνα και ο Marini στους πιο ευάλωτους τομείς της σύγχρονης περιφέρειας. Ο σημαντικότερος ερμηνευτής του Marini εκείνα τα χρόνια διευκρίνισε ότι η υπερεκμετάλλευση δεν συνεπάγεται μια γενική επιδείνωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων· προσπαθούσε απλώς να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του εργατικού δυναμικού στην εκβιομηχανισμένη περιφέρεια (Bambirra, 1978: 70-73).
Ο Marini διχώριζε τη θέση του από άλλες διατυπώσεις περί της ακραίας καταπίεσης της εργασίας. Δεν χαρακτήρισε την υπερεκμετάλλευση ως μια πρόσθετη κατάχρηση (Σ.τ.Μ., abuse). Συμμεριζόταν την ηθική τους αγανάκτηση ενάντια σε αυτές τις καταχρήσεις, αλλά ο στόχος του ήταν να εξηγήσει ένα χαρακτηριστικό των εξαρτημένων οικονομιών. Για τον λόγο αυτό, δεν συνέδεσε την ιδέα του με την τεϋλοριανή υποβάθμιση που καταγγέλλεται από τους ερευνητές του διοικητικού ελέγχου. Η προσέγγιση αυτή ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο η διοίκηση διαχωρίζει τη σύλληψη από την υλοποίηση των εργασιών για να μειώσει τον έλεγχο των εργαζομένων επί της δραστηριότητάς τους. Ο Marini έδειξε μια άλλη κατεύθυνση – προσπάθησε να εξηγήσει τις συνθήκες των μισθωτών εργατών στην περιφέρεια σε στενή σύνδεση με την επικρατούσα λογική της υπανάπτυξης στις περιοχές αυτές.
2 Συμβατές Ενστάσεις
Ορισμένοι θεωρητικοί συμμερίζονταν τη θεωρία της εξάρτησης του Marini χωρίς να αποδέχονται την έννοια της υπερεκμετάλλευσης. Επισήμαναν το ασυμβίβαστο του καπιταλισμού με τη γενικευμένη αμοιβή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της (Cueva, 2012: 200). Υπενθύμισαν ότι ο Μαρξ είχε καταδείξει πώς η αντικειμενική λογική αυτού του συστήματος εξασφάλιζε την κανονική αναπαραγωγή των μισθωτών εργατών μέσω των αμοιβών που καθόριζε η αγορά εργασίας. Με αυτές τις αμοιβές διαιωνίζεται η εξαγωγή της υπερεργασίας που δημιουργεί υπεραξία.
Ο Cueva τόνισε ότι ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται πρόσθετους μηχανισμούς για να τα βγάλει πέρα και υποστήριξε ότι η υποαμοιβή των μισθωτών εργατών παραβιάζει τις αρχές της συσσώρευσης. Αυτές οι αρχές συνεπάγονται την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης μέσω τιμών ανάλογων με την αξία του εν λόγω εμπορεύματος. Η παραβίαση αυτών των κριτηρίων θα απειλούσε την ίδια την επιβίωση των εργαζομένων. Εάν δεν λάμβαναν τα αγαθά που απαιτούνται για τη διαβίωσή τους, θα έτειναν να υποστούν μια φθορά που θα υπονόμευε το απαραίτητο ανθρώπινο στοιχείο του συστήματος. Ο κοινωνιολόγος του Ισημερινού ανέλυσε ένα προηγούμενο αυτού του τύπου στη διερεύνηση της δημογραφικής σφαγής που υπέστη η Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια της πρωτόγονης απο-συσσώρευσης του 19ου αιώνα (Cueva, 1973: 65-78).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπερεκμετάλλευση λειτουργεί με άλλα μέσα, μέσω της καπιταλιστικής ιδιοποίησης των μελλοντικών ετών του εργάτη. Αυτό θα λειτουργούσε μέσω της πρόωρης εξάντλησης της εργασιακής ικανότητας των μισθωτών εργατών (Bueno, 2016: 91- 95). Ωστόσο, αυτού του είδους η πίεση στην πραγματικότητα συνυπάρχει με την αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής των εργαζομένων. Το σύστημα εμποδίζει μια σημαντική μείωση της εργάσιμης ημέρας σύμφωνα με την αυξημένη παραγωγικότητα, αλλά δεν εμποδίζει την κανονική αναπαραγωγή των εργαζομένων. Ο καπιταλισμός αναδημιουργείται με βίαιους τρόπους, αλλά δεν καταστρέφει το κύριο θεμέλιό του. Είναι αλήθεια ότι ένας μεγάλος εφεδρικός στρατός παρέχει νέα σώματα για να αντισταθμίσει τη φθορά των εργατών, αλλά αυτή η υποκατάσταση δεν λειτουργεί καθαρά μέσω της αντικατάστασης των εργατικών τμημάτων, όπως συνέβη με τους Μίτα στο Περού ή με τη δουλεία της αποικιοκρατικής εποχής. Η υπερεκμετάλλευση προσδιορίζεται επίσης από την υποβάθμιση της κοινωνικο-ιστορικής συνιστώσας της εργασιακής δύναμης, η οποία δεν επηρεάζει απαραίτητα τη βιολογική βάση του εν λόγω πόρου (Bueno, 2016: 102). Αλλά αν το πρώτο στοιχείο των κοινωνικο-πολιτισμικών βελτιώσεων αντιμετωπίζει μόνιμη και συστηματική υποβάθμιση, οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ηγέτιδα δύναμη μιας διαδικασίας χειραφέτησης. Θα αποτελούσαν ένα ανυπεράσπιστο πλήθος μακριά από τις μετασχηματιστικές δυνατότητες των καταπιεσμένων που οραματιζόταν ο Marini.
Ο Cueva επέκρινε την αντίληψη του Marini, ενώ συμμεριζόταν τις διαπιστώσεις του για τη δραματική κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι μισθωτοί εργάτες της Λατινικής Αμερικής. Ανέφερε επίσης ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάποιος όρος που να αναφέρεται σε αυτές τις εφιαλτικές καταστάσεις. Υποστήριξε λοιπόν ότι οι θεωρητικές ανακρίβειες της υπερεκμετάλλευσης δεν ακυρώνουν την πρακτική παρουσία κάτι παρόμοιου με την κατηγορία αυτή (Cueva, 2012: 200). Η διαφωνία του με την έννοια, ενώ πλησίαζε περισσότερο στη μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης, άνοιξε το δρόμο για ορισμένους σημαντικούς προβληματισμούς.
3 Χαμηλή Αξία της Εργασιακής Δύναμης
Πώς θα μπορούσε να επαναδιατυπωθεί η διαίσθηση του Marini χωρίς τα εννοιολογικά προβλήματα της υπερεκμετάλλευσης; Υπάρχει κάποια διατύπωση συμβατή τόσο με τις ενστάσεις του Cueva όσο και με τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού στις εξαρτημένες οικονομίες; Η απλούστερη λύση είναι να υποθέσουμε ότι στις περιοχές αυτές επικρατεί μια χαμηλή αξία της εργασιακής δύναμης. Αυτή η θέση είναι σύμφωνη με την άποψη του Μαρξ για τον μισθό ως πληρωμή ανάλογη με το κόστος αναπαραγωγής των μισθωτών. Επιπλέον, αναγνωρίζει το μέγεθος του εφεδρικού στρατού και την ύπαρξη σημαντικά χαμηλότερων μισθών στη βιομηχανοποιημένη περιφέρεια.
Αρκετοί συγγραφείς έχουν επισημάνει ότι αυτή η απόκλιση στις αμοιβές έχει ως ιστορική βάση τις διαφορές παραγωγικότητας (Figueroa, 1986: 113-122). Η ταξική πάλη τροποποιεί τους μέσους εθνικούς μισθούς στο πλαίσιο αυτής της διαφορικής συνθήκης, η οποία διαχωρίζει δομικά μια υπανάπτυκτη περιοχή από μια προηγμένη. Οι αξίες της εργασιακής δύναμης (και τα αντίστοιχα καλάθια κατανάλωσης) διαφέρουν επομένως σημαντικά. Αυτές οι μισθολογικές διαφορές σταθεροποιούνται σύμφωνα με δύο διαδικασίες: τη θέση που καταλαμβάνει κάθε χώρα στην παγκόσμια διαστρωμάτωση (κέντρο, ημιπεριφέρεια ή περιφέρεια) και το εσωτερικό επίπεδο ανάπτυξής της (προηγμένες, ενδιάμεσες ή καθυστερημένες οικονομίες). Οι δύο αυτές διαστάσεις συνδέονται στενά, αλλά έχουν και κάποια αυτονομία η μία από την άλλη.
Οι εθνικοί μισθοί δεν αποτελούν σταθερά και αμετάβλητα μεγέθη. Αυξάνονται ή μειώνονται μαζί με τις μεταλλάξεις που συμβαίνουν στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι χαμηλές τιμές της εργασιακής δύναμης στην περιφέρεια αντανακλώνται στην έκταση της φτώχειας, η οποία επηρεάζει τόσο τον επισφαλή όσο και τον επίσημο τομέα των μισθωτών. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η υψηλή αξία αυτού του πόρου περιορίζει το δράμα της εξαθλίωσης μόνο σε όσους είναι αποκλεισμένοι (Portes, 2004: Κεφάλαια 1, 4). Και στις δύο περιπτώσεις, οι τιμές του εμπορεύματος της εργασίας καθορίζονται από τους καπιταλιστικούς κανόνες εκμετάλλευσης. Και στις δύο περιπτώσεις, επίσης, η κίνηση των μισθών καθορίζεται μακροπρόθεσμα από τις αντικειμενικές τάσεις (παραγωγικότητα και δημογραφική βάση) και σε συγκυριακή βάση από τη φάση του κύκλου (ευημερία ή ύφεση). Η δράση των εργαζομένων (ένταση της ταξικής πάλης) καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό το πρότυπο μεταβαλλόμενων και διαστρωματωμένων αξιών της εργασιακής δύναμης (υψηλές στο κέντρο, χαμηλές στην περιφέρεια, μεσαίες στην ημιπεριφέρεια) απαιτεί τη χρήση κλασικών μαρξιστικών εννοιών διαφορετικών από τις αρχές της υπερεκμετάλλευσης.
4 Στατιστική ασάφεια (Σ.τ.Μ., irresolution)
Οι εννοιολογικές αντιπαραθέσεις σχετικά με την αξία της εργασιακής δύναμης δεν επιλύονται με υπολογισμούς διαφορετικών εθνικών μεγεθών. Το ίδιο ισχύει και για τη θεωρία της υπερεκμετάλλευσης. Δεν είναι ένα γεγονός που μπορεί να επιβεβαιωθεί με παραδείγματα μεγαλύτερων δεινών εκ μέρους των μισθωτών εργαζομένων στην περιφέρεια. Ορισμένοι συγγραφείς επισημαίνουν τη συντόμευση του εργασιακού βίου ή την κλίμακα του εφεδρικού στρατού ως δείκτες πληρωμής κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης (Ruiz Acosta, 2013: 5-89). Ωστόσο, τα ίδια στοιχεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη της χαμηλής αξίας της εργασιακής δύναμης. Αυτές οι παράμετροι απεικονίζουν το βιοτικό επίπεδο και όχι τα είδη αμοιβής.
Ο Μαρξ ποτέ δεν εξίσωσε τον μισθό με τη συντήρηση των εργαζομένων σε ένα καθαρό επίπεδο διαβίωσης. Διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά σε αυτό το θέμα από τους κλασικούς οικονομολόγους. Ταύτισε το μέγεθος του εισοδήματος των εργαζομένων με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την αναπαραγωγή τους, ο οποίος περιλαμβάνει φυσικές και κοινωνικές συνιστώσες. Το πρώτο θα μπορούσε να μετρηθεί με τα επίπεδα τροφής, ένδυσης και στέγασης, αλλά το δεύτερο περιλαμβάνει τα δικαιώματα που έχουν κατακτήσει οι εργαζόμενοι καθώς και την πρόοδο της παραγωγικότητας, η ποσοτικοποίηση της οποίας είναι πιο πολύπλοκη. Δεν υπάρχει αυστηρό μέγεθος μισθών που να υποδεικνύει τι απαιτείται για την κάλυψη και των δύο συνιστωσών – όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται οι ανάγκες που συνιστούν την αξία της εργασιακής δύναμης. Ποια αγαθά περιλαμβάνονται και ποια δεν λαμβάνονται υπόψη; Περιλαμβάνουν αυτές οι ανάγκες ένα αυτοκίνητο, τις διακοπές και τις υπηρεσίες υγείας;
Χρησιμοποιώντας ένα πολύ απαιτητικό κριτήριο που περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ισχύει η υπερεκμετάλλευση. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την Ιαπωνία, αν τα δυτικά πρότυπα ευημερίας ληφθούν ως σημείο αναφοράς. Χρησιμοποιώντας ένα πιο χαλαρό κριτήριο, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το βαρύ φορτίο της υπερεκμετάλλευσης δεν ισχύει για το Μπαγκλαντές. Στη χώρα αυτή, υπάρχει μια στοιχειώδης αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης μέσω ενός εξαιρετικά βασικού καλαθιού κατανάλωσης.
Η μεγάλη ποικιλομορφία των εθνικών παραμέτρων που υπάρχουν σήμερα για τον καθορισμό των προτύπων φτώχειας καταδεικνύει αυτή τη στατιστική πολυπλοκότητα. Οι εκτιμήσεις στην Αργεντινή (33,2% του πληθυσμού) τοποθετούν το ποσοστό αυτό στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Βολιβίας (32,7%) και πάνω από τον μέσο όρο της Λατινικής Αμερικής (28,2%). Η ασυνέπεια αυτών των συγκρίσεων δείχνει το βαθμό στον οποίο η απλή μέτρηση δεν επιλύει το πρόβλημα.
Ένα άλλο παράδειγμα του ίδιου περιορισμού μπορεί να βρεθεί στην πρόσφατη συζήτηση σχετικά με τη συνέχεια, την εξάλειψη ή την επιδείνωση της υπερεκμετάλλευσης υπό την κυβέρνηση Λούλα (Bueno, 2016: 133-136, 205- 209). Κατά τη διάρκεια αυτής της κυβέρνησης, η ανεργία και η φτώχεια μειώθηκαν καθώς αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός, αλλά αυξήθηκαν επίσης η επισφάλεια και το ποσοστό εναλλαγής της εργασίας. Ανάλογα με τη βαρύτητα που αποδίδεται σε καθέναν από αυτούς τους παράγοντες προκύπτουν αντίθετα συμπεράσματα. Η υπερεκμετάλλευση στερείται επομένως άμεσων μαθηματικών εκφράσεων. Οι φυσικές και κοινωνικές ανάγκες δεν ορίζονται με μοντέλα ή αριθμούς που μπορούν να ληφθούν ως σημεία αναφοράς. Από την άλλη πλευρά, οι συγκριτικές παράμετροι είναι χρήσιμες για την αξιολόγηση υψηλών, χαμηλών ή μεσαίων τιμών της εργασιακής δύναμης. Η αντίθεση των εθνικών μεγεθών υποδεικνύει τις σχετικές θέσεις σε μια κατάταξη πληρωμών ισοδύναμων με αυτές που απαιτούνται για την αναπαραγωγή των εργαζομένων.
5 Η κομβικότητα των μεταφορών
Η ταξινόμηση των διαφορετικών αξιών της εργασιακής δύναμης συνάδει με τις ερμηνείες της υπανάπτυξης που επικεντρώνονται στη μεταφορά υπεραξίας από την περιφέρεια στο κέντρο. Αυτή η προσέγγιση δεν τοποθετεί την αιτία της κοινωνικής και οικονομικής καθυστέρησης ορισμένων χωρών στην υπερεκμετάλλευση. Ο Dussel εξέφρασε αυτή την άποψη διαφωνώντας με τον Marini. Στηρίχθηκε στην οπτική των μαρξιστών οικονομολόγων (Bauer, Grossman, Rosdolsky, Mandel) που εξηγούσαν πώς λειτουργεί η μετακίνηση της υπεραξίας από τις καθυστερημένες προς τις προηγμένες οικονομίες. Αυτή η αποστράγγιση πραγματοποιείται μέσω των τιμών που επικρατούν στην παγκόσμια αγορά. Η συγκέντρωση δραστηριοτήτων που απαιτούν σύνθετη εργασία, ανεπτυγμένες τεχνολογίες και σημαντικές επενδύσεις στις προηγμένες οικονομίες καθορίζει ότι οι τιμές των προϊόντων τους είναι υψηλότερες από τις αξίες τους. Για παράδειγμα, ανταλλάσσουν την εργασία μιας ημέρας με τρεις από άλλη χώρα, ενώ το αντίστροφο συμβαίνει με τις υπανάπτυκτες οικονομίες.
Αυτές οι διεθνείς μεταφορές διαφέρουν ποιοτικά από την ιδιοποίηση της αξίας στο εσωτερικό κάθε έθνους. Στην τελευταία περίπτωση, τα πιο συγκεντρωμένα κεφάλαια αυξάνουν τα κέρδη τους εις βάρος των πιο υποτυπωδών, υπό τον κανόνα των εθνικών προτύπων τιμών, νομισμάτων και συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σε παγκόσμια κλίμακα, αντίθετα, επικρατούν κανόνες που σταθεροποιούν τις σχέσεις εξάρτησης. Οι μεταφορές υπεραξίας μεταξύ διαφορετικών αστικών τάξεων δεν συνεπάγονται κανενός είδους εκμετάλλευση. Αντιπροσωπεύουν τρόπους κυριαρχίας που ρυθμίζονται από την ανάγκη ανταγωνισμού υπό συνθήκες δυσμενείς για την περιφέρεια. Η δυναμική του νόμου της αξίας σε διεθνή κλίμακα προκαλεί αυτή την ανακατανομή της υπεραξίας υπέρ των πιο προηγμένων οικονομιών. Οι καπιταλιστές των μεγάλων δυνάμεων ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους με περισσότερη εργασία από αυτή που ενσωματώνεται στα προϊόντα που πωλούν.
Ο Marini αποδέχθηκε τη σημασία αυτού του μηχανισμού, αλλά δεν ανέλυσε τη λειτουργία του. Στο κλασικό του κείμενο, τόνισε την κεντρική σημασία της άνισης ανταλλαγής ως καθοριστικού παράγοντα της υπερεκμετάλλευσης. Ωστόσο, αναπτύσσοντας τη θέση του κατέληξε να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στη δεύτερη διαδικασία από ό,τι στην πρώτη συνθήκη (Marini, 1973: 24-37). Ο Dussel αμφισβητεί αυτή την αναλυτική στροφή που μετατρέπει την υπερεκμετάλλευση στην κύρια αιτία των διεθνών ανισορροπιών. Υποστηρίζει ότι οι συνθήκες εργασίας στην περιφέρεια αποτελούν αποτέλεσμα και όχι αιτία της υπανάπτυξης. Κατά την άποψή του, ο Marini μπέρδεψε τις αιτίες με τις συνέπειες (Dussel, 1988: 355-357). Το επιχείρημα αυτό είναι συμβατό με τη μαρξιστική θεωρία εξάρτησης˙ όπως και με τον Cueva προηγουμένως, η διόρθωση των λαθών επιτρέπει τη βελτίωση της θεωρίας.
Με την ανάδειξη του ρόλου των μεταφορών υπεραξίας, η λογική της εξάρτησης τοποθετείται εντός της παγκόσμιας δυναμικής της συσσώρευσης. Στο πλαίσιο αυτό ορίζονται οι κεντρικές και περιφερειακές εισαγωγές και τα ανόμοια επίπεδα ανάπτυξης. Οι διαφορές στην αξία της εργασιακής δύναμης συνάδουν με τη θέση που καταλαμβάνει κάθε ανταγωνιστής στην παγκόσμια σκηνή. Ο Marini έδωσε έμφαση στο βάρος της παγκόσμιας διαστρωμάτωσης και συμπέρανε από αυτή την πυραμίδα τη συμπεριφορά των αστικών τάξεων της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες αντιστάθμισαν τις δυσμενείς θέσεις με υπερεκμετάλλευση. Δεν αντιλήφθηκε ότι αυτό το αντιστάθμισμα θα ήταν το πολύ ένα δευτερεύον αποτέλεσμα και όχι το επίκεντρο της εξάρτησης. Η διόρθωση που εισήγαγε ο Dussel μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε την υπερβολική έμφαση στην υπερεκμετάλλευση. Συμβάλλει επίσης στην αντικατάσταση της πληρωμής κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης με μια πληρωμή ανάλογη με τη χαμηλή αξία αυτού του πόρου. Με αυτή την αναδιατύπωση, η επικαιροποίηση της θεωρίας της εξάρτησης μπορεί να προχωρήσει.
6 Εξάρτηση χωρίς Υπερεκμετάλλευση
Το πλεονέκτημα της διατύπωσης μιας προσέγγισης της εξάρτησης χωρίς προσφυγή στην έννοια της υπερεκμετάλλευσης επιβεβαιώνεται από την οπτική του Amin. Η άποψη αυτή αναδεικνύει την εγγενή φύση της παγκόσμιας πόλωσης και τους μηχανισμούς ιδιοποίησης της υπεραξίας που χρησιμοποιούν οι μητροπολιτικοί καπιταλιστές. Αποδίδει αυτή την αρπαγή (Σ.τ.Μ., υπεραξίας) στη σύγκλιση διαφορετικών οικονομικοκοινωνικών σχηματισμών σε μια ενιαία παγκόσμια αγορά, τονίζοντας ότι οι κυρίαρχες και υποτελείς δομές που αναπαράγουν την παγκόσμια ανισότητα λειτουργούν σε αυτό το επίπεδο. Αυτή η ανομοιότητα ενισχύει τα αυτόκεντρα μοντέλα των προηγμένων χωρών και τις αποδιαρθρωμένες διαδικασίες που επικρατούν στην περιφέρεια (Amin, 2008: 237-242- 2003: Κεφάλαιο 4). Αυτός ο χαρακτηρισμός υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις εξάρτησης καθορίζονται από τις πολωμένες δομές της παγκόσμιας αγοράς, οι οποίες ενισχύουν τις ιδιαιτερότητες του εργατικού δυναμικού στις υπανάπτυκτες χώρες.
Ο Amin εξηγεί τα απίθανα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών στην περιφέρεια με τη σχετική έλλειψη κινητικότητας της εργασίας, σε σύγκριση με την ιλιγγιώδη κίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων. Σε αντίθεση με τον Marini, ο Αιγύπτιος οικονομολόγος αναλύει αυτές τις ιδιαιτερότητες της εργασιακής δύναμης στις υπανάπτυκτες οικονομίες χωρίς να χρησιμοποιεί την έννοια της υπερεκμετάλλευσης. Με εξαίρεση ορισμένα αποσπάσματα που αναφέρονται στην άνιση ανταλλαγή, δεν αναφέρει αυτόν τον όρο, ούτε αναφέρεται στην αμοιβή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της. Αξιολογεί μόνο τις καταστάσεις που προκαλούνται από μισθολογικές διαφορές που είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης έλλειψης κινητικότητας της εργασίας στην περιφέρεια. Κατά την άποψή του, οι μεταναστευτικές ροές δεν είναι συγκρίσιμες με την εντονότερη κίνηση χρήματος και εμπορευμάτων (Amin, 1973: 67-68).
Εξηγώντας τα εξαιρετικά κέρδη που προκύπτουν από τη δυσαναλογία μισθών και παραγωγικότητας, ο Amin εγκαθιδρύει μια συγκριτική σχέση μεταξύ των δύο πόλων της παγκόσμιας οικονομίας. Βρίσκει μεταβλητές παραμέτρους εξάρτησης που δεν είναι μοναδικές στη Λατινική Αμερική ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή, και διευκρινίζει αυτή την κατάσταση χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πληρωμή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της.
7 Ποικιλία των Χρήσεων
Θεωρητικοί που βρίσκονταν πολύ κοντά στον Marini ανέπτυξαν επίσης λεπτομερείς εκθέσεις της θεωρίας της εξάρτησης χωρίς να χρησιμοποιούν την έννοια της υπερεκμετάλλευσης. Αναφέρθηκαν μόνο σε αυτή την κατηγορία συγκυριακά (Σ.τ.Μ., tangentially), για να καταδείξουν πώς οι τοπικές άρχουσες τάξεις μοιράζονται το πλεόνασμα με τους ξένους εταίρους τους (Dos Santos, 1978: 320). Ο μη αναγκαίος (Σ.τ.Μ., dispensable) χαρακτήρας της κατηγορίας μπορεί επίσης να επιβεβαιωθεί από την ύπαρξη συγγραφέων που αμφισβητούν ή αποδέχονται τον όρο από έντονα αντιεξαρτησιακή οπτική γωνία. Στην πρώτη περίπτωση, η ιδέα αμφισβητείται με το σκεπτικό ότι ορίζει την αξία της εργασιακής δύναμης με έναν ανιστορικό τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πορεία της ταξικής πάλης (Castañeda και Hett, 1991: 51-66). Η ένσταση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι ολόκληρη η σταδιοδρομία του Marini σημαδεύτηκε από τη δέσμευσή του στον επαναστατικό αγώνα. Προϋποθέτει ένα αδιανόητο διαζύγιο μεταξύ της θεωρητικής του συλλογιστικής και των κοινωνικών μαχών, ξεχνώντας ότι ο Μαρίνι διατύπωσε την κατηγορία του σε στενή επαφή με τις διαδικασίες εργατικής αντίστασης στη χώρα του. Τα θεωρητικά προβλήματα της υπερεκμετάλλευσης δεν επηρεάζουν τηn σοσιαλιστική στρατηγική, την οποία ο Μαρίνι προώθησε σε ρητή αρμονία με την κουβανική επανάσταση. Παραδόξως, ο Castañeda – ο οποίος αμφισβήτησε την παράλειψη της ταξικής πάλης – κατέληξε σε ανοιχτή αντίθεση με αυτή την αρχή. Ως υπουργός Εξωτερικών μιας δεξιάς κυβέρνησης, ο Μεξικανός κριτικός παλινδρομούσε από τη μαρξιστική ορθοδοξία σε μια φανατική υπεράσπιση του νεοφιλελευθερισμού.
Αλλά η υποδοχή της υπερεκμετάλλευσης ήταν, στην πραγματικότητα, αρκετά ποικίλη σε θεωρίες αντίθετες με την θεωρία της εξάρτησης. Ορισμένες προοπτικές όχι μόνο ενέκριναν την ιδέα, αλλά και την επέκτειναν. Σε μια ανάλυση της περίπτωσης της Αργεντινής, για παράδειγμα, η έννοια εφαρμόζεται για να εξηγήσει πώς η ενισχυμένη απαλλοτρίωση των εργατών ωφελεί αποκλειστικά τους ντόπιους καπιταλιστές. Η ανάλυση αυτή υποθέτει ότι οι τοπικοί καπιταλιστές απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος μέσω ιδιοποίησης προς την αντίθετη κατεύθυνση από τις εξερχόμενες ροές που περιγράφει ο Marini. Αντί για αποστραγγίσεις, υπάρχουν εισροές υπεραξίας από το κέντρο προς την περιφέρεια (Iñigo Carrera, 2008: 20).
Τα μειονεκτήματα αυτής της οπτικής αντιμετωπίστηκαν από τον Βραζιλιάνο θεωρητικό στην έρευνά του για τον εξαρτημένο κύκλο. Αυτό που επιβεβαιώνεται εδώ είναι το πώς μια εκδοχή της υπερεκμετάλλευσης μπορεί να ενσωματωθεί σε προσεγγίσεις που βρίσκονται στον αντίποδα της προσέγγισης του Marini. Η έννοια αυτή δεν αποτελεί το κύριο κλειδί της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης.
8 Υπερεκμετάλλευση με και χωρίς τον Μαρξ
Σε ορισμένες ερμηνείες, η πληρωμή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της αποδίδεται στον ίδιο τον Μαρξ. Η εφαρμογή αυτή αναδεικνύεται στις αναλύσεις της εκμετάλλευσης που υπέστησαν οι κούληδες και οι σκλάβοι στις αποικίες (Higginbottom, 2012: 253-267). Όμως οι παραπομπές αυτές αναφέρονται σε μη μισθολογικούς τρόπους, οι οποίοι επομένως βρίσκονται εκτός των αρχών του καπιταλισμού. Ο Μαρξ διερεύνησε τη λειτουργία αυτών των παραλλαγών στην πρωταρχική συσσώρευση και στη διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, επικέντρωσε τις μελέτες του στην αγγλική περίπτωση, προκειμένου να αποκαλύψει τη λογική της εργασίας που επικρατεί στη σύγχρονη εποχή. Στην έρευνα αυτή, δεν άφησε καμία αμφιβολία για την αμοιβή της εργασιακής δύναμης στην αξία της. Αντί να διερευνήσει τις ιδιαιτερότητες μιας πρόσθετης υπεραξίας, ο Γερμανός θεωρητικός προσπάθησε να λύσει το μυστήριο ενός εμπορεύματος που δημιουργεί περισσότερη αξία από αυτήν που απαιτείται για την αναπαραγωγή του.
Είναι λάθος να υποθέσουμε ότι η υπερεκμετάλλευση υπάρχει στον Μαρξ ως εγγενής νόμος του καπιταλισμού (Nascimiento, 2013: 115-127). Αυτή η ανάγνωση όχι μόνο αποδυναμώνει τη λογική της υπεραξίας αλλά έρχεται επίσης σε αντίθεση με την προσέγγιση του ίδιου του Marini, ο οποίος έβλεπε την αμοιβή κάτω από την αξία ως ιδιαιτερότητα της περιφέρειας. Στην επανερμηνεία του φαινομένου, αυτό παρουσιάζεται ως ένα δυσδιάκριτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Οι απόψεις αυτές τείνουν να ταυτίζουν την υπερεκμετάλλευση με τη σπατάλη της εργασιακής δύναμης και υποδηλώνουν ότι ο καπιταλισμός εξαντλεί την ικανότητα των εργαζομένων να εργάζονται μέχρις εξαντλήσεως, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο μισθωτός εργάτης δεν είναι σκλάβος, διαχωρισμένος από την αγορά. Στην πραγματικότητα, οι απόψεις αυτές επιστρέφουν στην προυντονική ερμηνεία της εκμετάλλευσης ως κλοπής, αποσυνδεδεμένης από την αντικειμενική λογική της συσσώρευσης.
Άλλες τοποθετήσεις εντοπίζουν την υπερεκμετάλλευση στον Μαρξ με πιο μετριοπαθείς ερμηνείες. Περιγράφουν μόνο την χρήση της από τον ίδιο στη συζήτησή του για τις δυνάμεις που αντισταθμίζουν την τάση για μείωση του ποσοστού κέρδους (Smith, 2010: 31-32). Αλλά σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα που δεν είναι συγκρίσιμο με τη γενική λογική της υπεραξίας. Οι συγγραφείς που τονίζουν την παντελή απουσία κριτηρίων υπερεκμετάλλευσης στο Κεφάλαιο προσφέρουν πιο ακριβείς εκτιμήσεις (Carcanholo, 2013: 101-104). Οι λόγοι αυτής της παράλειψης είναι προφανείς. Ο Μαρξ προσπάθησε να αποσαφηνίσει τη φύση του σύγχρονου οικονομικού συστήματος, αντιπαραβάλλοντας τα κέρδη που προκύπτουν από την υπεραξία με προηγούμενες μορφές πλουτισμού. Εκείνα τα προ-καπιταλιστικά κέρδη προέρχονταν συχνά από την παραβίαση της ανταλλαγής ισοδυνάμων μέσω εμπορικών τεχνασμάτων. Στο σημερινό σύστημα, αυτού του είδους οι αδικίες είναι δευτερεύουσες.
Ορισμένοι θεωρητικοί αποδέχονται την πρωτοκαθεδρία αυτής της πραγμάτευσης στον Μαρξ. Τονίζουν ότι αυτό που είναι κεντρικό δεν είναι τι είπε ή παρέλειψε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, αλλά η συνέπεια αυτών των τρόπων με τη λειτουργία του καπιταλισμού. Ωστόσο, υπενθυμίζουν επίσης ότι ο Μαρξ πρότεινε την ύπαρξη μορφών «αναδιπλασιασμένης εκμετάλλευσης» (Osorio, 2013a: 10-20). Αναγνωρίζουν ότι η υπερεκμετάλλευση παραβιάζει τις αρχές στις οποίες στηρίζεται το σύστημα (νόμος της αξίας), αλλά πιστεύουν ότι αυτή η άρνηση δεν έρχεται σε αντίθεση με τη λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, υποστηρίζοντας ότι η διαλεκτική της ανάπτυξης περιλαμβάνει αυτούς τους τύπους υπερβάσεων. Υπενθυμίζουν επίσης ότι η αφηρημένη λογική του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου παίρνει άλλες μορφές στις συγκεκριμένες μορφές του τρίτου τόμου. Η πληρωμή της εργασιακής δύναμης στην αξία της στην αρχική παρουσίαση θα μεταβληθεί σε αμοιβή κάτω από αυτό το κατώτατο όριο στην επαληθεύσιμη πραγματικότητα των μισθών στην περιφέρεια (Osorio, 2013a: 10-20).
Αν όμως αυτή η παραβίαση θεωρηθεί ως κανόνας, τι νόημα έχει η θεωρία της αξίας ως οργανωτική αρχή της λογικής του καπιταλισμού; Η παράβαση θα πρέπει να θεωρηθεί το πολύ ως εξαίρεση. Δεν έχει νόημα να υποθέσουμε ότι το θεωρητικό οικοδόμημα του Κεφαλαίου λειτουργεί αντίστροφα στην πράξη. Η εξάρτηση δεν βασίζεται στην παραβίαση του νόμου της αξίας, αλλά στην εκπλήρωσή του. Αυτό το κριτήριο είναι καθοριστικό για τον χαρακτηρισμό της εργασιακής δύναμης και παρέχει επίσης έναν οδηγό για την επίλυση παλαιών αινιγμάτων της μαρξιστικής θεωρίας, όπως ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές.
9 Απουσία του φορντισμού
Η υπερεκμετάλλευση εξηγείται μερικές φορές από τη στενότητα των αγορών στην περιφέρεια. Η επίδρασή της στην ευθραυστότητα της κατανάλωσης σε σύγκριση με το κέντρο τονίζεται για δύο λόγους: οι εργάτες υπολογίζονται περισσότερο ως παραγωγοί παρά ως αγοραστές προϊόντων και οι αστικές τάξεις που εξάγουν πρωτογενή προϊόντα πραγματοποιούν τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Για τον λόγο αυτόν, παρακάμπτουν τον σχηματισμό του μαζικού κυκλώματος κατανάλωσης που ορισμένοι ετερόδοξοι θεωρητικοί αποκαλούν φορντισμό.
Ορισμένοι συγγραφείς πιστεύουν ότι το κύριο χαρακτηριστικό της υπερεκμετάλλευσης είναι ακριβώς η χρήση του καταναλωτικού ταμείου ως θεμέλιο της συσσώρευσης (Osorio, 2013a: 10-34). Η ασημαντότητα του μισθού στην πραγματοποίηση της υπεραξίας αντανακλάται στην έλλειψη σχετικών αγορών. Οι εργαζόμενοι αγοράζουν τηλεοράσεις, αλλά ξοδεύουν λιγότερα για την υγεία ή την τροφή, και ως εκ τούτου αυξάνουν τη σχετική φτώχεια τους. Η ανεπάρκεια του μισθού εμποδίζει την κανονική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (Osorio, 2017: 8-10- 2009: 107- 115). Αυτός ο χαρακτηρισμός βασίζεται σε μια ακριβή διάγνωση του σοβαρού περιορισμού της αγοραστικής δύναμης στις υπανάπτυκτες οικονομίες. Ένα πραγματικό χάσμα χωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Βραζιλία στον κανονικό όγκο αγορών του πληθυσμού. Ο Marini σημείωσε αυτή τη διαφορά και περιέγραψε πώς ο καπιταλισμός δίνει κίνητρα στην κατανάλωση χωρίς να επιτρέπει την ικανοποίησή της. Το ίδιο το σύστημα ενθαρρύνει τη διεύρυνση των πωλήσεων, ενώ εμποδίζει την πραγματοποίησή της με τη μείωση του μισθολογικού κόστους.
Αυτές οι εντάσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, οι οποίες τελικά απορρέουν από την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, οδηγούν σε περιοδικές κρίσεις. Αυτές οι αναταραχές, οι οποίες εμποδίζουν την πώληση των εμπορευμάτων σε τιμές συμβατές με τα αναμενόμενα κέρδη, είναι πιο έντονες στην περιφέρεια λόγω της στενότητας των αγορών. Οι επικριτές της θεωρίας της εξάρτησης αντιτίθενται σε αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι τα χαμηλά εισοδήματα στους λαϊκούς τομείς δεν αποτελούν εμπόδιο στη συσσώρευση, αν οι καπιταλιστές συνεχίσουν να επενδύουν. Σε αντίθεση με τον Marini, υποστηρίζουν ότι αυτή η επέκταση των επιχειρήσεων μετατρέπει τα προϊόντα πολυτελείας σε συνήθεις αγορές και αναγκαία αγαθά για τους εργαζόμενους (Astarita, 2010a: 55-58). Με άλλα επιχειρήματα, που αντιτίθενται εμφατικά σε κάθε θεωρία υποκαταναλωτισμού, υποστηρίζεται ότι τα προβλήματα πραγματοποίησης είναι ισοδύναμα στις προηγμένες και στις υπανάπτυκτες χώρες (Valenzuela Feijoo, 1997).
Αλλά στην πραγματικότητα, ο Marini δεν ταύτισε ποτέ τους περιορισμούς της αγοραστικής δύναμης με την υποκατανάλωση ή με την οικονομική στασιμότητα. Υποστήριξε μια πολυπαραγοντική προσέγγιση της κρίσης, συνδυάζοντας τις ανισορροπίες της υλοποίησης με την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Στην ανάγνωσή μας αυτής της ίδιας θέσης, τονίσαμε πώς η πρώτη πτυχή λειτουργεί με μεγαλύτερη ισχύ στις υπανάπτυκτες οικονομίες και η δεύτερη στις προηγμένες οικονομίες (Katz, 2009: 117-119). Η αναγνώριση των εμποδίων του φορντισμού στην περιφέρεια είναι απαραίτητη για την εξήγηση της μεγαλύτερης έντασης της κρίσης στις υπανάπτυκτες χώρες. Σε αυτές τις περιοχές, αυτό που απορρίπτει ο αντιεξαρτησιοκρατισμός (Σ.τ.Μ., anti- dependentism) είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει: η στενότητα της αγοράς οδηγεί τους καπιταλιστές να επενδύουν λιγότερο σε καταναλωτικά αγαθά.
Ο Marini σημείωσε με ακρίβεια αυτή τη διαρκή αντίφαση των περιφερειακών οικονομιών. Ωστόσο, επέκτεινε την ανάλυσή του χωρίς να σημειώσει ότι αυτή η ανισορροπία δεν βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση. Η υποχώρηση της κατανάλωσης εξηγείται από την απλή πραγματικότητα της μείωσης των μισθών. Δεν συνεπάγεται πληρωμές κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης. Αν οι αμοιβές ήταν τόσο ασήμαντες, τα εύθραυστα κυκλώματα αγορών δεν θα μπορούσαν καν να προκύψουν. Αυτό που επικρατεί σε αυτές τις περιοχές είναι η διαιώνιση των χαμηλών εισοδημάτων που συρρικνώνουν την αγορά, καταπνίγοντας περιοδικά την αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη.
10 Που είναι η εκμετάλλευση μεγαλύτερη;
Η υπερεκμετάλλευση έχει επίσης προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με τα διαφοροποιημένα επίπεδα υποταγής που υφίστανται οι μισθωτοί εργάτες στο κέντρο και την περιφέρεια. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η θεωρία της εξάρτησης αγνοεί ότι η εργασία είναι πιο παραγωγική στην πρώτη και χάνει τη σημασία της στη δεύτερη (Callinicos, 2001). Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί την ύπαρξη υψηλότερων ποσοστών υπεραξίας στις αναπτυγμένες οικονομίες (Valenzuela Feijoo, 1997). Στην ίδια βάση, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία ή τη Γερμανία εξαρτάται από τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα των οικονομιών αυτών και όχι από την ιδιοποίηση της υπεραξίας που δημιουργείται στις καθυστερημένες χώρες (Astarita, 2010a: 109-110). Ωστόσο, ο Marini αναγνώριζε πάντα ότι το ποσοστό της υπεραξίας είναι υψηλότερο στο κέντρο. Εκεί συγκεντρώνονται σημαντικότερες επενδύσεις και υπάρχει μεγαλύτερος όγκος πλεονάζουσας εργασίας. Η διάγνωση αυτή γίνεται επίσης αποδεκτή από τους σύγχρονους υποστηρικτές της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης (Osorio, 2009b: 167-186).
Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο για έναν άλλο λόγο. Το υψηλότερο ποσοστό υπεραξίας στο κέντρο δεν σημαίνει και υψηλότερα ποσοστά κέρδους. Αντίθετα, στην εκβιομηχανισμένη περιφέρεια το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο, καθώς η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι χαμηλότερη (τεχνικές έντασης εργασίας) και η ίδια επένδυση αποφέρει σημαντικότερα έσοδα. Ο Amin υπογραμμίζει επιπλέον την ύπαρξη μισθολογικών διαφορών που είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές παραγωγικότητας. Όταν υποστηρίζεται ότι το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι υψηλότερο στο κέντρο, η έννοια αυτή ταυτίζεται με την εξαγωγή υπεραξίας. Αν όμως η ιδιοποίηση της υπεραξίας συνδέεται με το επίπεδο της προσπάθειας που απαιτείται από τον εργαζόμενο, η υποχρέωση αυτή είναι πιο επαχθής στην περιφέρεια.
Συνεπώς, η εκμετάλλευση παρουσιάζει δύο έννοιες που χρησιμοποιούνται για την επικύρωση του ενός ή του άλλου χαρακτηρισμού. Αν ταυτίζεται με το μέγεθος της ιδιοποιούμενης εργασίας, είναι σαφώς υψηλότερη στις πιο παραγωγικές οικονομίες του κέντρου. Αν, από την άλλη πλευρά, συνδέεται με τη δυστυχία των μισθωτών εργαζομένων, το μέγεθος αυτού του φορτίου είναι μεγαλύτερο στις υπανάπτυκτες χώρες. Οι αντιεξαρτησιακοί χρησιμοποιούν την πρώτη από αυτές τις παραμέτρους, ενώ ορισμένοι υποστηρικτές της υπερεκμετάλλευσης χρησιμοποιούν τη δεύτερη. Στην τελευταία περίπτωση, προτείνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που κυκλοφορεί στον πλανήτη δημιουργείται στην περιφέρεια (Smith, 2010: 50). Όμως ήδη στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1960 αποδείχθηκε το λάθος αυτής της θέσης (Bettelheim, 1972b: 169-174). Το ίδιο σφάλμα αμφισβητείται δικαίως και σήμερα (Mercatante, 2016). Στην πραγματικότητα, τα δύο φαινόμενα συνυπάρχουν. Υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγικότητα στις μητροπολιτικές οικονομίες, αλλά και υψηλότερα κέρδη στην περιφέρεια λόγω της βιαιότητας των συνθηκών εργασίας. Και οι δύο διαδικασίες επιβεβαιώνουν τις παραδοχές της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης.
11 Τρέχουσες εφαρμογές
Οι συζητήσεις σχετικά με την υπερεκμετάλλευση είναι πολύ χρήσιμες για την ανάλυση του μισθολογικού χάσματος στο σημερινό στάδιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η ανάλυση αυτή απαιτεί την εισαγωγή των δύο διορθώσεων που προτείναμε: αφενός, αντικατάσταση της έννοιας της πληρωμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της με τη χαμηλή αμοιβή αυτού του πόρου˙ αφετέρου, προτεραιότητα στις διεθνείς μεταφορές υπεραξίας για την εξήγηση της εξάρτησης.
Αυτές οι δύο αρχές διευκολύνουν την ερμηνεία των όσων συνέβησαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της επίθεσης του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων. Το κεϋνσιανό μεταπολεμικό σενάριο που ανέλυσε ο Marini έχει τροποποιηθεί πλήρως από αυτή τη διεθνή έξαρση της επισφάλειας της εργασίας. Οι μορφές απασχόλησης διαφοροποιήθηκαν, με μεγαλύτερη ανισότητα στις αμοιβές και κατάργηση των καθορισμένων κανόνων για τους μισθούς. Έχει καθιερωθεί η εξατομίκευση των εισοδημάτων, με απαιτήσεις για μόνιμη επικύρωση των προσόντων και μια προμελετημένη διάσπαση της εργασιακής αλληλεγγύης. Αυτή η επίθεση καταμερίζει τους εργαζόμενους σε επίσημους και ανεπίσημους τομείς˙ στους πρώτους διατηρούνται τα επίπεδα σταθερότητας που απαιτούνται για τη συνέχεια της συσσώρευσης, ενώ στους δεύτερους επικρατεί η απεριόριστη επισφάλεια.
Οι παλιοί χαρακτηρισμοί που βασίζονται στην αντίθεση μεταξύ σταθερών κόσμων εργασίας (του κέντρου και της περιφέρειας) πρέπει να αναθεωρηθούν. Το νέο πλαίσιο χαρακτηρίζεται από την υποβάθμιση και τη διαίρεση των εργαζομένων και στα δύο άκρα. Ποιες επιπτώσεις έχουν αυτές οι αλλαγές στην αξία της εργασιακής δύναμης; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να διευθετηθεί παρατηρώντας μόνο τι συνέβη στη μισθωτή εργασία. Μια άλλη μετάλλαξη εξίσου σημαντική έχει λάβει χώρα στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Σε αυτό το μέτωπο, παρατηρούμε το νέο βάρος των πολυεθνικών επιχειρήσεων που δρουν στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας μέσω της μετατόπισης της βιομηχανίας προς την Ανατολή. Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει ριζικά τη διαδικασία και τον τόπο παραγωγής με βάση τη φτήνια της εργασίας. Για να μεγιστοποιήσουν αυτό το πλεονέκτημα, οι πολυεθνικές εταιρείες χωρίζουν γεωγραφικά τις διαδικασίες παραγωγής, καθώς τα εμπορεύματα που παράγονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή αποκτώνται σε κάποιο άλλο μέρος του πλανήτη. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την εξωτερική ανάθεση εργασιακών διαδικασιών σε εταιρείες που αναλαμβάνουν μέρος του κινδύνου (και του κόστους) της παραγωγικής παγκοσμιοποίησης.
Το κύριο αποτέλεσμα αυτών των μετασχηματισμών είναι η αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας. Η ανισότητα μεταξύ των εθνών έχει αυξηθεί ταχύτερα από το χάσμα στο εσωτερικό των χωρών. Το εργατικό δυναμικό των υπανάπτυκτων οικονομιών έχει αυξανόμενη σημασία ως απόθεμα για εκμετάλλευση. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετές από τις ιδέες του Marini για την εξήγηση των ξένων επενδύσεων στην περιφέρεια αποκτούν εκ νέου σημασία. Η αξιοποίηση της φτηνής εργασιακής δύναμης ξυπνά μεγαλύτερη πείνα για κέρδη απ’ ό, τι στο παρελθόν. Ένα εργοστάσιο στο Μπαγκλαντές υπόσχεται μεγαλύτερα κέρδη από ό, τι το αντίστοιχο στη Βραζιλία πριν από σαράντα χρόνια.
Η νέα διεθνής τμηματοποίηση της παραγωγής δημιουργεί τις ίδιες μεταφορές υπεραξίας που αναλύθηκαν από τους θεωρητικούς της εξάρτησης. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το μέγεθος αυτών των μεταβιβάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη από τα τρέχοντα στατιστικά συστήματα που βασίζονται σε κριτήρια συγκέντρωσης σε εθνικό επίπεδο (Smith, 2010: 34-40). Η νέα παγκόσμια αλυσίδα αξίας παρουσιάζει επίσης πιο πολύπλοκες διαστρωματώσεις. Η πόλωση κέντρου – περιφέρειας συμπληρώνεται από την εισαγωγή νέων ενδιάμεσων κατηγοριών. Πώς μπορεί να εννοιολογηθεί αυτό το σενάριο στην παράδοση της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης;
12 Ένα προσωρινό μοντέλο
Η διάκριση μεταξύ χωρών με υψηλές (Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία) και χαμηλές (Φιλιππίνες, Μπαγκλαντές) τιμές της εργασιακής δύναμης γίνεται πλέον με τη μεσολάβηση ενδιάμεσων οικονομιών (Νότια Κορέα, Βραζιλία). Αυτή η διαφοροποίηση, η οποία είχε αρχίσει από την εποχή του Marini, έχει γίνει πιο ορατή. Η απλή αντίθεση μεταξύ οικονομιών που χρησιμοποιούν παραμέτρους εκμετάλλευσης και υπερεκμετάλλευσης δεν αποτυπώνει αυτή την ποικιλομορφία˙ ούτε μας επιτρέπει να δούμε το πέρασμα από το ένα καθεστώς στο άλλο.
Ο διαχωρισμός μεταξύ του επίσημου και του ανεπίσημου τομέα των μισθωτών εργαζομένων αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των οικονομιών. Ένα μεγάλο εισοδηματικό χάσμα χωρίζει τους δύο εκμεταλλευόμενους τομείς στο εσωτερικό κάθε χώρας. Οι ομάδες αυτές με τη σειρά τους διατηρούν διαρθρωτικές διαφορές με τις αντίστοιχες ομάδες σε άλλα μέρη. Στο κέντρο, την ημιπεριφέρεια και την περιφέρεια επικρατούν διαφορετικοί τρόποι εξαγωγής υπεραξίας.
Και στους τρεις τύπους χωρών, υπάρχει επίσης ένας τομέας φτωχών ή ημιανέργων εργαζομένων. Η έννοια της υπερεκμετάλλευσης μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτό το τμήμα, θεωρώντας ότι σε κάποιο βαθμό αμείβεται κάτω από την αξία του. Η κατάσταση αυτή παρατηρείται μεταξύ των μεταναστών στο κέντρο, των νεοαφιχθέντων μεταναστών από την ύπαιθρο στην ημιπεριφέρεια και των περιθωριοποιημένων αστικών τομέων στην περιφέρεια.
Η υψηλή, μεσαία ή χαμηλή αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται από το βαθμό εσωτερικής ανάπτυξης και τον τρόπο ένταξης στην παγκόσμια αγορά των τριών τύπων χωρών. Ωστόσο, αυτό που τείνει να σταθεροποιήσει αυτή τη θέση στο σημερινό στάδιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η λειτουργία κάθε οικονομίας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας. Ο ρόλος αυτός εξαρτάται από το βάρος των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τον αντίκτυπο της νέας ασιατικής εκβιομηχάνισης.
Δεδομένου ότι οι μεταφορές υπεραξίας καθορίζονται από την τελική θέση κάθε οικονομίας, μια χώρα που δέχεται αυτές τις ροές θα διατηρήσει ή θα επιτύχει μια κεντρική θέση. Εάν, αντίθετα, είναι πομποί αυτών των πόρων, θα διατηρήσει ή θα εμβαθύνει μια περιφερειακή θέση. Στο ενδιάμεσο βρίσκονται οικονομίες με περιορισμένες ποσότητες τόσο εκπομπών όσο και υποδοχής αυτών των κινήσεων.
Αυτές οι μεταφορές παγιώνουν ή τροποποιούν την επικράτηση των υψηλών, χαμηλών ή μεσαίων αξιών της εργασιακής δύναμης, ανάλογα με το μέγεθος και το είδος των επενδύσεων που επικρατούν σε κάθε χώρα. Αυτό που καθορίζει μια εθνική κατάσταση σε σχέση με μια άλλη είναι η συγκριτική σχέση μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας.
Ο Πίνακας 1 που ακολουθεί παρουσιάζει διάφορες θέσεις αυτής της διακύμανσης της κατάστασης χρησιμοποιώντας φανταστικά στοιχεία. Η αξία της εργασιακής δύναμης των επίσημων (Ε1), των ανεπίσημων (Ε2) και των υπερεκμεταλλευόμενων (S) εργαζομένων των αντιπροσωπευτικών χωρών κάθε ομάδας ταξινομείται σύμφωνα με τη θέση που καταλαμβάνει στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας (GVC).
Οι προηγμένες κεντρικές οικονομίες (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία ή η Ιαπωνία) διατηρούν αυτή τη θέση λόγω της πρωτοκαθεδρίας τους στην παραγωγική διεθνοποίηση. Εκεί συγκεντρώνονται τα πιο σύνθετα καθήκοντα σύλληψης διαφορετικών δραστηριοτήτων˙ για παράδειγμα, οι μεγάλες εταιρείες των νέων τομέων της πληροφορικής που απαιτούν υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Οι τιμές της εργασιακής δύναμης είναι υψηλότερες και στα τρία εξεταζόμενα τμήματα. Νέα κέντρα όπως η Κίνα έχουν ανέλθει σε καθεστώς μεγάλης δύναμης λόγω του ανερχόμενου πρωταγωνιστικού τους ρόλου στην παγκόσμια παραγωγική διαδικασία. Αν και η αξία της εργασιακής τους δύναμης είναι μικρότερη από ό, τι σε χώρες που βρίσκονται χαμηλότερα στην παγκόσμια πυραμίδα, ο ασιατικός γίγαντας έχει αναρριχηθεί σε υψηλότερο επίπεδο απορροφώντας περισσότερη υπεραξία από ό, τι μεταφέρει εκτός των συνόρων του.
Στις ημιπεριφέρειες επικρατούν μεσαίες τιμές της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, οι ανερχόμενες οικονομίες αυτού του τύπου (όπως η Νότια Κορέα) έχουν κάνει ένα άλμα από τα βασικά επίπεδα σε πιο σημαντικές εξειδικεύσεις. Κατά τη διαδικασία αυτή, αύξησαν την αξία της εργασιακής τους δύναμης. Αντίθετα, οι φθίνουσες ημιπεριφέρειες του ίδιου επιπέδου (όπως η Βραζιλία) έχουν υποστεί βιομηχανική οπισθοδρόμηση και επιστροφή σε ένα αγροτο-εξαγωγικό προφίλ. Έτσι, έχουν υποχωρήσει στην κατάταξη της παραγωγικής παγκοσμιοποίησης και, κατά συνέπεια, στη συγκριτική αξία της εργασιακής τους δύναμης. Αυτή η αντίθεση μεταξύ δύο ημιπεριφερειών συνάδει με την αλλαγή από το μοντέλο υποκατάστασης των εισαγωγών σε μοντέλα εκβιομηχάνισης με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η πρώτη περίπτωση ευνοούσε, στην κεϋνσιανή εποχή, τις ενδιάμεσες οικονομίες με εγχώριες αγορές ορισμένης βαρύτητας (Βραζιλία). Η δεύτερη ενίσχυσε, στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα έθνη που είχαν μείνει πιο πίσω και που είχαν πιο μεγάλα και πειθαρχημένα αποθέματα εργασίας (Κορέα).
Τέλος, οι χώρες της κατώτερης περιφέρειας (όπως το Μπαγκλαντές ή οι Φιλιππίνες) με πολύ χαμηλές τιμές εργασιακής δύναμης ενσωματώνονται στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας. Αυτή η ένταξη κατέστη δυνατή λόγω ενός επιπέδου διεθνοποίησης των μεταφορών, των επικοινωνιών και του εμπορίου που ήταν αδιανόητο στην εποχή του Marini. Σε αντίθεση με το μοντέλο που παρουσίασε ο Βραζιλιάνος θεωρητικός, αυτό το μοντέλο αντιλαμβάνεται την υπερεκμετάλλευση ως μια πολύ περιορισμένη κατηγορία, αν και παρούσα σε όλες τις οικονομίες. Οι διεθνείς ανισότητες επιμένουν και διευρύνονται σε όλα τα τμήματα. Το χάσμα που χωρίζει τους υπερεκμεταλλευόμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες από τους αντίστοιχους στο Μπαγκλαντές είναι εξίσου σημαντικό με το χάσμα που διακρίνει τους εκμεταλλευόμενους των δύο χωρών. Η ίδια απόκλιση μπορεί να παρατηρηθεί και στις άλλες καταστάσεις του πίνακα.
13 Αντιπαραθέσεις σχετικά με την επέκταση της υπερεκμετάλλευσης
Μια ερμηνεία που συνδυάζει τις διαφορετικές αξίες της εργασιακής δύναμης με τη δυναμική των διεθνών μεταφορών υπεραξίας παρέχει πληροφορίες για τους σημερινούς καθοριστικούς παράγοντες της υπανάπτυξης. Παρέχει περισσότερα στοιχεία για προβληματισμό από τις διάφορες γενικές τοποθετήσεις για την παγκοσμιοποίηση ή τον νεοφιλελευθερισμό. Οι πιο ριζοσπαστικές εκδοχές των τελευταίων τείνουν να αναδεικνύουν σωστά τους καπιταλιστικούς στόχους του σημερινού σταδίου, υπογραμμίζοντας τη σκόπιμη αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης μέσω της δυαδικοποίησης της εργασίας και της μαζικοποίησης της ανεργίας. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές δεν αποσαφηνίζουν τον τρόπο με τον οποίο το σημερινό μοντέλο αναδιαμορφώνει τις σχέσεις εξάρτησης και τα χάσματα μεταξύ των προηγμένων και των καθυστερημένων οικονομιών.
Η έννοια της υπερεκμετάλλευσης χρησιμοποιείται από άλλους αναλυτές για να αποσαφηνιστεί αυτό το ζήτημα. Αλλά η αρχή της πληρωμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της δημιουργεί άλυτα προβλήματα. Η πραγμάτευση αυτή δεν αποτυπώνει την ύπαρξη αγορών εργασίας που είναι εσωτερικά κατακερματισμένες, διεθνώς διαφοροποιημένες και χαρακτηρίζονται εξίσου από την παρουσία μειονεκτούντων εργαζομένων. Αυτές οι δυσκολίες μπορούν να γίνουν αντιληπτές στη συζήτηση σχετικά με την παγκόσμια επέκταση της υπερεκμετάλλευσης. Η διεύρυνση αυτή προτάθηκε από τον ίδιο τον Marini στα μεταγενέστερα γραπτά του. Αρκετοί συγγραφείς υιοθετούν αυτή την πρόταση για να υπογραμμίσουν πώς η υπερεκμετάλλευση έχει γενικευτεί στις κεντρικές χώρες από τη δεκαετία του 1990. Υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη των παγκόσμιων επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει κοινούς χώρους συσσώρευσης που τους επιτρέπουν να χρησιμοποιούν αυτή την υποαμοιβή των μισθών ως ένα νέο μέσο ανταγωνισμού. Η γενίκευση της φτώχειας, της εργασιακής ανεπάρκειας και της μισθολογικής στασιμότητας επιβεβαιώνει αυτή την αλλαγή (Martins, 2011a: 293-294, 302- 303- 2011b).
Η άποψη αυτή κατανοεί ότι η υπερεκμετάλλευση έχει επεκταθεί στις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς οι επιχειρήσεις αυξάνουν την επισφάλεια της εργασίας μέσω της διαφοροποίησης των επενδύσεών τους (Sader, 2009: 27-36; 2012). Αλλά αν η υπερεκμετάλλευση έχει επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα, δεν αποτελεί πλέον έναν μηχανισμό που είναι ιδιόμορφος για τον εξαρτημένο καπιταλισμό˙ έχει χάσει την ιδιαιτερότητα που της αποδίδει ο Marini. Αυτή η αντίφαση γίνεται πολύ ορατή όταν υποστηρίζεται ότι οι ίδιοι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται από την αστική τάξη της Λατινικής Αμερικής για την αντιστάθμιση των απωλειών εφαρμόζονται τώρα από τους ομολόγους τους στο κέντρο. Οι μισθοί των εργαζομένων και στους δύο πόλους λέγεται ότι συμπιέζονται εξίσου για να αντισταθμίσουν τις τεχνολογικές υστερήσεις ή τα προβλήματα παραγωγικότητας (Bueno, 2016: 49-56, 66-68). Σε αυτή την εκδοχή ή σε παρόμοιες (Santana, 2012: 135-137), το διαζύγιο από τη θέση του Marini είναι μεγαλύτερο. Η θεωρία της εξάρτησης καταλήγει να μοιάζει με μια αντίληψη για τις νέες μορφές εκμετάλλευσης στον 21ο αιώνα.
Ορισμένοι οπαδοί του Βραζιλιάνου θεωρητικού αντιλαμβάνονται αυτό το πρόβλημα, αλλά εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η υπερεκμετάλλευση έχει επεκταθεί αφού έχασε την αποκλειστική της θέση στις εξαρτημένες οικονομίες (Sotelo Valencia, 2013: 78-81). Υποστηρίζουν ότι αυτό το συστατικό χαρακτηριστικό των λατινοαμερικανικών κοινωνιών έχει γίνει λειτουργικό γεγονός της διεθνούς οικονομίας (Sotelo Valencia, 2012: 161-167). Τονίζουν ότι η διαδικασία αυτή αναδύεται μόνο ως τάση, χωρίς να παρατηρούν ότι η άμβλυνση αυτής της διάγνωσης δεν μειώνει την αντίφαση με τη θέση του Marini.
Για να υποστηριχθεί αυτή η προσέγγιση, υποστηρίζεται επίσης ότι η επέκταση της υπερεκμετάλλευσης συνυπάρχει με τις ανισότητες στην αγοραστική δύναμη μεταξύ κέντρου και περιφέρειας (Sotelo Valencia, 2013: 92-93). Ποια είναι όμως η βάση αυτής της ανισότητας, αν οι μισθωτοί εργαζόμενοι και στις δύο περιφέρειες υφίστανται την ίδια υποαμοιβή; Η αρχική βάση αυτής της διάστασης αμβλύνεται όταν υποτεθεί ότι τα εισοδήματα των εργαζομένων και στις δύο περιπτώσεις δεν καλύπτουν την κανονική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης.
Η επέκταση της υπερεκμετάλλευσης έχει επιπτώσεις σε όλες τις επικρίσεις της θεωρίας της εξάρτησης της υπερεθνικιστικής προσέγγισης, η οποία προϋποθέτει την πλήρη εξαφάνιση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Αυτή η τελευταία άποψη οδηγεί τη θέση της «τριτοκοσμοποίησης» του πλανήτη στα άκρα. Εξισώνει μια μεξικανική maquila με ένα επισφαλές εργαστήριο στο Λος Άντζελες, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μισθοί στις δύο χώρες εξακολουθούν να περιστρέφονται γύρω από διαφορετικά εθνικά καλάθια αγαθών. Δεν αναγνωρίζει τη διατήρηση του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, το οποίο αντανακλάται στις διαφορετικές κλίμακες οδύνης μεταξύ των εξαθλιωμένων των δύο εθνών.
Οι επικριτές της επέκτασης της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης υπογραμμίζουν αυτές τις αντιφάσεις. Υπενθυμίζουν ότι πρόκειται για μια κατηγορία των εξαρτημένων οικονομιών και υποστηρίζουν ότι η επέκταση της εφαρμογής της υπονομεύει τη μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης (Carcanholo, 2013: 108-124). Υποστηρίζουν ότι θέτει σε κίνδυνο τους πυλώνες αυτής της αντίληψης (Massa, 2013: 83-85). Αρκεί όμως να υπογραμμιστεί αυτή η αντίφαση; Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν έχει τροποποιήσει τη διεθνή δομή της αγοράς εργασίας; Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε την αυξανόμενη επισφάλεια και τον κατακερματισμό της εργασίας σε ολόκληρο τον πλανήτη; Αυτά τα ερωτήματα, στα οποία η θέση της επέκτασης δεν είναι σε θέση να απαντήσει, αγνοούνται από την αντίθετη άποψη, η οποία τονίζει την ασυνέπεια της ανταγωνιστικής της θέσης χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις. Υποθέτει ότι η αρχική θέση του Marini εξακολουθεί να ισχύει πλήρως, αποφεύγοντας να αναγνωρίσει τον βαθμό στον οποίο έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης παρείχε το βασικό αναλυτικό μοντέλο για την αποκάλυψη των ιδιαιτεροτήτων του λατινοαμερικάνικου καπιταλισμού. Ωστόσο, είχε ορισμένες εννοιολογικές ανακρίβειες, τις οποίες έτεινε να διορθώνει με τις παρατηρήσεις των στοχαστών που συνέκλιναν με αυτή την αντίληψη. Η υπερεκμετάλλευση είναι μία από τις ιδέες που διορθώνονται με αυτή την ωρίμανση της θεωρίας της εξάρτησης. Η τροποποίησή της αντικαθιστά την ιδέα της πληρωμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της με χαμηλή αμοιβή αυτού του πόρου. Αυτή η αναθεώρηση δεν μας επιτρέπει μόνο να επιλύσουμε παλιά ερωτήματα σχετικά με την περίπτωση της Λατινικής Αμερικής˙ εισάγει επίσης ένα κριτήριο για την ερμηνεία της σύγχρονης ποικιλομορφίας των μισθών. Αυτή η ποικιλομορφία εξαρτάται από τη θέση που καταλαμβάνει κάθε οικονομία στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας στο νέο πλαίσιο των πολυεθνικών επιχειρήσεων και της ασιατικής εκβιομηχάνισης. Η ανάλυση αυτή προσφέρει απαντήσεις στα αινίγματα της κορεατικής και της κινεζικής ανάπτυξης. Αυτή η αναθεώρηση της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης είναι συνεπής με την πρωτοκαθεδρία που αποδίδεται στις διεθνείς μεταφορές υπεραξίας ως βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της υπανάπτυξης.