Το κείμενο που ακολουθεί είναι εργασία των Χαράλαμπου και Αθανάσιου Πουλάκη, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο Νέων Οικονομολόγων που πραγματοποιήθηκε στις 2-3 Δεκεμβρίου του 2017, της Εταιρίας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης με τίτλο: H Πολιτική Οικονομία 1967-1974.
Ο «Ημεροδρόμος» τους ευχαριστεί για τη δυνατότητα δημοσίευσης της δουλειάς τους, η οποία δείχνει πως το «οικονομικό θαύμα της χούντας» ήταν όλεθρος για τον λαό. Όπως, δε, αναφέρουν και στα συμπεράσματα τους «η επταετία αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ».
***
Εισαγωγή : Η Οικονομική Φιλοσοφία της Δικτατορίας
Μελετώντας το «Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Ελλάδος, 1968-1972» πληροφορούμαστε για την οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας[1]. Ο Γ.Γ. του Υπ. Συντονισμού και Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Επεξεργασίας Προγράμματος Κ. Θάνος γράφει πως: «Το παρόν πρόγραμμα είναι κατ εξοχήν ενδεικτικόν δια τον ιδιωτικόν τομέα της οικονομίας. Τούτο είναι απολύτως δικαιολογημένον, καθόσον η αποτελεσματική λειτουργία των ελεύθερων οικονομικών θεσμών αποτελεί- τούτο άλλωστε προκύτπει και εκ της εμπειρίας του παρελθόντος- το καταλληλότερον μέσον προωθήσεως της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας…[2]». Στην συνέχεια συμπληρώνει χαρακτηριστικά: «ο αυστηρός και λεπτομερής σχεδιασμός των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων αντιβαίνει προς την γενικοτέραν φιλοσοφικήν τοποθέτησιν της Κυβερνήσεως όσον και προς το καλόν νοούμενον συμφέρον της Χώρας…. Είναι ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού…. Πράγματι το σύνολον σχεδόν των προβλεπόμενων μέτρων πολιτικής και θεσμικών μεταρυθμίσεων αποσκοπεί εις την απελέυθερωσην των δυνάμεων του υγειούς ανταγωνισμού και την ενίσχυσιν του ρυθμιστικού ρόλου των τιμών εις την κατανομή των οικονομικών πόρων».[3] Στο ίδιο πνεύμα ο Υπ. Συντονισμού Ν. Μακαρέζος αναφέρει πως το πρόγραμμα : «βασίζεται εις την ενίσχυσιν του ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αποτελεσματικωτέραν λειτουργίαν των ελέυθερων οικονομικών θεσμών[4]». Μπορούμε συνεπώς να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Η Στρατιωτική Δικτατορία φαίνεται απόλυτα προσηλωμένη στις αρχές της ελεύθερης αγοράς και υποστηρίζει την αδέσμευτη από το κράτος ιδιωτική πρωτοβουλία. Το οικονομικό επιτελείο της Δικτατορίας, δεν βλέπει καμιά αντίφαση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής του φιλοσοφίας. Οι αρχές της ελεύθερης αγοράς ταιριάζουν, στο «διανοητικό σύμπαν» των Πραξικοπηματιών, με το «αποφασίζομεν και διατάσωμεν» και την παντελή έλλειψη πολιτικού φιλελευθερισμού. Βασικό στοιχείο του προγράμματος, είναι ο «εκσυγχρονιστικός» του χαρακτήρας που επιδιώκει να «απελευθερώσει» τις δυνάμεις της αγοράς. Εντοπίζεται ουσιαστικά, μια προσπάθεια νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων. Είναι έκδηλο, ότι η οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας αντιτίθεται σε πολιτικές ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι η Ένωση Κέντρου προσπάθησε να εφαρμόσει «αναδιανεμητικές» πολιτικές. Η Δικτατορία λοιπόν μετατόπισε εκ νέου την «ισορροπία» μεταξύ αγοράς και κράτους υπέρ της πρώτης[5].
Σε ότι αφορά την Βιομηχανία το πρόγραμμα θέτει ως στόχο την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας[6]. Ακόμα αναφέρεται, πως «η Ελληνική Βιομηχανία αναπτύχθηκε λόγω της ισχυρής δασμολογικής προστασίας– η GATT ήταν αρκετά ευέλικτη ως προς την δυνατότητα επιβολής προστατευτικών πολιτικών[7] – και ότι θα πρέπει πλέον να σταθεί μόνη της στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού, υλοποιώντας τους όρους Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ»[8][9]. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι η Δικτατορία δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκρουστεί οικειοθελώς με την ΕΟΚ. Σε ότι αφορά το κράτος ο βασικός του ρόλος εντοπίζεται στο ότι πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει να «ενισχυθούν παντοιοτρόπως οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς[10]–[11]». Στο ίδιο πνεύμα είναι και οι αναφορές του Προγράμματος για τον ρόλο του ξένου κεφαλαίου που θεωρείται απαραίτητος αρωγός της οικονομικής ανάπτυξης[12]. Ο πολιτικός δρών που μπορεί να φέρει εις πέρας αυτόν τον «εκσυγχρονισμό», για τους «Συνταγματάρχες», είναι μόνον ο Στρατός[13]. Έτσι το μερίδιο του Κράτους στην οικονομία έτεινε να μειωθεί[14]. Το Κράτος περιοριζόταν σε λειτουργίες όπως η τάξη, η ιδεολογία, η άμυνα κλπ[15].
Η πολιτική της Επταετίας για ορισμένους αναλυτές έχει χαρακτηριστεί ακόμα και πρωτονεοφιλελευθερη[16]. Τούτου δοθέντος στην Ελλάδα εφαρμόστηκε νεοφιλελεύθερη πολιτική, πριν ακόμα από την Χιλή του Δικτάτορα Pinochet (1973). Όμως παρά τις εξαγγελίες για ορθολογισμό των δημόσιων δαπανών αυτές εκτινάχθηκαν στα ύψη, ιδιαίτερα για τις ανάγκες της «εσωτερικής ασφάλειας»[17], ενώ και ο δημόσιος δανεισμός ξεπέρασε κάθε προδικτατορικό όριο[18]. Παράλληλα η «κοινωνία των πολιτών» ασφυκτιούσε υπό την «επίβλεψη» του καθεστώτος και οργανώσεις όπως τα συνδικάτα ουσιαστικά απαγορεύονταν[19]. Καταλήγοντας πρέπει να τονίσουμε την συμβατότητα μεταξύ νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας και παντελούς έλλειψης δημοκρατικών θεσμών.
[…]
Αντί Επιλόγου
Συμπερασματικά το Στρατιωτικό Καθεστώς απέτυχε να κινητοποιήσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Αναπτύχθηκαν δηλαδή αντιπαραγωγικοί και ελάχιστα παραγωγικοί κλάδοι[175]. Το μόνο επίτευγμα της δικτατορίας ήταν η συγκυριακή άνθιση του εφοπλισμού εις βάρος όμως του δημοσίου συμφέροντος. Η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στην σύνθεση του ΑΕΠ παρέμεινε σε πολύ χαμηλά στάδια, ειδικά συγκρινόμενη με άλλες ανεπτυγμένες χώρες[176]. Μετά την εμφάνιση του πληθωρισμού η άνευ κριτηρίων πιστώσεις της οικοδομικής, τουριστικής και εμπορικής δραστηριότητας σταμάτησαν[177]. Συνεπώς το 1975, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι παραγωγικοί τομείς – πρωτογενής και δευτερογενής τομέας– κάλυπταν το 47,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος[178].
Καταλήγοντας, πρέπει να τονίσουμε τα εξής. Η επταετία αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των Πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης κυρίως των ετών 1969-1972 δεν ήταν τόσο απότοκος της οικονομικής πολιτικής της Επταετίας όσο λογική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης που γνώριζε η Ελλάδα όπως και ολόκληρος ο Δ. Κόσμος από την δεκαετία του 1950. Αντίθετα η Δικτατορία, ακολουθώντας ανερμάτιστη νομισματική και πιστωτική πολιτική κατέστησε την ελληνική οικονομία αυτή με τον μεγαλύτερο πληθωρισμό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ για το 1973. Ακόμα το 1974 η ελληνική οικονομία γνώρισε ύφεση της τάξης του 6,4%[179]. Μεταξύ άλλων είναι γεγονός πως ο δημόσιος δανεισμός υπερέβη κατά τρείς φορές σχεδόν το σύνολο των δανείων που είχε λάβει το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του μέχρι το 1967, ωστόσο δεν υπερέβαινε το 1/4 του ΑΕΠ. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι το «βασικό ισοζύγιο» από πλεονασματικό το 1960-66, μετατράπηκε σε ελλειμματικό το 1967-73. Τελικά οι ίδιοι οι νόμοι της αγοράς, που επικαλούνταν οι δικτάτορες, ήταν αυτοί που εξέθεσαν ανεπανόρθωτα την οικονομική τους πολιτική.
Διαβάστε όλη τη μελέτη στην ιστοσελίδα imerodromos.gr…