Ο άνθρωπος που οδήγησε τους προλεταρίους στη μεγαλύτερη επανάσταση της ιστορίας! Σκέψεις για τον Λένιν με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννησή του.
Συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν, του ανθρώπου που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία του 20ού αιώνα και που αποτελεί, αναμφιβόλως, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας.
Αν ο Μαρξ υπήρξε ο κορυφαίος θεωρητικός της προλεταριακής επανάστασης, ο Λένιν ήταν ο πολιτικός ηγέτης της.
Ο Τρότσκι είχε γράψει κάποτε για τον Λένιν ότι ήταν «ο πλέον αδιαμφισβήτητος από τους ηγέτες του προλεταριάτου», που δεν είχε «μόνο μουζίκικη εμφάνιση, αλλά και ισχυρό υπόβαθρο μουζίκου!». Στο «μουζίκικο υπόβαθρο» του Λένιν ο Τρότσκι είδε τα ιδιότυπα «ρώσικα» χαρακτηριστικά της προσωπικότητας αυτού του μεγάλου διεθνιστή επαναστάτη, τη λαϊκότητά του, την εγγύτητά του στον εργαζόμενο λαό της Ρωσίας.
Ο Λένιν ήταν ο διανοούμενος ηγέτης των προλεταρίων που συνάμα είχε κάτι από μουζίκο, από την απλότητα (μέχρι ασκητισμού), την αμεσότητα, το πείσμα, την αυστηρότητα και τον πραγματισμό που διέκρινε τους μουζίκους. Αυτό του επέτρεπε να βλέπει τα πράγματα από τη λαϊκή οπτική, την οπτική των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού και με την καθαρότητα της ματιάς των ανθρώπων του μόχθου, απαλλαγμένη από τον εγωκεντρισμό, την επιτήδευση και τις ψευδαισθήσεις που συχνά διακρίνουν τη διανόηση, συμπεριλαμβανομένης και της αριστερής.
Του επέτρεπε να αποφεύγει (αν και όχι πάντα) την αφηρημένη θεώρηση και εξιδανίκευση του εργαζόμενου λαού (εμβληματική η κριτική του στην αυθόρμητη συνείδηση των εργατών), στοιχείο που επίσης διακρίνει συχνά την αριστερή διανόηση.
Ο Λένιν σαφώς υπήρξε κορυφαίος μαρξιστής στοχαστής. Κατάφερε να προσαρμόσει τη μαρξιστική θεωρία στις δυνατότητες και προοπτικές των ταξικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα. Διείδε ορθά τη δυνατότητα επαναστατικής έκρηξης στους ασθενείς κρίκους του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Συνέδεσε την αναγκαιότητα της επανάστασης με την ανισόμετρη ανάπτυξη λαών και περιφερειών στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, των οξύτατων διεθνών ανταγωνισμών και της επακόλουθης μόνιμης απειλής του πολέμου.
Ο Λένιν αναγνώρισε με αποφασιστικότητα τις επαναστατικές δυνατότητες της Ρωσίας και το εφικτό της σοσιαλιστικής προοπτικής της (τη μετακίνηση του επαναστατικού κέντρου στη Ρωσία αναγνώριζαν σαφέστατα ο Μαρξ και ο Ένγκελς, διατηρώντας αμφιβολίες για τις προοπτικές του επαναστατικού εγχειρήματος χωρίς νίκη της επανάστασης στην Ευρώπη).
Ο Λένιν θεμελίωσε πολιτικά-οργανωτικά το κομμουνιστικό κίνημα ως δύναμη ικανή να πρωταγωνιστήσει στην παγκόσμια ιστορία. Καμία πολιτική αντίληψη και εμπειρία του 19ου αιώνα δεν πλησίασε αυτό που έγινε γνωστό στον 20ό αιώνα ως «επαναστατικό κόμμα νέου τύπου». Το κόμμα των μπολσεβίκων που ίδρυσε ο Λένιν αποτέλεσε το πρότυπο όλων των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία δικαίως όρισαν τις ιδεολογικές αρχές τους ως μαρξισμό-λενινισμό. Σ’ αυτές βεβαίως προστέθηκαν στη συνέχεια οι ιδεολογικές αποχρώσεις που μορφοποίησαν τις μετέπειτα ‒ιστορικά αναπόφευκτες‒ διαφοροποιήσεις και διασπάσεις του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Το μεγαλύτερο, κοσμοϊστορικής σημασίας δημιούργημα του Λένιν ήταν η εξέγερση του Οκτώβρη (ως έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης), η εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος και η ίδρυση της ΕΣΣΔ. Βεβαίως δεν ήταν ο Λένιν αυτός που προκάλεσε την επανάσταση, τις κοινωνικές αντιθέσεις που τη γέννησαν, αυτός που έβαλε τη Ρωσία σε παρατεταμένη επαναστατική κατάσταση και έθεσε σε δυναμική πολιτική κίνηση τις μάζες.
Ως γνωστόν, η επαναστατική διαδικασία ξεκίνησε αυθόρμητα τον Φλεβάρη του 1917 και η δυναμική της –όπως σε κάθε αυθεντική επανάσταση– είχε πάντα μια ισχυρή διάσταση αυθορμητισμού (εξόχως σημαντική περίπτωση ήταν η μαζική εξέγερση των αγροτών τον Σεπτέμβρη του 1917).
Όμως ήταν ο Λένιν αυτός που αντιλήφθηκε τον ορίζοντα της επανάστασης πέραν των αστικοδημοκρατικών αλλαγών που έφερε ο Φλεβάρης του 1917. Ήταν ακριβώς αυτός που, σε αντίθεση μάλιστα με το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας του ίδιου του κόμματος των μπολσεβίκων (σε αντίθεση με την πολιτική γραμμή της Πράβντα, του Γραφείου της Κ.Ε. του κόμματος και την Επιτροπή Πόλης της Πετρούπολης), προέταξε πεισματικά την προλεταριακή-σοσιαλιστική προοπτική της επανάστασης. Ήταν ο Λένιν, με τη μεγάλη επιμονή και ενεργητικότητά του, που κατάφερε την υιοθέτηση από το κόμμα των περιβόητων «Θέσεων του Απρίλη», οι οποίες αποτέλεσαν και το πρόγραμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης στο αρχικό στάδιό της.
Ο Λένιν υπήρξε ακριβώς ο ηγέτης της επανάστασης, με την ουσιαστικότερη σημασία της λέξης! Ήταν αυτός που κατανόησε την αναγκαιότητα και δυνατότητα της προλεταριακής επανάστασης πριν και βαθύτερα από όλους τους συντρόφους του, αυτός που χάραξε την επαναστατική στρατηγική και καθοδήγησε τη δράση εκατομμυρίων ανθρώπων προς την εγκαθίδρυση ενός νέου κοινωνικού συστήματος.
Χωρίς αυτόν τον ιδιαίτερης κρισιμότητας ρόλο του ηγέτη, καθώς και χωρίς τον καθοδηγητικό και οργανωτικό ρόλο του κόμματος των μπολσεβίκων η σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα είχε συμβεί, ο επαναστατικός δυναμισμός της ρωσικής κοινωνίας θα είχε θρυμματιστεί και εξαντληθεί σε διάσπαρτα, μικρής σημασίας εξεγερσιακά γεγονότα, με εξαιρετικά πιθανή την τελική καταστολή του από μια αιματηρή αντεπαναστατική δικτατορία.
Σ’ αυτό τον ρόλο του Λένιν εκδηλώθηκαν σε μέγιστο βαθμό ορισμένα εξαιρετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Η ακλόνητη προσήλωση στο στόχο, η πανίσχυρη βούληση, η μεγάλη ενεργητικότητα και πολεμική του δεινότητα στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, όπως και η ικανότητα να στοχάζεται θεωρητικά, να προσεγγίζει ρεαλιστικά και πραγματιστικά κάθε πρόβλημα, αλλά και να συνεργάζεται με πολλούς ανθρώπους, ακόμη και με αντιπάλους του, όταν αυτό ήταν εφικτό και αναγκαίο.
Ο Λένιν ήταν άνθρωπος ευρείας και βαθιάς μόρφωσης που μπορούσε να καταπιάνεται με ζητήματα κοινωνικής θεωρίας, πολιτικής οικονομίας, φιλοσοφίας και επιστημολογίας, αλλά και λογοτεχνίας και τέχνης. Την ίδια στιγμή, είχε τη μοναδική ικανότητα (εξαιρετικά πολύτιμη στην πολιτική δράση) να παρακολουθεί τη διαμόρφωση και τις αλλαγές της κοινωνικής συνείδησης, να αντιλαμβάνεται τις διαθέσεις και τον τρόπο σκέψης μεγάλων και διαφορετικών στρωμάτων-τάξεων της κοινωνίας.
Τα κείμενα του Λένιν αποτελούν εξαιρετικό παράδειγμα δημιουργικής μαρξιστικής ανάλυσης των κοινωνικών διαθέσεων και ταξικών στάσεων, στις ποικίλες εκφράσεις τους. Ήταν αυτή ακριβώς η ικανότητα που επέτρεπε στον Λένιν να αλλάζει τις πολιτικές προτεραιότητες και στοχεύσεις συγχρονίζοντάς τες με τις αλλαγές στην κοινωνική συνείδηση.
Ο Λένιν είχε σε εξαιρετικό βαθμό την ικανότητα να σκέφτεται πρωτότυπα και ευέλικτα, γεγονός που του επέτρεπε να βρίσκει λύσεις στα εκάστοτε νέα ζητήματα και προβλήματα που ανέκυπταν μπροστά του.
Ο Λένιν είχε τη σπάνια για πολιτικό ηγέτη (συμπεριλαμβανομένων των ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος) ικανότητα να σκέφτεται αυτοκριτικά, να αντιμετωπίζει κριτικά το ίδιο του το κόμμα, αλλά και τον εαυτό του, να αναγνωρίζει με ειλικρίνεια λάθη στην πολιτική του.
Ο Λένιν ήταν ο κατεξοχήν ο μαιτρ της επαναστατικής πράξης, στη νίκη της οποίας είχε υποτάξει οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Κατανοούσε με εξαιρετικό τρόπο τη λογική και τις μεθόδους της ταξικής σύγκρουσης και του επαναστατικού πολέμου. Και τις εφάρμοζε χωρίς δισταγμό, χωρίς τις ονειροπολήσεις που κατά κανόνα κατακλύζουν τη σκέψη της αριστερής διανόησης σε όλη τη μέχρι τώρα ιστορία της.
Για τον Λένιν το συμφέρον της επανάστασης (όπως αυτός το αντιλαμβανόταν) ήταν το ύψιστο κριτήριο με το οποίο αποτιμούσε ανθρώπους, σχέσεις και γεγονότα.
Το ίδιο το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν γι’ αυτόν εργαλείο της επανάστασης και ποτέ αυτοσκοπός. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να έρθει αρκετές φορές σε οξύτατη σύγκρουση με τους συντρόφους του, με το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας του κόμματος, να βρεθεί σε μειοψηφία, όταν επρόκειτο για ζητήματα κρίσιμα για το μέλλον του επαναστατικού αγώνα.
Την ίδια στιγμή ο Λένιν με το αδιαμφισβήτητο κύρος του ήταν ο μόνος που μπορούσε να διασφαλίσει (αν ζούσε κι άλλο, το πιθανότερο μέχρι κάποιο διάστημα) την ενότητα του κόμματος των μπολσεβίκων μετά τη νίκη της επανάστασης, όταν ο πρωτόγνωρος χαρακτήρας των καταστάσεων, η οξύτητα των προβλημάτων, η σφοδρότητα των κοινωνικών συγκρούσεων οδηγούσε μοιραία στην εμφάνιση διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων και αντίστοιχα διαφορετικών έως αντίπαλων πολιτικών ομάδων.
Ήδη πριν το θάνατο του Λένιν το κόμμα των μπολσεβίκων είχε εμφανίσει ισχυρές εσωτερικές διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις και μάλλον ήταν αδύνατο σε βάθος χρόνου να παραμείνει ενιαίο, ίδιο με το κόμμα που πριν λίγο καιρό είχε ξεκινήσει την επανάσταση.
Βεβαίως μετά τον θάνατο του ηγέτη οι βασικές αντίπαλες ομάδες εντός του κόμματος, καθώς και όλες οι μετέπειτα ηγεσίες του διεκδίκησαν τη θεωρητική και πολιτική κληρονομιά του και την αυθεντικότητα στην ερμηνεία και χρήση της.
Όμως μαζί με την παγκόσμια διάδοση του έργου του Λένιν (σε συνάρτηση με την παγκόσμια ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος και τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου) θα λάβει χώρα μια εξαιρετικής κλίμακας δογματική κανονικοποίησή του, με πληθώρα χοντροκομμένων απλουστεύσεων, προσαρμοσμένων συχνά στην ιδεολογική στήριξη της μιας ή της άλλης συγκυριακής πολιτικής των διαφόρων ηγεσιών της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, καθώς και των δυνάμεων του διασπασμένου πλέον κομμουνιστικού κινήματος.
Το έργο του Λένιν (όπως και των θεμελιωτών του μαρξισμού) αντιμετωπίστηκε ως σύνολο συνταγών έτοιμων προς κάθε χρήση. Υποβιβάστηκε σε συνονθύλευμα παραθεμάτων, δηλώσεων κλισέ, αποσπασμένων από τα θεωρητικά και ιστορικά τους πλαίσια, από τη δυναμική εξέλιξη της σκέψης του Λένιν και την αναπόφευκτη αντιφατικότητά της.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε ότι σε σημαντικό βαθμό αυτό συνέβη αναπόφευκτα. Ένα μεγαλειώδες κίνημα προλεταρίων που επιχειρεί να αλλάξει τον κόσμο σε συνθήκες σκληρής αιματηρής σύγκρουσης με πανίσχυρους εχθρούς δεν μπορούσε παρά να δει την επαναστατική θεωρία του ως σύνολο οδηγιών για πρακτική δράση. Όπως δεν μπορούσε παρά να περιβάλλει αυτή τη θεωρία με ακλόνητη εμπιστοσύνη, με απόλυτη βεβαιότητα για την εγκυρότητά της.
Η δογματική ανάγνωση και αντιμετώπιση του έργου του Λένιν (όπως και του Μαρξ) είχε σε σημαντικό βαθμό και τη διάσταση της υπεράσπισής του απέναντι στις επιθέσεις των ταξικών εχθρών.
Βεβαίως κάθε δογματική κανονικοποίηση ιδεών σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, την μετατροπή τους σε κάτι στατικό, αμετάβλητο και νεκρό. Είναι ο θανάσιμος εχθρός της σκέψης, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής.
Και δυστυχώς κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή εξόχως δογματικά, αντιμετωπίζεται κατά κανόνα και σήμερα η σκέψη του Λένιν από τις δυνάμεις που έχουν απομείνει στο κομμουνιστικό κίνημα (με δεδομένο ότι στις ευρύτερα αριστερές πολιτικές δυνάμεις είναι κυρίαρχη η απόρριψη της παράδοσης του λενινισμού).
Σήμερα, όμως, μετά από την παγκόσμια δραματική ήττα του κινήματος αυτού, που πρωταρχική ανάγκη καθίσταται όχι η μετατροπή της θεωρίας σε πράξη, αλλά ο κριτικός αναστοχασμός, η ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της θεωρίας, μια τέτοια στάση προς το έργο του Λένιν λειτουργεί κυρίως αρνητικά.
Σήμερα καθίσταται υπαρξιακά αναγκαία η κατανόηση του γεγονότος ότι η σκέψη του Λένιν, όπως και η σκέψη των θεμελιωτών του μαρξισμού, δοκιμάστηκε στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα, στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, και διαμέσου αυτών (κυρίως διαμέσου αυτών) αποκάλυψε τόσο τις δυνατότητες, όσο και τους περιορισμούς της.
Μπορούμε να πούμε ότι η μετατροπή της θεωρίας σε πράξη αποτελεί τη στιγμή της μέγιστης επιβεβαίωσής της, του θριάμβου της. Ταυτόχρονα, αυτό ακριβώς το γεγονός φέρνει αναπόφευκτα στο προσκήνιο τα όρια της θεωρίας, τις ανεπάρκειές της, δρομολογώντας συνάμα την κρίση της, τουλάχιστον στην προηγούμενη μορφή της, καθιστώντας αναγκαία την ανάπτυξη και αλλαγή της. Αυτή είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ κάθε μεγάλης θεωρίας και ιστορικής πράξης.
Μπορούμε αυτό να το δούμε σε δύο πολύ σημαντικά παραδείγματα από το έργο του Λένιν.
Το πρώτο αφορά τη θεωρία του κράτους.
Στο κομμουνιστικό κίνημα θεωρείται αξιωματικής σημασίας το βιβλίο του Λένιν «Κράτος και επανάσταση», το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε λίγο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Σ’ αυτό ο Λένιν (επαναλαμβάνοντας ιδέες που διατύπωσε ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία») παρουσιάζει τις σκέψεις του για τον μετασχηματισμό του κράτους την επαύριον της επικείμενης επανάστασης.
Αναμφιβόλως, η σημασία του έργου αυτού από πολλές πλευρές είναι μεγάλη, και ήταν κρίσιμος ο ρόλος του όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν τον παλιό κρατικό μηχανισμό.
Ωστόσο, όταν αναφερόμαστε σε αυτό το έργο δεν μπορούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι ήδη το καλοκαίρι του 1918, λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη της επανάστασης, το σοβιετικό κράτος είχε πολύ λίγη σχέση (αν είχε καθόλου) με τις ιδέες που αναπτύσσονται στο «Κράτος και επανάσταση». Αλλά και σε όλη τη μετέπειτα πορεία του το κράτος αυτό αποτέλεσε την κραυγαλέα διάψευση σημαντικών ιδεών του εν λόγω έργου του Λένιν.
Τι συνέβη άραγε;
Μια συνήθης απάντηση καταφεύγει στην αναγωγή της διάστασης μεταξύ θεωρίας και πράξης στον υποκειμενικό παράγοντα, στην «κακή βούληση» των ηγετών. Όμως η λύση αυτή και γενικότερα η αδυναμία κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας στην αναγκαιότητά της προδίδει την τεράστια ανεπάρκεια της θεωρητικής ανάλυσης.
Ο Τρότσκι υποστήριξε, ως γνωστόν, την ιδέα της καθοριστικής αντίθεσης μεταξύ του γραφειοκρατικού χαρακτήρα του σοβιετικού κράτους και των σοσιαλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Και είναι γεγονός ότι έκανε ένα πρώτο βήμα προς την κριτική εξέταση της πρωτόγνωρης σοβιετικής πραγματικότητας. Όμως, όχι μόνο δεν πήγε παραπέρα, αλλά, αδυνατώντας να σκεφτεί διαλεκτικά, είδε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο πλευρών ως κάτι εξωτερικό, ως σχέση εξωτερικής αντίθεσης, αλλά όχι ως σχέση ενότητας. Ο Τρότσκι –όπως και αρκετοί άλλοι– απέφυγε τη θεώρηση του σοβιετικού γραφειοκρατικού κράτους όχι απλώς ως αντίθετου των σοσιαλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά ως δημιουργού τους και όρου ύπαρξής τους. Αδυνατούσε να αντιληφθεί ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας (στις συνθήκες και την έκταση στην οποία αναπτύχθηκαν) ήταν εσωτερικά συνυφασμένες με το συγκεντρωτικό σοβιετικό κράτος, δια του οποίου και μπορούσαν να λειτουργούν.
Επρόκειτο πράγματι για ένα κράτος που διέφερε σημαντικά από τις ιδέες που είχε υποστηρίξει ο Λένιν στο έργο του «Κράτος και επανάσταση» (όπως και από αντίστοιχες ιδέες του Μαρξ), διότι μόνο έτσι ήταν εφικτό να υπάρξει ως σοσιαλιστικό κράτος, ως το κράτος μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας στις συνθήκες του 20ού αιώνα. Χωρίς την απομάκρυνση από αυτές τις ιδέες (ήδη από τους πρώτους μήνες της επανάστασης) το σοσιαλιστικό εγχείρημα στην ΕΣΣΔ δεν θα ήταν εφικτό.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι τα συμπεράσματα που μπορεί να συναγάγει κανείς για το επαναστατικό κράτος από την εμπειρία του σοβιετικού κράτους είναι πολύ περισσότερα (και, κατά την προσωπική μου άποψη, σε κατεύθυνση εντελώς αντίθετη προς τις κυρίαρχες ιδέες εντός της αριστερής διανόησης), αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Το δεύτερο παράδειγμα που θα ήθελα να αναφέρω αφορά τη συμβολή του Λένιν στη διαμόρφωση των βάσεων οικοδόμησης της σοσιαλιστικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ.
Πριν την επανάσταση ο Λένιν, από τις «Θέσεις του Απρίλη» και μέχρι τους πρώτους μήνες της σοβιετικής εξουσίας υποστήριζε ένα εξαιρετικά μετριοπαθές πρόγραμμα οικονομικών αλλαγών, στο οποίο το πιο προωθημένο ίσως σοσιαλιστικό μέτρο (σε συνάρτηση με περιορισμένες κρατικοποιήσεις) ήταν η γενική εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου επί των επιχειρήσεων (αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε καταγραφή και έλεγχο της παραγωγής), οι οποίες θα παρέμεναν όμως στα χέρια των ιδιοκτητών τους.
Με το πέρασμα στην πολιτική του «Πολεμικού Κομμουνισμού» οι απόψεις του Λένιν άλλαξαν άρδην. Η ιδέα της γρήγορης κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων και της άμεσης-μη χρηματικής κατανομής προϊόντων άρχισε να δεσπόζει στη σκέψη του. Κι αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι οι έκτακτες συνθήκες του πολέμου ώθησαν σε πρακτικές αχρήματης κατανομής πόρων και αγαθών (βεβαίως οι εμπορευματικές σχέσεις σε καμία περίπτωση δεν είχαν εξαφανιστεί). Περισσότερο αυτή η στροφή του Λένιν είχε να κάνει με το ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι μπολσεβίκοι εν γένει, εμφορούνταν από την άποψη του Μαρξ για την αναγκαιότητα γρήγορης κατάργησης από το προλεταριακό κράτος των εμπορευματικών σχέσεων.
Έτσι, όταν ο Λένιν έγραφε τον Οκτώβριο του 1921 «κάναμε το λάθος να αποφασίσουμε να περάσουμε αμέσως στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή των προϊόντων», «στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντεκίκιν είτε ο Πιλσούδσκι, μια ήττα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο ουσιαστική κι επικίνδυνη», κατ’ ουσίαν ασκούσε κριτική όχι μόνο στην οικονομική πολιτική του κόμματος και του σοβιετικού κράτους, αλλά και στον εαυτό του, στις αντιλήψεις που είχε ο ίδιος για το ζήτημα αυτό.
Με την εγκατάλειψη του «Πολεμικού Κομμουνισμού» η σκέψη και δράση του Λένιν θα επικεντρωθεί στην επεξεργασία και υλοποίηση της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ). Όλα τα οικονομικά κείμενά του από το 1921 και μετά θα αφορούν την ΝΕΠ, για την οποία τόνιζε ότι οι μπολσεβίκοι θα την εφαρμόσουν «στα σοβαρά και για πολύ καιρό». Αυτή κατ’ ουσίαν θα αποτελέσει την «τελευταία λέξη» του Λένιν αναφορικά με τις μεθόδους οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι, ενώ ο Λένιν αναφέρθηκε εκτενώς σε μια πολιτική που αποσκοπούσε στην ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων (η βάση της σοβιετικής οικονομίας επρόκειτο να είναι καθολικά εμπορευματική, με κρατική ιδιοκτησία στη γη και τις μεγάλες επιχειρήσεις, και κεντρικό σχεδιασμό σε ζητήματα στρατηγικής ανάπτυξης), δεν είπε τίποτε για την οικονομία που θα διαδεχόταν την ΝΕΠ κάποια στιγμή στο μέλλον, για τα χαρακτηριστικά που θα είχαν οι σχέσεις παραγωγής στην περίπτωση μιας διάδοχης μη εμπορευματικής οικονομίας.
Είναι όμως σαφές ότι με τη ΝΕΠ η πολιτική του Λένιν και των μπολσεβίκων έβγαινε πλέον από τα όρια των κλασικών προτάσεων του Μαρξ για την άμεση κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων, κινούμενη προς την αντίθετη κατεύθυνση της αξιοποίησής τους για την ίδια την υπόθεση του σοσιαλισμού. Χωρίς να μπαίνω στη συζήτηση για τις δυνατότητες, τα όρια και γενικότερα την ιστορική αναγκαιότητα μιας πολιτικής όπως η ΝΕΠ, περιορίζομαι να επισημάνω ότι στο ζήτημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού η σκέψη του Λένιν διακρίθηκε από μετακινήσεις και μεταβολές, πέραν των καθιερωμένων στο κόμμα του θεωρητικών αντιλήψεων, υπό την πίεση πρωτόγνωρων ζητημάτων που απαιτούσαν πρωτότυπες λύσεις.
Σήμερα, με τη γνωστή κατάληξη του σοβιετικού καθεστώτος και δεδομένης της πορείας που οδήγησε σε αυτή, οι ιδέες του Λένιν για τον σοσιαλισμό (καθώς και οι σχετικές ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς) θα πρέπει εκ νέου να αποτιμηθούν με βάση την ιστορική εμπειρία, θεωρούμενες ως αφετηριακές συμβολές στη διαμόρφωση μιας θεωρίας (του σοσιαλισμού-κομμουνισμού) που απαιτεί ακόμη σημαντική ερευνητική προσπάθεια και ιστορική εμπειρία για την ολοκλήρωσή της.
Ειδάλλως, ο εγκλωβισμός στη δογματική αντιμετώπιση του έργου του μεγάλου αυτού επαναστάτη, ως συνόλου συνταγών έτοιμων προς εφαρμογή, θα αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό παράγοντα που κλείνει τον δρόμο προς την αναγκαία περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής σκέψης. Γεγονός που με τη σειρά του έχει και θα έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην πολιτική δράση του κομμουνιστικού κινήματος (το οποίο εδώ και καιρό έπαψε να συνιστά ιστορική δύναμη).
Σήμερα, στην επέτειο των 150 από τη γέννηση του Λένιν αναφερόμενοι στο έργο του ας μην ξεχνάμε τους οξυδερκείς στίχους που έγραψε κάποτε γι’ αυτόν ο Μαγιακόφσκι:
Φοβάμαι,
μήπως οι πομπές
τα μαυσωλεία
τα προσκυνήματα
η διαδικασία η τυπική,
πνίξουνε
μ’ ευχέλαια γελοία
την απλότητα
τη λενινιστική.
Το έργο του Λένιν έλαβε χώρα σε μια μεγάλη εποχή. Μια εποχή πρωτόγνωρης ανάτασης των κοινωνικών αγώνων, ιστορικής αισιοδοξίας, αγέρωχης αποφασιστικότητας και επαναστατικής τόλμης των προλεταρίων. Συνέβαλε δε αποφασιστικά στη θριαμβική επαναστατική είσοδο των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας.
Η τελική ήττα του κομμουνιστικού κινήματος δεν ακυρώνει την τεράστια παρακαταθήκη που άφησε το έργο αυτό, όπως και το έργο των θεμελιωτών του μαρξισμού. Απαιτεί όμως την δημιουργική αναμέτρηση μαζί της.
Στους σύγχρονους αγώνες ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου κρατάμε και υπερασπιζόμαστε την παρακαταθήκη αυτή, μελετώντας τη κριτικά και εντάσσοντάς τη οργανικά στις νέες προσπάθειες ανάπτυξης της κομμουνιστικής θεωρίας και στρατηγικής!
Αναδημοσίευση από το facebook του Π. Παυλίδη.