του Δημήτρη Μητρόπουλου
Το κλείσιμο του beach bar στον Άλιμο που ακολούθησε αυτό της Μυκόνου, σε συνδυασμό με την αύξηση των καταγεγραμμένων κρουσμάτων Κορονοϊού, κυρίως λόγω αφιχθέντων από άλλες χώρες, θύμισε ότι το ελληνικό καλοκαίρι και ο τουρισμός ως «βαριά βιομηχανία της χώρας», είτε είναι χαμένη υπόθεση είτε κρέμεται από μια κλωστή. Ήδη μεγάλα ξενοδοχεία θα παραμείνουν κλειστά, ενώ πράκτορες όπως η TUI ακυρώνουν συμβόλαια. Αν μέσα στον Ιούνιο ή αρχές Ιουλίου αυξηθούν τα κρούσματα και οδηγηθούμε σε αρκετές τοπικές καραντίνες, τότε η καταστροφή θα είναι ολική και για τις μικρότερες μονάδες και επιχειρήσεις του τουρισμού. Και βεβαίως η απόλυτη φτώχεια για τους 700.000 εργαζόμενους στον κλάδο αυτό, οι οποίοι θα πρέπει να επιζήσουν με παρατάσεις των επιδομάτων ανεργίας ή με τα φιλοδωρήματα της μερικής απασχόλησης.
Αν προσθέσουμε και ότι αυξάνει η νευρικότητα στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, με βάση την τουρκική επιθετικότητα, φαίνεται ότι η βαριά βιομηχανία της χώρας, μόνο βαριά δε θα είναι. Για την ακρίβεια βέβαια ποτέ δεν ήταν. Ήταν ένα σύνθημα μιας παρασιτικής αστικής τάξης το οποίο ξεγυμνώνεται διαρκώς. Όπως ξεγυμνώθηκε το «ισχυρή Ελλάδα» το 2010 με την τότε οικονομική κρίση, έτσι και με την τωρινή υγειονομική κρίση, το μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού λειτουργεί ως αντίστροφος καταλύτης που μεγαλώνει κάθε πρόβλημα και πολλαπλασιάζει κάθε αρνητική συγκυρία. Σε κάθε στροφή των εξελίξεων, είτε οικονομική, είτε γεωπολιτική, είτε ακόμα και μια πανδημία, η βαριά βιομηχανία του τουρισμού αποδεικνύεται φτερό στον άνεμο.
Τη διαπίστωση ότι το μοντέλο ανάπτυξης είναι στρεβλό δεν την κάνει, πλέον, μόνο η Αριστερά, ή τουλάχιστον αυτή η Αριστερά που αναγνωρίζει τον παρασιτικό και εξαρτημένο χαρακτήρα της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Όλο και περισσότεροι ψελλίζουν ότι δεν είναι δυνατόν σε μια έκτακτη κατάσταση να μη μπορούμε να παράξουμε υλικά αναγκαία για να ανταποκριθούμε.
Με αφορμή την υγειονομική κρίση τέθηκε το ερώτημα του τι μπορεί (αν πλέον μπορεί) να παράξει η Ελλάδα. Δεν συζητάμε φυσικά για τους αναπνευστήρες που παρήγαγε η Ιταλία ή τα ιατρικά μόνιτορ που παρήγαγε η Γερμανία. Συζητάμε για την απλή χειρουργική μάσκα που αποτελείται από βαμβάκι και ύφασμα και η οποία δεν μπορούσε να παραχθεί σε μια Ελλάδα με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, κλειστές κλωστοϋφαντουργίες, ερειπωμένες βιομηχανικές μονάδες. Το ερώτημα τίθεται και πάλι όταν ένα εκατομμύριο άνθρωποι εξαρτώνται από το αν θα επιλέξουν οι Γερμανοί να κάνουν ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα ή στην Κροατία ή αν ο Ερντογάν δημιουργήσει τετελεσμένα θερμών επεισοδίων στην Κρήτη.
Όσοι βλέπουν λίγο παραπέρα, αναγνωρίζουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει αυτό το μοντέλο ανάπτυξης. Ο Α. Παπαχελάς στην Καθημερινή το περασμένο Σαββατοκύριακο, είδε τη διέξοδο στην αλλαγή μοντέλου ανάπτυξης στην αντιγραφή …του Ισραήλ. Επένδυση στην πολεμική βιομηχανία, εκμεταλλευόμενοι και υποθάλποντας την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και επένδυση στις νέες τεχνολογίες μέσω μιας Silicon Valley αλά Ελληνικά με φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα για τις πολυεθνικές του διαδικτύου. Μια σύγκριση μάλλον ανιστόρητη που εκτός των άλλων ως προοπτική δημιουργεί περισσότερα αδιέξοδα απ’ όσα λύνει. Στο Φόρουμ των Δελφών Βενιζέλος και Μυτιληναίος, εξέχοντες εκπρόσωποι του πολιτικού και επιχειρηματικού ιστού που εξέθρεψε το συγκεκριμένο μοντέλο αποφάνθησαν ότι «στην Ελλάδα είδαμε ότι έχουμε ήλιο και θάλασσα και χτίσαμε ένα μονοκλαδικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο όμως έχει ρίσκα και πρέπει να αλλάξει».
Είναι προφανές ότι από τη διαπίστωση μέχρι την αλλαγή πλεύσης υπάρχει τρομακτική απόσταση. Μια παρασιτική άρχουσα τάξη και ένα πολιτικό και δημοσιογραφικό προσωπικό που έχει μάθει να υπάρχει λόγω της εύνοιας και της προστασίας των δυτικών «συμμάχων», αποκλειστικά και μόνο ως διαμεσολαβητής για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του.
Την εποχή που συζητιέται το στρεβλό της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και που αποδεικνύεται ότι η έμμεση ή άμεση εξάρτηση του 30% της οικονομίας μιας χώρας από τον τουρισμό είναι αδιέξοδο, προωθείται από την κυβέρνηση και την Ε.Ε. η τριχοτόμηση και η ιδιωτικοποίηση ή η χρεοκοπία μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, της ΛΑΡΚΟ. Αν υλοποιηθεί το σχέδιο της κυβέρνησης, απειλείται με λουκέτο η μοναδική βιομηχανία νικελίου εντός Ε.Ε. και μία από τις δύο που λειτουργούν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο εκτός Ρωσίας. Ή με εξαγορά από ανταγωνιστές (ακούγονται διάφοροι όμιλοι από Ελβετία).
Η Λάρκο από το 1989 είναι ανώνυμη εταιρεία με βασικούς μετόχους την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τη ΔΕΗ και το ελληνικό δημόσιο (ΟΑΕ). Διαθέτει μεταλλεία σε Εύβοια, Βοιωτία, Καστοριά, Κοζάνη. Η εταιρεία διαθέτει επίσης ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Φθιώτιδα που απασχολεί την πλειονότητα των εργαζομένων της επιχείρησης. Μέχρι το 1989 ήταν ιδιοκτησίας Μποδοσάκη. Στην τότε εκκαθάριση φορτώθηκε με χρέη και μόλις το 2004 ξαναπέρασε σε κερδοφορία. Επί Καραμανλή το 2006 αλλάζει η ήδη υψηλή τιμολόγηση του ρεύματος και η ΛΑΡΚΟ πλήρωνε υπερδιπλάσια τιμή, με αποτέλεσμα από το χρέος που έχει σήμερα των 470 εκατ. Ευρώ τα 351,2 εκατ. είναι οφειλές προς τη ΔΕΗ.
Στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας λόγω παγκοσμιοποίησης (νέα αντίστοιχα φτηνά εργοστάσια και εργατικά χέρια στην Ασία), η Ε.Ε. δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει επενδύσεις για ανανέωση εξοπλισμού και νέες καινοτόμες μεθόδους ώστε να γίνει βιώσιμο το κόστος. Σημειωτέον ότι η παλαιότητα του εξοπλισμού κοστίζει πολλές φορές και ζωές εργατών. Με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου το 2014 και το 2017 κάνει σαφές ότι η μόνη «ανταγωνιστική» ελληνική μεγάλη επιχείρηση για την Ε.Ε. είναι η πτωχευμένη, απαξιωμένη και εν τέλει ξεπουλημένη σε πολυεθνικά μονοπώλια επιχείρηση. Να σημειώσουμε ότι η χώρα μας έχει επίσης κοιτάσματα χρωμίου, όπου μαζί με το νικέλιο μπορούν να παράξουν ανοξείδωτο χάλυβα και το 1982 πραγματοποιήθηκε (με επιτυχία) πείραμα στη ΛΑΡΚΟ παραγωγής αυτού, ωστόσο, στο πλαίσιο των πολιτικών της τότε ΕΟΚ, δεν προχώρησε στη δημιουργία αντίστοιχης μονάδας παραγωγής. Η ΛΑΡΚΟ όλα τα χρόνια πουλά το σιδηρονικέλιο σε ξένους ομίλους. Αυτοί παράγουν ανοξείδωτο χάλυβα και η Ελλάδα εισάγει αυτό που μπορούσε να παράγει καθετοποιημένα και να εξάγει.
Βέβαια τα ΜΜΕ στη χρεοκοπία της ΛΑΡΚΟ βλέπουν το γνωστό χιλιοπαιγμένο έργο. Τις πελατειακές σχέσεις και τους διορισμούς φίλων και εξαδέρφων, τη διαπλοκή με τη διοίκηση κάποιων συνδικαλιστών (οι οποίοι είναι της νεοφιλελεύθερης αντικρατικίστικης ΔΑΚΕ) τα προκλητικά προνόμια μερικών δεκάδων τέτοιων συνδικαλιστών, παραγόντων, στελεχών, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών αμείβεται με μισθούς των 1000 και των 1200 ευρώ.
Το ερώτημα βέβαια προς την κυβέρνηση είναι το εξής: Σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκές συνθήκες έχουν «χαλαρώσει», γιατί δεν επιλέγει να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ, να την ξανακάνει ανταγωνιστική και ταυτόχρονα να σπάσει το απόστημα των δικών της στελεχών και συνδικαλιστών που αμείβονται με 5.000 το μήνα; Γιατί επιλέγει να κλείσει άλλη μια βιομηχανία η οποία μπορεί να γίνει βιώσιμη;
Το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ είναι χαρακτηριστικό γιατί, παρά τις ρητορείες, ο λύκος δε μπορεί να γίνει πρόβατο. Το μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορεί να αλλάξει από αυτούς που κερδοφορούν -άκοπα και αεριτζήδικα- από αυτό. Μια παρασιτική αστική τάξη για την οποία τα κέρδη είναι δικά της, αλλά οι ζημιές του ελληνικού δημοσίου. Μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία μεθοδεύει το κλείσιμο και την παρακμή των ελληνικών επιχειρήσεων προς όφελος των πολυεθνικών ομίλων. Ένα πολιτικό, δημοσιογραφικό προσωπικό που καθυβρίζοντας το δημόσιο διορίζει, κλέβει, αρπάζει ό,τι προλάβει από αυτό. Και σαν γαρνιτούρα, μια διαπλεκόμενη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (καμία σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία των συνδικαλιστών που δίνουν μάχες με αυταπάρνηση για τα εργατικά συμφέροντα), χρήσιμη για να ελέγχει τους εργαζόμενους και να συναινεί στα νεύματα της εξουσίας.
Μια αντίστροφη πορεία πρέπει να ξεκινήσει από το ξήλωμα όλου του παραπάνω πλαισίου. Για να σταματήσει το ανέκδοτο ότι η βαριά μας βιομηχανία είναι ο τουρισμός.
Αναδημοσίευση από το antapocrisis.gr