Συνεχίζουμε τη δημοσίευση μεταφράσεων επιστημονικών άρθρων για τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό με το άρθρο του Tomás N. Rotta, (Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς, Μ. Βρετανία) υπό τον τίτλο Μη παραγωγική συσσώρευση στις ΗΠΑ: ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο (Unproductive Accumulation in the United States: A New Analytical Framework). Το άρθρο δημοσιεύθηκε με το ίδιο περιεχόμενο με αυτό της εκδοχής από την οποία το μεταφράσαμε στο Cambridge Journal of Economics, Volume 42, Issue 5, September 2018, Pages 1367–1392, https://doi.org/10.1093/cje/bex080.
Υπενθυμίζουμε ότι έχουν προηγηθεί ήδη τρεις μεταφράσεις αρθρογραφίας του Chai-on Lee (Εθνικό Πανεπιστήμιο Chou-nam, Κορέα):
- Στην πρώτη, με τίτλο Επανεξέταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ (Marx’s labour theory of value revisited), αναπτύχθηκε μια ερμηνεία της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, η οποία συνιστά ταυτόχρονα και υπεράσπισή της, έναντι της κριτικής που αναπτύχθηκε εναντίον της, τόσο από πλευρές της μαρξιστικής βιβλιογραφίας, όσο και από άλλες, πχ (νεο-)ρικαρδιανές, με κεντρικό ζήτημα αυτό του μετασχηματισμού των αξιών των εμπορευμάτων στις τιμές παραγωγής τους.
- Η δεύτερη, με τίτλο Για τους όρους της αφηρημένης εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή, η οποία συνιστά ένα μικρό απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του εν λόγω συγγραφέα με τίτλο Περί των τριών προβλημάτων της αφαίρεσης, της αναγωγής, και του μετασχηματισμού, στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ (On the three problems of abstraction, reduction and transformation in Marx’s labour theory of value), ασχολείται με τις απαραίτητες κοινωνικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί μια εργασία για να μπορεί να θεωρηθεί ως αφηρημένη εργασία, ώστε και να μπορεί να καθορισθεί η αξία της στη βάση μιας ποσότητας (χρόνου) ομογενοποιημένης απλής εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, ασχολείται το απόσπασμα αυτό με την πρωτότυπη, δημιουργική εργασία, όπως είναι κατά κανόνα η επιστημονική και καλλιτεχνική εργασία, για την οποία ο συγγραφέας προτείνει ότι δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή, δηλ. το προϊόν της δεν προσφέρεται για να λάβει την εμπορευματική μορφή από μόνο του.
- Η τρίτη μετάφραση, με τίτλο Η Διάκριση ανάμεσα στην Κοινωνική Αξία, στην Ατομική Αξία, στην Αξία Αγοράς και στην Τιμή Αγοράς στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου (The Distinction between Social Value, Individual Value, Market Value and Market Price in Volume III of Capital), ασχολείται με τις διακυμάνσεις των τιμών αγοράς γύρω από τις τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων, και με τη φύση των υπερκερδών που προκύπτουν μέσα από τις λιγότερο ή περισσότερο συστηματικές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Εκεί ο συγγραφέας αναφέρεται με λεπτομερή τρόπο στα διάφορα ήδη προσόδων που αποτελούν τη βάση των μονοπωλιακών υπερκερδών.
- Η τέταρτη, και αμέσως προηγούμενη, μετάφραση ήταν αυτή του άρθρου του Jakob Rigi (Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, Βουδαπέστη, Ουγγαρία) στο περιοδικό tripleC με τον τίτλο Foundations of a Marxist Theory of the Political Economy of Information: Trade Secrets and Intellectual Property, and the Production of Relative Surplus Value and the Extraction of Rent-Tribute (Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου). Το άρθρο περιέγραφε με συστηματικότατο τρόπο τα διαφορετικά ήδη των -κατά κύριο λόγο μονοπωλιακών – προσόδων που προκύπτουν για το κεφάλαιο που αξιοποιεί την παραγωγή και εμπορευματοποίηση της πληροφορίας. Βασιζόταν στην παραδοχή ότι τα πληροφοριακά προϊόντα, αυτά δηλ. που μπορούν να αντιγραφούν ψηφιακά, δεν έχουν αξία, ή εν πάσει περιπτώσει η αξία τους είναι μηδαμινή σε σχέση με το κόστος της αρχικής τους παραγωγής, διότι το κόστος αναπαραγωγής τους, δηλ. ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την αντιγραφή τους, είναι ελάχιστος.
Στην εισαγωγή μας κάναμε κριτική στην άποψη που συγχέει την πρωτότυπη δημιουργική, ερευνητική, καλλιτεχνική εργασία κοκ, η οποία διεξάγεται άπαξ, με την εργασία αντιγραφής, εκπαίδευσης κοκ, η οποία είναι επαναλαμβανόμενη. Σε συμφωνία με το έργο του Λι που αναφέρθηκε παραπάνω, ισχυριστήκαμε για το πρώτο είδος εργασίας, ότι αν και πρόκειται για παραγωγική εργασία με τη γενική έννοια, το προϊόν της δεν δύναται να πάρει την εμπορευματική μορφή με ουσιαστικό τρόπο. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να την υπάγει παρά μόνο τυπικά, μέσω της εμπορευματοποίησης με τη μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, η οποία συνοδεύεται από νέες μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης των παραγωγών (πχ πατέντες, δικαιώματα αντιγραφής, συμβόλαια μυστικότητας και απαγόρευσης εργασίας σε ανταγωνιστική επιχείρηση κοκ). Αντίθετα, το δεύτερο είδος εργασίας, η επαναλαμβανόμενη αντιγραφή, παράγει εμπορεύματα. Συμφωνούμε, επομένως, ότι τα εμπορεύματα που προκύπτουν από την αντιγραφή των πρωτότυπων έργων, έχουν πράγματι μηδαμινή αξία, και σίγουρα πολύ μικρότερη από την τιμή που αποκτούν στην αγορά, με τη διαφορά να μπορεί όντως να εξηγηθεί στη βάση (μονοπωλιακών κυρίως) προσόδων. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στην εν λόγω εισαγωγή του μεταφρασμένου άρθρου για περισσότερες λεπτομέρειες.
Συνεχίζοντας το συγκεκριμένο πρόγραμμα μελέτης της σύγχρονης αρθρογραφίας, το παρόν μεταφρασμένο άρθρο, παρουσιάζει μια μελέτη της μεταπολεμικής οικονομίας των ΗΠΑ, επιχειρώντας να ποσοτικοποιήσει την παρουσία και επίδραση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων σε αυτήν. Προκειμένου να το κάνει αυτό, εισάγει ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο, το οποίο, ανάμεσα σε άλλες παραδοχές, υιοθετεί και αυτήν για τον μη παραγωγικό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει γνωσιακά προϊόντα. Έτσι, κατατάσσει στις μη παραγωγικές δραστηριότητες και αυτές που λαμβάνουν χώρα “στη διαφήμιση, στα φαρμακευτικά, στην παραγωγή λογισμικού, στη διαχείριση δεδομένων, στην έρευνα και ανάπτυξη, στις εκδόσεις, στην ηχογράφηση μουσικής και στην παραγωγή ταινιών”.
Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να σχολιάσουμε μια ασάφεια στο αναλυτικό πλαίσιο του συγγραφέα, η οποία μπορεί να υποκρύβει και μια αντίφαση. Σύμφωνα με τον ίδιο:
Σχεδόν κάθε επιχείρηση λειτουργεί με ένα μείγμα παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, με πολύ λίγες εταιρείες να ταξινομούνται πραγματικά ως καθαρά παραγωγικές ή καθαρά μη παραγωγικές. Γι’ αυτόν τον λόγο δε χρησιμοποιώ τον όρο μη παραγωγικός κλάδος, παρά μάλλον τον όρο μη παραγωγική δραστηριότητα. Ο σκοπός είναι το να γίνει ξεκάθαρο ότι παραγωγικές και μη παραγωγικές προσπάθειες δεν διαχωρίζονται σε κλάδους, αλλά, στην πραγματικότητα, σε δραστηριότητες.
Στη συνέχεια, όμως, δε γίνεται σαφές αν κατατάσσει τις παραπάνω αναφερόμενες βιομηχανίες και κλάδους, στο σύνολό τους, στις μη παραγωγικές δραστηριότητες. Κάτι τέτοιο θα αντέφασκε με τον ορισμό της “μη παραγωγικής δραστηριότητας”, ενώ θα οδηγούσε και σε υπερεκτίμηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, η μεθοδολογική αυτή ασάφεια δεν μειώνει την αξία της μελέτης αυτής, ειδικά εφόσον οι παραγωγικές δραστηριότητες, πχ η τελική παραγωγή των φαρμάκων μιας φαρμακευτικής εταιρείας, αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος των δαπανών των εταιρειών αυτών, ενώ πλέον, το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγικών αυτών δραστηριοτήτων το αναλαμβάνουν υπεργολαβίες, που μπορεί και να λειτουργούν σε άλλες εθνικές οικονομίες.
Τα δεδομένα που παρουσιάζει ο συγγραφέας είναι ενδεικτικά της διόγκωσης των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων σε όλη την περίοδο που εξετάζει, και ειδικότερα στα τελευταία χρόνια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, και της μεταφοράς της μεταποίησης στις λεγόμενες “αναπτυσσόμενες χώρες” της φτηνής εργασίας. Έτσι, μπορεί να δοθεί η απαιτούμενη έμφαση σε μια σημαντική διάσταση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας που αυτός επιβάλλει: το ότι η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, και οι μεταφορές (υπερ)αξίας που τη χαρακτηρίζουν, σε μεγάλο βαθμό συνιστούν μεταφορές από την παραγωγική εργασία προς μη παραγωγικές δραστηριότητες.
Στον επίλογο του άρθρου ο συγγραφέας αναφέρεται στην έννοια της αυτονόμησης της αξίας, την οποία ορίζει ως την ιστορική τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να κινείται προς όλο και πιο αφηρημένες μορφές πλούτου οι οποίες είναι όλο και πιο αυτονομημένες από την παραγωγή αξίας και από την εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας (ο αγγλομαθής αναγνώστης μπορεί να διαβάσει περισσότερα για τη θεωρία αυτή στο άρθρο του ίδιου συγγραφέα Rotta, Tomas and Teixeira, Rodrigo. 2016. The Autonomisation of Abstract Wealth: New Insights on the Labor Theory of Value. Cambridge Journal of Economics, 40(4), pp. 1185-1201.) Δεν μπορούμε να προβούμε σε μια αναλυτική κριτική της άποψης αυτής στην παρούσα εισαγωγή. Απλά επισημαίνουμε τη σημασία του να διακρίνουμε τις έννοιες της παραγωγής κοινωνικού πλούτου, και της παραγωγής (εμπορευματικής) αξίας, τόσο μεταξύ τους, όσο και από έννοιες που σχετίζονται με τη μεταφορά ή τον σφετερισμό του πλούτου και της αξίας, και εν τέλει τη συσσώρευση και αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Παραθέτουμε παρακάτω τα πρώτα δύο μέρη του μεταφρασμένου άρθρου, δηλ. την εισαγωγή και την κριτική παρουσίαση της σχετικής βιβλιογραφίας, όπως και τον επίλογό του. Ωστόσο, παραπέμπουμε στο αρχείο pdf για μια πιο συνολική μελέτη του άρθρου που περιλαμβάνει το μεθοδολογικό μέρος (με τους αντίστοιχους μαθηματικούς τύπους), και το μέρος των αποτελεσμάτων (με γραφήματα και πίνακες).
Για τη μετάφραση και εισαγωγή,
Διονύσης Περδίκης
Μη παραγωγική συσσώρευση στις ΗΠΑ:
ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο
Tomás N. Rotta,
Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς
Περίληψη
Σε αυτό το άρθρο προσφέρω μια καινοτόμο ανάλυση της μη παραγωγικής συσσώρευσης στην οικονομία των ΗΠΑ από το 1947 έως το 2011. Αναπτύσσω ένα νέο θεωρητικό και εμπειρικό πλαίσιο για να αναλύσω τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε παραγωγικές και μη παραγωγικές μορφές. Επίσης, αναπτύσσω μια μεθοδολογία για να υπολογίσω μαρξιστικές κατηγορίες βασιζόμενος στην ιδέα ότι η παραγωγή γνώσης και πληροφορίας είναι μια μη παραγωγική δραστηριότητα, η οποία βασίζεται στη δημιουργία γνωσιακών προσόδων. Ειδικότερα, παρέχω νέες εμπειρικές εκτιμήσεις για να αποκαλύψω τη μετατοπιζόμενη ισορροπία μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών μορφών συσσώρευσης. Το πρότυπο συσσώρευσης που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 1947-79, το οποίο είχε σε προτεραιότητα την παραγωγική συσσώρευση, έδωσε τη θέση του από τη δεκαετία του 1980 σε ένα αντίθετο πρότυπο που έχει σε προτεραιότητα τη μη παραγωγική συσσώρευση. Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες έχουν αυξηθεί με ταχύ ρυθμό σε σχέση με τα εισοδήματα, τα πάγια περιουσιακά στοιχεία και την απασχόληση. Ανάμεσα σε όλες τις μορφές μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, η προσέγγισή μου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο πως η παραγωγή γνώσης και πληροφορίας αποτελεί ένα αυξανόμενο μερίδιο του συνολικού μη παραγωγικού εισοδήματος και του αποθέματος κεφαλαίου. Επιπλέον, η παραγωγική στασιμότητα και η ταχύρρυθμη μη παραγωγική συσσώρευση σχετίζεται με μεγαλύτερη εκμετάλλευση των παραγωγικών εργατών και με διευρυνόμενη ανισότητα.
[…]
1. Εισαγωγή
Σε αυτό το άρθρο θεωρητικοποιώ και υπολογίζω τη συσσώρευση μη παραγωγικού κεφαλαίου στην μεταπολεμική οικονομία των ΗΠΑ. Επικεντρώνω στη μετατοπιζόμενη ισορροπία μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων και στη διανομή του κεφαλαίου μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών. Αναπτύσσω μια νέα μεθοδολογία για να υπολογίσω μαρξιστικές κατηγορίες και προσφέρω διάφορες εμπειρικές εκτιμήσεις των παραγωγικών και μη παραγωγικών μορφών συσσώρευσης από το 1947 έως το 2011. Η μεθοδολογία και τα αποτελέσματά μου παρέχουν νέα στοιχεία για το πως η εκμετάλλευση, η ανισότητα και η μη παραγωγική συσσώρευση αλληλοεπιδρούν σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία.
Χρησιμοποιώ τον όρο μη παραγωγική συσσώρευση για να καταδείξω τη μεγέθυνση στην ροή εισοδήματος ή στο απόθεμα κεφαλαίου μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, και τον όρο παραγωγική συσσώρευση για να καταδείξω τη μεγέθυνση στην ροή εισοδήματος ή στο απόθεμα κεφαλαίου παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων βασίζεται άμεσα στην έννοια της υπεραξίας, και ως τέτοια, βασίζεται στην ιδέα ότι η αξία χρειάζεται να προέρχεται από κάπου. Με κανένα τρόπο δεν ισχύει ότι μη παραγωγική σημαίνει άχρηστη, ή λιγότερο σημαντική, και δεν είναι ένας υποτιμητικός όρος. Επίσης δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ παραγωγικού και απτού (Σ.τ.Μ. υλικού, αντικειμενικού· tangible), εφόσον υπηρεσίες και μη απτά εμπορεύματα μπορούν να είναι προϊόντα παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Μια παραγωγική δραστηριότητα είναι κάθε οικονομική δραστηριότητα που παράγει υπεραξία. Για να παράγει υπεραξία, μια δραστηριότητα πρέπει να έχει εργάτες που να παράγουν χρήσιμα εμπορεύματα με αξία για το κεφάλαιο. Άλλες δραστηριότητες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν όλες τις προσπάθειες για τη δημιουργία νέων αξιών χρήσης ή για την επανακυκλοφορία υπαρχόντων αξιών χρήσης, αλλά όχι εμπορευμάτων με υπεραξία, θεωρούνται ως μη παραγωγικές. Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες δημιουργούν νέες αξίες χρήσης ή επανακυκλοφορούν υπάρχουσες αξίες χρήσης χωρίς να προσθέτουν καθόλου νέα υπεραξία στην οικονομία. Αυτό υπονοεί ότι τα εισοδήματα από μη παραγωγικές δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν ροές που αντλούνται από αξία που παράγεται σε παραγωγικές δραστηριότητες. Ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες δημιουργούν και επίσης καταναλώνουν υπεραξία, οι μη παραγωγικές μόνο την καταναλώνουν.
Παρόλο που άμεσα καταναλώνει υπεραξία από παραγωγικές επιχειρήσεις, η μη παραγωγική συσσώρευση μπορεί μια χαρά να ενισχύει την παραγωγικότητα της εργασίας ή ακόμη και να δίνει ώθηση στη συνολική ζήτηση για παραγωγικές δραστηριότητες, και επομένως, έμμεσα να βελτιώνει τη δημιουργία υπεραξίας. Επομένως, υπάρχει μια διπλή επίδραση υπό μελέτη: οι μη παραγωγικές δραστηριότητες μπορεί έμμεσα να αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και μπορούν και να αυξάνουν τη ζήτηση για παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ αντλούν αξία που δεν παράγουν άμεσα. Ακόμη και αν οι μη παραγωγικές δραστηριότητες έμμεσα επιδρούν στην παραγωγική συσσώρευση, δεν προσθέτουν άμεσα καθόλου υπεραξία στην οικονομία.
Οι επίσημοι λογαριασμοί εισοδήματος και προϊόντων και οι πίνακες εισόδων-εξόδων πρέπει να μετασχηματιστούν για να χρησιμοποιηθούν σε μια μαρξιστική ανάλυση, μιας και ο Μαρξ ανέπτυξε το δικό του σύστημα εννοιών, βασιζόμενο στη μοναδική του κατανόηση της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Οι επίσημες εκδόσεις δεδομένων, αντιθέτως, είναι κατασκευασμένες χρησιμοποιώντας έννοιες που αντλούνται από τα ορθόδοξα οικονομικά που θεωρητικοποιούν την αξία με διαφορετικό τρόπο. Ειδικότερα, οι επίσημοι λογαριασμοί δεν διακρίνουν μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Για να διαχωρίσω τις βιομηχανίες σε παραγωγικές και μη παραγωγικές δραστηριότητες, εισάγω το Μαρξιστικό Σύστημα Ταξινόμησης Βιομηχανιών, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταχείριση της παραγωγής γνώσης και της ιδιοκτησίας γνώσης ως μη παραγωγικές δραστηριότητες. Εκτός των εμπορικών, των χρηματοπιστωτικών, των ασφαλειών, των κτηματομεσιτικών, και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών και της κρατικής διοίκησης, ταξινομώ επίσης ως μη παραγωγικές την παραγωγή λογισμικού, δεδομένων, φαρμακευτικών προϊόντων, κινηματογραφικών ταινιών, καταγεγραμμένου βίντεο, και ηχογραφημένης μουσικής, και εκδόσεων υλικών όπως βιβλία και περιοδικά. Η ανα-παραγωγή τη γνώσης και της πληροφορίας δεν απαιτεί εργάσιμο χρόνο και επομένως δεν παράγει ούτε αξία ούτε υπεραξία, συνεπάγοντας ότι αυτές οι δραστηριότητες πρέπει να ταξινομηθούν ως μη παραγωγικές. Οι εκτιμήσεις μου αποκαλύπτουν ότι η δημιουργία γνώσης και τα χρηματοπιστωτικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες μη παραγωγικές δραστηριότητες τόσο με όρους καθαρού εισοδήματος, όσο και αποθέματος κεφαλαίου.
Το πρότυπο της συσσώρευσης στην οικονομία των ΗΠΑ έχει αλλάξει ουσιαστικά κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Πριν το 1980 οι ΗΠΑ γνώρισαν ταχύρρυθμη παραγωγική συσσώρευση, πιο αργή μεγέθυνση σε μη παραγωγικά πάγια περιουσιακά στοιχεία, μη αυξανόμενο βαθμό εκμετάλλευσης των παραγωγικών εργατών, και χαμηλά επίπεδα ανισοτήτων. Καθ΄ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, οι εργάτες βαθμιαία στράφηκαν προς μη παραγωγικές θέσεις εργασίας, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η πλειοψηφία των εργαζομένων ήταν ήδη μη παραγωγικοί. Μετά το 1980 η κατάσταση άλλαξε δραματικά και η οικονομία στράφηκε σε πιο ταχεία μη παραγωγική συσσώρευση και αύξηση στο απόθεμα μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ επέδειξε έναν συνεχώς αυξανόμενο βαθμό εκμετάλλευσης των παραγωγικών εργατών και διευρυνόμενη ανισότητα εισοδημάτων. Το συνολικό εισόδημα από μη παραγωγικές δραστηριότητες τετραπλασιάστηκε σε σχέση με τη συνολική αξία που δημιουργείται σε παραγωγικές δραστηριότητες κατά την περίοδο 1947-2011.
Η Νεοφιλελεύθερη φάση του καπιταλισμού των ΗΠΑ μετά το 1980 χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη εκμετάλλευση των παραγωγικών εργατών, τη στροφή των επενδύσεων προς μη παραγωγικές δραστηριότητες, και αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των τάξεων. Οι καπιταλιστές εξάγουν περισσότερη αξία από μειούμενη μερίδα της εργατικής τάξης, ενώ, ταυτόχρονα, το απόθεμα παγίων περιουσιακών στοιχείων σε μη παραγωγικέ δραστηριότητες έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με το παραγωγικό απόθεμα κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα είναι ότι για τη Νεοφιλελεύθερη περίοδο το γενικό ποσοστό κέρδους έχει πέσει σημαντικά κάτω από το βαθμό εκμετάλλευσης. Αποδίδω στο ταχύρρυθμο της μη παραγωγικής συσσώρευσης τον πιθανό λόγο για την μετά το 1980 αποσύνδεση μεταξύ εκμετάλλευσης και κερδοφορίας.
Το άρθρο δομείται ως εξής: Πρώτα παρουσιάζω την αναλυτική μου προσέγγιση και προσφέρω μια σύγκριση με προηγούμενες μελέτες. Μετά εισάγω μια σειρά εμπειρικών μέτρων και συζητώ τις δυνητικές αιτίες και πιθανές συνέπειες της μη παραγωγικής συσσώρευσης στις ΗΠΑ. Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι οι παρατηρούμενες τάσεις, πέρα από τις συνέπειές τους για τους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου και τις ταξικές ανισότητες, συγκλίνουν προς την κατάδειξη μιας βαθύτερης καπιταλιστικής δυναμικής που ο ίδιος ο Μαρξ ονόμασε “αυτονόμηση της αξίας”: την τάση του κεφαλαίου να δημιουργεί μορφές πλούτου που είναι όλο και πιο αυτονομημένες από την παραγωγή αξίας και από την εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας.
2. Σύγκριση με Άλλες Προσεγγίσεις
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ της προσέγγισης που εισάγεται σε αυτό το άρθρο σε σύγκριση με άλλες υπάρχουσες προσεγγίσεις είναι η μεταχείριση της παραγωγής γνώσης και πληροφορίας ως μη παραγωγική δραστηριότητα. Βασιζόμενη στο Teixeira και Rotta (2012), η μεθοδολογία μου είναι η μόνη που παρέχει εκτιμήσεις μαρξιστικών κατηγοριών θεωρώντας τη γνώση και την πληροφορία ως εμπορεύματα δίχως αξία. Το κάνω αυτό καταρχήν διακρίνοντας την παραγωγή από την ανα-παραγωγή, και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τον Μαρξ στη θέση ότι η αξία καθορίζεται από τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο για την ανα-παραγωγή ενός εμπορεύματος. Η εμπορευματοποιημένη γνώση και πληροφορία δεν έχουν αξία διότι απαιτούν εργασία για την αρχική παραγωγή τους, αλλά καθόλου εργασία για την περαιτέρω αναπαραγωγή τους. Ο δίχως αξία χαρακτήρας της γνώσης και της πληροφορίας ως εμπορευμάτων είναι επομένως μια άμεση συνέπεια της μαρξικής θεωρίας της αξίας.
Εξ’ αιτίας του ανταγωνισμού με τις νέες τεχνολογίες και τις νέες συνθήκες παραγωγής, οι παραγόμενες αξίες είναι συνεχώς επαναξιολογούμενες στην αγορά. Οι αξίες δεν είναι πάγια μεγέθη αλλά μεταβαλλόμενες ποσότητες, ακόμη και αν η παραγωγή τους έχει ήδη λάβει χώρα στο παρελθόν. Το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν τόνισε αυτό το σημείο νωρίς στο Κεφάλαιο Ι είναι διότι σε αυτό το επίπεδο αναλυτικής αφαίρεσης δεν είχε ακόμη εισάγει την αναπαραγωγή στην ανάλυσή του, επικεντρώνοντας μόνο στην παραγωγή των εμπορευμάτων. Μόλις εισήγαγε την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο μέσο του Κεφαλαίου Ι, ο Μαρξ στράφηκε από τις συνθήκες παραγωγής στις συνθήκες αναπαραγωγής. Τότε ρητά ισχυρίστηκε ότι κατά τον καθορισμό της αξίας οποιουδήποτε εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένων των ήδη υπαρχόντων εμπορευμάτων, είναι ο χρόνος ανα-παραγωγής που μετράει, και όχι ο χρόνος της αρχικής παραγωγής. Επαναξιολογήσεις που βασίζονται στον χρόνο αναπαραγωγής επηρεάζουν τις αξίες όλων των εμπορευμάτων. Στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, ο Μαρξ επανειλημμένα επανέλαβε το ίδιο σημείο.
Στο Κεφάλαιο Ι:
‘(Ό)σο, νέα και γεμάτη ζωή και να είναι μια μηχανή, η αξία της δεν καθορίζεται πλέον από τον αναγκαίο χρόνο εργασίας που έχει πραγματικά αντικειμενοποιηθεί μέσα της, αλλά από τον χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή είτε αυτής, είτε της καλύτερης μηχανής. Έχει επομένως απαξιωθεί σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό’ (Marx 1990, σ. 528).
Στο Κεφάλαιο ΙΙ:
‘Όπως και με κάθε άλλο εμπόρευμα, έτσι και στην περίπτωση της εργασιακής δύναμης, επίσης, η αξίας της καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή της. […] οι μισθοί είναι η αξία του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, και το τελευταίο μπορεί να καθοριστεί (όπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος) από την εργασία που απαιτείται για την αναπαραγωγή του’ (Marx 1992, σ. 458-59).
Στο Κεφάλαιο ΙΙΙ, ο Μαρξ σχολίασε τη ‘μεγάλη διαφορά στο κόστος μεταξύ της πρώτης κατασκευής μιας νέας μηχανής και της αναπαραγωγής της’ (1994, σ. 199), και μετά ξεκαθάρισε ότι:
‘Από τη στιγμή που οι μηχανές, τα εργοστασιακά κτίρια ή κάθε άλλο είδος παγίου κεφαλαίου αγγίζει έναν βαθμό ωριμότητας, έτσι ώστε να παραμένουν αναλλοίωτα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον όσον αφορά τη βασική κατασκευή τους, μια επιπλέον απαξίωση λαμβάνει χώρα, ως αποτέλεσμα βελτιώσεων στις μεθόδους αναπαραγωγής αυτού του παγίου κεφαλαίου. Η αξία των μηχανών, κοκ., τώρα πέφτει όχι επειδή υποσκελίζονται γρήγορα ή απαξιώνονται μερικώς από νέες, πιο παραγωγικές μηχανές, κοκ, αλλά επειδή μπορούν τώρα να αναπαραχθούν φτηνότερα’ (Marx 1994 σ. 209).
‘Η αξία κάθε εμπορεύματος – και έτσι επίσης των εμπορευμάτων στα οποία συνίσταται το κεφάλαιο- καθορίζεται όχι από τον απαραίτητο χρόνο εργασίας που το ίδιο εμπεριέχει, αλλά από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο που απαιτείται για την αναπαραγωγή του. Αυτή η αναπαραγωγή μπορεί να διαφέρει από τις συνθήκες της αρχικής του παραγωγής με το να λαμβάνει χώρα κάτω από ευκολότερες ή δυσκολότερες περιστάσεις’ (Marx 1994 σ. 237-38).
‘[Ένα] μεγάλο κομμάτι του υπάρχοντος κεφαλαίου είναι περισσότερο ή λιγότερο απαξιωμένο στην πορεία της διαδικασίας αναπαραγωγής, μιας και η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται όχι από τον χρόνο εργασίας που παίρνει αρχικά η παραγωγή τους, παρά μάλλον από τον χρόνο εργασίας που παίρνει η αναπαραγωγή τους, και αυτός σταθερά μειώνεται καθώς η κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας αναπτύσσεται’ (Marx 1994 σ. 522).
Η εμπορευματοποιημένη γνώση και πληροφορία δεν έχουν αξία, και άρα, υπεραξία· επομένως, η παραγωγή τους συνίσταται σε έναν τύπο μη παραγωγικής δραστηριότητας. Ακόμη περισσότερο, οι ιδιοκτήτες της γνώσης και της πληροφορίας μετατρέπονται σε γνωσο-κτήμονες κατά αναλογία με το πως αναφερόμαστε κοινώς στους ιδιοκτήτες της γης ως γεω-κτήμονες. Οι εργάτες που εργάζονται για γνωσο-κτήμονες δεν παράγουν αξία, και άρα και υπεραξία. Αν δεν λαμβάνει χώρα καμία δημιουργία αξίας στην παραγωγή γνώσης, και αν ορισμένοι καπιταλιστές γίνονται γνωσο-κτήμονες εξαιτίας των μονοπωλιακών δικαιωμάτων που κατέχουν επί της παραγμένης πληροφορίας, τότε όλα τα κέρδη που οι γνωσο-κτήμονες καρπώνονται είναι καθαρές γνωσιακές πρόσοδοι (Teixeira και Rotta, 2012).
Παρόλο που η παραγωγή νέας γνώσης δεν παράγει καθόλου υπεραξία, οδηγεί σε προσόδους που επιτρέπουν τους γνωσο-κτήμονες να οικειοποιηθούν ένα μερίδιο της υπεραξίας που παράγεται στις παραγωγικές δραστηριότητες. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και αντιγραφής γενικώς έχουν ως σκοπό να εγγυηθούν στους ιδιοκτήτες της πληροφορίας ότι θα πάρουν ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται αλλού στην οικονομία. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν έναν παρόμοιο οικονομικό ρόλο συγκρινόμενα με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της γης, δηλ. διασφαλίζουν μια ροή υπεραξίας προς μη παραγωγικούς καπιταλιστές με τη μορφή προσόδων. Στην περίπτωση της εμπορευματοποιημένης γνώσης, οι τιμές αγοράς είναι χονδρικές υπερεκτιμήσεις της μηδενικής της αξίας.
Αν και υπό μια διαφορετική θεωρία της αξίας, η θεώρηση της Πολιτικής Οικονομίας περί του ότι η γνώση έχει μηδενικό κόστος αναπαραγωγής εμφανίζεται με έναν παρόμοιο τρόπο στα κυρίαρχα οικονομικά ως το μηδενικό οριακό κόστος της γνώσης (Arrow, 1962, Stiglitz, 1999, Duffy, 2004, Shavell και van Ypersele, 2001). Ο Kenneth Arrow (1962) στο διάσημο άρθρο του για το αναπτυξιακό μοντέλο του “μαθαίνοντας κάνοντας” (Σ.τ.Μ. “learning by doing“) σημείωσε ότι η γνώση είναι εγγενώς ένα δημόσιο αγαθό με μηδενικό οριακό κόστος, και επομένως δε θα μπορούσε να παρέχεται υπό όρους τέλειου ανταγωνισμού. Η γνώση μπορεί να παράγεται για κέρδος μόνο εάν παρέχεται υπό όρους ατελούς ανταγωνισμού και χορηγούμενων από το κράτος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι Shavell και van Ypersele (2001, σ. 545) σημείωσαν, κατόπιν, ότι η ιδιοκτησία του μηδενικού οριακού κόστους αφορά τις βιομηχανίες που παράγουν φαρμακευτικά προϊόντα, λογισμικό, ταινίες, ηχογραφημένη μουσική, βιβλία και εικαστικά προϊόντα (Σ.τ.Μ. visual products).
Παρόλες τις δυνητικές έμμεσες συνεισφορές στην παραγωγική συσσώρευση, η δημιουργία και ιδιοκτησία γνώσης δεν παράγει νέα αξία και θα πρέπει να ταξινομηθεί ως μη παραγωγική. Με αυτή την καθοριστική οξυδερκή αντίληψη περί της εργασιακής θεωρίας της αξίας, μπορώ να παρέχω νέα μέτρα και μια νέα ανάλυση των παραγωγικών και μη παραγωγικών μορφών συσσώρευσης στην οικονομίας των ΗΠΑ.
Έτσι, η νέα μεθοδολογία που εισάγω παρέχει εκτιμήσεις της μη παραγωγικής συσσώρευσης με μια ευρύτερh έννοια συγκρινόμενη με τρέχουσες προσπάθειες να μετρηθεί η χρηματιστικοποίηση (όπως των Lapavitsas, 2013, Lazonick, 2013, Davis, 2016, Arestis και Singh, 2010, Orhangazi, 2008, Krippner, 2005, Epstein, 2005). Ενώ η έννοια της χρηματιστικοποίησης παραμένει περιορισμένη στα χρηματοπιστωτικά κυκλώματα του κεφαλαίου, η έννοια της Πολιτικής Οικονομίας της μη παραγωγικής συσσώρευσης εμπεριέχει την ιδέα της χρηματιστικοποίησης, και, επιπροσθέτως, θεωρεί ότι πολλές άλλες μη παραγωγικές δραστηριότητες επίσης αντλούν από την υπεραξία που παράγουν οι παραγωγικοί εργάτες.
Η κυρίαρχη μερίδα του επαγγέλματος των οικονομικών ωστόσο έχει αρχίσει να αγκαλιάζει την ιδέα ότι κάποιες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, που αποκαλούνται “προσοδοφόρες δραστηριότητες” (Σ.τ.Μ. δραστηριότητες που επιδιώκουν προσόδους, “rent-seeking activities”), οικειοποιούνται άμεσα παραγωγικό πλούτο. Η έννοια του “προσοδοφόρου” αναφέρεται σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει οικειοποίηση χωρίς αποζημίωση αξίας από άλλους χωρίς καμία συνεισφορά στην παραγωγικότητα. Η αρθρογραφία περί των “προσοδοφόρων” και “άμεσα μη παραγωγικών κερδοφόρων δραστηριοτήτων” (Σ.τ.Μ “directly unproductive profit–seeking (DUP) activities“) επεκτείνεται (Krueger, 1974, Stiglitz, 2012, Colander, 1984, Bhagwati, 1982), και ξεκάθαρα αναφέρεται στην έννοια της προσόδου της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας, ιδιαίτερα των Adam Smith και David Ricardo.
Στην παράδοση των ετερόδοξων οικονομικών, ο ρόλος των παρασιτικών δραστηριοτήτων (Σ.τ.Μ. rentier activities) έχει μια μακρά καταγραφή που επίσης χρονολογείται πίσω στις αρχικές έννοιες της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας. Πιο σύγχρονες προσεγγίσεις (Bezemer και Hudson, 2016; Bezemer et al., 2014; Hudson και Bezemer, 2012; Hudson, 2014, 2015; Epstein, 2005) διεύρυναν την οπτική αυτή συμπεριλαμβάνοντας εμπειρικές εκτιμήσεις των δυσμενών επιπτώσεων των παρασιτικών εισοδημάτων στις παραγωγικές δραστηριότητες. Ο ρόλος των οικονομικών προσόδων ως μια αιτία της εισοδηματικής ανισότητας και της στασιμότητας έχει επίσης κερδίσει σημαντικό έδαφος στην κοινωνιολογία (Lin και Tomaskovic- Devey, 2013; Tomaskovic-Devey και Lin, 2011).
Η μεθοδολογία που αναπτύσσω χτίζει πάνω στις τις πρωτοποριακές εργασίες των Shaikh και Tonak (1994) και Edward Wolff (1987) και τις επεκτείνει, ενώ συμπεριλαμβάνει πιο πρόσφατες ιδέες από τις εργασίες των Mohun (2016, 2014, 2006, 2005), Paitaridis και Tsoulfidis (2012) και Moseley (1997, 1992, 1985). Σε αυτό το άρθρο αναπτύσσω ένα ευρύ φάσμα εμπειρικών δεικτών παραγωγικών και μη παραγωγικών μορφών συσσώρευσης με όρους ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος, απασχόλησης, εργασιακής αποζημίωσης, και παγίων περιουσιακών στοιχείων. Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες, οι εκτιμήσεις μου χαρακτηρίζουν την παραγωγή και ιδιοκτησία γνώσης και πληροφορίας ως μορφές μη παραγωγικών δραστηριοτήτων. Επίσης, παρουσιάζω μια ανάλυση των εσωτερικών συνθετικών στοιχείων της μη παραγωγικής συσσώρευσης, και μια σύγκριση μεταξύ εκτιμήσεων που συμπεριλαμβάνουν ή εξαιρούν τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους. Στο Παράρτημα Ι παρέχω μια λεπτομερή περιγραφή των πηγών δεδομένων, όπως και μια βήμα προς βήμα εξήγηση του πως υπολόγισα μαρξιστικές κατηγορίες από διαθέσιμα δεδομένα για τις ΗΠΑ μεταξύ 1947 και 2011.
[…]
5. Επιπτώσεις και Τελικά Σχόλια
Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία έχει μια μοναδική ταξική θεωρία της παραγωγής, απαλλοτρίωσης , και διανομής της υπεραξίας, και κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις των κατηγοριών αυτών προσφέρουν μία διάγνωση του καπιταλισμού που διαφέρει ουσιωδώς από τις κυρίαρχες οικονομικές αναλύσεις. Από τη μαρξιστική οπτική γωνία, τα επίσημα μέτρα του ακαθάριστου και καθαρού προϊόντος (όπως το ΑΕΠ) περιέχουν συστηματική διπλο-μέτρηση αξιών και, έτσι, αποτελούν τεχνητά διογκωμένους δείκτες του προϊόντος και των εισοδημάτων.
Η γρήγορη αύξηση της μη παραγωγικής δραστηριότητας με όρους εισοδημάτων, παγίων περιουσιακών στοιχείων, και απασχόλησης αποτελεί μια δομική αλλαγή εντός της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδιαίτερα κατά τη Νεοφιλελεύθερη περίοδο. Το αν μακροπρόθεσμα η γρηγορότερη μη παραγωγική συσσώρευση έχει επιζήμιες επιδράσεις στην παραγωγική συσσώρευση ή όχι παραμένει ένα ανοιχτό εμπειρικό ερώτημα. Είναι πιθανό ότι το καθαρό αποτέλεσμα είναι στην πραγματικότητα θετικό, παρά αρνητικό. Και δεν είναι ακόμη καθαρό σε ποια κατεύθυνση ισχύει η αιτιότητα μεταξύ των παραγωγικών και μη παραγωγικών μορφών συσσώρευσης. Θα μπορούσε να ισχύει η περίπτωση η μη παραγωγική δραστηριότητα να καθυστερεί την παραγωγική συσσώρευση, ή, αντιθέτως, η παραγωγική στασιμότητα να επιταχύνει τη μη παραγωγική συσσώρευση. Γι’ αυτό το εμπειρικό ζήτημα απαιτούνται περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία (Rotta, 2015, Olsen, 2015).
Επειδή νέα υπεραξία πρέπει να παράγεται για να διατηρεί τα υψηλότερα επίπεδα μη παραγωγικής δραστηριότητας, μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε αυτό το άρθρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσεγγίσουν σε ένα εσωτερικό όριο της συστηματικής αύξησης της μη παραγωγικής συσσώρευσης. Ο ίδιος ο Μαρξ χρησιμοποίησε αυτή τη μορφή συλλογισμού όταν υποστήριξε ότι μια οικονομική κρίση θα ήταν απαραίτητη για να επανευθυγραμμίσει τις μη παραγωγικές και παραγωγικές μορφές κεφαλαιακής συσσώρευσης:
Παρόλη την αυτονομία που έχει αποκτήσει, η κίνηση του εμπορικού κεφαλαίου δεν είναι ποτέ τίποτα περισσότερο από την κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου εντός της σφαίρας της κυκλοφορίας. Αλλά χάρις σε αυτήν την αυτονομία, η κίνησή του είναι εντός ορισμένων ορίων που εξαρτώνται από τη διαδικασία αναπαραγωγής και τα όριά της, και επομένως, οδηγεί τη διαδικασία αυτή πέρα από τα ίδια της τα όρια. Αυτή η εσωτερική εξάρτηση σε συνδυασμό με εξωτερική αυτονομία οδηγεί το εμπορικό κεφάλαιο σε ένα σημείο, στο οποίο η εσωτερική σύνδεση επαναεγκαθίσταται βιαίως μέσω μιας κρίσης. (Marx, 1994, σ. 419 – η έμφαση προστέθηκε)
Μια αναπτυγμένη ανοιχτή οικονομία έχει τη δυνατότητα εγχώριας χρηματοδότησης της παραγωγικής συσσώρευσης “εισάγοντας υπεραξία” που παρήχθη στο εξωτερικό, ακόμη και αν βαρύνεται με την εγχώρια μη παραγωγική συσσώρευση. Στο πρόσφατο επεισόδιο αποβιομηχάνισης των ΗΠΑ, οι αμερικάνικες εταιρείες μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες και εξήγαγαν πίσω τα εμπορεύματά τους από το εξωτερικό. Παρόλο που η παραγωγή μετακινήθηκε εξωχώρια, η υπεραξία μπορεί να επαναπατρίζεται (Tregenna, 2014). Στο βαθμό που διατηρούν πρόσβαση σε υπεραξία από εμπορεύματα που παράγονται αλλού στον πλανήτη, οι ΗΠΑ μπορούν να καταφέρνουν να διατηρούν την παραγωγική συσσώρευση παρόλα τα υψηλότερα επίπεδα εγχώριας μη παραγωγικής δραστηριότητας.
Τα εμπειρικά στοιχεία σε αυτό το άρθρο υποδεικνύουν ότι ανάμεσα στα μη παραγωγικά εγχειρημάτά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να ζήσουν μια συνεχή αύξηση στο μερίδιο των γνωσιακών προσόδων και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η αυξανόμενη σημασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε μια οικονομία της γνώσης είναι πιθανό να δώσουν ώθηση στην οικονομική σημασία των γνωσιακών προσόδων. Η συνεχιζόμενη εμπορευματοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας μπορεί τότε να ενδυναμώσει την πλευρά του καπιταλισμού που σχετίζεται με εισοδήματα μέσω προσόδων. Η βιβλιογραφία για τη χρηματιστικοποίηση (Krippner, 2005; Epstein, 2005; Lapavitsas, 2013; Davis, 2016; Orhangazi, 2008; Lin και Tomaskovic- Devey, 2013; Tomaskovic-Devey και Lin, 2011) επιπλέον ισχυρίζεται ότι η επιρροή του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παραγωγή είναι πιθανόν να παραμείνει σε αύξηση.
Στις αιτίες της μη παραγωγικής συσσώρευσης θα μπορούσα να τονίσω δύο εξηγήσεις. Η πρώτη εξήγηση για αυτές τις τάσεις συγκροτείται σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης (όπως των Harvey, 2005, Kotz, 2015, Duménil και Lévy, 2011, Stiglitz, 2012,Lazonick, 2013, Mohun, 2016, 2014). Αυτοί οι συγγραφείς εντοπίζουν ιστορικές διαδικασίες όπως οι αλλαγές στον φορολογικό νόμο, η εκλογή του Ρήγκαν το 1980, η επίθεση στα συνδικάτα και στο σύστημα πρόνοιας, οι διαδοχικές καταργήσεις κανονισμών του συστήματος Μπρέτον-Γουντς, η αύξηση της αξίας των μετόχων και της εταιρικής διακυβέρνησης, η αποβιομηχάνιση και η μεταφορά εξωχώρια των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση, και η μετάβαση σε μια οικονομία υπηρεσιών. Η βιβλιογραφία είναι εκτενέστατη σε αυτά τα θέματα και όλα αυτά τα στοιχεία έχουν παίξει έναν συγκεκριμένο ρόλο στη δομική αλλαγή στην οικονομία των ΗΠΑ από το 1980.
Μια εναλλακτική εξήγηση, ωστόσο, θα μπορούσε να προσφέρει ένα συμπληρωματικό επιχείρημα για τις αιτίες της μη παραγωγικής συσσώρευσης. Όπως υποδεικνύουν οι Rotta και Teixeira (2016) και ο Paulani (2014), ο Μαρξ είχε μια βαθύτερη κατανόηση της μακρόχρονης δυναμικής του καπιταλισμού, μια κατανόηση που ήταν ήδη ενσωματωμένη στη δική του θεωρία της αξίας. Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που παράγει αφηρημένες μορφές πλούτου: όσο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται συγκεκριμένα, τόσο πιο αφηρημένες μορφές πλούτου δημιουργεί. Ως προς αυτό, ο Μαρξ δόμησε τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Παρόλο που το Κεφάλαιο κινείται αναλυτικά από ένα υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης σε ένα υψηλότερο βαθμό του συγκεκριμένου, οι μορφές πλούτου που η ανάλυση καλύπτει εκτελούν την αντίθετη κίνηση. Οι μορφές πλούτου κινούνται από πιο συγκεκριμένες μορφές προς πιο αφηρημένες μορφές, οι οποίες είναι όλο και πιο αυτονομημένες από την παραγωγή αξίας και από τη εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας. Όπως ισχυρίζονται οι Rotta και Teixeira (2016) και ο Paulani (2014), ο ίδιος ο Μαρξ ονόμασε αυτήν την κίνηση από συγκεκριμένες σε πιο αφηρημένες μορφές πλούτου ως “αυτονόμηση της αξίας”. Αν η θεωρία του Μαρξ για τις μακροχρόνιες τάσεις του κεφαλαίου είναι σωστή, τότε αυτό που παρήγαγε ο καπιταλισμός κατά τη μεταπολεμική “Χρυσή Εποχή” ήταν όντως μια ιστορική εξαίρεση. Στην περίπτωση που η αυτονόμηση της αξίας ξεδιπλώνεται όπως θεώρησε ο Μαρξ, το κεφάλαιο θα πρέπει να δημιουργήσει όλο και περισσότερη μη παραγωγική συσσώρευση (δυνητικά σε παγκόσμια κλίμακα) και, συνεπώς, ακόμη πιο αυτονομημένες μορφές πλούτου.
Αναφορές
Alvaredo, F., Atkinson, A. B., Piketty, T., & Saez, E. 2014. The World Top Incomes Database. Accessed on May 10th 2014. Retrieved from http://topincomes.g-mond.parisschoolofeconomics.eu
Arestis, P. and Singh, A. 2010. Financial Globalisation and Crisis, Institutional Transformation and Equity. Cambridge Journal of Economics 34, pp.225–238.
Arrow, K. 1962. The Implications of Learning by Doing. Review of Economic Studies 29 (3), pp.155- 173.
BEA. 2009. Concepts and Methods of the U.S. Input-Output Accounts. Bureau of Economic Analysis, United States Department of Commerce.
BEA. 2011. Measuring the Nation’s Economy: An Industry Perspective. A Primer on BEA’s Industry Accounts. Bureau of Economic Analysis, United States Department of Commerce.
Bezemer, D., Grydaki, M., and Zhang, L. 2014. Is Financial Development Bad for Growth? SOM Research Reports, Vol. 14016-GEM. Groningen: University of Groningen, SOM research school.
Bezemer, D. and Hudson, M. 2016. Finance Is Not the Economy: Reviving the Conceptual Distinction. Journal of Economic Issues 50(3), pp. 745-768.
Bhagwati, J. N. 1982. Directly Unproductive, Profit Seeking (DUP) Activities. Journal of Political Economy 90, pp.998-1002.
Colander, D. C. 1984. Neoclassical Political Economy: The Analysis of Rent-Seeking and DUP Activities. Cambridge: Ballinger.
Davis, L. E. 2016. Identifying the ‘Financialization’ of the Nonfinancial Corporation in the U.S. Economy: A Decomposition of Firm-Level Balance Sheets. Journal of Post-Keynesian Economics 39(1), pp. 115-141.
Duffy, J. F. 2004. The Marginal Cost Controversy in Intellectual Property. The University of Chicago Law Review 71(1), pp.37-56.
Duménil, G. and Lévy, D. 2011. The Crisis of Neoliberalism. Cambridge: Harvard University Press.
Epstein, G. (Ed.). 2005. Financialization and the World Economy. Cheltenham and Edward Elgar.
Fraumeni, B. M. 1997. The Measurement of Depreciation in the U.S. National Income and Product Accounts. Survey of Current Business, United States Department of Commerce, pp.7-23.
Harvey, D. 2005. A Brief History of Neoliberalism. Oxford University Press.
Hudson, M. and Bezemer, D. 2012. Incorporating the Rentier Sectors into a Financial Model. World Economic Review 1, pp. 1-12.
Hudson, M. 2014. The Bubble and Beyond. Dresden: ISLET.
Hudson, M. 2015. Killing the Host. Dresden: ISLET.
Kotz, D. M. 2015. The Rise and Fall of Neoliberal Capitalism. Cambridge: Harvard University Press.
Krippner, G. R. 2005. The Financialization of the American Economy. Socio-Economic Review 3, pp.173-208.
Krueger, A. 1974. The Political Economy of the Rent-Seeking Society. American Economic Review 64 (3), pp.291-303.
Lapavitsas, C. 2013. Profiting Without Producing: How Finance Exploits Us All. New York: Verso.
Lazonick, W. 2013. The Financialization of the U.S. Corporation: What Has Been Lost, and How It Can Be Regained. Seattle University Law Review 36, pp.857-909. 28
Lin, K. and Tomaskovic-Devey, D. 2013. Financialization and U.S. Income Inequality, 1970–2008. American Journal of Sociology 118(5), pp.1284-1329.
Marx, K. 1973. Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy (1857-58). London: Penguin Books.
Marx, K. 1990. Capital: Volume I. London: Penguin Books.
Marx, K. 1992. Capital: Volume I. London: Penguin Books.
Marx, K. 1994. Capital: Volume III. London: Penguin Books.
Mazzucato, M. 2013. The Entrepreneurial State: Debunking Public vs. Private Sector Myths. London: Anthem Press.
Mohun, S. 2005. On Measuring the Wealth of Nations: The US Economy 1964–2001. Cambridge Journal of Economics, 29(5), 799-815.
Mohun, S. 2006. Distributive Shares in the US Economy, 1964-2001. Cambridge Journal of Economics 30(3), pp.347-370.
Mohun, S. 2014. Unproductive Labour in the US Economy 1964-2010. Review of Radical Political Economics 46(3), pp.355-79.
Mohun, S. 2016. Class Structure and the US Personal Income Distribution, 1918-2012. Metroeconomica 67(2), pp.334–363.
Moseley, F. 1985. The Rate of Surplus-Value in the Postwar US Economy: A Critique of Weisskopf’s Estimates. Cambridge Journal of Economics 9(1), pp. 57-79.
Moseley, F. 1992. The Falling Rate of Profit in the Postwar United States Economy. New York: St. Martin’s Press.
Moseley, F. 1997. The Rate of Profit and the Future of Capitalism. Review of Radical Political Economics 29(4), pp. 23-41.
Olsen, E. K. 2015. Unproductive Activity and Endogenous Technological Change in a Marxian Model of Economic Reproduction and Growth. Review of Radical Political Economics 47(1), pp.34-55.
Orhangazi, Ö. 2008. Financialisation and Capital Accumulation in the Non-financial Corporate Sector: A Theoretical and Empirical Investigation on the US Economy: 1973-2003. Cambridge Journal of Economics, 32, 863-886.
Paitaridis, D. & Tsoulfidis, L. 2012. The Growth of Unproductive Activities, the Rate of Profit, and the Phase-Change of the U.S. Economy. Review of Radical Political Economics 44(2), pp. 213-233.
Paulani, L. M. 2014. Money in Contemporary Capitalism and the Autonomisation of Capitalist Forms in Marx’s Theory. Cambridge Journal of Economics 38 (4), pp. 779-795.
Piketty, T. 2014. Capital in the Twenty-First Century. Belknap Press.
Resnick, S. and Wolff, R. 2006. New Departures in Marxian Theory. Routledge. 29
Rotta, T. N. and Teixeira, R. 2016. The Autonomisation of Abstract Wealth: New Insights on the Labour Theory of Value. Cambridge Journal of Economics 40(4), pp.1185-1201.
Rotta, T. N. 2015. Productive Stagnation and Unproductive Accumulation: An Econometric Analysis of the United States. Greenwich Political Economy Research Centre Working Paper. Available at: http://gala.gre.ac.uk/14060/
Shaikh, A. M., & Tonak, E. A. 1994. Measuring the Wealth of Nations: The Political Economy of National Accounts. Cambridge University Press.
Shavell, S. & van Ypersele, T. 2001. Rewards versus Intellectual Property Rights. Journal of Law and Economics 44, pp.525-547.
Stiglitz, J. 2012. The Price of Inequality. Penguin.
Stiglitz, J. 1999. Knowledge as a Global Public Good. Global Public Goods 1(9), pp.308-326.
Teixeira, R. A., and Rotta, T. N. 2012. Valueless Knowledge-Commodities and Financialization: Productive and Financial Dimensions of Capital Autonomization. Review of Radical Political Economics, 44(4), 448-467.
Tomaskovic-Devey, D. and Lin, K. 2011. Income Dynamics, Economic Rents, and the Financialization of the U.S. Economy. American Sociological Review 76(4), pp.538-559.
Tregenna, F. 2014. A New Theoretical Analysis of Deindustrialisation. Cambridge Journal of Economics, 38(6), pp.1373-1390.
Wolff, E. N. 1987. Growth, Accumulation, and Unproductive Activity: An Analysis of the Postwar US Economy. Cambridge University Press.