του Βασίλη Λιόση
Όσοι παρακολούθησαν τις προεκλογικές ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη θα πρόσεξαν πως σε πολλές από αυτές έδωσε βάρος στην «προστασία» των εργαζομένων. Το ίδιο έκανε και στην ομιλία του στη ΔΕΘ. Γιατί το πλέον παραδοσιακό κόμμα της ελληνικής ολιγαρχίας αποφασίζει να κάνει μία τέτοια στροφή; Ή μήπως δεν αποτελεί στροφή και αποτελεί ένα τρικ;
Προεκλογικά θα μπορούσε να πει κάποιος πως οι «φιλεργατικές» εξαγγελίες εξυπηρετούσαν μικροπολιτικές σκοπιμότητες προς άγρα ψήφων. Μετεκλογικά όμως; Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις λόγοι για όλο αυτό το προφίλ της ΝΔ.
Ο πρώτος λόγος είναι η διαρκής προσπάθεια της ΝΔ να αποτινάξει από πάνω της τον χαρακτηρισμό του κόμματος της αστικής τάξης. Του κόμματος του Κολωνακίου και της Εκάλης αλλά όχι της Δραπετσώνας και της Κοκκινιάς. Έτσι κι αλλιώς βασική παράμετρος της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής είναι η παρουσίαση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης ως συμφέροντα και των λαϊκών στρωμάτων.
Ο δεύτερος λόγος έχει αναφερθεί ήδη. Το φιλολαϊκό προσωπείο ασφαλώς και στοχεύει τη μεγιστοποίηση της εκλογικής επίδοσης. Έτσι κι αλλιώς ο ιδεολογικός εγκλωβισμός βαδίζει μαζί με τον εκλογικό.
Ο τρίτος λόγος, όμως, είναι κάπως διαφορετικός. Ο ελληνικός λαός υπέστη μετά το 2010 μία άνευ προηγουμένου αφαίμαξη. Η κατανάλωση μειώθηκε σε όλα τα επίπεδα: τρόφιμα, ρουχισμός, υπόδηση, αυτοκίνητα κ.λπ.. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στην ιστορία του καπιταλισμού συχνά οι δυο μορφές διαχείρισης, ο κεϋνσιανισμός και ο νεοφιλελευθερισμός, συνυπήρχαν. Αυτό σημαίνει πως όταν συντρέχουν πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι το κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης μπορεί να υποστεί ορισμένες τροποποιήσεις, χωρίς να αναιρεθεί το βασικό του περιεχόμενο. Έτσι, με δεδομένη τη μειωμένη κατανάλωση που έχει επιπτώσεις στην κερδοφορία του κεφαλαίου και η οποία δημιουργεί μια διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια, φαίνεται πως η ελληνική αστική τάξη έχει αποφασίσει να δώσει ορισμένες παροχές. Με άλλα λόγια αυτές οι παροχές σχετίζονται τόσο με την κερδοφορία του κεφαλαίου, όσο και με την πολιτική του συντήρηση.
Ο τέταρτος λόγος σχετίζεται με το ότι επίκειται αντεργατική λαίλαπα. Το πρώτο δείγμα γραφής είναι ο νόμος που δεν υποχρεώνει σε αιτιολόγηση των απολύσεων. Το δεύτερο δείγμα γραφής πρόκειται να το δούμε σύντομα: σύμφωνα με τα όσα ακούγονται περιμένουμε το ηλεκτρονικό φακέλωμα των εργαζομένων που παίρνουν μέρος στις συνδικαλιστικές αρχαιρεσίες και την αλλοίωση της συνδικαλιστικής δραστηριοποίησης αφού θα δίνεται δικαίωμα της ψήφου από το σπίτι (ας φανταστούμε την εικόνα ενός εργαζομένου που θα αποφασίζει για απεργία τρώγοντας ποπ κορν και παρακολουθώντας ποδόσφαιρο). Παράλληλα, ο ΣΕΒ απαιτεί και μείωση της αποζημίωσης στις περιπτώσεις απόλυσης και πολλά άλλα. Επομένως, η όποια φιλολαϊκή ρητορεία και η όποια μικρή παροχή, πάει να λειτουργήσει αντίρροπα προς ό,τι θεσπίστηκε και ό,τι πρόκειται να θεσπιστεί. Είναι το χρύσωμα του χαπιού.
Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως η ομιλία Μητσοτάκη περιείχε μία πληθώρα ευνοϊκών μέτρων για το ελληνικό και ξένο κεφάλαιο, μέτρα ιδιωτικοποίησης κ.λπ.. Ωστόσο, θα σταθούμε και σε μία άλλη πλευρά. Είναι γνωστό πως όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξε μία λοιδορία του Κυριάκου Μητσοτάκη με διάφορους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σχετιζόμενους με το παρουσιαστικό του. Το ίδιο έγινε στο παρελθόν και για άλλους ηγέτες κομμάτων: ο Αλέξης Τσίπρας λοιδορήθηκε για τα αγγλικά του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χαρακτηριζόταν ως καντέμης, η Αλέκα Παπαρήγα ως ευτραφής, ο Γιώργος Παπανδρέου ως αμβλύνους, ο Κώστας Καραμανλής ως ράθυμος και πάει λέγοντας. Προς τι αυτό το σχόλιο; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν πιστέψουμε τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις έχει διεισδυτικότητα και σε ευρύτερα, πλην της ΝΔ, ακροατήρια. Διόλου περίεργο δεν είναι κάτι τέτοιο. Η ελληνική κοινωνία έχει υποβληθεί σε ένα ανελέητο ιδεολογικό μασάζ εδώ και δεκαετίες προκειμένου να πεισθεί πως οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι υπεράριθμοι και τεμπέληδες, πως ο ιδιωτικός τομέας είναι αυτός που θα δώσει λύσεις, πως τα συλλογικά οράματα αποδείχτηκαν χάρτινος πύργος κ.λπ.. Η ιδεολογική αυτή πλύση εγκεφάλου συνοδεύτηκε και από την απογοήτευση που προήλθε από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, αυτού του είδους η πολιτική κριτική που αναφέρεται σε προσωπικά χαρακτηριστικά των επαγγελματιών πολιτικών ούτε ουσία έχει, ούτε αποτέλεσμα.
Η αποδοχή της πολιτικής της ΝΔ από μεγάλα πληθυσμιακά τμήματα τα οποία προφανώς και δεν ταυτίζονται με την ελληνική αστική τάξη και η ανοδική τάση αυτής της αποδοχής που πιθανότατα θα γίνει αρκετά μεγάλη μετά τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ, μας οδηγεί σε ένα δυσάρεστο συμπέρασμα. Η ελληνική κοινωνία έχει μπει σε μία τροχιά βαθιάς συντηρητικοποίησης και αρχίζει και προσεγγίζει βαθιά συντηρητικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Η Ελλάδα ξεχώριζε στην Ευρώπη για το κομμουνιστικό της κίνημα, για την κινηματική δραστηριότητα που υπήρχε, για τους σκληρούς ταξικούς αγώνες. Σε αυτή τη φάση, όμως, η ελληνική κοινωνία λειτουργεί υπό τη σκέπη συντηρητικών, ρατσιστικών και οπισθοδρομικών δογμάτων. Αυτό αποδεικνύεται από την αποδοχή της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ που δεν τήρησε τίποτα από όσα έλεγε, από το μεγάλο ποσοστό της ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές, από το ότι στις ευρωεκλογές τα ακροδεξιά κόμματα έφτασαν αθροιστικά το 14%, από τις απόψεις που διατυπώνονται σε διάφορες έρευνες και αφορούν τις αξίες του ελληνικού λαού, από τη συρρίκνωση των σωματείων, από τις ανεπιτυχείς απεργίες κι εν γένει από την κινηματική απραξία. Η λύση δεν είναι ασφαλώς ο από καθέδρας στιγματισμός των «αδαών» από «φωστήρες» του πληκτρολογίου. Η λύση έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι άμεση. Η ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος θα είναι μία δύσκολη και κοπιαστική διαδικασία. Διαδικασία που απαιτεί υπερβάσεις από όλους τους ενδιαφερόμενους.