του Δημήτρη Καλτσώνη
αν. καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 9/12/2019
Η ένταση με την Τουρκία ανεβαίνει. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας δεν μπορεί όμως να γίνεται με λεονταρισμούς και εθνικιστικές κορώνες (με τον κατευνασμό να είναι η άλλη όψη του νομίσματος). Τέτοιες προσεγγίσεις παραγνωρίζουν κρίσιμες παραμέτρους του προβλήματος. Αντικειμενικά ωθούν τη χώρα μας σε επικίνδυνες ατραπούς: στη σύγκρουση και στο τέλος στη συνδιαχείριση με την Τουρκία. Καλό είναι να μην ξεχνάμε τα ιστορικά μαθήματα, όπως εκείνο του μακρινού 1897. Τότε, κάποιες εθνικιστικές φωνές και προκλήσεις δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να μπει η Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο για τη χώρα μας, καθώς μάλιστα ήταν καθημαγμένη από την οικονομική κρίση και την πτώχευση.
Από την άλλη, όπως ανακοινώθηκε, δρομολογούνται νέα πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα με αιτιολογία την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Φαίνεται λογικό: αφού οι απειλές από την Τουρκία γίνονται ολοένα και ισχυρότερες, γιατί να μην εκσυγχρονιστεί το οπλοστάσιο της Ελλάδας; Δυστυχώς όμως το φαίνεσθαι δεν ταυτίζεται με το είναι, όχι πάντοτε τουλάχιστον. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μπορεί να υπηρετηθεί πρωτίστως από τη συγκρότηση διπλωματικού μετώπου σε διεθνές επίπεδο με άξονα το διεθνές δίκαιο και την ειρήνη. Σε αυτή την κατεύθυνση όμως ελάχιστα έχουν γίνει, αν έχει γίνει πράγματι κάτι. Πέρα από την όποια αδύναμη φραστική συμπαράσταση, δεν υπήρξε καμία έμπρακτη καταδίκη της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, εκείνους δηλαδή στους οποίους μόνο απευθύνθηκε η κυβέρνηση. Και όχι μόνο αυτό: η κυβέρνηση συνυπέγραψε το δόγμα του ΝΑΤΟ που θεσμοθετεί ως εχθρούς του τη Ρωσία και την Κίνα, δυο μεγάλες δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματός μας.
Παράλληλα αναρωτιέμαι μήπως τελικά η βαριά δαπάνη στην οποία θα υποβληθεί ο ελληνικός λαός είναι μια σπατάλη που δεν διασφαλίζει την αμυντική θωράκιση. Πώς μπορούμε να εμπιστευθούμε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τα εξοπλιστικά προγράμματα όταν αυτές ουσιαστικά “νίπτουν τας χείρας τους” ωθώντας πιθανά στη συνδιαχείριση; Κι αν σε μια κρίσιμη στιγμή σταματήσει η ροή ανταλλακτικών ή “τυφλωθούν” τα αμυντικά μας συστήματα για να μας ασκηθεί πίεση για υποχωρήσεις; Ας θυμηθούμε την Κύπρο του 1974, τα Ίμια, την εκβιαστική καθυστέρηση της παράδοσης των F-16 τo 1987.
Μήπως τελικά μια τέτοια επιλογή (που σημαίνει νέα δάνεια και νέες περικοπές κοινωνικών δαπανών) είναι επικίνδυνη για την ασφάλεια της χώρας μας; Μήπως αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα προορίζονται κυρίως για να ικανοποιήσουν την απαίτηση του προέδρου Τραμπ για αύξηση των κονδυλίων του ΝΑΤΟ και να τονώσουν την αμερικανική βιομηχανία που δοκιμάζεται από την κρίση; Μήπως χρειαζόμαστε άλλες επιλογές, πιο αξιόπιστες από τεχνική αλλά και πολιτική άποψη; Εξάλλου ο λαός λέει: μην βάζεις ποτέ όλα τα αβγά στο ίδιο καλάθι.