Reality Show: “Και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί”
του Βασίλη Σουλιώτη
Τα reality show έφτασαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 90’ και υποχώρησαν στις περιόδους της «ευμάρειας» μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης. Κάπου εκεί έκαναν πάλι την εμφάνιση τους δριμύτερα. Τι είναι όμως τα «Σόου Πραγματικότητας» εκτός από τηλεοπτικά σκουπίδια και μηχανή παραγωγής χρημάτων για τους συντελεστές και τα κανάλια που τα προβάλλουν; Είναι τηλεοπτικές κατασκευές που δεν αφορούν στα αλήθεια την πραγματικότητα επιδιώκουν όμως να την επιβάλλουν ως τέτοια. Μέσα από τη δράση που εξελίσσεται στα τηλεοπτικά αυτά προϊόντα προτείνεται ένα μοντέλο σχέσεων που θέλει να παρουσιασθεί ως «κανονικό», «φυσικό» και «φυσιολογικό». Η επιβράβευση ,που συνήθως είναι κάποιο χρηματικό ποσό (αλλά και η «αναγνωρισιμότητα»), φαίνεται να αφορά καταρχάς μόνο τον «παίχτη» αλλά στην πραγματικότητα λειτουργεί ακόμα περισσότερο σαν μια «ιδέα», σαν μια πρόταση για τον τηλεθεατή και την πραγματική του ζωή στην οποία καλείται να παίξει.
Η αναλώσιμη «ομάδα-καύσιμο» για την κυριαρχία του «άριστου»
Ποιος και τι όμως τελικά επιβραβεύεται; Στο γνωστό τηλεκατασκεύασμα «Survivor» δώδεκα παίχτες καλούνται να επιβιώσουν στις κακουχίες που υφίστανται για ένα χρονικό διάστημα. Η πραγματική επιβίωση όμως δεν είναι αυτή που καταρχήν διαφημίζεται. Η αληθινή ζούγκλα, εδώ, είναι η ίδια η κοινότητα των παιχτών, οι οποίοι ανταγωνίζονται μέχρις εσχάτων για να κερδίσουν το βραβείο. Μέσα σε μια τέτοια ανταγωνιστική συνθήκη είναι ο ισχυρότερος αυτός που θα επιβιώσει. Οι άνθρωποι εδώ δεν εμφανίζονται ως ομάδα της οποίας όλα τα μέλη πρέπει να επιβιώσουν αλλά το αντίθετο. Εδώ αν και η έννοια της συλλογικότητας φαινεται να προβάλλεται ως σημαντική, στην πραγματικότητα αναφέρεται στην αναίρεση της. Η ομάδα υπάρχει μόνο για να επιβιώσει ο «δυνατότερος» και ο «ισχυρότερος». Κάθε βδομάδα αυτός που είναι ο πιο «αδύναμος» αποβάλλεται από την ομάδα. Και όχι μόνο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των «αρίστων» από ένα σημείο του παιχνιδιού και μετά οδηγεί και στον εξοβελισμό αυτού που θεωρείται πιο επικίνδυνος, ως επίσης ικανός, αντίπαλος. Με έναν συμβολικό δηλαδή τρόπο παρουσιάζεται ως πρόταση για την ίδια την λειτουργία της κοινωνίας η χρήση μιας αναλώσιμης συλλογικότητας για την επιβίωση του ισχυρότερου.
«Είμαι ο εαυτός μου. Είμαι αληθινός»
Μια συχνή φράση που θα ακούσει κανείς σε όλα αυτά τα παιχνίδια από τους πρωταγωνιστές είναι ότι «είμαι αληθινός», «είμαι ο εαυτός μου». Δεν έχει λοιπόν σημασία το τι κάνεις, ποιες είναι οι πράξεις σου αλλά το ότι είσαι αληθινός. Δεν έχει σημασία αν είσαι προσβλητικός, αν μειώνεις τον άλλον ή αν επιδιώκεις την έξωση του από την κοινότητα, σημασία έχει ότι λες την αλήθεια. Το να είσαι όμως ο εαυτός σου δεν λέει τίποτε. Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι και ο Χίτλερ ήταν σίγουρα ο εαυτός του. Καθόλου όμως αυτό δεν αναιρεί το τι πρέσβευε αυτός ο εαυτός, αυτή του η» αλήθεια». Αλλά και ακόμα παραπάνω. Η προβαλλόμενη ως αυταξία «ειλικρίνεια» και «αληθινός εαυτός» είναι σχετική. Διότι ο εαυτός μας και ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε είναι πάντα απόλυτα συναρτώμενος με τους υλικούς όρους μέσα στους οποίους επιδιώκουμε να επιβιώσουμε. Η σχετικότητα με άλλα λόγια του ποιος είναι κάθε φορά ο εαυτός σου ορίζεται από την απόλυτα αντικειμενική πραγματικότητα που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι συνθήκες εγκλεισμού, ο κίνδυνος από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, η ανεπάρκεια στην τροφή, στα εργαλεία και γενικότερα στα μέσα επιβίωσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ζούγκλα γίνεσαι εσύ ο ίδιος.
“Μάλιστα Chef!!!”
Σε ένα άλλο «τηλεπαιχνίδι», το Master Chef, η εκμάθηση και η εργασία μετατρέπονται σε στρατιωτικοποιημένο μηχανισμό στον οποίο ο δάσκαλος ή εργοδότης είναι πλέον αξιωματικός του στρατού και οι εργαζόμενοι-σπουδαστές οι εντολοδόχοι στρατιώτες. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε μόνο μια πρόταση, αφού το μοντέλο αυτό υπάρχει μετά την κρίση σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αγορά εργασίας. Η παρουσίαση του ωστόσο ως παιχνίδι επιδιώκει την ενίσχυση αυτού του μοντέλου ως μιας ακόμη «κανονικότητας» λειτουργώντας και πάλι έμμεσα και συμβολικά. Παρακολουθούμε έτσι στο παιχνίδι του “Master Chef” πως ο δάσκαλος/εργοδότης δίνει εντολές οι οποίες πρέπει να εκτελεσθούν χωρίς καμία δισταγμό ή ένδειξη ανυπακοής. Τα αποτελέσματα δε της εργασίας και της προσπάθειας κρίνονται σε ένα τηλεοπτικό σκηνικό όπου κυριαρχεί το βαρύ και αγωνιώδες συναίσθημα με τον κρινόμενο να βρίσκεται όρθιος και με τα χέρια πίσω απέναντι σε καθισμένους βλοσυρούς δικαστές. Ο κρινόμενος είναι έτοιμος να δεχθεί την αποβολή του αν δεν πιάνει τα στάνταρ που ο αξιωματικός-εργοδότης του θέτει.
«Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς; Ναι αν η υπόθεση έχει λεφτά»
Ούτε οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους βρίσκεται εκτός αυτής της εικονικής πραγματικότητας. Στο τηλεσκουπίδι που ονομάζεται «Power of Love” τα υποψήφια θύματα- «παίκτες» πρέπει να δημιουργήσουν σχέση που όσο πιο αρεστή γίνεται από το κοινό τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες υπάρχουν να κερδίσεις. Η συμμετοχή σε αυτό το παιχνίδι έχει ακόμα πιο ωμό χαρακτήρα καθώς αυτή και μόνο σου εξασφαλίζει «αναγνωρισιμότητα», η οποία με τη σειρά της μπορεί να σου εξασφαλίσει -ίσως!- μια θέση εργασίας συνήθως σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή. Για να κερδίσεις σημασία έχει να «να κάνεις ότι χρειάζεται και βασικά να παριστάνεις τον ερωτευμένο. Στην πραγματικότητα είναι αδιάφορο αν κάποιος θα πιστέψει ότι πράγματι είσαι γιατί αυτό που έχει σημασία είναι υπάρχεις στο τηλεοπτικό γυαλί. Το εισιτήριο σου για μια καλύτερη ζωή περνάει μέσα από τον «αυτοεξευτελισμό» χωρίς αυτό να παίζει σημασία για κανέναν. Και εδώ μπορεί να αναζητήσει κανείς αυτό που εμπεριέχεται σε μια τέτοιου είδους ιδέα. Συμβολικά εδώ η δυνατότητα για μια καλύτερη ζωή είναι μια «ευκαιρία» που σου δίνεται μια φορά και καλό είναι να την αρπάξεις. Για αυτή την ευκαιρία πρέπει να κάνεις τα πάντα. Ποιος δίνει αυτή την ευκαιρία και γιατί η ζωή μας ορίζεται από κάποια ευκαιρία που κάποιος μας δίνει; Άγνωστο.
Το περιστατικό της Κέρκυρας
Το περιστατικό της Κέρκυρας στο εστιατόριο της τηλεπερσόνας-μάγειρα Έκτορα Μποτρίνι και του μαθητευόμενου μάγειρα ο οποίος έπεσε θύμα κακοποίησης από «ανώτερο» του δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Είναι υλοποίηση ,στον πραγματικό κόσμο, του μοντέλου που ο κόσμος των reality shows. Είναι μόνο η ακραία έκφραση του και το γεγονός ότι πήρε δημοσιότητα που το κάνουν να εμφανίζεται ως κάτι ξεχωριστό. Στην πραγματικότητα ιδιαίτερα στον χώρο της τουριστικής βιομηχανίας, της εστίασης και της διασκέδασης αυτή η αντίληψη κυριαρχεί. Απλήρωτοι εργαζόμενοι υφίστανται τρομοκρατικές συνθήκες εργασίας. Για την πληρωμή υπερωριών, νυχτερινής εργασίας ή της πρόσθετης πληρωμής για εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές ούτε λόγος. Η εντατικοποίηση και το συνεχές τρέξιμο είναι κανόνας, ενώ ούτε λόγος για επιδόματα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας. Επιπλέον οι γυναίκες εργαζόμενες υφίστανται συστηματικά την σεξουαλική παρενόχληση αλλά και την επιθυμία τεράστιου ποσοστού εργοδοτών να εμφανίζονται με ρούχα της αρεσκείας των τελευταίων προκειμένου να προσελκυσθεί παραπάνω πελατεία. Η διεκδίκηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων μπορεί να σημαίνει από την υποτιμητική αντιμετώπιση μέχρι την απόλυση ή το ξυλοκόπημα του εργαζόμενου.
Στο δια ταύτα
Πίσω από τον έγκλειστο του Survivor και «τον πραγματικό του εαυτό» έχουμε να κάνουμε με τους εργαζόμενους που καλούνται να «επιβιώσουν» ως Survivors στον σύγχρονο κόσμο με ανεπαρκείς μισθούς, έγκλειστοι σε μια κοινωνία αδυσώπητη που ο «αδύναμος κρίκος» πρέπει να εξοβελιστεί προκειμένου να μείνει ο καλύτερος και να κερδίσει το έπαθλο. Αν δεν είσαι αρκετά παραγωγικός ο βασιλιάς εργοδότης θα σε αποβάλει την «επόμενη Κυριακή στη νύχτα του συμβουλίου». Σε αυτή την κοινωνία δεν θα δώσει ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητες τους και δεν θα πάρει αυτό που έχει ανάγκη. Οι ικανότητες του αντίθετα πρέπει να ανέλθουν στα στάνταρ που απαιτούνται προκειμένου να πάρεις το «έπαθλο» που είναι ο μηνιαίος μισθός, η σύνταξη, η κοινωνική ασφάλεια. Αν δεν τα καταφέρεις, είσαι εκτός παιχνιδιού.
Ταυτόχρονα τα «παιχνίδια» αυτά λειτουργούν έτσι και ως μηχανισμοί οι οποίοι προτείνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, αξίες, αντιλήψεις για τον εαυτό μας, τους γύρω μας και την κοινωνία. Προτείνουν τρόπο σκέψης και ορίζουν το τι είναι «κανονικό», «φυσιολογικό» και «αποδεκτό», τοποθετούν όρια και ιεραρχίες τα οποία δεν πρέπει να αμφισβητούνται, , παράγουν δηλαδή αυτό που λέμε, «ιδεολογία». Μιας ιδεολογία η οποία εξυπηρετεί την αναπαραγωγή ενός συστήματος που επιδιώκει να σε κάνει περισσότερο πειθήνιο, περισσότερο υπάκουο, περισσότερο εξάρτημα σε μια μηχανή που δεν είναι δική σου αλλά δική τους και όπως ξέρουμε τα εξαρτήματα δεν θέτουν ερωτήματα και έτσι δεν υπάρχει και η ανάγκη απαντήσεων. Μια μηχανή που αποσκοπεί στο να εργάζεσαι σκληρότερα, να αντιμετωπίζεις τη σημερινή συνθήκη ως την πραγματικότητα μέσα στην οποία οφείλεις να επιβιώσεις χωρίς ποτέ να διανοηθείς ότι μπορεί να την αμφισβητήσεις. Αυτή η μηχανή παράγει και αυτή την ιδεολογία για να αναπαράγει την οικονομική της κυριαρχία, τον ανταγωνισμό, την ατομικότητα, την ζούγκλα στην οποία θα δούμε τελικά «ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί», τελευταίος.
È arrivato Zampanò!