Εισαγωγή του μεταφραστή
Παρουσιάζουμε άλλη μια μετάφραση σύγχρονης ξενόγλωσσης αρθρογραφίας γύρω από το θέμα της πολιτικής οικονομίας του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, το άρθρο του Τζον Σμιθ με τίτλο Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση στη θεωρία του ιμπεριαλισμού (Exploitation and superexploitation in the theory of imperialism), από την εισήγηση του συγγραφέα στη θεματική των Σύγχρονων Οικονομικών του Ιμπεριαλισμού (The Modern Economics of Imperialism) στο 16ο Ετήσιο Συνέδριο Ιστορικού Υλισμού (16th Annual Historical Materialism Conference), το οποίο έλαβε χώρα στο Λονδίνο, τον Νοέμβριο του 2019.
Το άρθρο απαντάει στα επιχειρήματα των αποκαλούμενων από τον συγγραφέα “αρνητών του ιμπεριαλισμού” (imperialism deniers), και ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι η τεράστια διαφορά στους μισθούς μεταξύ των αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών οφείλεται σε διαφορές στην παραγωγικότητα, για το οποίο ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε μια αστική αντίληψη για την παραγωγικότητα, ως προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο ή ώρα εργασίας.
Ο συγγραφέας είναι από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της άποψης ότι η οικονομική ουσία του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού συνίσταται στην υπερεκμετάλλευση της φτηνής εργασίας των αναπτυσσόμενων χωρών από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών, με κυριότερη σύγχρονη μορφή αυτήν των βιομηχανικών υπεργολαβιών (πχ βλ. αναφορές στα έργα των Smith, Higginbottom, Osorio, Marini στο υπό παρουσίαση άρθρο). Η θεωρία αυτή είναι μια -αν όχι η πιο- αξιόλογη προσπάθεια για μια πιο στέρεα θεμελίωση της πολιτικής οικονομίας του σύγχρονου, ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ.
Στον δικό μας πρόλογο, δε θα προβούμε σε μια αναλυτική παρουσίαση και κριτική της άποψης αυτής. Αρκούμαστε σε λίγα μόνο κριτικά σχόλια επί του άρθρου που παρουσιάζεται εδώ.
- Στο άρθρο αναφέρονται δύο ορισμοί της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης: ο “στενός” ορισμός σχετίζεται με την αμοιβή της εργασίας κάτω από την επικρατούσα αξία της εργασιακής δύναμης σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και εποχή («απόλυτη υπερεκμετάλλευση»), ενώ ο “ευρύς” ορισμός αφορά την ύπαρξη διαφορετικών βαθμών εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης («σχετική υπερεκμετάλλευση») στις διαφορετικές εθνικές οικονομίας που συναρθρώνονται στη σύγχρονη διεθνή αγορά. Εκτιμούμε ότι ο αρθρογράφος δεν διευκρινίζει επαρκώς τη σχέση μεταξύ των δύο ορισμών. Ιδιαίτερα εστιάζουμε την κριτική μας στο ότι ενώ ο “στενός” ορισμός αφορά κυρίως τις συνθήκες της ταξικής πάλης σε μια κοινωνία, και τους παράγοντες που την επηρεάζουν (σχέση προσφοράς και ζήτησης εργασιακής δύναμης, συνδικαλιστική οργάνωση της εργασίας, πολιτική καταπίεση κοκ), ο “ευρύς” ορισμός επηρεάζεται επίσης, ή και κυρίως, από τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κάθε εθνική οικονομία.
- Η διάκριση αυτή επηρεάζει και τη θέση του συγγραφέα για το λεγόμενο “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο της αξίας της εργασιακής δύναμης, το οποίο φαίνεται να το εξαρτά περισσότερο από την εξέλιξη της ταξικής πάλης παρά από την “παραγωγική δομή” της κάθε εθνικής οικονομίας. Κατά την άποψή μας, το “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο σχετίζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, με όλες εκείνες τις πλευρές του υποκειμένου της εργασίας που καθιστά αναγκαίες το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων πολιτιστικών στοιχείων που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα, την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων (βλ. Starosta, 2018). Μια τέτοια άποψη επιτρέπει την ταξική πάλη να καθορίζει την τιμή, και μακροπρόθεσμα την αξία, της εργασιακής δύναμης μόνο εντός αντικειμενικών ορίων που καθορίζει το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια κοινωνία, και διαφέρει από την άποψη που θεωρεί την αξία της εργασιακής δύναμης, ή την τιμή της, και κατά συνέπεια τον βαθμό εκμετάλλευσής της, ως ελεύθερες μεταβλητές στη συστηματική λογική της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ (βλ. επίσης τη σχετική αντιπαράθεση των Arghiri Emmanuel & Charles Bettelheim, 1962). Η διάκριση αυτή είναι σημαντική για τη δυνατότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να αναπαράγεται ως διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή, κάτι που προϋποθέτει την πλήρη αναπαραγωγή και του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης, αντί της σταδιακής της φθοράς, λόγω μιας συνεχώς μειούμενης κατανάλωσης, σύμφωνα με τον “στενό” ορισμό της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης.
- Μάλιστα, ο συγγραφέας αναφέρει το σχετικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ (4%) ή του ακαθόριστου εισοδήματος εργασίας (7%) της Μ. Βρετανίας που δαπανάται για την εκπαίδευση, για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι η ειδίκευση ή συνθετότητα της εργασιακής δύναμης στις ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορεί να εξηγήσει τις τεράστιες μισθολογικές διαφορές με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο συγγραφέας παραβλέπει ότι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες στους μισθούς των εργαζομένων συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα διαβίωσης των εκπαιδευόμενων μαθητών, φοιτητών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών ή διδακτορικών, οι οποίοι μπορούν να ειδικεύονται για πάρα πολλά χρόνια (πχ στην Ελλάδα η υποχρεωτική εκπαίδευση σταματά στην ηλικία των 15 ετών, αλλά μια ακαδημαϊκή καριέρα μπορεί να συμπεριλαμβάνει φοιτητές ακόμη και στην ηλικία των 30-35 ετών), είτε με τη μορφή της οικογενειακής στήριξης, είτε αυτής των κρατικών ή ιδιωτικών υποτροφιών, κοκ. Επιπλέον, οι μισθοί, ή το κράτος (διά της φορολογίας) στις ανεπτυγμένες χώρες καλύπτουν και άλλες πλευρές της αναπαραγωγής της σύνθετης εργασίας, όπως τα συστήματα υγείας και άλλες υποδομές. Ως κόστος αναπαραγωγής μιας ιδιαίτερα αναπτυγμένης εργασιακής δύναμης, αυτής των επιστημόνων-ερευνητών, μπορεί να νοηθεί και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης, και ιδιαίτερα οι δαπάνες στη βασική έρευνα, οι οποίες επίσης λαμβάνουν χώρα εκτός της καπιταλιστικής παραγωγής με τη στενή έννοια της παραγωγής υπεραξίας, ακόμη και όταν αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικών επενδύσεων ή χορηγιών.
- Συνολικά, τα όσα αναφέρονται στα παραπάνω σημεία οδηγούν τον αρθρογράφο -πάντα κατά την άποψή μας- μάλλον να υπερεκτιμά τον παράγοντα της ταξικής πάλης (πχ λόγω αυξημένης προσφοράς εργασίας και πολιτικής καταπίεσης στις αναπτυσσόμενες χώρες), σε σχέση με αυτόν της επιβολής ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας εκ μέρους των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κρατών (βλ. σχετικά και τα άρθρα των Wise & Niell και Wise & Martin που μεταφράσαμε επίσης πρόσφατα), ο οποίος αναπαράγει την ιεραρχία των διαφορετικών εθνικών αξιών της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, και οι δύο παράγοντες λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση και συμβάλουν στο φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, και εναπόκειται στη θεωρητική και εμπειρική έρευνα να διευκρινιστεί το σχετικό τους βάρος.
- Ένα άλλο σημείο που χρίζει θεωρητικής αποσαφήνισης είναι το αν η έννοια της υπερεκμετάλλευσης αφορά την εργασιακή δύναμη και μόνο, ή γενικότερα την εργασία, δεδομένου ότι, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, εξακολουθούν να επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό προκαπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας. Αυτές οι μορφές αναβιώνουν και στις ανεπτυγμένες χώρες, πχ μορφές καταναγκαστικής εργασίας ή και σύγχρονης δουλείας.
- Τέλος, ο συγγραφέας εκφέρει κάποιες αντιφατικές απόψεις σχετικά με το αν θεωρεί ότι υπάρχουν λάθη και παραλείψεις, ή όχι, καταρχήν στο έργο του Μαρξ, και δευτερευόντως σε αυτό του Λένιν, που εξηγούν τη μη ανάπτυξη της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης και τη μη ένταξή της ως βασική έννοια της εργασιακής θεωρίας της αξίας, δίπλα σε αυτές της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας (για τον Μαρξ) ή ως βασική έννοια της θεωρίας του ιμπεριαλισμού (για τον Λένιν). Εμείς, θα υποστηρίξουμε την άποψη που επίσης αναφέρει ο συγγραφέας ότι “Προς υπεράσπιση του Μαρξ, αν όχι προς πλήρη απαλλαγή του, θα πρέπει να ανακαλέσουμε μια θεμελιώδη προϋπόθεση της υλιστικής διαλεκτικής: δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη έννοια ενός συστήματος αλληλεπίδρασης η οποία δεν είναι η ίδια απολύτως συγκεκριμένη και ανεπτυγμένη” ή και το παράθεμα του συγγραφέα της θέσης του Ιλιένκοφ, σχετικά με το έργο του Λένιν, ότι “Πολύ συχνά… Η αυθεντικά αντικειμενική αιτία ενός φαινομένου εμφανίζεται στην επιφάνεια μιας ιστορικής διαδικασίας μετά από τις ίδιες της τις συνέπειες”. Ισχυριζόμαστε ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας καθίσταται κυρίαρχη τάση εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μόνο κατά το στάδιο της υπερωρίμανσής του. Όταν άλλωστε ο συγγραφέας αναφέρεται στο ότι “οι παραγωγικές υπεργολαβίες σε χαμηλόμισθες χώρες έχουν αποτελέσει μια όλο και πιο προτιμώμενη εναλλακτική για την αύξηση των κερδών από ότι η εγχώρια επένδυση σε νέα, πιο παραγωγική τεχνολογία”, δεν μπορεί να μην παρατηρεί ότι αυτό δεν χαρακτήριζε τα προηγούμενα ιστορικά στάδια του καπιταλισμού, και ειδικότερα την “προοδευτική” φάση της ιστορίας του, η οποία συνδέθηκε με την τεχνολογική πρόοδο και τη φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω σχόλια δεν μειώνουν καθόλου την αξία του άρθρου και προτρέπουμε θερμά τον αναγνώστη να το μελετήσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα!
Για τη μετάφραση και την εισαγωγή,
Διονύσης Περδίκης
Αναφορές εισαγωγής
Starosta, 2018, Rethinking the Determination of the Value of Labor Power, Review of Radical Political Economics, Vol. 50(1) 99 –115
Arghiri Emmanuel & Charles Bettelheim, 1962. Échange inégal et politique de développement, Problèmes de planification, No. 2, Sorbonne: Centre d’Étude de Planification Socialiste.
Δείτε και την παρουσίαση του άρθρου αυτού από τον ίδιο τον συγγραφέα στο YouTube:
Ακολουθεί η μετάφραση:
Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση στη θεωρία του ιμπεριαλισμού
Τζον Σμιθ,
Συνέδριο Ιστορικού Υλισμού,
Λονδίνο, Νοέμβριος 2019
Ο ιμπεριαλισμός και οι αρνητές του
«Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα δόγμα αλλά μια κίνηση· προχωρά εκκινώντας όχι από αρχές, αλλά από γεγονότα» (Engels, 1977, σ. 291).[1] Ευρείες διεθνείς διαφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης, η τεράστια παγκόσμια στροφή της παραγωγής και του κέντρου βαρύτητας της βιομηχανικής εργατικής τάξης σε χώρες και περιοχές όπου η εκμετάλλευση είναι πιο έντονη, η δραματικά αυξημένη εξάρτηση εταιρειών που εδρεύουν σε ιμπεριαλιστικές χώρες (και παρομοίως της ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης στις χώρες αυτές) από τα εισοδήματα αυτής της εκμετάλλευσης – αυτά είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα του αποκαλούμενου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από όπου πρέπει να εκκινήσουμε.
Ακραίοι βαθμοί εκμετάλλευσης στα εργοστάσια ρούχων στο Μπαγκλαντές, στις κινέζικες γραμμές παραγωγής, σε φυτείες τσαγιού και καφέ και αλλού – πολύ υψηλότεροι από αυτούς που υπομένουν γενικώς οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες – είναι ένα χειροπιαστό, άμεσα παρατηρήσιμο γεγονός, το οποίο ζουν καθημερινά στη σάρκα τους εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες σε χαμηλόμισθες χώρες. Δε χρειαζόμαστε μια θεωρία για να το γνωρίζουμε αυτό, χρειάζεται απλά να αφαιρέσουμε τις παρωπίδες και να ανοίξουμε τα μάτια μας. Αλλά χρειαζόμαστε όντως μια θεωρία αν πρόκειται να κατανοήσουμε αυτό που βλέπουμε και να επεξεργαστούμε τις συνέπειες που απορρέουν από αυτό.
Αυτό δεν αντιφάσκει με τη θεμελιώδη παραδοχή του μαρξικού νόμου της αξίας ότι η μορφή του μισθού αποκρύβει την εγγενώς εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη, ή την αρχή της υλιστικής διαλεκτικής ότι η αντίθεση μεταξύ ουσίας και φαινομένου είναι ένας νόμος όλων των δυναμικών συστημάτων που περιέχουν αντιθέσεις.[2] Αυτό που κάνει τον ιμπεριαλισμό και την υπερεκμετάλλευση άμεσα ορατά – ακόμη και αν αυτό που είναι ορατό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου – είναι ακριβώς η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ των προλετάριων, και, σε αντιστοιχία με αυτήν, η συστηματική παραβίαση του νόμου της αξίας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής, ακόμη περισσότερο από προηγούμενα στάδια της ιμπεριαλιστικής εξέλιξης του καπιταλισμού, οι εργάτες δεν είναι εξίσου κινητικοί και δεν είναι εξίσου ελεύθεροι να πωλήσουν την εργασιακή τους δύναμη στον υψηλότερο πλειοδότη. Η αφαίρεση των εμποδίων στη διασυνοριακή ροή εμπορευμάτων και κεφαλαίου έδωσε ώθηση στη μετανάστευση της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες, αλλά τα στρατιωτικοποιημένα σύνορα και η αυξανόμενη ξενοφοβία είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα στη μετανάστευση εργατών από τις χώρες αυτές – όχι σταματώντας την τελείως, αλλά αναχαιτίζοντας τη ροή της, και ενισχύοντας το ευάλωτο, δευτεροκλασάτο στάτους των μεταναστών. Κι έτσι, εργοστάσια περνάνε ελεύθερα τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και περνάνε με ευκολία διά των τειχών του Ευρωπαϊκού Οχυρού, όπως κάνουν και τα εμπορεύματα που παράγονται σε αυτά και οι καπιταλιστές στους οποίους ανήκουν, αλλά τα ανθρώπινα όντα που εργάζονται σε αυτά δεν έχουν κανένα δικαίωμα περάσματος. Αυτή είναι μια παρωδία παγκοσμιοποίησης – ένας κόσμος χωρίς σύνορα για τα πάντα και για τους πάντες εκτός των εργαζόμενων ανθρώπων.
Οι παγκόσμιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ ιμπεριαλιστικών και «αναπτυσσόμενων» χωρών, συνήθως μεγαλύτερες του 10:1, και ποτέ λιγότερο από 3:1, σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της κατάπνιξης της ελεύθερης κινητικότητας της εργασίας, παρέχουν μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση των παγκόσμιων διαφορών στον βαθμό εκμετάλλευσης (με απλά λόγια, τον λόγο μεταξύ της αξίας που παράγουν οι εργάτες και αυτού που πληρώνονται σε μισθούς). Η μεγάλης κλίμακας μεταφορά της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες στο τέταρτο του αιώνα που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση, οδηγούμενη από το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ (Σ.τ.Μ, global labour arbitrage), δηλ. τη μείωση του παραγωγικού κόστους και της αύξησης των κερδών αντικαθιστώντας σχετικά υψηλά αμειβόμενους εργάτες εντός της χώρας με χαμηλόμισθους εργάτες στο εξωτερικό, μια όλο και πιο δημοφιλής στρατηγική, σηματοδοτεί ότι τα κέρδη των εταιρειών που εδράζονται στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ιαπωνία, η αξία όλων των ειδών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν από αυτά τα κέρδη, και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αυτών των εθνών, έχουν εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους υψηλούς βαθμούς εκμετάλλευσης των εργατών σε χαμηλόμισθα έθνη. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πρέπει επομένως να αναγνωριστεί ως ένα νέο, ιμπεριαλιστικό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου ο ιμπεριαλισμός ορίζεται από την οικονομική του ουσία: την εκμετάλλευση της Νότιας ζωντανής εργασίας από τους Βόρειους καπιταλιστές.
Αντί για το ξεπέρασμα του ιμπεριαλισμού και τη σύγκλιση μεταξύ «αναπτυγμένων» και αιωνίως «αναπτυσσόμενων» χωρών, ο ιμπεριαλισμός σήμερα εκδηλώνεται ως ένα παγκόσμιο σύστημα ρατσισμού τύπου απαρτχάιντ, εθνικής καταπίεσης, πολιτιστικής ταπείνωσης, στρατιωτικοποίησης και κρατικής βίας, που μετατρέπει σε κοροϊδία το τυπικό στάτους τους ως ελεύθεροι πολίτες του έθνους τους και του κόσμου, και έχει μετατρέψει τις χώρες τους σε αποθέματα υπερεκμεταλλευόμενης εργασιακής δύναμης για τις διεθνικές εταιρείες και τους προμηθευτές τους από την οποία μπορούν να τρέφονται.
Τίποτα από αυτά δεν κρύβεται. Ο απογυμνωμένος εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού – απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν ακριβώς αυτό – γυμνός, αποκαλυμμένος, εμφανής στον καθένα που έχει μάτια να δει· έτσι είναι και με τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό του 21ού αιώνα. Η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ προλετάριων επιδρά βαθέως στην παγκόσμια λειτουργία του νόμου της αξίας – πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, δεδομένου ότι οι αξιακές σχέσεις είναι κοινωνικές σχέσεις; Η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ των προλετάριων είναι αδιαμφισβήτητη, και το ίδιο συμβαίνει και με τους αποκλίνοντες βαθμούς εκμετάλλευσης που αναγκαστικά απορρέουν από αυτήν. Ακόμη κι έτσι, πολλοί μαρξιστές δογματικά επιμένουν ότι οι αξιακές σχέσεις της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας είναι ταυτόσημες με αυτές στην εξιδανικευμένη αγορά που αναλύθηκε από τον Μαρξ στην έρευνά του για μια «γενική θεωρία» του κεφαλαίου, και ότι καμία από τις απλοποιητικές παραδοχές που έκανε δε χρειάζεται να χαλαρώσει.[3]
Η μαρξική θεωρία παρέχει τα ουσιαστικά κλειδιά που χρειάζονται για να αποκαλύψει την εκμεταλλευτική και ανταγωνιστική σχέση που κείται κρυμμένη πίσω από την επιφάνεια του φαινομένου της ελευθερίας και ισότητας μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Αλλά αυτό που έχουμε εδώ είναι μια διεστραμμένη αντιστροφή αυτού: η χρήση της μαρξικής θεωρίας όχι για να αποκαλύψει αυτό που είναι κρυμμένο, αλλά για να αποκρύψει αυτό που είναι ευρέως ορατό σε κάθε απαίδευτο μεν, μη προκατειλημμένο δε, παρατηρητή.
Η μαρξιστική άρνηση του ιμπεριαλισμού έρχεται σε διαφορετικές γεύσεις. Ο William Robinsonκαι ο David Harvey ανοιχτά δηλώνουν ότι η εποχή του ιμπεριαλισμού έχει τελειώσει και ότι όρος είναι παρωχημένος. Πολλοί άλλοι αποφεύγουν το θέμα όσο μπορούν, και όταν δεν μπορούν να αναφερθούν στον ιμπεριαλισμό με το όνομά του, προτιμώντας ανώδυνους ευφημισμούς όπως «κέντρο και περιφέρεια» ή «αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες», όπως για παράδειγμα ο Robert Brenner, για τον οποίο η παγκόσμια στροφή της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες σήμανε «τεράστιες, αν και συχνά περιττές, προσθήκες παραγωγικής ικανότητας στην παγκόσμια αγορά, που τείνει να συμπιέζει τις παγκόσμιες τιμές και κέρδη» (Brenner, 2009, σ. 9) – αλλά όχι μια νέα πηγή υπερκερδών για τις αμερικάνικες και ευρωπαϊκές διεθνικές εταιρείες (Σ.τ.Μ, TNCs, TransNational Companies).
Και υπάρχουν και αυτοί που συνεχίζουν να περιγράφουν την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και τις ηγετικές εταιρείες και έθνη ως ιμπεριαλιστικά, αλλά αρνούνται τη συσχέτιση ή ακόμη και την ύπαρξη των διεθνών διαφορών στον βαθμό εκμετάλλευσης. Ο Παγκόσμιος Ταξικός Πόλεμος, ένα άρθρο στο περιοδικό Καταλύτης (Σ.τ.Μ., Catalyst), είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα από την τελευταία από αυτές τις τάσεις. Σε αυτό, η Ramaa Vasudevan, ασκεί κριτική σε δύο πρόσφατα βιβλία, μεταξύ των οποίων το ένα δικό μου (Smith, 2016), επειδή αναγνωρίζουν την επικαιρότητα της υπερεκμετάλλευσης και διότι ψάχνουν μια θεωρητική έννοια γι’ αυτήν.[4]
Με τα δικά της λόγια,
Ένα επιχείρημα που έχει τεθεί πρόσφατα… ότι οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εξάγουν ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη υποβάλλοντας τους εργάτες της περιφέρειας σε υπερεκμετάλλευση. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε αυτές τις διατυπώσεις συστηματικά υποβάλλει τους εργάτες στις ΗΠΑ και τους εργάτες στο Μπαγκλαντές, την Κίνα, και το Μεξικό σε διαφορετικούς βαθμούς εκμετάλλευσης. Ο εργάτης στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει έναν χαμηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης, και αυτός ο χαμηλότερος βαθμός επαφίεται στην υπερεκμετάλλευση εργατών στις άλλες χώρες. Αντί για εργάτες ανά τον κόσμο που να βρίσκουν έναν κοινό σκοπό ενάντια στη σφαγή του κεφαλαίου, αυτά τα επιχειρήματα θέτουν τους εργάτες στις ΗΠΑ και τους εργάτες στην περιφέρεια σε δομικά διαχωρισμένες θέσεις, και επίσης εμπλέκουν τους εργάτες στις ΗΠΑ στους μηχανισμούς των ιμπεριαλιστικών προσόδων (Vasudevan, 2019, σ. 112).
Πέραν της ανακρίβειας (τα «εμπλέκουν σε», «δομικά διαχωρισμένες», και «μηχανισμούς ιμπεριαλιστικών προσόδων», επιδέχονται διαφορετικών ερμηνειών), παίρνοντας τις «ΗΠΑ» ως να σημαίνει «ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες», με την επισήμανση ότι «εργάτες στο Μπαγκλαντές, στην Κίνα» κοκ αναφέρεται συγκεκριμένα στο περίπου μισό δισεκατομμύριο αυτών που δουλεύουν σε χαμηλόμισθες βαθμίδες παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, και με την προσθήκη ότι αυτή η παγκόσμια επανάληψη του διαίρει και βασίλευε έχει πολύ διαφορετική δυναμική σε καιρούς κρίσης, όπως τώρα, αυτό λίγο-πολύ συνοψίζει την οπτική μου. Τι φέρνει ως αντεπιχείρημα σε αυτό;
Καθώς το επιχειρηματικό κεφάλαιο του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ εξαπλώνεται και σφίγγει το δίκτυο ελέγχου του πέραν των συνόρων και άμεσα ή έμμεσα εκμεταλλεύεται χαμηλόμισθους εργάτες στη Λατινική Αμερική, την Ασία, και την Αφρική, έχει στη διάθεσή του ένα σημαντικό ευρύτερο απόθεμα εργασίας από το οποίο μπορεί να εξαχθεί και να αξιωθεί υπεραξία. Η πρόσβαση σε αυτό το απέραντο και αυξανόμενο παγκόσμιο απόθεμα εργασίας, και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ εργατών σε αυτό το απόθεμα, επιτρέπει το επιχειρηματικό κεφάλαιο των ΗΠΑ να αυξάνει τον συνολικό βαθμό εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της παγκόσμιας εξάπλωσης του επιχειρηματικού κεφαλαίου των ΗΠΑ και του παγκόσμιου εργασιακού αρμπιτράζ. (ο.π., σ. 130).
Τι είναι ο «συνολικός βαθμός εκμετάλλευσης»; Εννοεί τον παγκόσμιο μέσο όρο; Αν ναι, τότε υπονοείται ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης διαφέρει ανά τον κόσμο. Ή εννοεί ότι υπάρχει μόνο ένας «συνολικός βαθμός εκμετάλλευσης», και ότι οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτόν είναι μικροσκοπικές και ασήμαντες; Η Vasudevan αποφεύγει αυτές τις προφανείς ερωτήσεις αν και το επόμενο απόσπασμα υποδεικνύει ότι πιστεύει στη δεύτερη επιλογή:
Οι υποστηριχτές της θέσης της υπερεκμετάλλευσης έχουν απόλυτο δίκαιο σε όσον αφορά στην απόλυτη υποβάθμιση των ζωών και νοικοκυριών των εργαζόμενων ανθρώπων στην περιφέρεια. Είναι επίσης σωστοί στο να έλκουν την προσοχή στην επίπτωση της επέκτασης του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας στην υπηρεσία του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αλλά η πραγματική σημασία της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου είναι ότι έχει ενισχύσει την υψηλότατη αύξηση του παγκόσμιου βαθμού εκμετάλλευσης (ο.π., σ. 135).
Με άλλα λόγια, είτε οι εργάτες στα εργοστάσια ρούχων του Μπαγκλαντές ή στις κινέζικες γραμμές παραγωγής υπόκεινται σε υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από ότι οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες, είτε όχι, δεν έχει καμία σημασία, θα πρέπει να εξαιρεθεί από κάθε θεώρηση. Δε θα πρέπει καν να κάνουμε ερωτήσεις γι’ αυτό, καθώς αυτό θα ήταν ως «να βάζουμε τα συμφέροντα των χαμηλόμισθων εργατών στην περιφέρεια ενάντια σε αυτά αυτών στις ΗΠΑ» (ο.π., σ. 110).[5]
Αυτό είναι ένα περίεργο επιχείρημα. Με την ίδια λογική, δε θα έπρεπε να διερευνούμε την ανισότητα των φύλων, από φόβο μη βάλουμε τα συμφέροντα των γυναικών σε αντίθεση με αυτά των ανδρών, ούτε τις ρατσιστικές διακρίσεις – ακόμη και αν η παραβίαση της ισότητας μεταξύ των εργατών ως αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού διαίρει και βασίλευε, όπως αντανακλάται στις διαφορές στην τιμή της εργασιακής δύναμης, είναι πολύ πιο σοβαρή από αυτήν που αποτελεί αποτέλεσμα του ρατσισμού και της καταπίεσης των γυναικών εντός των χωρών (και ο ρατσισμός, φυσικά, είναι θεμελιωδώς μια έκφραση του ιμπεριαλισμού).[6]
Παρά τους φόβους της, η αναγνώριση αυτών των γεγονότων δεν σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι αδύνατη στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και σε άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, και ούτε αντιφάσκουν με την οπτική ότι οι εργάτες σε όλα τα μέρη του κόσμου είναι κλειδωμένοι σε έναν «παγκόσμιο αγώνα προς τον πάτο». Τέτοια συμπεράσματα, που όντως έχουν βγει από κάποιους που αναγνωρίζουν τα γεγονότα αυτά (πχ Cope, 2019, Amin 2018) είναι υπερβολικά απαισιόδοξα για τρεις λόγους: αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν το βάθος της τρέχουσας κρίσης του καπιταλισμού, ακόμη στα αρχικά της στάδια, της πιο βαθιάς κρίσης στην ιστορία του, και τις δυνητικές συνέπειες και επιπτώσεις οι οποίες απορρέουν από αυτήν· αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν πως κατά τις πρόσφατες δεκαετίες η εργατική τάξη εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών έχει μετασχηματιστεί από τη μετανάστευση και τα μαζική εισροή των γυναικών στις γραμμές της· και υποτιμούν τη δυνατότητα για επαναστατικές εξελίξεις στα νότια έθνη να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την ανάδυση επαναστατικού διεθνισμού εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αλλά η αναγνώριση των γεγονότων αυτών όντως μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο επαναστατικός δρόμος είναι τόσο δύσκολος, και γιατί η αυθόρμητη οικονομική πάλη – η απόπειρα των εργατών να αμυνθούν ή να βελτιώσουν τη θέση τους εντός του καπιταλισμού αντί για να διεξάγουν πολιτική πάλη για να τον ανατρέψουν – «οδηγεί ακριβώς στην υποταγή στην αστική ιδεολογία», όπως ο Λένιν επιχειρηματολογούσε στο Τι να κάνουμε;[7].
Αστικές εναντίον μαρξιστικών θεωρήσεων της παραγωγικότητας
Η άρνηση του ιμπεριαλισμού εκ μέρους της Vasudevan διαφέρει από αυτές των συν-στοχαζόμενών της από μια σημαντική άποψη. Ενώ αυτή αποφεύγει να εκφράσει μια γνώμη για το αν υψηλότεροι βαθμοί εκμετάλλευσης είναι κυρίαρχοι στις χαμηλόμισθες χώρες ή όχι, άλλοι δεν είναι τόσο ντροπαλοί.
Ο Nigel Harris (Harris, 1986, σσ. 119-20) εξέφρασε την ομόφωνη γνώμη των μαρξιστών αντιπάλων της θεωρίας της εξάρτησης όπως ακολουθεί[8]: «Όλων των άλλων παραγόντων ίσων, όσο υψηλότερη η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο υψηλότερο το εισόδημα που πληρώνεται στον εργάτη (καθώς τα έξοδα αναπαραγωγής του ή της είναι υψηλότερα) και τόσο περισσότερο εκμεταλλευόμενος είναι – δηλ., τόσο μεγαλύτερο το μερίδιο του προϊόντος του εργάτη [που] σφετερίζεται ο εργοδότης».
Αναπτύσσοντας περαιτέρω το παραπάνω, ο Alex Callinicos, ισχυρίστηκε ότι
Ένας υψηλά αμειβόμενος εργάτης μπορεί να είναι αρκετά πιο εκμεταλλευόμενος από ότι ένας χαμηλά αμειβόμενος εργάτης, διότι ο πρώτος παράγει, σχετικά με τους μισθούς του, ένα μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας από ότι ο δεύτερος. Υπάρχει όντως λόγος για να πιστεύει κανείς ότι οι γενικά υψηλότεροι μισθοί που πληρώνονται στους Δυτικούς εργάτες αντανακλούν τα μεγαλύτερα κόστη της αναπαραγωγής τους· αλλά η δαπάνη ειδικά στην εκπαίδευση και στην πρακτική που αποτελεί μέρος αυτού του κόστους δημιουργεί ένα περισσότερο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το οποίο είναι επομένως πιο παραγωγικό και πιο εκμεταλλευόμενο από ότι τα αντίστοιχα του Τρίτου Κόσμου [Callinicos (1992) δική μου η έμφαση].[9]
Μιας και όλοι εκτός από τους υψηλότερα αμειβόμενους εργάτες δαπανούν ολόκληρους τους μισθούς τους για καταναλωτικά αγαθά, «μισθός» και «κόστος αναπαραγωγής» είναι συνώνυμα· το ένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγηθεί το άλλο. Αυτό το μέρος του επιχειρήματός του είναι μια ταυτολογία που δεν εξηγεί τίποτα. Αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο κόστος της εκπαίδευσης και της πρακτικής εντός του συνολικού κόστους αναπαραγωγής των εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες.[10] Η επίπτωση αυτού στην ικανότητα αυτών των εργατών να παράγουν υπεραξία είναι τόσο μεγάλη, ισχυρίζεται, ώστε χρειάζονται λιγότερο χρόνο για να αντικαταστήσουν πολύ περισσότερη αξία από την εργατική τους δύναμη, από ότι λιγότερο παραγωγικοί και χειρότερα αμειβόμενοι εργάτες σε χαμηλόμισθες χώρες, και επομένως είναι πιο εκμεταλλευόμενοι. Ακόμη κι έτσι, είναι δύσκολο να εμβαθύνει κανείς στο γιατί οι εργάτες σε γραμμές συναρμολόγησης, οι νοσοκόμες, οι οδηγοί φορτηγών, κοκ, στις ΗΠΑ και στο ΗΒ θα πρέπει να είναι τόσο πιο ειδικευμένοι από τους μεξικάνους και κινέζους ομόλογούς τους. Αυτός και οι συν-αυτώ πρέπει να συλλογιστούν τη σοφία του Μαρξ:
Η διάκριση μεταξύ υψηλότερης και απλής εργασίας, ειδικευμένης εργασίας και ανειδίκευτης εργασίας, οφείλεται εν μέρει σε καθαρή ψευδαίσθηση, ή, το λιγότερο, σε διακρίσεις που έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι πραγματικές, και επιβιώνουν μόνο χάρις σε μια εθνική σύμβαση· και εν μέρει στην κατάσταση αδυναμίας ενός τμήματος της εργατικής τάξης, μια κατάσταση που τους εμποδίζει να απαιτήσουν εξίσου με τους υπόλοιπους την αξία της εργατικής τους δύναμης (Marx, [1894] 1991, σ. 242).
Όπως θα δούμε, τα επιχειρήματα του Callinicos βασίζονται σε μια υποβόσκουσα σύγχυση μεταξύ διαφορετικών ορισμών σχετικών με την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξίας της παραγωγικότητας, και στη συνεπαγόμενη αναπαραγωγή, με μαρξιστικό μανδύα, μιας αστικής θεώρησης της παραγωγικότητας – η οποία εξυπηρετεί ως θεμέλιος λίθος για απόπειρες, στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας, για την άρνηση όχι μόνο της σπουδαιότητας της υπερεκμετάλλευσης σε χαμηλόμισθες βαθμίδες παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, αλλά ακόμη και της ύπαρξής της. Το αποτέλεσμα είναι να κανονικοποιούνται γκροτέσκες μισθολογικές διαφορές, οι οποίες μετατρέπονται σε φυσικές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης – όχι ένας τόπος επεκτανόμενης υπερεκμετάλλευσης, όχι κάτι με σπουδαιότητα για την πάλη για ταξική ενότητα· και να αποκλείεται η δυνατότητα οι μετά τον Β’ ΠΠ υψηλότεροι μισθοί, συντάξεις, δωρεάν φροντίδα υγείας, κοκ, να είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, εντός και εκτός, αναγκάζοντας τους καπιταλιστές στις ιμπεριαλιστικές χώρες να κάνουν παραχωρήσεις – αλλά αυτό θα συνεπάγονταν ένα χαμηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από ότι σε εκείνες τις χώρες όπου οι οικονομικοί αγώνες των εργατών απαντώνται με πολυβόλα όπλα και στρατιωτικές δικτατορίες.
Η έμφαση που δίνει ο Callinicos στην ειδικευμένη εργασία έχει τις διανοητικές της ρίζες στην εργασία του Michael Kidron, ενός από τους ιδρυτές της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Τάσης» που υποστηρίζεται από τον Callinico και τον Harris. Ο Kidron (1974, σ. 100) ισχυρίστηκε
Αν υπάρχει μια εξαιρετική διαφορά μεταξύ [Βρετανών και Ινδών εργατών] βρίσκεται στους διαφορετικούς βαθμούς στους οποίους είναι πολιτιστικά εμπλουτισμένοι. Ο μέσος Βρετανός εργάτης μπορεί να αναμένει κανείς να διαβάζει και να οδηγεί· αυτός ή αυτή θα είναι κανονικά ικανός/ή να χειριστεί ένα μεγάλο εύρος εργαλείων και εννοιών και να ανταποκρίνεται σε ένα μεγάλο εύρος διεγέρσεων στη βάση περισσότερο της γνώσης παρά της προσωπικής εμπειρίας. Ο Ινδός εργάτης δε θα…
Το κόστος διατήρησής τους – εν τέλει της αξίας τους – οφείλει να αντανακλά αυτή τη διαφορά. Για παράδειγμα, ένας οδηγός λεωφορείου δεν τολμά και δεν διαπράττει την πρακτική του να κοιμάται στο τιμόνι και πρέπει επομένως να μπορεί να εξασφαλίσει ξεκούραση στο σπίτι και ένα σπίτι στο οποίο να ξεκουράζεται· ο οδηγός ενός κάρου τολμά και συχνά όντως γέρνει και αποκοιμάται, οπότε και η κατοικία του είναι λιγότερη σημαντική για τον εργοδότη του… και ο μισθός του δε θα χρειάζεται να περιέχει ένα τόσο μεγάλο συστατικό μέρος για κατοικία. Τυχόν νέες προσλήψεις σε ένα εργοστάσιο στη Βρετανία πρέπει να είναι ικανοί να διαβάσουν, και επομένως οι μισθοί των γονιών τους πρέπει να περιέχουν ένα συστατικό μέρος για υποστήριξη του παιδιού και για εκπαίδευση. Τα νέα χέρια στους μύλους στην Ινδία δε χρειάζεται, και συνήθως, δε διαβάζουν, έτσι η πίεση στους μισθούς των γονιών τους είναι λιγότερη, κοκ, κοκ.
Το επιχείρημα του Kidron δεν είναι μόνο απεχθής σωβινισμός (ειδικά ο ισχυρισμός του ότι οι Ινδοί εργάτες, σε αντίθεση με τους Βρετανούς εργάτες, είναι ανίκανοι να σκεφτούν με έννοιες), είναι επίσης ανοησία. Οι Ινδοί οδηγοί φορτηγού δικαιολογημένα χρειάζονται να είναι πιο πολύ σε ετοιμότητα και επιδέξιοι από τους αντίστοιχους Βρετανούς- διότι είναι πιο πιθανό να χρειαστεί να αποφύγουν κάρα και λακκούβες καθώς μεταφέρουν τα φορτία τους. Τα ινδικά «χέρια στους μύλους» είναι πιθανόν να έχουν πιο πολλά παιδιά και μια εκτενή οικογένεια να υποστηρίξουν, και ο μισθός τους θα πρέπει να καλύπτει τη φροντίδα υγείας και την εκπαίδευση, σε αντίθεση με τη Βρετανία, όπου αυτές οι υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν από το κράτος.[11]
Οι περισσότερες προσπάθειες να αρνηθούν την ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση επικαλούμενοι την υψηλότερη παραγωγικότητα των εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες δίνουν έμφαση όχι στην ειδίκευση της εργασίας αλλά στα πιο προηγμένα και εντάσεως κεφαλαίου μέσα παραγωγής (τα οποία συνήθως συνοδεύονται από αποειδίκευση), όπως για παράδειγμα ο Charles Bettelheim, ο οποίος στην κριτική του στην Άνιση Ανταλλαγή του Αργύρη Εμμανουήλ (Bettelheim, 1972, σ. 302), ισχυρίστηκε ότι «όσο περισσότερο ανεπτυγμένες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο περισσότερο είναι εκμεταλλευόμενοι οι προλετάριοι». Αυτή η άποψη έχει επαναληφθεί αμέτρητες φορές από δηλωμένους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα ο Claudio Katz, που έγραψε «το ποσοστό υπεραξίας είναι υψηλότερο στο κέντρο. Εκεί, συγκεντρώνονται οι πιο σημαντικές επενδύσεις και παράγεται το μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας… το μέγεθος της υπεραξίας που απαλλοτριώνεται είναι εμφανώς ανώτερο στις πιο παραγωγικές οικονομίες του κέντρου» (Katz, 2017, σ. 10).[12]
Καταρχήν, αυτή η ευρέως διαδεδομένη άποψη υποσκάπτεται από ένα απλό γεγονός. Τα αγαθά που καταναλώνονται από τους εργάτες του Βορρά δεν παράγονται πλέον μόνο ή κυρίως στον Βορρά· σε έναν όλο και αυξανόμενο βαθμό, παράγονται από χαμηλόμισθη εργασία στον Παγκόσμιο Νότο. Η δικιά τους παραγωγικότητα, οι δικοί τους μισθοί καθορίζουν σημαντικά και ουσιαστικά την αξία του καλαθιού καταναλωτικών αγαθών που αναπαράγει την εργασιακή δύναμη στις ιμπεριαλιστικές χώρες, και επομένως την αξία της εργασιακής αυτής δύναμης.
Αλλά αυτό αφορά μόνο την αξία της εργασιακής δύναμης, ‘μ’, τον παρανομαστή στον λόγο υ/μ, στον απατηλά απλό μαρξικό τύπο του βαθμού εκμετάλλευσης. Η αξία που παράγεται από αυτήν την εργασιακή δύναμη, όταν το ‘μ’ έχει αφαιρεθεί, παρέχει το ‘υ’, την υπερεργασία, τον αριθμητή. Όταν στρεφόμαστε για να εξετάσουμε αυτό το στοιχείο στην εξίσωση, ανακαλύπτουμε ότι η άποψη των Callinicos, Bettelheim, Katz κ.α. υποφέρει από ένα ακόμη βαθύτερο πρόβλημα: βασίζεται σε μια αστική έννοια της παραγωγικότητας, η οποία είναι αντιθετική προς τη μαρξική θεωρία της αξίας.
Ο Μαρξ προσμετρούσε ανάμεσα στις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ΄τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, ανάλογα με το αν εκφράζεται στην αξία χρήσης ή στην ανταλλακτική αξία’ (Marx, [1867] 1987, σ. 407).[13] Αντίστοιχος με τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας είναι ο διπλός χαρακτήρας της παραγωγικότητας της εργασίας: ο γενικός ορισμός της παραγωγικότητας της εργασίας, αληθινός για κάθε ανθρώπινη κοινωνία σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής της, είναι η ποσότητα αξιών χρήσης που μπορούν να παραχθούν από μια μέρα ή εβδομάδα ζωντανής εργασίας. Αλλά για τους καπιταλιστές η παραγωγή αξιών χρήσης είναι ένα μέσο για έναν πολύ διαφορετικό σκοπό, την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας. Από αυτό απορρέει μια τελείως διαφορετική και ουσιαστικά αστική έννοια και μέτρο της παραγωγικότητας: πόσο αυξάνει μια ώρα, μέρα ή εβδομάδα κτλ. εργασίας την «προστιθέμενη αξία» της εταιρείας (την αξία αγοράς του προϊόντος της εταιρείας μείον την αξία αγοράς όλων των εισαγόμενων υλικών).
Η προστιθέμενη αξία είναι η βάση των πρότυπων στατιστικών του ΑΕΠ, της παραγωγικότητας και πολλών άλλων. Η έννοια της προστιθέμενης αξίας – η αξία ενός εμπορεύματος είναι ίση με το συνολικό κόστος των συστατικών εισαγόμενων υλικών συν την ‘προστιθέμενη αξία’ της εταιρείας, δηλ. την προσαύξηση επί του κόστους παραγωγής του – προσομοιάζει στενά στη μαρξική έννοια της τιμής παραγωγής, για την οποία ο Μαρξ λέει
Αυτοί οι ίδιοι οι οικονομολόγοι που αντιτίθεται στον καθορισμό της εμπορευματικής αξίας από τον εργάσιμο χρόνο, από την ποσότητα εργασίας που εμπεριέχεται στο εμπόρευμα, πάντα μιλούν για τις τιμές παραγωγής ως τα κέντρα γύρω από τα οποία οι τιμές αγοράς διακυμαίνονται. Μπορούν να το επιτρέψουν αυτό στον εαυτό τους διότι η τιμή παραγωγής είναι …[μια] εκ πρώτης όψεως άλογη μορφή της εμπορευματικής αξίας, μια μορφή που εμφανίζεται στον ανταγωνισμό και είναι άρα παρούσα στη συνείδηση του χυδαίου καπιταλιστή και, επομένως, επίσης σε αυτήν του χυδαίου οικονομολόγου. (Marx, [1894] 1991, σ. 300).
Οι τιμές καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων είναι «εκ πρώτης όψεως άλογες» διότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων για κέρδη έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές παραγωγής να απέχουν από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, και έτσι, αποκρύβουν ότι αυτός είναι το περιεχόμενο της εμπορευματικής αξίας. Τα στατιστικά που βασίζονται στην προστιθέμενη αξία ή στις τιμές παραγωγής δεν αποκαλύπτουν την αξία και υπεραξία που παράγεται σε οποιαδήποτε εταιρεία, κλάδο (αν παράγεται, ανακαλώντας ότι κάποιες/οι εταιρείες/κλάδοι ασχολούνται με μη παραγωγικές δραστηριότητες) ή έθνος – αντίθετα, αυτό που αποκαλύπτεται στον ανταγωνισμό και μετριέται στη στατιστική επί του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας είναι οι μετασχηματισμένες αξίες, οι άλογες αξίες.
Υπάρχει μια πλατιά και πλούσια βιβλιογραφία επί των προσπαθειών να καθορισθεί η μάζα και το ποσοστό υπεραξίας χρησιμοποιώντας δεδομένα που αποτελούνται από προστιθέμενη αξία, ή για να χρησιμοποιηθεί η τελευταία ως προσέγγιση της πρώτης, προκειμένου να υπολογιστεί το ποσοστό κέρδους και το ποσοστό υπεραξίας, αλλά όλες αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Η επιτυχία τους ή μη είναι αρκετά εκτός της εμβέλειας αυτού του κεφαλαίου αλλά από τη μέχρι τώρα συζήτηση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για μια τέτοια κίνηση από ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης στη συγκεκριμένη πραγματικότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης παραγωγής απαιτεί, μεταξύ άλλων, μια αυστηρή κριτική της προστιθέμενης αξίας και του φετιχισμού των τιμών παραγωγής, τον οποίο αυτή η έννοια φέρει εντός της, προκειμένου να αποκαλυφθεί αυτό, που στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αποκρύβεται από τα δεδομένα του ΑΕΠ, της παραγωγικότητας και του εμπορίου (βλ. Η ψευδαίσθηση του ΑΕΠ, Smith, 2012).
Η παραγωγικότητα, δηλ. η παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας, ορίζεται από τα χυδαία οικονομικά ως η προστιθέμενη αξία ανά εργάτη. Η μαρξιστική έννοια της παραγωγικότητας αντιτίθεται ριζικά προς αυτήν. Ως μια εισαγωγή, βοηθάει να αναλογιστούμε το γεγονός ότι, μετρούμενη με όρους αξιών χρήσης, οι εργάτες είναι απείρως πιο παραγωγικοί σήμερα, από ότι, ας πούμε, πριν από 100 χρόνια. Αλλά με όρους ανταλλακτικής αξίας, καμία σύγκριση απολύτως δεν μπορεί να γίνει μεταξύ του σήμερα και του πριν 100 χρόνια, μιας και τα προϊόντα της σημερινής ζωντανής εργασίας μπορούν να συγκριθούν μόνο στην πραγματικότητα με άλλα προϊόντα της σημερινής ζωντανής εργασίας.
Η υψηλότερη σύνθεση κεφαλαίου αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας – για αξίες χρήσης, αλλά αυτό δεν συσχετίζεται καθόλου με την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, η οποία πέφτει στον βαθμό που η ζωντανή εργασία αυτοματοποιείται (αφήνω στην άκρη για αργότερα την ειδική περίπτωση ατομικών κεφαλαίων που κατέχουν ένα προσωρινό μονοπώλιο επί μιας πιο προηγμένης παραγωγικής τεχνικής). Αυτό είναι το αντίθετο από αυτό που πιστεύουν ο Callinicos και ο Katz· ότι οι εργάτες σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας (δηλ. εντάσεως κεφαλαίου) της βιομηχανίας επομένως παράγουν περισσότερη αξία – και είναι επομένως πιο εκμεταλλευόμενοι από ότι οι εργάτες σε βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Ο Μαρξ, από την άλλη, «υποθέτω ότι το επίπεδο της εκμετάλλευσης της εργασίας, ή το ποσοστό υπεραξίας, είναι το ίδιο …[σε] κεφάλαια τα οποία θέτουν σε κίνηση άνισες ποσότητες ζωντανής εργασίας [δηλ. είτε είναι εντάσεως κεφαλαίου είτε εντάσεως εργασίας]»· μια υπόθεση, η οποία θεμελιώνεται στον «ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες, και σε μια εξίσωση η οποία λαμβάνει χώρα από τη συνεχή τους μετακίνηση μεταξύ της μιας σφαίρας παραγωγής και μιας άλλης» (Marx, [1894] 1991, σ. 275).
Η φαινομενική υψηλότερη παραγωγικότητα των εργατών σε παραγωγικούς κλάδους εντάσεως κεφαλαίου είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από μεταφορές αξίας από παραγωγικούς κλάδους εντάσεως εργασίας. Αυτό που ο καπιταλιστής θεωρεί ως κέρδη που με μαγικό τρόπο εμφανίζονται μέσα από τη νεκρή εργασία, δηλ. από τις μηχανές και τα άλλα εισαγόμενα υλικά, είναι στην πραγματικότητα αξία που δημιουργείται από ζωντανή εργασία που απασχολείται από αντίπαλους καπιταλιστές με χαμηλότερες οργανικές συνθέσεις. Όταν οι μαρξιστές επιχειρηματολογούν για το αντίθετο, ότι οι εργάτες σε βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου παράγουν περισσότερη αξία από αυτούς σε βιομηχανίες εντάσεως εργασίες, όπως κάνουν οι αντίπαλοι της θεωρίας της εξάρτησης με τους οποίους ασχολούμαστε εδώ, σκέφτονται με αστικές έννοιες, άσχετα από το κατά πόσο ντύνονται με μαρξιστική πολυλογία.
Υποθέτοντας εργασιακή δύναμη μέσης έντασης και ότι πληρώνεται με τον ίδιο μισθό, και αφήνοντας έξω το θέμα της ειδικευμένης ή πολύπλοκης εργασίας, η παραγόμενη νέα αξία που παράγεται από μια συγκεκριμένη ποσότητα αυτής είναι απολύτως ανεξάρτητη από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου το οποίο θέτει σε κίνηση. Αυτό σημαίνει, ξανά υποθέτοντας και ότι οι εργασίες είναι μέσης έντασης και ότι πληρώνονται με τον ίδιο μισθό, ότι ο ψήστης χάμπουργκερ που στέκεται στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων ενός εργοστασίου χάλυβα παράγει την ίδια αξία στον ίδιο χρόνο με τον εργάτη που σφυρηλατεί τον χάλυβα εντός αυτού του εργοστασίου.
Τέλος, για να καταλήξουμε αυτή τη συζήτηση των αστικών εναντίων των μαρξιστικών θεωρήσεων της παραγωγικότητας, ας φανταστούμε τώρα ότι, λόγω της ανώτερης οργάνωσης του συνδικάτου των εργατών χάλυβα, ή λόγω φυλής και/ή της καταπίεσης των νέων που ασκείται στον εργάτη του ταχυφαγείου, ο εργάτης του χάλυβα λαμβάνει έναν υψηλότερο μισθό από τον εργάτη που παράγει το γεύμα του. Με όλες στις άλλες υποθέσεις στη θέση τους, ο εργάτης του ταχυφαγείου υπομένει έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι στοιχειώδη στον οποιοδήποτε εντρυφεί στις βασικές αρχές του μαρξικού νόμου της αξίας. Τότε γιατί τόσοι πολλοί μαρξιστές έχουν τέτοια δυσκολία να καταλάβουν τι συμβαίνει όταν οι εργάτες που παράγουν την κατανάλωση των εργατών μας του χάλυβα εντοπίζονται όχι στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων του χαλυβουργείου αλλά σε μια άλλη χώρα; Συζητήσαμε ήδη έναν παράγοντα που συμβάλει σε αυτό: τον φετιχισμό της προστιθέμενης αξίας και τις παραχωρήσεις προς τις αστικές θεωρήσεις της αξίας που αυτή συνεπάγεται. Ένας άλλος, στον οποίο στρεφόμαστε τώρα, είναι λάθη και παραλείψεις στο σπουδαίο έργο του Μαρξ.
Ιμπεριαλισμός και το Κεφάλαιο του Μαρξ
Ο Μαρξ, σε συνέχεια του τελευταίου παραθέματος, είπε «στη θεωρία, υποθέτουμε ότι οι νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αναπτύσσονται στην καθαρή τους μορφή. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μόνο μια προσέγγιση· αλλά η προσέγγιση είναι τόσο πιο ακριβής, όσο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται και όσο λιγότερο νοθεύεται από επιβιώσεις προηγούμενων οικονομικών συνθηκών με τις οποίες συγχωνεύεται.»
Ειδικότερα, ο Μαρξ ασχολήθηκε με την απόκλιση των μισθών ως ένα αποτέλεσμα προσωρινών ή συμπτωματικών παραγόντων τους οποίους το κεφάλαιο και η εργασία, όντας σε αδιάκοπή κίνηση, θα διάβρωναν με τον καιρό, και τους οποίους θα μπορούσε με ασφάλεια να αποκλείσει από την ανάλυση, όπως έκανε καθαρό στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου: «Όσο σημαντική και αν είναι η μελέτη των τριβών [τοπικών φραγμών που εμποδίζουν την εξίσωση των μισθών] για οποιαδήποτε ειδική μελέτη των μισθών, εξακολουθούν να είναι συμπτωματικές και μη ουσιαστικές όσον αφορά τη γενική διερεύνηση της καπιταλιστικής παραγωγής και επομένως μπορούν να αγνοηθούν.» (Marx, [1867] 1976, σ. 656).
Γνωρίζουμε τώρα ότι ο Μαρξ ήταν λάθος γι’ αυτό. Αυτές οι προσωρινές τριβές αποδείχτηκαν οτιδήποτε άλλο παρά προσωρινές. Στον σημερινό ιμπεριαλιστικό κόσμο, η συνθήκη της ισότητας ανάμεσα στους εργάτες παραβιάζεται βαθύτατα και σοκαριστικά· και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός δεν έχει παραγάγει καμία μετρήσιμη πρόοδο στην κατεύθυνση της εξίσωσης των πραγματικών μισθών.[14] Έγραψε δυναμικά για το γιατί ο ιμπεριαλισμός ήταν μια αναγκαία συνθήκη για την άνοδο του καπιταλισμού, αλλά απέτυχε να προβλέψει πως η ιμπεριαλιστική εξέλιξη του καπιταλισμού θα είχε ως αποτέλεσμα η καταπίεση των εθνών να γίνει μια ενδογενής ιδιότητα της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Όπως τόνισε ο Andy Higginbottom,
Η σχέση της μισθωτής εργασίας δεν είναι μόνο μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά μεταξύ βόρειου κεφαλαίου και νότιας εργασίας. Με αυτή την έννοια, η ταξική εκμετάλλευση και η ρατσιστική ή εθνική καταπίεση έχουν συντηχθεί… Η εργατική τάξη των καταπιεσμένων εθνών/ του Τρίτου Κόσμου/παγκόσμιου Νότου αμείβεται συστηματικά κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης των καταπιεστικών εθνών/του Πρώτου Κόσμου/παγκόσμιου Βορρά. Αυτό δεν συμβαίνει διότι η νότια εργατική τάξη παράγει λιγότερη αξία, αλλά επειδή είναι πιο καταπιεσμένη και εκμεταλλευόμενη (Higginbottom, 2011, σ. 284).
Εδώ βρίσκεται ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν περιέχει μια θεωρία υπερεκμετάλλευσης, ή (το οποίο είναι το ίδιο πράγμα) μια θεωρία του ιμπεριαλισμού· το κενό αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο ή κυρίως στη βάση μιας απόφαση να αφήσει αυτά τα θέματα σε έναν τόμο του Κεφαλαίου που ποτέ δεν κατάφερε να γράψει. Το εάν ή όχι θα μπορούσε ο Μαρξ να έχει προβλέψει αυτό το ποιοτικά νέο στάδιο στην εξέλιξη της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Η εξαιρετική σημασία της συμβολής του Ruy Mauro Marini στη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού έγκειται, εν μέρει, στην παρατήρησή του ότι, κατά τη διάρκεια της ζωής του Καρλ Μαρξ, οι εισαγωγές φτηνότερων τροφίμων και άλλων καταναλωτικών ειδών, παραγμένων από υπερεκμεταλλευόμενη εργασία στις αποικίες και νεο-αποικίες της Βρετανίας, βοήθησαν να αυξηθεί η σχετική υπεραξία εντός της ίδιας της Βρετανίας, μειώνοντας τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο χωρίς το χαμήλωμα των επιπέδων κατανάλωσης. Ο Higginbottom σημειώνει ότι
ο Marini τοποθετεί την αναγκαιότητα της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, δηλ. πριν την εμφάνιση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού ως ένα παγκόσμιο σύστημα όπως απεικονίζεται από τον Λένιν. Η μετάβαση στην Αγγλία από την παραγωγή που κυριαρχείται από μεθόδους απόλυτης υπεραξίας σε αυτές της σχετικής υπεραξίας εξαρτήθηκε από τις φτηνές εισαγωγές όπως και από τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα… Η εργασία του Marini δείχνει ότι ο Μαρξ δεν ήταν σωστός σε κάθε σημείο, ακόμη και στη δική του εποχή (Higginbottom, 2014, σ. 31-32).[15]
Μια συγκεκριμένη έννοια της υπερεκμετάλλευσης δεν μπορεί να βρεθεί στο μεγαλειώδες έργο του Μαρξ· αυτό το άφησε για τις μελλοντικές γενιές. Μισή ντουζίνα γενεών αργότερα το κενό παραμένει, και έχει γίνει απαίσιο. Τόσο η επιτακτική ανάγκη για μια τέτοια έννοια και η δυνατότητα γι’ αυτήν τίθεται από την εξέλιξη του ίδιου του ιμπεριαλισμού, ειδικότερα τον πολλαπλασιασμό των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Η θέση της στο κέντρο μιας μαρξιστικής θεωρίας αυτού που ο John Bellamy Foster αποκάλεσε Ύστερο Ιμπεριαλισμό (Foster, 2019) θα καθορίσει με κρίσιμο τρόπο το εάν η αναγέννηση του μαρξισμού – στην οποία βασίζεται το μέλλον της ανθρωπότητας- μένει να πραγματοποιηθεί. Ναι! Είναι τόσο σημαντική!
Εμείς, φυσικά, έχουμε το μεγάλο πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης. Προς υπεράσπιση του Μαρξ, αν όχι προς πλήρη απαλλαγή του, θα πρέπει να ανακαλέσουμε μια θεμελιώδη προϋπόθεση της υλιστικής διαλεκτικής: δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη έννοια ενός συστήματος αλληλεπίδρασης η οποία δεν είναι η ίδια απολύτως συγκεκριμένη και ανεπτυγμένη. Όπως ο Καρλ Μαρξ δε θα μπορούσε να έχει γράψει το Κεφάλαιο πριν να υπάρξει η ώριμη, ολοκληρωμένα εξελιγμένη μορφή του καπιταλισμού με την άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Αγγλία, έτσι και είναι μη λογικό να περιμένει κανείς να βρει στα γραπτά του, ή σε αυτά του Λένιν και άλλων που γράφανε κατά τον καιρό της γέννησης του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που να είναι ικανή να εξηγήσει την ολοκληρωμένα εξελιγμένη σύγχρονη μορφή του. Ο Μαρξ όχι μόνο παρείχε τα θεωρητικά θεμέλια για μια θεωρία της ιμπεριαλιστικής μορφής του νόμου της αξίας, αλλά παρείχε και άφθονες ενδείξεις και ιδέες που δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση – παρόλο που οι σημερινοί “μαρξιστές” αρνητές του ιμπεριαλισμού δίνουν τόση προσοχή σε αυτά όσο και οι σημερινοί “Χριστιανοί” στα λόγια του Ιησού για τα εμπόδια στο δρόμο των πλουσίων για την είσοδό τους στο βασίλειο των ουρανών. Αυτή η αναλογία είναι κατάλληλη – οι μαρξιστές μας αρνητές του ιμπεριαλισμού συμπεριφέρονται στο Κεφάλαιο σαν σε ένα ιερό κείμενο, αλλά αγνοούν ότι δεν βρίσκουν βολικό σε αυτό.
Στον Τόμο Ι του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ανέλυσε σε μεγάλο βάθος και λεπτομέρεια δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές πασχίζουν να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης. Ο ένας είναι επιμηκύνοντας την εργάσιμη μέρα, επομένως αυξάνοντας την απόλυτη υπεραξία· και ο άλλος είναι η αύξηση της σχετικής υπεραξίας αυξάνοντας την παραγωγικότητα των εργατών που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, και επομένως μειώνοντας τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο. Σε πολυάριθμα σημεία περιγράφει εν συντομία έναν τρίτο, όπως στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο “Η Έννοια της Σχετικής Υπεραξίας”, όπου γράφει: “Η διάρκεια της υπερεργασίας …[θα μπορούσε να επεκταθεί] και μόνο σπρώχνοντας τον μισθό του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης… Παρόλο τον σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η μέθοδος στην πράξη, αποκλειόμαστε από τη θεώρησή της εδώ εξ’ αιτίας της παραδοχής μας ότι όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης, αγοράζονται και πωλούνται σε ολόκληρη την αξία τους” (Marx, [1867] 1976, σ. 430-431).
Το σπρώξιμο της αξίας του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης – αυτό είναι υπερεκμετάλλευση, σύμφωνα με ένα στενό ορισμό αυτής, καθώς υποθέτει μια εξιδανικευμένη, ενιαία οικονομία όπου η εργασιακή δύναμη έχει μια μοναδική αξία – αναφέρεται ξανά δύο κεφάλαια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης των συνεπειών για τους εργάτες όταν “οι μηχανές …βαθμιαία αποκτούν τον έλεγχο ολόκληρου του πεδίου της παραγωγής”, με αποτέλεσμα “ένα τμήμα της εργατικής τάξης …που καθίσταται περιττό από τις μηχανές… να πλημμυρίζει την αγορά εργασίας, και να κάνει την τιμή της εργασιακής δύναμης να πέφτει κάτω από την αξία της” (ο.π., σ. 557). Εδώ ο Μαρξ μιλάει για την περιοδική, κλαδική ανεργία που ανακύπτει από τη μηχανοποίηση ενός νέου κλάδου της βιομηχανίας, αλλά η συνάφεια με τη σύγχρονη εποχή ελάχιστα χρειάζεται να ειπωθεί ρητά. Ένα τεράστιο τμήμα της εργατικής τάξης στον Παγκόσμιο Νότο κατέστη πλεονασματικό από την ανικανότητα των σύγχρονων παραγωγικών μεθόδων να απορροφήσουν αρκετή εργασία για να εμποδίσουν την αύξηση της ανεργίας, και αυτό από μόνο του, πριν λάβουμε ακόμη υπόψη τη βίαιη καταπίεση της ελεύθερης κινητικότητας της εργασίας και τα πολύ σκληρότερα καθεστώτα εργασίας και πολιτικής καταπίεσης που κυριαρχούν σε χαμηλόμισθες χώρες, ασκεί μια πανίσχυρη δύναμη προκαλώντας την πτώση της τιμής της εργασιακής τους δύναμης κάτω από την αξίας της. Ακόμη και πριν εδραιώσουμε την ακριβή σύνδεση μεταξύ του μισθού, της αξίας της εργασιακής δύναμης, και του βαθμού εκμετάλλευσης, αυτό ήδη συνιστά εκ πρώτης όψεως ένδειξη ότι η αξία της εργασιακής δύναμης έχει πιεστεί προς τα κάτω πολύ πιο βίαια στα Νότια από ότι στα Βόρεια έθνη, τόσο ώστε να εξαναγκάσει σε μια σταθερά χαμηλότερη αξία της εργασιακής δύναμης αυτούς τους εργάτες. Αποτελεί επίσης ισχυρότατη ένδειξη το ότι οι μισθολογικές διαφορές καθορίζονται, κατά μεγάλο μέρος, από παράγοντες που είναι αρκετά ανεξάρτητοι από την παραγωγικότητα των εργατών όταν εργάζονται, όπως η απουσία κοινωνικής ασφάλειας, η δομική ανεργία, και τα καταπιεστικά καθεστώτα εργασίας.
Όχι μόνο ο Μαρξ δεν άφησε στην άκρη τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους, αλλά έκανε κα μια περαιτέρω αφαίρεση, η οποία αν και αναγκαία για τη γενική ανάλυσή του κεφαλαίου, πρέπει επίσης να τη χαλαρώσουμε για να αναλύσουμε το τρέχον στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού: “Η διάκριση μεταξύ ποσοστών υπεραξίας σε διαφορετικές χώρες και επομένως μεταξύ διαφορετικών επιπέδων εκμετάλλευσης της εργασίας είναι τελείως έξω από το πεδίο της τρέχουσας διερεύνησης” (Marx, K. [1894] (1991), σ. 242). Επομένως, δύο στοιχεία που είναι κρίσιμα για μια θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού – οι διεθνείς διαφορές στην αξία της εργασιακής δύναμης και στον βαθμό εκμετάλλευσης- είχαν ρητώς αποκλεισθεί από τον Μαρξ για τη γενική θεωρία του όπως την επεξεργάστηκε στο Κεφάλαιο. Ο Anwar Shaikh ήταν επομένως λάθος στον ισχυρισμό του ότι “η ανάπτυξη του νόμου της αξίας στο Κεφάλαιο περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την επέκτασή του στις διεθνείς ανταλλαγές” (Shaikh, 1980, p. 208).
Βαθμός εκμετάλλευσης· ποσοστό υπεραξίας.
Σε όλο το παρόν δοκίμιο, ο “βαθμός εκμετάλλευσης” είναι συνώνυμος και εναλλάξιμος με το “ποσοστό υπεραξίας”. Αλλά αυτή η ταυτότητα ισχύει μόνο σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης· με άλλα λόγια, μόνο εάν κάνουμε κάποιες σημαντικές απλοποιήσεις.
Πρώτον, απαιτείται να εξαιρέσουμε τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας. Όλα τα εμπορεύματα που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την κυκλοφορία τίτλων ιδιοκτησίας και με την προστασία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας – συμπεριλαμβανομένης της ζωντανής εργασίας – είναι κόστη παραγωγής, είναι επιπλέον έξοδα (Σ.τ.Μ., overheads)· τα κόστη τους βαρύνουν τους καπιταλιστές στη σφαίρα της παραγωγής, καταναλώνοντας μέρος της υπεραξίας τους, μειώνοντας τα κέρδη τους. Αυτές οι λειτουργίες, όσο αναγκαίες και να είναι για την καπιταλιστική κοινωνία, είναι κοινωνικές μορφές κατανάλωσης, αφαιρούν από τη συνολική μάζα του πλούτου (δηλ. το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, τη συνολική μάζα των εμπορευματοποιημένων αξιών χρήσης), σε αντίθεση με τα κεφάλαια στη σφαίρα της παραγωγής, τα οποία προσθέτουν σε αυτόν.
Μιας και οι φρουροί ασφαλείας, οι υπάλληλοι τραπεζών, οι δικηγόροι και άλλοι μη παραγωγικοί εργάτες δεν παράγουν ούτε αξία, ούτε υπεραξία δεν είναι πρέπον σε αυτές τις περιπτώσεις να μιλάμε για ποσοστό υπεραξίας. Ωστόσο, η εργάσιμη μέρα τους εξακολουθεί να διαιρείται σε αναγκαία εργασία – ο χρόνος που απαιτείται για να αντικατασταθεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που ενσωματώνεται στο καλάθι των αγαθών που καταναλώνουν (δηλ. η αξία της εργασιακής τους δύναμης, “μ”) – και σε υπερεργασία (το ποσό για το οποίο η εργάσιμη μέρα τους υπερβαίνει το “μ”). Με άλλα λόγια, αυτοί οι εργάτες -εκτός αυτών που λαμβάνουν υπερμισθό – είναι εκμεταλλευόμενοι· αυτή η συνθήκη δεν εξαρτάται από αν η υπερεργασία τους χρησιμοποιείται σε παραγωγικές ή μη παραγωγικές δραστηριότητες, ή ακόμη και αν σπαταλάται. Μη παραγωγικές δραστηριότητες – δηλ. δραστηριότητες που σχετίζονται με την κυκλοφορία τίτλων ιδιοκτησίας (από τη διαφήμιση στα χρηματοπιστωτικά ή στην ασφάλεια (Σ.τ.Μ., security)) αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής οικονομίας. Αφαιρούν από τη συνολική μάζα της υπεραξίας που εξάγεται από τη ζωντανή εργασία που απασχολούν οι καπιταλιστές στην παραγωγή, δηλ. στη γεωργία και βιομηχανία με την ευρεία έννοια, μειώνοντας τη μάζα της υπεραξίας που είναι διαθέσιμη για αναδιανομή ως κέρδος σε όλες του τις μορφές.
Δεύτερον, το “ποσοστό υπεραξίας” έχει νόημα μόνο για τη ζωντανή εργασία που απασχολείται από έναν καπιταλιστή για την παραγωγή εμπορευμάτων, είτε διότι έχει αγοράσει αυτήν τη ζωντανή εργασία για κάποιο μισθό, είτε διότι του ανήκει ο εργαζόμενος[16], όπως στην καπιταλιστική απασχόληση σκλάβων (Higginbottom, 2018). Αυτοαπασχολούμενοι εργάτες δεν παράγουν υπεραξία· αν λαμβάνουν λιγότερη αξία από το προϊόν τους, τότε υπόκεινται σε άνιση ανταλλαγή. Καπιταλιστικά απασχολούμενοι εργάτες αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά αυτό δεν ισχύει στις περισσότερες χώρες στην Αφρική, στην Ασία, και στη Λατινική Αμερική. Όπως σημειώνει ο Paul Sweezy,
Ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι και πάντα ήταν πολύ υψηλότερος στην περιφέρεια από ότι στο κέντρο. Στο κέντρο, ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι για όλους τους πρακτικούς σκοπούς ίδιος με το ποσοστό υπεραξίας.[17] Αυτό δεν ισχύει στην περιφέρεια, όπου μόνο ένα μικρό κομμάτι του εργατικού δυναμικού απασχολείται ως μισθωτοί εργάτες στην καπιταλιστική βιομηχανία, με ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι να υπόκειται σε άμεση και έμμεση εκμετάλλευση από τους γαιοκτήμονες, τους εμπόρους, και τους σφετεριστές, ειδικά στην επαρχία αλλά επίσης και στις πόλεις. Εδώ όλο ή το περισσότερο από το υπερπροϊόν που αποσπάται από τους εργάτες που δεν απασχολούνται στην καπιταλιστική βιομηχανία εμπορευματοποιείται και αναμειγνύεται αδιακρίτως με την καπιταλιστικά παραγόμενη υπεραξία. Σε αυτές τις συνθήκες μπορούμε να μιλήσουμε για έναν κοινωνικό βαθμό εκμετάλλευσης αλλά δε θα πρέπει να συγχέουμε την έννοια αυτή με το ποσοστό υπεραξίας στη συνήθη του έννοια (Sweezy, 1981, σ. 76).
Στη συνέχεια, λέει (σε ένα επιχείρημα που έχει πολλά κοινά με τη θέση του Marini) ότι ο υψηλότερος βαθμός εκμετάλλευσης στα υποκείμενα έθνη επιτρέπει στις “τοπικές κυβερνώσες τάξεις και τις συμμαχικές τους ελίτ να ζουν σε ένα επίπεδο συμβατό με αυτό των αστικών τάξεων του κέντρου, ενώ την ίδια στιγμή καθιστούν δυνατή μια μαζική ροή χρηματικοποιημένου υπερπροϊόντος (με τη μορφή κέρδους, τόκου, προσόδων, δικαιωμάτων, κοκ) από την περιφέρεια στο κέντρο.” Προσθέτει συνοψίζοντας μαζί πολλά σε μικρό χώρο, ότι,
Το αντίστοιχο του πολύ υψηλού (και συχνά αυξανόμενου) βαθμού εκμετάλλευσης στην περιφέρεια είναι ένα χαμηλό (και στο χρόνο σχετικά σταθερό) ποσοστό υπεραξίας στο κέντρο. Υπάρχουν δυο βασικοί και αμοιβαία σχετιζόμενοι λόγοι γι’ αυτό. Από τη μια πλευρά, η εργατική τάξη στο κέντρο είναι πιο ανεπτυγμένη και σε καλύτερη θέση να οργανωθεί και να παλέψει για τα δικά της συμφέροντα. Από την άλλη, οι αστικές τάξεις του κέντρου μαθαίνουν διά της ιστορικής τους εμπειρίας ότι η κατάσταση που επιτρέπει το βιοτικό επίπεδο του προλεταριάτου να ανέρχεται με το πέρασμα του χρόνου (ένα σταθερό ποσοστό υπεραξίας συνδυασμένο με μια αυξανόμενη παραγωγικότητα) δεν είναι μόνο λειτουργική αλλά ακόμη και απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος στο σύνολό του.
Γραμμένα σχεδόν πριν τέσσερις δεκαετίες, αυτά τα λόγια άντεξαν στη βάσανο του χρόνου, με την αναγκαία προσθήκη ότι η στρατηγική της σταθεροποίησης περιέχει εντός της τους σπόρους της αστάθειας, που σημαίνει, νέες ιδιάζουσες σε αυτήν αντιθέσεις.
Μονοπώλιο και υπερεκμετάλλευση
Πριν μπούμε βαθύτερα στη φύση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης, είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε πως αυτές οι δύο στενά σχετιζόμενες κατηγορίες συνδέονται με ένα άλλο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού: το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο είναι εγγεγραμμένο στο γενετικό υλικό (Σ.τ.Μ., DNA) του καπιταλισμού – οι ατομικοί καπιταλιστές δεν πασχίζουν τόσο πολύ να ανταγωνιστούν αλλά να βρουν έναν τρόπο να αποφύγουν τον ανταγωνισμό, να αποκτήσουν ένα προβάδισμα επί των αντιπάλων τους, να ασκήσουν κάποια μορφή μονοπωλίου που θα τους δώσει υψηλότερα κέρδη του μέσου. Ο νόμος της αξίας,- ο οποίος, στην απλούστερή του μορφή, εξηγεί ότι τα εμπορεύματα αγοράζονται και πωλούνται ελεύθερα στην αξία τους – είναι το αποτέλεσμα των αδιάκοπων προσπαθειών των ατομικών καπιταλιστών να παραβιάσουν τον νόμο αυτόν. Η άγρια παρόρμησή τους μπορεί να συγκρατηθεί μόνο από μια εξωτερική δύναμη, εξ’ ου και η αναγκαιότητα για το κράτος και ένα σύστημα νόμων ανεξάρτητων από τους ατομικούς καπιταλιστές- εξ’ ου, επίσης, και οι ασταμάτητες προσπάθειες των ατομικών καπιταλιστών και ομάδων καπιταλιστών να υπεκφύγουν αυτών των νόμων ή να θέσουν την ισχύ του κράτους στην υπηρεσία τους προκειμένου να κερδίσουν ένα πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους.
Το μονοπώλιο παίρνει πολλές μορφές. Κάποιες αποτελούν μέρος της παραγωγής, δηλ. τεχνολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν έναν ατομικό καπιταλιστή να παράγει ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα πιο αποδοτικά από ότι άλλοι· άλλα [Σ.τ.Μ., αποτελούν μέρος] της διανομής (εμπορικά σήματα και άλλες μορφές μονοπωλίου στην αγορά, όπως φραγμοί για νέους εισερχόμενους σε αυτήν, έλεγχος του κράτους, προνομιακή πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες, κτλ)·όλες μπορεί να είναι προσωρινές ή μακράς διάρκειας. Σε κάθε περίπτωση μονοπωλίου αντιστοιχεί μια πρόσοδος, ένα μη κερδισμένο εισόδημα, ένα υπερκέρδος για το μονοπώλιο [Σ.τ.Μ., κεφάλαιο/καπιταλιστή] εις βάρος των κερδών των υπολοίπων. Το μονοπώλιο, επομένως, αναδιανέμει υπεραξία μεταξύ των κεφαλαίων, αλλά δεν προσθέτει σε αυτήν.
Αυτό είναι αλήθεια ακόμη και για τις τεχνολογικές καινοτομίες που μειώνουν την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών των εργατών – μόνο όταν αυτή η καινοτομία γενικεύεται, δηλ. όταν σταματά να μονοπωλείται από έναν ατομικό καπιταλιστή, με άλλα λόγια όταν σταματά να είναι μια καινοτομία, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και μια αντίστοιχη αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας – και μόνο όταν κανέναν από αυτά τα κέρδη δεν τα καρπώνονται οι εργάτες μέσω υψηλότερων πραγματικών μισθών.
Ενώ το μονοπώλιο αφορά αποκλειστικά τη διανομή της υπεραξίας, η εκμετάλλευση αφορά την εξαγωγή της. Και όπως κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει ένας μονοπωλητής, έτσι και είναι στο γενετικό υλικό κάθε καπιταλιστή το να ψάχνει τρόπους να μεγιστοποιήσει την εξαγωγή της υπεραξίας. Όπως είδαμε ήδη, στο Κεφάλαιο ο Μαρξ αναλύει λεπτομερώς δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές το κάνουν αυτό – επεκτείνοντας στην εργάσιμη μέρα πέραν του “αναγκαίου εργάσιμου χρόνου”, δηλ. του χρόνου που χρειάζεται για να αντικατασταθούν οι αξίες που καταναλώνονται από την εργάτρια/-η και την οικογένειά της/του – τον οποίο [Σ.τ.Μ., τρόπο] ο Μαρξ αποκάλεσε απόλυτη υπεραξία· και μεταβάλλοντας τον λόγο μεταξύ αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και του χρόνου υπερεργασίας εντός μιας αμετάβλητης εργάσιμης μέρας διά προόδων της παραγωγικότητας που φτηναίνουν τα καταναλωτικά αγαθά – τον οποίο [Σ.τ.Μ., τρόπο] ο Μαρξ αποκάλεσε σχετική υπεραξία. Και οι δυο είναι τελείως διαφορετικοί από τη μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου “ωθώντας τον μισθό του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης” (βλ. παραπάνω το υπόλοιπο του παραθέματος) – [Σ.τ.Μ., που είναι] ο πρότυπος ορισμός της υπερεκμετάλλευσης, ο οποίος θα τεθεί σε κριτική αργότερα σε αυτό το δοκίμιο.
Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η ιμπεριαλιστική πρόσοδος και η ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση είναι διαφορετικές έννοιες ακόμη και αν στην πραγματικότητα συνδέονται στενά. Ο Samir Amin ήταν επομένως λάθος στο ότι τις συγχέει: “το ορατό μέρος της ιμπεριαλιστικής προσόδου… ανακύπτει από τη βαθμιαία κλιμάκωση των τιμών της εργασιακής δύναμης… Το μη ορατό μέρος της προσόδου [ανακύπτει από] την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη” (Samir Amin, 2018, σ. 110).
Μπορούμε να θέσουμε τώρα τα συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού – μονοπώλιο/ανταγωνισμός και εκμετάλλευση/υπερεκμετάλλευση – μαζί. Κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει μονοπωλητής, αλλά για τους καπιταλιστές του Βιετνάμ, της Καμπότζης, του Μεξικό και άλλων νότιων εθνών τα όνειρα παραμένουν ακριβώς αυτό, όνειρα· δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βασίζονται αποκλειστικά στην εξαγωγή υπεραξίας από τους δικούς τους εργάτες με το να τους υπερεκμεταλλεύονται έως και πέραν των ορίων τους – ή μάλλον, να χορταίνουν από ότι μένει αφού οι μονοπωλητές και οι ιμπεριαλιστές πάρουν το δικό τους μερίδιο (η Κίνα είναι μια εξαιρετικά σημαντική αλλά μέχρι στιγμής μερική εξαίρεση σε αυτό, και γι’ αυτό είναι σε τροχιά σύγκρουσης με εξέχουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ). Αντιθέτως, το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει την επιλογή του να μοιραστεί κάποιες από τις μονοπωλιακές προσόδους και τις ιμπεριαλιστικές προσόδους με τους δικούς του εργάτες – για να εξαγοράσει την κοινωνική ειρήνη και να διευρύνει την αγορά για τα εμπορεύματά τους, μαζί με τα μέσα για τη χρηματοδότηση της κρατικής δαπάνης για σκληρή και ήπια δύναμη, προκειμένου να ενισχύσει την κυριαρχία επί των υποκείμενων εθνών.
Αν οι μαρξικές έννοιες της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας είναι ανεπαρκείς για να εξηγήσουν τις πραγματικότητες της εκμετάλλευσης στα σύγχρονα παγκόσμια παραγωγικά δίκτυα, τι άλλο χρειαζόμαστε; Με μια φράση – μια θεωρητική έννοια της υπερεκμετάλλευσης. Αλλά πριν να μπορέσουμε να συλλάβουμε την έννοια της υπερεκμετάλλευσης, χρειαζόμαστε μια βαθύτερη, πλουσιότερη έννοια της εκμετάλλευσης.
O Walter Daum, στη συμβολή του στη δημόσια συζήτηση για την κληρονομιά του Γκουαγιανέζου επαναστάτη Walter Rodney, προτείνει μια διάκριση μεταξύ απόλυτης υπερεκμετάλλευσης και σχετικής υπερεκμετάλλευσης (Daum W., 2020):
Προκειμένου να δείξει τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των Αφρικανών εργατών, ο Rodney παρουσίασε αρκετά παραδείγματα. Ένα ήταν ότι οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες καπιταλιστές πλήρωναν τους Αφρικανούς λιγότερο από έναν μισθό επιβίωσης, «έναν μισθό συνήθως ανεπαρκή για να διατηρήσει τον εργάτη φυσικά ζωντανό». Σε μαρξιστικούς όρους, αυτό σήμαινε ότι οι Αφρικανοί εργάτες πληρώνοντας λιγότερο από την αξία της εργασιακής τους δύναμης. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτη υπερεκμετάλλευση. Ο Rodney επίσης παρουσίασε περιπτώσεις εργατών που υπόκειντο σε έναν βαθμό εκμετάλλευσης σημαντικά υψηλότερο από ότι… αλλού· αυτό μπορεί να ονομαστεί σχετική υπερεκμετάλλευση.
Αναφέρει τη σπουδαία εργασία του Rodney, Πως η Ευρώπη Υποανέπτυξε την Αφρική (Σ.τ.Μ., How Europe Underdeveloped Africa), για να δώσει ένα ιδιαίτερα έντονο παράδειγμα αυτού: μια ναυτιλιακή εταιρεία το 1955 στην οποία οι Αμερικάνοι εργάτες στις αποβάθρες πληρώνονταν πέντε φορές τους μισθούς των Αφρικανών εργατών για «την ίδια ποσότητα φορτίου που φορτώνονταν και εκφορτώνονταν στις δύο άκρες» (Rodney W., [1972] 1981).
Στο εξής, ακολουθώντας τον Daum, θα χρησιμοποιήσω αυτούς τους όρους: απόλυτη υπερεκμετάλλευση σημαίνει την πληρωμή μισθών κάτω από το ελάχιστο που απαιτείται για να διατηρήσει μια/έναν εργάτρια/η και την οικογένειά της/ου ζωντανούς. Σχετική υπερεκμετάλλευση σημαίνει έναν βαθμό εκμετάλλευσης που είναι πάνω από τον επικρατούντα βαθμό εκμετάλλευση στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Κανένας από αυτούς δεν αντιστοιχεί επακριβώς στην έννοια που παρουσιάζεται από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο, η οποία αποτελεί τον τυπικό ορισμό της υπερεκμετάλλευσης στη μαρξιστική βιβλιογραφία από τότε: «η πληρωμή μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης», μιας και το αποτέλεσμα της απλουστευτικής υπόθεσης του Μαρξ μιας μοναδικής αξίας της εργασιακής δύναμης είναι το να συγχέει τους δύο ορισμούς.
Και οι δύο ορισμοί εγείρουν πολλές θεωρητικές και μεθοδολογικές ερωτήσεις που θα τύχουν διερεύνησης σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος σε ότι ακολουθεί. Στην πορεία της συζήτησης, θα γίνει ακόμη πιο καθαρό γιατί αυτή η πρωταρχική διάκριση είναι αναγκαία. Μια παρατήρηση μπορεί να γίνει εξ’ αρχής. Η αξίας της εργασιακής δύναμης δίνεται από το κόστος της παραγωγής της, ή μάλλον, ακριβέστερα, από την ποσότητα της υλοποιημένης εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί επαρκής κατανάλωση αγαθών για να διατηρήσει την/ον εργάτρια/η και την οικογένειά της/ου ζωντανούς. Αυτή είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, και από το πως αυτή η μέρα διαιρείται σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία. Με άλλα λόγια, είναι ανεξάρτητη από τον βαθμό εκμετάλλευσης. Από την άλλη πλευρά, η σχετική υπερεκμετάλλευση σημαίνει έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από αυτόν που απολαμβάνει ο μέσος εργάτης σε μια ιμπεριαλιστική χώρα.
Για να διευκρινίσουμε τη διάκριση μεταξύ των δύο, είναι δυνατό να φανταστούμε έναν εργάτη που υπομένει απόλυτη υπερεκμετάλλευση του οποίου η εργασιακή δύναμη υπόκειται σε εκμετάλλευση σε χαμηλότερο βαθμό από τον μέσο εργάτη σε μια ιμπεριαλιστική χώρα. Αυτό θα ήταν δυνατό αν η ποιότητα της εργασίας που εκτελείται από τον απόλυτα υπερεκμεταλλευόμενο εργάτη είναι τόσο ελαχιστοποιημένη λόγω των στερήσεων, που παίρνει περισσότερο να αντικαταστήσει την αξία της εργασιακής του δύναμης από ότι για τον μέσο εργάτη σε μια ιμπεριαλιστική χώρα. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι δε μιλάμε εδώ για διαφορές στην παραγωγικότητα με την αστική έννοια, της προστιθέμενης αξίας, αλλά για τη δαπάνη απλής εργασιακής δύναμης κανονικής έντασης.
Η μαρξική θεωρία της εκμετάλλευσης (Ι) – η αξία της εργασιακής δύναμης
Ο φαινομενικώς απλός τύπος του βαθμού εκμετάλλευσης, υ/μ, είναι, εξετάζοντάς το εγγύτερα, οτιδήποτε εκτός από απλός. Η αξία της εργασιακής δύναμης και η αξία που παράγεται από αυτή είναι μακράν πιο διαφορετικές από ότι συνήθως θεωρείται. Το γεγονός ότι τόσο ο αριθμητής όσο και ο παρανομαστής του υ/μ μπορούν να εκφραστούν ως απλοί αριθμοί, ο καθένας εκφράζοντας τα δύο μέρη της ίδιας εργάσιμης μέρας -με το βαθμό εκμετάλλευσης να δίνεται από τον απλό λόγο μεταξύ τους- οδηγεί ορισμένους να ξεχάσουν ακριβώς το πόσο πολύ διαφορετικοί είναι ο ένας από τον άλλο στην πραγματικότητα. Αυτό γίνεται καθαρό όταν ρωτάμε δύο στοιχειώδεις ερωτήσεις. Τι καθορίζει την αξία της εργασιακής δύναμης; Τι καθορίζει πόση αξία παράγεται από την εργασιακή δύναμη;
Παίρνοντας αυτές τις ερωτήσεις με τη σειρά, οι καθοριστικοί παράγοντες της αξίας της εργασιακής δύναμης μπορούν να αποσταχθούν σε εφτά στοιχεία:
1) Η γονιμότητα της φύσης, δηλ. η έτοιμη διαθεσιμότητα τροφίμων, οικοδομικών υλικών· και η φιλοξενία της – η ανάγκη για προστασία εναντίον των στοιχείων της κοκ. Για παράδειγμα, αν παίρνει περισσότερο χρόνο να πιάσει κανείς ψάρια, η αξία της εργασιακής δύναμης που εξαρτάται από αυτά για τη διατήρησή της πρέπει να αυξηθεί αν τα επίπεδα κατανάλωσης πρόκειται να παραμείνουν τα ίδια.
2) Η αναλογία αξιών χρήσης που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και παρέχεται ελεύθερα από την οικιακή εργασία, τη μη-καπιταλιστική οικονομία κοκ.
3) Η παραγωγικότητα της εργασίας σε κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας που παράγουν αγαθά που καταναλώνουν οι εργάτες.
4) Η επίπτωση της υπερεκμετάλλευσης σε αυτούς τους κλάδους.
5) Το μέγεθος της αποκαλούμενης “ηθικής και ιστορικής” συνιστώσας της αξίας της εργασιακής δύναμης, δηλ. τον βαθμό στον οποίο η ταξική πάλη και η γενική κοινωνική εξέλιξη (διαφορετικοί τρόποι να πει κανείς το ίδιο πράγμα) έχει ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση νέων αναγκών σε αυτές που είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης.
6) Ο μέσος βαθμός πολυπλοκότητας/ειδίκευσης της εργασίας εντός μιας εθνικής οικονομίας. Αυτό σχετίζεται στενά με την παραγωγική της δομή, αλλά επίσης σχετίζεται με το “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο που αναφέρθηκε παραπάνω.
7) Η ένταση της καταπίεσης και υποδούλωσης των εργατών σε μια δεδομένη εθνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της αγριότητας της εργοδοτικής/κρατικής καταστολής, του βαθμού της ενότητας/διάσπασης της εργατικής τάξης, της δομικής σπάνης ή υπεραφθονίας της εργασιακής δύναμης, συνοριακούς ελέγχους που περιορίζουν την ελεύθερη κινητικότητα της εργασίας.
Καθένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της αξίας της εργασιακής δύναμης απαιτεί ένα κεφάλαιο από μόνος του, και καθένας προσφέρεται για εμπειρική έρευνα όπως και για θεωρητικό αναστοχασμό. Εδώ έχουμε χώρο μόνο για μια πιο σύντομη συζήτηση.
Κανένας από αυτούς τους παράγοντες, ούτε καν ο πρώτος, δεν είναι καθαρά ενδογενής – ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τις συνέπειες για εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζόμενου λαού ανά τον παγκόσμιο Νότο από την υπερβολική αλίευση από ιμπεριαλιστικούς αλιευτικούς στόλους, ή τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί ο ιμπεριαλισμός στη γονιμότητα και στη φιλοξενία της φύσης.
Ο δεύτερος παράγοντας που αναφέρθηκε, δηλ. η δύναμη της πατριαρχίας, το μέγεθος της μη-καπιταλιστικής οικονομίας κοκ είναι θεμελιωδώς μια συνέπεια του ιμπεριαλισμού· η “ανάπτυξη της υποανάπτυξης” που τον χαρακτηρίζει τονίζει την ανάγκη η θεωρία της αξίας να αγκαλιάσει τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής, της οποίας η παραμέληση από την μαρξιστική πολιτική οικονομία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την απροθυμία της τελευταίας να εγκαταλείψει τις απλουστεύσεις που έκανε ο Μαρξ προκειμένου να φτάσει στη “γενική θεωρία” του του κεφαλαίου.
Ο τρίτος παράγοντας έχει υποστεί έναν τεράστιο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, με τη μαζική μεταφορά των βιομηχανιών που παράγουν τα καταναλωτικά αγαθά των εργατών σε χαμηλόμισθες χώρες.
Τον τέταρτο παράγοντα πρέπει να τον θεωρήσουμε σε συνδυασμό με τον τρίτο – η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται όχι μόνο από την παραγωγικότητα των εργατών που απασχολούνται στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών, αλλά επίσης από τον βαθμό στον οποίο υπόκεινται σε υπερεκμετάλλευση. Η παραγωγή “sweatshop” φτηναίνει αυτά τα εμπορεύματα και χαμηλώνει την αξία της εργασιακής δύναμης που εξαρτάται από αυτά.
Ο πέμπτος παράγοντας, το “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο, καθορίζεται από την ταξική πάλη, και αυτή λαμβάνει χώρα σε ένα εθνικό και σε ένα διεθνές επίπεδο. Αυτό που καταφέρνουν οι εργάτες να ενσωματώσουν στην αξία της εργασιακής τους δύναμης σε μια χώρα είναι το αποτέλεσμα της παγκόσμιας ταξικής πάλης, όχι μόνο της πάλης εντός της συγκεκριμένης χώρας. Για παράδειγμα, ήταν η άνοδος των αγώνων εθνικής απελευθέρωσης στις βρετανικές αποικίες και νεο-αποικίες – όχι μόνο το εγχώριο κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης – που έπεισε τους ιμπεριαλιστές κυριάρχους της να παραχωρήσουν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση στους εργάτες της Βρετανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο σκοπός τους δεν ήταν μόνο να εξειρηνεύσουν τους εργάτες με το να τους δώσουν αυτό που ζητούσαν, αλλά το να σφυρηλατήσουν ένα “κοινωνικό συμβόλαιο” με τους ηγέτες των συνδικάτων τους και το Εργατικό Κόμμα – και μέσω αυτού, να εξασφαλίσουν την ενεργή υποστήριξή τους για πολέμους ενάντια σε εξεγερμένους λαούς στις αποικίες και νεο-αποικίες. Από την άλλη πλευρά, αν και οι εργάτες εκτός των ιμπεριαλιστικών κρατών αποκλείστηκαν από το να απολαύσουν τέτοια κέρδη, ωστόσο ενσωματώθηκαν προοδευτικά σε αυτά που όλοι οι εργάτες θεωρούν ότι είναι τα δίκαιά τους, τα δικαιώματά τους.
Ο έκτος παράγοντας είναι επίσης συνάρτηση της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης: μια πολύ υψηλότερη αναλογία (αν και ακόμη μειοψηφία) της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών εθνών λειτουργεί ως πολύπλοκη/ειδικευμένη εργασία από ότι στον εξαρτημένο καπιταλισμό… αλλά πρέπει να θυμηθούμε επίσης την προειδοποίηση του Μαρξ ότι πολλή από τη διάκριση μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας βασίζεται σε μια “καθαρή ψευδαίσθηση” (βλ. σελ. 6 για το παράθεμα), όπως, π.χ., ανακάλυψαν οι γυναίκες που παλεύουν για ίση πληρωμή.
Ο έβδομος παράγοντας, συνολικά, εκφράζει τον βαθμό της εθνικής καταπίεσης που υπομένουν οι εργάτες ενός δοσμένου έθνους, δηλ., τον βαθμό στον οποίο παραβιάζεται η ισότητά τους με τους εργάτες σε άλλα μέρη του κόσμου. Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή αυτό έχει γίνει ο πιο σημαντικός παράγοντας όλων, και ότι είναι ένα καθοριστικός όρος κλειδί του τέταρτου παράγοντα, του οποίου η σημασία επίσης αυξήθηκε πάρα πολύ.
Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτήν τη λίστα των παραγόντων που καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης με αυτή που παρέχεται από τον Μαρξ:
Η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται από την αξία των μέσων συντήρησης που συνήθως απαιτούνται για τον μέσο εργάτη. Η ποσότητα των απαιτούμενων μέσων συντήρησης είναι δοσμένη σε κάθε συγκεκριμένη εποχή και σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία, και μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως ένα σταθερό μέγεθος. Αυτό που αλλάζει είναι η αξία αυτής της ποσότητας. Υπάρχουν, εξάλλου, δύο άλλοι παράγοντες που εισέρχονται στον καθορισμό της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ο ένας είναι το κόστος ανάπτυξης αυτής της δύναμης, ο οποίος ποικίλει με τον τρόπο παραγωγής. Ο άλλος είναι η φυσική ποικιλία της εργασιακής δύναμης, η διαφορά μεταξύ της εργασιακής δύναμης των ανδρών και των γυναικών, των παιδιών και των ενηλίκων (Marx, [1867] 1976, σ. 655).
Από αυτό μπορούμε να εξάγουμε τέσσερις παράγοντες· η αντιστοίχισή τους με τους εφτά παράγοντες στη δική μου λίστα σημειώνεται σε παρενθέσεις στο τέλος καθενός από αυτούς:
- η ποσότητα των μέσων συντήρησης που απαιτείται για τον μέσο εργάτη (1, 5, 6)
- η αξία αυτής της ποσότητας (δηλ. η ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της) (3, 4, 7)
- το κόστος ανάπτυξης της εργασιακής δύναμης (δηλ. τα έξοδα αναπαραγωγής της, συμπεριλαμβανομένων αυτών των εξαρτώμενων (Σ.τ.Μ. οικογενειακών) μελών των εργατών (2, 6)
- η φυσική ποικιλία της εργασιακής δύναμης (δηλ. των ανδρών και γυναικών, παιδιών και ενηλίκων): αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί – αφήνω εκτός της εικόνας την εργασιακή δύναμη των παιδιών, και αντιτίθεμαι στο ότι υπάρχει οτιδήποτε “φυσικό” γύρω από την αξία της ανδρικής και γυναικείας εργασιακής δύναμης.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο λιστών αντανακλούν τις διαφορές στα επίπεδα αφαίρεσης που αναπτύσσονται από τον Μαρξ στην αναζήτησή του για μια “γενική θεωρία” του κεφαλαίου, και του σκοπού αυτής της εργασίας – μιας αξιακής θεωρίας του ιμπεριαλισμού· και επίσης αντανακλούν την εξέλιξη του καπιταλισμού στα 150 χρόνια από τότε που ο Μαρξ δημοσίευσε τον Τόμο 1 του Κεφαλαίου. Είναι καθαρό ότι πολλοί παράγοντες καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης και ότι το σχετικό τους βάρος αλλάζει σε μεγάλο βαθμό από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη και από τη μια χώρα στην άλλη· το οποίο στο σύνολό του υπογραμμίζει γιατί η έννοια της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιούμε πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ιστορικά ανανεωμένη και ενημερωμένη από την εμπειρική ανάλυση, κι όχι μόνο εύκολα ξεσηκωμένη από το Κεφάλαιο του Μαρξ και μηχανιστικά εφαρμοσμένη στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική πραγματικότητα ως αν οι μετασχηματισμοί του τελευταίου ενάμιση αιώνα να μη συνέβησαν ποτέ.
Η μαρξική θεωρία της εκμετάλλευσης (ΙΙ) – η αξία που παράγεται από την εργασιακή δύναμη
Στρεφόμαστε τώρα στο να θεωρήσουμε το άλλο στοιχείο στον τύπο του βαθμού εκμετάλλευσης, “υ”. Ο νόμος της αξίας βασίζεται σε μια θεμελιώδη αρχή: “η αξία που παράγει η εργασιακή δύναμη… εξαρτάται όχι από τη δική της αξία, αλλά από τη χρονική διάρκεια κατά την οποία δραστηριοποιείται” (Marx, [1867] 1976, σ. 679). Επιπλέον, όπως είδαμε παραπάνω, η αξία την οποία παράγει η εργασιακή δύναμη σε ένα δοσμένο χρόνο είναι επίσης απολύτως ανεξάρτητη από τη δική της αξία, από την παραγωγικότητά της, και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου του οποίου αποτελεί μέρος. Ο Μαρξ επανειλημμένα τόνισε αυτή τη θεμελιώδη αρχή σε πολλά σημεία σε όλο το μεγαλειώδες του έργο, όπως για παράδειγμα
“μια εργάσιμη μέρα μιας δοσμένης διάρκειας πάντα δημιουργεί την ίδια ποσότητα αξίας, άσχετα από το πώς η παραγωγικότητα της εργασίας, και μαζί με αυτήν, η μάζα του προϊόντος και η τιμή κάθε μονάδας εμπορεύματος, μπορεί να ποικίλουν. Αν η αξία που δημιουργείται από μια εργάσιμη μέρα 12 ωρών είναι, ας πούμε, 6 πένες, τότε παρόλο που η μάζα των αξιών χρήσης που παράγονται ποικίλει με την παραγωγικότητα της εργασίας, η αξία που αναπαρίσταται σε 6 πένες απλά θα διασπείρεται σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό εμπορευμάτων” (Marx, [1867] 1976, σσ. 656-7, δική μου η έμφαση).
Ποιοι άλλοι παράγοντες, εκτός της διάρκειας, υπεισέρχονται; Η ένταση της εργασίας είναι ένας – ένας εργάτης που εργάζεται διπλάσια γρηγορότερα από έναν άλλο θα παράγει διπλάσια αξία στον ίδιο χρόνο. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου καθαρό ότι οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες εργάζονται με μεγαλύτερη ένταση από αυτούς στις χαμηλόμισθες χώρες, και ότι ακόμη και αν το κάνουν αυτό, αυτό αντισταθμίζεται από την τάση της εργάσιμης μέρας και της εργάσιμης εβδομάδας να είναι πολύ πιο μακρές στις χαμηλόμισθες χώρες. Μπορούμε επομένως να το αφήσουμε αυτό έξω από την ανάλυσή μας, και να υποθέσουμε, όπως έκανε ο ίδιος ο Μαρξ στο παραπάνω παράθεμα, ότι όλη η ζωντανή εργασία δαπανάται με την ίδια ένταση.
Ένας άλλος (Σ.τ.Μ., παράγοντας) είναι ο βαθμός ειδίκευσης ή δεξιότητας, όπως συζητήθηκε παραπάνω αντικρούοντας τα επιχειρήματα των αρνητών του ιμπεριαλισμού. Για τους λόγους που δόθηκαν, μπορεί επίσης να εξαιρεθεί από τη “συγκεκριμένη καθολική έννοιά” μας (Ilyenkov, 1960, σσ. 84-88) της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η αξία που παράγεται από τη ζωντανή εργασία καθορίζεται εκ των υστέρων (Σ.τ.Μ., ex–post), όταν η αξία των εμπορευμάτων που παρήγαγε αυτή η εργασία πραγματοποιείται διά της πώλησής τους:
Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται όχι από την ποσότητα της εργασίας που πραγματικά αντικειμενοποιήθηκε σε αυτό, αλλά από την ποσότητα της ζωντανής εργασίας που είναι αναγκαία για να παραχθεί. Ένα εμπόρευμα αναπαριστά, ας πούμε, έξι εργάσιμες ώρες. Αν γίνει μια εφεύρεση με την οποία μπορεί να παραχθεί σε τρεις ώρες, η αξία, ακόμη και του εμπορεύματος που έχει ήδη παραχθεί, πέφτει κατά το ήμισυ (Marx, [1867] 1976, σσ. 676-7).
Αυτό είναι ένα σημαντικό και πολύπλοκο ζήτημα, ωστόσο μπορεί με ασφάλεια να αποκλειστεί από την παρούσα συζήτηση για δύο λόγους. Πρώτον, ενώ ο εκ των υστέρων καθορισμός της αξίας επηρεάζει το ποσοστό υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στον βαθμό εκμετάλλευσης (μιας και η διαίρεση της εργάσιμης μέρας σε αναγκαία εργασία και υπεραξία είναι ανεπηρέαστη από το αν αυτή η εργασιακή δύναμη απασχολείται παραγωγικά ή όχι, από το εάν σπαταλάται, ή από το αν τα εμπορεύματα που παράγει πωλούνται ή όχι). Δεύτερον, εμπλέκεται μόνο στον βαθμό που η παραγωγικότητα της εργασίας προοδεύει· αυτό λαμβάνει χώρα περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα σε διαφορετικούς κλάδους της παραγωγής και σε διαφορετικές χώρες, και δεν είναι καθαρό εάν η παραγωγικότητα προοδεύει στις ιμπεριαλιστικές χώρες ταχύτερα από ότι αλλού – οι παραγωγικές υπεργολαβίες σε χαμηλόμισθες χώρες έχουν αποτελέσει μια όλο και πιο προτιμώμενη εναλλακτική για την αύξηση των κερδών από ότι η εγχώρια επένδυση σε νέα, πιο παραγωγική τεχνολογία.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ειδική περίπτωση εργατών που απασχολούνται από έναν ατομικό καπιταλιστή, ο οποίος κατέχει κάποια τεχνική ή τεχνολογική καινοτομία που του επιτρέπει να παράγει ένα εμπόρευμα πιο αποδοτικά, δηλ. πιο φτηνά, από ότι είναι η νόρμα ενός συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Ο Μαρξ λέει (ο.π., σ. 435) “Η εξαιρετικά παραγωγική εργασία λειτουργεί ως εντατικοποιημένη εργασία· δημιουργεί σε ίσες χρονικές περιόδους μεγαλύτερες αξίες από ότι η μέση κοινωνική εργασία του ίδιου είδους.” Εκ πρώτης όψεος, αυτό φαίνεται να αντιφάσκει με τη δήλωση του Μαρξ (ο.π., σ. 137) ότι “μεταβολές στην παραγωγικότητα δεν έχουν καμία απολύτως επίδραση στην ίδια την εργασία που αναπαρίσταται στην αξία… Η ίδια εργασία, επομένως, εκτελεσμένη για την ίδια χρονική διάρκεια, πάντοτε αποδίδει την ίδια ποσότητα αξίας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μεταβολές στην παραγωγικότητα”.
Η αντίθεση μεταξύ στις δύο δηλώσεις του Μαρξ είναι μόνο φαινομενική· στο πρώτο από αυτά τα παραθέματα, ο Μαρξ εστιάζει στα επίπεδα παραγωγικότητας τα σχετικά με την ατομική επιχείρηση ενώ στο δεύτερο από αυτά τα παραθέματα τα υποβάλλει αυτά σε αναλυτική αφαίρεση. Τα διαφορετικά ποσοστά υπεραξίας για τα οποία μιλάει ο Μαρξ στο πρώτο παράθεμα ασχολούνται αποκλειστικά με τις διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ ατομικών επιχειρήσεων εντός ενός κλάδου παραγωγής που παράγουν πανομοιότυπα εμπορεύματα αλλά σε διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Το να μεταθέτει κανείς αυτές τις χαρακτηριστικές των ατομικών επιχειρήσεων διαφορές στην παραγωγικότητα σε διαφορές μεταξύ ολόκληρων κλάδων με διαφορετικές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου είναι ένα πολύ σημαντικό λάθος, μια θεμελιώδης παρανόηση της μαρξικής θεωρίας της αξίας – ωστόσο αυτό ακριβώς είναι που ισχυρίζονται οι μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού· τόσο μεγάλος είναι ο ζήλος τους να “αποδείξουν” ότι οι εργάτες σε πιο ανεπτυγμένες βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου παράγουν περισσότερη αξία ανά ώρα με τη ζωντανή τους εργασία, και ότι, κατ’ επέκταση, οι εργάτες σε πιο ανεπτυγμένα έθνη παράγουν περισσότερη αξία από ότι αυτοί σε υποανεπτυγμένα έθνη, και είναι επομένως το ίδιο εκμεταλλευόμενοι.
Η άνιση διανομή της υπεραξίας είναι μεταξύ καπιταλιστών “της ίδια δουλειάς”, δηλ. που παράγουν τα ίδια εμπορεύματα. Η αξία την οποία ο πιο παραγωγικός καπιταλιστής πραγματοποιεί κατά την πώληση συμπεριλαμβάνει ένα επιπλέον μερίδιο της υπεραξίας εις βάρος των ανταγωνιστών των οποίων η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από ότι η μέση στον συγκεκριμένο κλάδο της παραγωγής.[18] Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι αυτό αφορά μόνο ατομικούς καπιταλιστές σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, και με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται ότι τα κεφάλαια σε κλάδους της παραγωγής με υψηλότερες οργανικές συνθέσεις έχουν ένα υψηλότερο ποσοστό υπεραξίας από ότι σε κλάδους παραγωγής με χαμηλότερες οργανικές συνθέσεις. Συζητώ αυτό το συναρπαστικό και σημαντικό θέμα περισσότερο σε βάθος στο Ο Ιμπεριαλισμός στον 21ο Αιώνα (Smith, 2016, σ. 241-244), καταλήγοντας ως εξής:
υποθέτοντας ότι εργασία μέσης έντασης και πολυπλοκότητας… όλη η εργασιακή δύναμη που δαπανάται από εργάτες που απασχολούνται σε λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια μετράει ισοδύναμα ως προς τη συνολική αξία, ακόμη και αν ένα δυσανάλογο μέρος αυτού το καρπώνονται οι πιο παραγωγικοί καπιταλιστές. Τα υπερκέρδη των πιο παραγωγικών καπιταλιστών πηγάζουν όχι από τους δικούς τους πιο παραγωγικούς εργάτες αλλά από την υπερεργασία που εξάγεται από εργάτες που απασχολούνται από τεχνολογικά καθυστερημένα κεφάλαια… Έτσι, η αξία που παράγεται από παραγωγικούς εργάτες σε μια δεδομένη χρονική διάρκεια είναι ανεξάρτητη από τη δική τους παραγωγικότητα, ακόμη και αν η προστιθέμενη αξία που καρπώνονται οι εργοδότες τους παραμένει εξαιρετικά εξαρτώμενη από αυτό. Αυτό είναι τόσο θεμελιώδες, που πρέπει να τύχει επανάληψης: ένας μεταλλεργάτης που λειτουργεί τεχνολογικά πιο εκλεπτυσμένα μηχανήματα όντως δεν παράγει περισσότερη ανταλλακτική αξία, απλά επιτρέπει τον καπιταλιστή εργοδότη του να καρπωθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο αυτής. Συνεπάγεται ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης – υποθέτοντας ίσους μισθούς, ένταση εργασίας, κοκ – δεν είναι υψηλότερος σε πιο παραγωγικά κεφάλαια από ότι σε λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια, όπως οι ευρω-μαρξιστές κριτικοί της θεωρίας της εξάρτησης ισχυρίζονται.
Στη βάση των παραπάνω απλουστεύσεων και αποσαφηνίσεων, γίνεται φανερό ότι κανένας από τους εφτά παράγοντες που καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης και που συζητήθηκαν παραπάνω δεν έχουν καμία επίπτωση στην αξία που παράγεται από αυτήν. Ακόμη και αν χαλαρώσουμε τις απλουστεύσεις και συμπεριλάβουμε την ένταση, την ειδίκευση και τον εκ των υστέρων καθορισμό της αξίας, είναι ξεκάθαρο ότι οι καθοριστικοί όροι του αριθμητή και ο παρανομαστής στον τύπο για τον βαθμό εκμετάλλευσης έχουν πολύ λίγο να κάνουν ο ένας με τον άλλον· ότι ο μικρός μας απλός τύπος, υ/μ, είναι πολύ πιο πολύπλοκος από ότι υποτίθεται γενικά, και ότι αναφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης που δεν το παίρνουν αυτό υπόψη καταλλήλως παράγουν κακή επιστήμη.
Η μαρξική θεωρία της υπερεκμετάλλευσης
Νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε πολλά παραδείγματα της “συνεχούς σύμπλεξης της πληρωμής της εργασιακής δύναμης στην αξία της και χαμηλότερα από την αξία της σε ολόκληρο το Κεφάλαιο στο σύνολό του” (Osorio, 2018, σ. 166). Ο τρόπος που ο Μαρξ έθεσε το ερώτημα – “η μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους” – συμμορφώνονταν με τη “γενική ανάλυση του κεφαλαίου”, στην οποία υπέθεσε μια μοναδική ενιαία οικονομία και τέλειο ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών και μεταξύ των εργατών, ως προϋπόθεση ώστε όλα τα εμπορεύματα να πωλούνται στην αξία τους,[19] και οι εργασιακές δυνάμεις να έχουν μία, μοναδική, αξία. Για να θεωρήσουμε την υπερεκμετάλλευση στο επίπεδο όχι του “κεφαλαίου γενικά” αλλά σε αυτό της σύγχρονης παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας απαιτείται μια σημαντική τροποποίηση στη διατύπωση του Μαρξ: στο παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι τόσο ζήτημα μισθών που είναι πάνω ή κάτω από μια κοινή, μοναδική αξία, αλλά της αξίας της εργασιακής δύναμης, και όχι μόνο του μισθού της, που πιέζεται προς τα κάτω σε κάποιες χώρες αλλά όχι σε άλλες.
Με άλλα λόγια, αυτό που είναι κρίσιμο δεν είναι τόσο το ότι η αξία της εργασιακής δύναμης παραβιάζεται από υπο-αποζημίωση (Σ.τ.Μ., under–renumeration, δηλ. χαμηλούς μισθούς), αλλά, όπως τονίστηκε στην αρχή αυτού του δοκιμίου, η παραβίαση της ισότητας των εργατών, μια παραβίαση που αντανακλάται στο ότι οι εργασιακές τους δυνάμεις έχουν διαφορετικές αξίες. Η απόπειρα του Katz να “διορθώσει” την έννοια του Marini επιβεβαιώνοντας ότι η εργασιακή δύναμη έχει διαφορετικές αξίες ανάλογα με το που κατοικεί, και ότι, εξαιτίας αυτού, “η έννοια της πληρωμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της θα έπρεπε να υποκατασταθεί από την υπο-αποζημίωση αυτού του πόρου” (Katz, 2017, σ. 10) δε μας πάει πουθενά. Πρώτον, αν δεχθούμε (όπως θα έπρεπε) ότι η αξία της εργασιακής δύναμης ποικίλει ευρέως ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, η ερώτηση που θα πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί ποικίλει τόσο ευρέως; Δεύτερον, ο Katz ισχυρίζεται ότι αυτή η διόρθωση μετατρέπει την υπερεκμετάλλευση σε κάτι το έλασσον, ένα μη συστημικό φαινόμενο, το οποίο είναι εξίσου πιθανό να το συναντήσει κανείς στις χώρες του “κέντρου” όσο και σε αυτές της “περιφέρειας”.[20] Αλλά αυτό μπορεί να είναι αλήθεια μόνο αν συμφωνούμε με την πρόταση ότι “το μέγεθος της υπερεργασίας… είναι εμφανώς υψηλότερο στις πιο παραγωγικές οικονομίες του κέντρου” (ο.π., σ. 10). Αυτό είναι ταυτόσημο με το επιχείρημα που προωθείται από τους μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού που συζητήθηκε νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο, ένα επιχείρημα που βασίζεται στην σύγχυση μεταξύ των ορισμών της παραγωγικότητας που σχετίζονται με την αξία χρήσης από τη μια, και την ανταλλακτική αξία από την άλλη. Δεν είναι, με άλλα λόγια, τίποτα περισσότερο από αστικά οικονομικά μεταμφιεσμένα σε μαρξιστικά οικονομικά.
Όπως είδαμε, ο Μαρξ επανειλημμένα και ρητά εξαίρεσε τη συρρίκνωση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης από τη “γενική θεωρία” του του κεφαλαίου, δίνοντας έμφαση κάθε φορά στη σημασία αυτής στην πραγματική ζωή. Η μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης μειώνοντας τα επίπεδα κατανάλωσης (ή αυτό που είναι το ίδιο πράγμα, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες όπου τα επίπεδα κατανάλωσης, και μαζί με αυτά, η αξία της εργασιακής δύναμης, είναι πολύ χαμηλότερη) είναι ένας διακριτός, τρίτος τρόπος για να αυξηθεί η υπεραξία,[21] και έχει αποκτήσει απίστευτη σημασία κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, γινόμενη η κινητήρια δύναμη του μεγαλύτερου μετασχηματισμού της, το μοναδικό πιο σημαντικό μέσο αύξησης του ποσοστού υπεραξίας και αντιστάθμισης της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Η επανα-ανακάλυψη αυτής της τρίτης μορφής υπεραξίας είναι η πρωτοποριακή τομή που καθιστά δυνατό το να εφαρμοστούν οι δυναμικές, επιστημονικές έννοιες που περιέχονται στο Κεφάλαιο στη συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πραγματικότητα, και έγινε από τον Andy Higginbottom σε ένα συνεδριακό άρθρο του 2009 υπό τον τίτλο Η Τρίτη Μορφή της Αύξησης της Υπεραξίας, στο οποίο έχτισε πάνω στην εργασία του Μαρίνι και την ανέπτυξε περαιτέρω σε μια σειρά από πρωτοποριακά άρθρα, κάποια από τα οποία παρατίθενται στο δοκίμιο αυτό. Στο άρθρο του του 2009 έλεγε, “ο Μαρξ συζητά τρεις διακριτούς τρόπους που το κεφάλαιο μπορεί να αυξήσει την υπεραξία, αλλά ονοματίζει μόνο δύο από αυτούς ως απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Τον τρίτο μηχανισμό, τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης, ο Μαρξ τον αποδίδει στη σφαίρα του ανταγωνισμού και έξω από την ανάλυσή του.” Αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε επόμενα άρθρα, για παράδειγμα εκεί που, ασκώντας κριτική στο επικρατούσα ορθόδοξη ανάγνωση του Κεφαλαίου, λέει (Higginbottom, 2011, σ. 284):
Δεν είναι καθαρό … γιατί η επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας [απόλυτη υπεραξία]· και η έμμεση, ακούσια, και διαμεσολαβούμενη επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης [σχετική υπεραξία] ανήκουν στην εσωτερική φύση του κεφαλαίου, ενώ το να μειώνει το κεφάλαιο τους μισθούς άμεσα δεν ανήκει. Και οι τρεις μηχανισμοί αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας… Η άμεση μείωση των μισθών [είναι] κρίσιμη για την ανάλυση του καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμού και ως ένα παγκόσμιο σύστημα.
Η μονοπωλιακή παρόρμηση των καπιταλιστών, δηλ. η επιθυμία τους για να καρπωθούν υπεραξία εις βάρος των άλλων καπιταλιστών, μαζί με την ακόρεστη δίψα τους για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, συνδυάζονται μαζί για να ορίσουν την έμφυτη, ακόρεστη ιμπεριαλιστική πορεία. Και τα δύο στοιχεία – μονοπώλιο και υπερεκμετάλλευση- είναι απολύτως ουσιαστικά για την έννοια του ιμπεριαλισμού· το να οριστεί ο ιμπεριαλισμός μόνο με όρους μονοπωλίου είναι μονόπλευρό, και επομένως λανθασμένο, και ξεχνά τον άλλον, συχνά επαναλαμβανόμενο, ορισμό του Λένιν: “η διαίρεση των εθνών σε καταπιεστές και καταπιεζόμενα [είναι] η ουσία του ιμπεριαλισμού” (Lenin, [1915] 1964, σ. 409), η οποία σήμερα εκφράζεται στη δομή απαρτχάιντ της παγκόσμιας εργασιακής δύναμης και την υπερεκμετάλλευση που προκαλεί.
Αν είναι έτσι, γιατί δεν είναι η υπερεκμετάλλευση στο κέντρο της λενινιστικής έννοιας του ιμπεριαλισμού όπως αναπτύσσεται στο Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (Lenin, [1916] 1964), μαζί με το μονοπώλιο;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι είναι στο κέντρο, και θα τη βρεις αν την ψάξεις, αλλά είναι καλυμμένη, και για καλό λόγο. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, είναι μη λογικό να προσδοκά να βρει κανείς, στα γραπτά του Λένιν και άλλων που γράφανε κατά τη γέννηση του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που να είναι ικανή να εξηγήσει την ολοκληρωμένα ανεπτυγμένη σύγχρονη μορφή του. Έναν ολόκληρο αιώνα πριν, η σχέση μεταξύ ιμπεριαλιστικών και καταπιεσμένων εθνών είναι σε μεγάλο βαθμό μια σχέση μεταξύ καπιταλιστικών και προ-καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, σε έντονη αντίθεση με τον σημερινό κόσμο, στον οποίον οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις έχουν εγκαθιδρύσει σχεδόν απόλυτη κυριαρχία, και οι σχέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών και καταπιεσμένων εθνών λαμβάνουν χώρα σχεδόν αποκλειστικά εντός της τροχιάς της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας. Ο Λένιν δε θα μπορούσε να έχει συμπεριλάβει μια σύλληψη του πως παράγεται η αξία σε παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές διαδικασίες, διότι η ύπαρξη αυτού του φαινομένου σε ευρεία κλίμακα ανήκει σε μια ύστερη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού από ότι αυτή στην οποία ζούσε. Αυτές οι συγκυρίες είχαν ως αποτέλεσμα μια αναπόφευκτη αποσύνδεση, η οποία επιμένει μέχρι σήμερα, μεταξύ της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας (ωστόσο, δεν ήταν αναπόφευκτο αυτή η αποσύνδεση να επιμένει μέχρι σήμερα· γι’ αυτό έχουμε εμάς να κατηγορήσουμε).
Όπως είπε ο Λένιν στον πρόλογο της γαλλικής και γερμανικής έκδοσης της διάσημης μπροσούρας του για τον ιμπεριαλισμό (Lenin, [1921] (1964) σ. 193), “τεράστια υπερκέρδη” συσσωρεύονται σε “μια χούφτα… υπερβολικά πλούσιων και ισχυρών κρατών τα οποία λεηλατούν όλο τον υπόλοιπο κόσμο”. Αυτά τα υπερκέρδη προκύπτουν από το αυτοκρατορικό προνόμιο, από την μονοπωλιακή παραβίαση της ίσης ανταλλαγής. Τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη μπορούν να πάρουν πολλές μορφές: από τη δουλεία και άλλες αχρείες μορφές εκβιασμού, καθαρής ληστείας και παρανομίας – ή από υπερεκμετάλλευση, στην οποία η ανταλλαγή που παραβιάζεται είναι αυτή που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία (διαμεσολαβούμενη από άμεσους εργοδότες, εθνικές αστικές τάξεις κοκ). Σε αυτήν την περίπτωση, η ισότητα που παραβιάζεται είναι η ισότητα μεταξύ προλετάριων, η κεντρική σημασία της οποίας τονίσθηκε στην αρχή αυτού του δοκιμίου.
Η ακόρεστη δίψα των καπιταλιστών για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, μαζί με τη μόνιμη επιθυμία τους να αποκομίσουν από εκεί που δεν έχουν σπείρει, να παραβιάσουν την ισότητα της ανταλλαγής μεταξύ ελεύθερων δρώντων, οδηγεί στην παρόρμηση του ιμπεριαλισμού, η οποία είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να αναχθεί στο μονοπώλιο, ή στην “υπερωρίμανση”/υπερτροφία του κεφαλαίου, ή σε κανένα από τα αποτελέσματά του. Το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ (Σ.τ.Μ, global labour arbitrage) – η αντικατάσταση σχετικά υψηλά αμειβόμενων εργατών εγχωρίως με χαμηλά αμειβόμενους εργάτες στο εξωτερικό, η κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης και της παγκόσμιας στροφής της παραγωγής που έχει χαρακτηρίσει τη νεοφιλελεύθερη εποχή – είναι η καθαρότερη έκφραση αυτής της παρόρμησης.
Η υπερεκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας έπαιζε έναν ασήμαντο ρόλο στα αρχικά στάδια του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, όταν η αυτοκρατορική λεηλασία εκδηλωνόταν μέσω της αρπακτικής εξόρυξης ορυκτών πόρων, συχνά με καταναγκαστική εργασία, μαζί με ποικίλες μορφές χρηματιστικής τοκογλυφίας και εκβιασμού. Η άνιση ανταλλαγή, δηλ. οι μειονεκτικοί και επιδεινωμένοι όροι εμπορίου των κύριων εμπορευματικών εξαγωγών του Νότου (με παρουσία ήδη, όπως σημείωσε ο Marini, από τα μέσα του 19ου αιώνα), απέκτησε εξέχουσα σημασία στη μακρά περίοδο που οδήγησε στη νεοφιλελεύθερη εποχή· συμβάλλοντας ισχυρά στο εκθετικά αυξανόμενο χρέος, το οποίο έγινε μια σημαντική και συνεχιζόμενη πηγή λεηλασίας από μόνο του· τελικά, η παγκοσμιοποίησης της παραγωγής, χαρακτηριστική της νεοφιλελεύθερης εποχής μετέτρεψε τη ζωντανή εργασία στο είδος προς καλλιέργεια, στον πόρο προς εξόρυξη. Και αυτή, κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή ιμπεριαλιστικής λεηλασίας.
Αυτό φέρνει στο νου τη φωτισμένη ιδέα του Evald Ilyenkov, η οποία πάει έτη φωτός πέραν των κοινοτοπιών της “θεωρίας της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης” (η οποία, για πολλούς μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού, εξυπηρετεί ως ένα άνοστο υποκατάστατο μια θεωρίας του ιμπεριαλισμού): “Πολύ συχνά… Η αυθεντικά αντικειμενική αιτία ενός φαινομένου εμφανίζεται στην επιφάνεια μιας ιστορικής διαδικασίας μετά από τις ίδιες της τις συνέπειες” (Ilyenkov, 1960, σ. 217).
Επίλογος
Η μονοπωλιακή παρόρμηση των καπιταλιστών, δηλ. η επιθυμία τους για να καρπωθούν υπεραξία εις βάρος των άλλων καπιταλιστών, μαζί με την ακόρεστη δίψα τους για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, συνδυάζονται μαζί για να ορίσουν την έμφυτη, ακόρεστη ιμπεριαλιστική πορεία του καπιταλισμού. Ο ιμπεριαλισμός και η υπερεκμετάλλευση είναι επομένως αδιαχώριστα συνδεδεμένοι. Μια θεωρία του ιμπεριαλισμού του 21ου αιώνα πρέπει να εξηγήσει πως η υπερεκμετάλλευση τροποποιεί την αξιακή σχέση. Μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που δεν το κάνει, είναι άχρηστη, κενή, και είναι αναγκαστικά σε άρνηση του ιμπεριαλισμού, ακόμη και αν αυτοί που βρίσκονται σε άρνηση συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τον “ιμπεριαλισμό” ως έναν περιγραφικό όρο.
Αναφορές
Amin, S. (2018). Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value. New York: Monthly Review Press.
Bettelheim, C. (1972). Some Theoretical Comments by Charles Bettelheim. pp. 271–322 in Unequal Exchange, A Study in the Imperialism of Trade, by Arghiri Emmanuel. London: NLB. Callinicos, A. (1992). Race and Class. International Socialism (2)55. https://www.marxists.org/history/etol/writers/callinicos/1992/xx/race-class.html
Callinicos, A. (2009), Imperialism and Global Political Economy (Cambridge: Polity Press)
Cope, Z. (2019). The Wealth of (Some) Nations. London: Pluto Press.
Harris, N. (1986). “Theories of Unequal Exchange,” International Socialism (2)33.
Engels, F. [1847] (1977). The Communists and Karl Heinzen, in Marx and Engels Collected Works, vol. 6. Moscow: Progress Publishers.
Higginbottom, A. (2009). The Third Form of Surplus Value Increase, paper presented at Historical Materialism Conference, London. https://www.academia.edu/11418979/Third_form_of_extraction_surplus_value.
Higginbottom, A. (2011). The System of Accumulation in South Africa: Theories of Imperialism and Capital. Économies et Sociétés, (45)2,261-288.
Higginbottom, A. (2014). Imperialist Rent in Practice and Theory. Globalizations (11)1, 23–33. https://www.researchgate.net/publication/263569325_’Imperialist_Rent’_in_Practice_and_Theory
Higginbottom, A. (2018). Enslaved African labour in the Americas: from primitive accumulation to manufacture with racial violence. Revista de Estudos e Pesquisas sobre as Américas (12)1. https://www.researchgate.net/publication/323583151_Enslaved_African_labour_in_the_Americas_from_primitive_accu mulation_to_manufacture_with_racial_violence
Ilyenkov, E. (1960). The Dialectic of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital. Moscow: Progress Publishers.
Katz, C. (2017). Aciertos y Problemas de la Superexplotación https://katz.lahaine.org/b2-img/ACIERTOSYPROBLEMASDELASUPEREXPLOTACIN.pdf.
Kidron, M. (1974). Black Reformism: the Theory of Unequal Exchange, in Capitalism and Theory, London: Pluto Press.
Lenin, V.I. [1902] (1978). What Is to Be Done?, [1902], Beijing: People’s Publishing House.
Lenin, V. I. [1915] 1964. The Revolutionary Proletariat and the Right of Nations to Self–Determination, in Collected Works, vol. 21, 407–11. Moscow: Progress Publishers.
Lenin, V. I. [1916] (1964). Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, in Collected Works, vol. 22, 185–305. Moscow: Progress Publishers.
Lenin, V.I. [1921] (1964). Collected Works, Vol. 22, pp. 189-195. Moscow: Progress Publishers.
Mandel, E. (1975), Late Capitalism. London: NLB.
Marini, R.M. (1973). Dialéctica de la Dependencia. Mexico DF: Ediciones Era.
Marx, K. [1867] (1976), Capital, Volume 1. London: Penguin.
Marx, K. [1867] (1987). Marx to Engels. Collected Works, vol. 42. Moscow: Progress Publishers.
Marx, K. [1894] (1991), Capital, Volume 3. London: Penguin.
Osorio, J. (2018). Acerca de la superexplotación y el capitalismo dependiente. Cuadernos de Economía Crítica (4)8, 153-181.
Osorio, J. (2019). Cuestiones epistémicas en el análisis de la dependencia y del capitalismo dependiente. https://herramienta.com.ar/articulo.php?id=3006
Shaikh, A. (1980). The Laws of International Exchange. Growth, Profits and Property: Essays in the Revival of Political Economy, ed. Edward J. Nell, pp. 104–35. Cambridge: Cambridge University Press.
Smith, J. (2012). The GDP Illusion, in Monthly Review, (64)3, pp. 86-102 http://monthlyreview.org/2012/07/01/the-gdp- illusion
Smith, J. (2016). Imperialism in the Twenty-First Century – Globalisation, Super Exploitation, and Capitalism’s Final Crisis. New York: Monthly Review Press.
Sweezy, P.M. (1981). Four Lectures on Marxism. New York: Monthly Review Press Vasudevan, R. (2019). The Global Class War. Catalyst (3)1.
[1] Όλες οι εμφάσεις σε παρατιθέμενα αποσπάσματα προέρχονται από τις αρχικές πηγές, εκτός και αν δηλώνεται διαφορετικά.
[2] «Βλέπουμε τον ήλιο να «ανατέλλει» καθημερινά, να κάνει ένα ταξίδι γύρω από τη γη, και μετά να κρύβεται. Γνωρίζουμε, όχι από αυτό που βλέπουμε, αλλά μέσω της γνώσης, ότι δεν είναι ο ήλιος που περιστρέφεται γύρω από τη γη, αλλά το αντίθετο.» (Osorio, 2019, σ. 2).
[3] «Αυτό που είναι μια παραδοχή για τη ‘γενική ανάλυση του κεφαλαίου’, δηλ. στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής, εκλαμβάνεται από κάποια μαρξιστικά ρεύματα ως σιδερένιος νόμος… [ο οποίος] πρέπει να κυριαρχεί στον καπιταλισμό σε κάθε επίπεδο ανάλυσης, σε κάθε μέρος και τόπο, και σε όλες τις εποχές.» (Osorio, 2018, σ. 157).
[4] Το άλλο βιβλίο στο οποίο ασκεί κριτική η Vasudevan είναι το (Amin, 2018).
[5] Αυτό το παράθεμα είναι από την επιγραφή που προλογίζει το άρθρο της Vasudevan. Δεν είναι σαφές εάν τα λόγια αυτά είναι των εκδοτών του Καταλύτη ή της Vasudevan.
[6] Δεν είναι στις προθέσεις μου το να κάνω μια ρητορική σύγκριση μεταξύ της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και της καταπίεσης των γυναικών, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετρηθεί από την σχετική πρόσβαση σε υλικά αγαθά. Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες συμβάλουν τεράστια ποσά απλήρωτης οικιακής εργασίας – αλλά το σχετικό σημείο εδώ είναι ότι τα επίπεδα κατανάλωσης, η πρόσβαση στην υγεία και στην εκπαίδευση κοκ, εξαρτώνται πολύ περισσότερο από την εθνικότητα, από ότι από το φύλο.
[7] Ο Λένιν είπε, στη συνέχεια, «Το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης είναι ο συντεχνιασμός (Σ.τ.Μ. trade unionism)… και συντεχνιασμός σημαίνει η ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη. Επομένως, το καθήκον μας … είναι να αντιπαλέψουμε τον αυθορμητισμό, να εκτρέψουμε το κίνημα της εργατικής τάξης από τον αυθόρμητο συνδικαλιστή που πασχίζει να βρεθεί κάτω από το φτερό της αστικής τάξης, και να το φέρουμε κάτω από το φτερό της επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας» (Lenin, [1902] 1978, σ. 50).
[8] «Εξάρτηση» είναι ένας ευφημισμός για τον ιμπεριαλισμό, μια παραχώρηση που γίνεται στην επιθυμία της εθνικής αστικής τάξης και των «εκσυγχρονιστικών ελίτ» των υποκείμενων εθνών για ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη, και στα κακώς ονομαζόμενα «κομμουνιστικά» κόμματα που έψαχναν να συνάψουν συμμαχία με αυτές σε αυτήν τη βάση. Ο όρος έχει τώρα περάσει στην ιστορία και δεν μπορεί να ξαναγραφτεί, αλλά μπορεί και όντως του δίνεται ένα νέο επαναστατικό περιεχόμενο, ειδικά στη ζωηρή και ταχέως εξαπλωνόμενη αναγέννηση του Μαρξισμού και της θεωρίας της εξάρτησης στη Λατινική Αμερική.
[9] Επέστρεψε εν συντομία σε αυτό το θέμα στο (Callinicos, 2009, σσ. 179–80), «Από την οπτική της μαρξικής θεωρίας της αξίας, το κρίσιμο λάθος [των θεωρητικών της εξάρτησης] είναι το ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία των υψηλών επιπέδων της παραγωγικότητας της εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες.»
[10] Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ στις ιμπεριαλιστικές χώρες έχει πέσει περίπου στο 60%, ενώ η δαπάνη για την εκπαίδευση στο ΗΒ το 2019 καταναλώνει το 4% του ΑΕΠ, ή περίπου το 7% του ακαθάριστου εισοδήματος εργασίας. Αυτή η χονδρική προσέγγιση υποδεικνύει το σχετικό μέγεθος της εκπαίδευσης σε σχέση με το συνολικό κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. «Το μερίδιο εργασίας» λοξεύεται από τους υπερμισθούς που πληρώνονται στους Διευθύνοντες Συμβούλους των κορυφαίων εταιρειών· από την άλλη μεριά, η δαπάνη για την εκπαίδευση των εργατών αποτελεί μόνο ένα μέρος της συνολικής δαπάνης για την εκπαίδευση, οπότε και ο πραγματικός λόγος μεταξύ τους δε θα απομακρυνθεί πολύ από το 7%. Όσο για τα κόστη της πρακτικής… οι περισσότεροι εργάτες δεν κάνουν καμία πρακτική.
[11] Αυτά τα κέρδη είναι τώρα υπό σοβαρή απειλή, καθώς ο βρετανικός ιμπεριαλισμός βυθίζεται βαθύτερα σε κρίση και οι κυβερνήτες ψάχνουν να επιταχύνουν το σχίσιμο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου.
[12] Ισχυρίστηκε ότι ο Marini «πάντα» συμφωνούσε με αυτό, και υποστηρίζει επίσης ότι «αυτή η διάγνωση είναι αποδεκτή επίσης από σύγχρονους υποστηριχτές της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης». Δυστυχώς, δεν στηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς με την παραμικρή παραπομπή από οποιαδήποτε από τις πηγές τις οποίες αναφέρει.
[13] Η πρόταση από την οποία προέρχεται αυτό είναι: ‘τα καλύτερα σημεία στο βιβλίο μου είναι 1) ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας, ανάλογα με το αν εκφράζεται στην αξία χρήσης ή στην ανταλλακτική αξία (όλη η κατανόηση των πραγμάτων εξαρτάται από αυτό)… 2) η επεξεργασία της υπεραξίας, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες μορφές της ως κέρδος, τόκος, γεωπρόσοδος, κοκ».
[14] Αντιθέτως, η διεθνής και εθνική διασπορά των μισθών έχει αυξηθεί στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Αν αφεθεί η Κίνα έξω από την εικόνα, δεν υπάρχουν παρά μόνο ελάχιστα στοιχεία για τη μισθολογική ή εισοδηματική σύγκλιση, και η υπόθεση της σύγκλισης αδυνατίζει περαιτέρω από την υπερβολική εξάρτηση σε δεδομένα γύρω από την παγκόσμια οικονομική κρίση, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες υποχώρησαν την ίδια στιγμή που ένας «εμπορικός υπερκύκλος», κερδοσκοπικά τροφοδοτούμενος, βελτίωσε προσωρινά τους όρους του εμπορίου και την οικονομική μεγέθυνση για μια επίδεση των τραυμάτων των νοτίων εθνών.
[15] Όπως σημείωσε η Amanda Latimer (2016, σ. 1142) «το έργο του Marini υπογραμμίζει [τον] μύθο ότι η στροφή στη σχετική υπεραξία στην Αγγλία ήταν στο σύνολό της το προϊόν εθνικής ταξικής πάλης.»
[16] Αναφέρομαι στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου στο αρσενικό γένος (Σ.τ.Μ., “he“), αντανακλώντας τη συντριπτική συγκέντρωση πλούτου και ισχύος στα χέρια των ανδρών και τη πιο γενική καταπίεση των γυναικών που είναι ενδογενής στον καπιταλισμό. Διαφορετικά, χρησιμοποιώ και τα δύο γένη (Σ.τ.Μ., “s/he“).
[17] Ο Sweezy παραβλέπει τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, μια διάκριση η οποία είναι πραγματικά πολύ πιο σημαντική σε ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες από ότι σε υποκείμενα έθνη.
[18] “Όταν ο Μαρξ δηλώνει ότι επιχειρήσεις που λειτουργούν με παραγωγικότητα μικρότερη της μέσης καρπώνονται μικρότερο από το μέσο κέρδος … όλο αυτό … σημαίνει ότι την αξία ή την υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες τους την καρπώνονται στην αγορά επιχειρήσεις που λειτουργούν καλύτερα. Δε σημαίνει καθόλου ότι έχουν δημιουργήσει λιγότερη αξία ή υπεραξία από αυτήν που υποδεικνύεται από τον αριθμό των ωρών που εργάστηκαν” (Mandel, 1975, p. 101).
[19] Η’ μάλλον, να πωλούνται σε τιμές που αντιστοιχούν στην τροποποιημένη μορφή της αξίας τους που αποκάλεσε ο Μαρξ “τιμές παραγωγής” – τιμές σε συμφωνία με την εξίσωση του ποσοστού κέρδους ανάμεσα στα διαφορετικά κεφάλαια.
[20] Σε αυτή τη βάση, ο Claudio Katz ισχυρίστηκε ότι “η θεωρία της εξάρτησης δεν έχει καμία ανάγκη της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης την οποία παρέλειψε ο Μαρξ” (Katz, 2017, σ. 15). Ο Jaime Osorio απάντησε ότι η προτεινόμενη από τον Katz “επαναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κάλεσμα για την απόρριψή της” (Osorio, 2018, p. 179).
[21] Στο Η Διαλεκτικής της Εξάρτησης (Σ.τ.Μ. La Dialéctica de la Dependencia, πορτογαλικά) ο Μαρίνι ισχυρίζεται: “Η έννοια της υπερεκμετάλλευσης δεν είναι ταυτόσημη με αυτήν της απόλυτης υπεραξίας μιας και επίσης συμπεριλαμβάνει έναν τύπο παραγωγής σχετικής υπεραξίας – αυτόν που αντιστοιχεί σε μια αύξηση της έντασης της εργασίας.” Από την άλλη πλευρά, η μετατροπή μέρους των μισθών σε πηγή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης δεν αναπαριστά κατά αυστηρό τρόπο μια μορφή παραγωγής απόλυτης υπεραξίας. Πάνω απ’ όλα, η υπερεκμετάλλευση ορίζεται κυρίως από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευσης της “φυσικής ικανότητας” των εργατών, σε αντίθεση με την εκμετάλλευση που προκύπτει από μια αύξηση της παραγωγικότητάς τους, και τείνει κανονικά να εκφράζεται στο γεγονός ότι η εργασιακή δύναμη αμείβεται κάτω από την τρέχουσα αξία της. (Marini, 1973, σ. 92-93, μετάφραση του αρθρογράφου από τα πορτογαλικά).