Του Τάκη Βιδάλη
Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής
Στη βιοηθική είναι γνωστό και δημοφιλές το επιχείρημα της λεγόμενης «ολισθηρής πλαγιάς» (slippery slope)[1]. Σύμφωνα με αυτό, δεν αρκεί να εξετάζουμε το αν μια τεχνολογική εφαρμογή είναι θεμιτή με βάση τις αξίες μας, πρέπει να αξιολογούμε ηθικά και τις μελλοντικές της συνέπειες. Αν διαπιστώνουμε ότι τεχνολογίες που θα βασιστούν στην αρχική εφαρμογή, παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές ή δικαιώματα, τότε πρέπει να θεωρήσουμε εξ αρχής αθέμιτη αυτή την τελευταία.
Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πάντοτε πειστικό, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μια γενικευμένη επιφύλαξη απέναντι στην τεχνολογία, εν όψει υποθετικών κινδύνων από φανταστικές εφαρμογές του μέλλοντος. Όμως, κάποτε, μπορεί να επιβεβαιωθεί. Και αν στη θέση της τεχνολογίας (δηλαδή, της πρωτότυπης δημιουργίας πραγμάτων) βάλουμε τη νομοθεσία (δηλαδή, την πρωτότυπη δημιουργία κανόνων), τότε φαίνεται ότι η «ολισθηρή πλαγιά» πραγματικά θριαμβεύει στον αιώνα μας.
Ήδη αυτό αποδείχθηκε με τις δύο πρώτες μεγάλες κρίσεις της παγκοσμιοποίησης στις πρώτες δεκαετίες του. Η κρίση της ασφάλειας, με τα γεγονότα της διεθνούς τρομοκρατίας (από τους δίδυμους πύργους κι έπειτα) οδήγησε άμεσα στις αντιδράσεις τύπου Patriot Acts και Γκουαντάναμο, που καθιέρωσαν τη «νομιμότητα» περιορισμών κατά το δοκούν σε θεμελιώδη δικαιώματα και δικαιολόγησαν ακόμη και την παρουσία στρατού στις πόλεις της Δύσης. Η κρίση της οικονομίας που ακολούθησε, σήμαινε ένα «γλίστρημα» πιο κάτω: την ουσιαστική αναίρεση του συνταγματισμού σε κράτη που βρέθηκαν στη δίνη της, μέσω της μετατροπής των συνταγμάτων από σύνολα δεσμευτικών νόμων σε φιλολογικά πονήματα που προσφέρονται για πολιτική ρητορική. Σε αρκετές χώρες της ΕΕ αυτό σήμαινε τη μόνιμη υποκατάσταση εξωθεσμικών τεχνοκρατικών εξαμβλωμάτων (τύπου Eurogroup, Euro Working Group κ.ο.κ) στη θέση συνταγματικών οργάνων, που διευκόλυνε το διευρυνόμενο δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης.
Η τρίτη κρίση, αυτή της πανδημίας, εντείνει αυτή τη δίνη του slippery slope, φτάνοντας να αγγίξει την ίδια την προϋπόθεση του συνταγματισμού: την ανθρώπινη αξία. Η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών έχει ανοίξει ακριβώς αυτό το θέμα.
Η πρόσφατη νομοθέτηση στη χώρα μας της υποχρεωτικότητας για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες πέρα από μια ηλικία, δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Ένα άλλο slippery slope, εντοπισμένο ειδικά στο συγκεκριμένο μέτρο, είχε ξεκινήσει από την αρχή του καλοκαιριού. Βασισμένη σε μια σύσταση της Επιτροπής Βιοηθικής, που έκανε λόγο για «υποχρεωτικό εμβολιασμό» συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων χωρίς κυρώσεις[2], η Πολιτεία «γλίστρησε» λίγο πιο κάτω, αποδεχόμενη μεν το σκεπτικό της σύστασης αυτής, αλλά επιβάλλοντας και μια κύρωση: τη στέρηση του μισθού σε όσους δεν συμμορφωθούν. Τώρα, αντιμετωπίζουμε κάτι περισσότερο: την καθιέρωση γενικής υποχρέωσης, ανεξάρτητα από επαφή με ευάλωτους πολίτες, και επί πλέον την κύρωση του μηνιαίου προστίμου για όσους δεν συμμορφώνονται. Τα τελευταία επεισόδια είναι που θέτουν ευθέως θέμα σεβασμού στην ανθρώπινη αξία.
Ας θυμηθούμε τα βασικά. Αφ’ ενός, η προστασία της δημόσιας υγείας προβλέπεται συγκεκριμένα στο Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Οι μέθοδοι αυτής της προστασίας προβλέπονται επίσης και αφορούν -πέρα από την υποχρέωση του κράτους να ενισχύει το εθνικό σύστημα υγείας (πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας, στελέχωση νοσοκομείων κ.λπ.) στο πλαίσιο του κοινωνικού δικαιώματος του άρθρου 21 παρ. 3 Σ.- περιορισμούς στο δικαίωμα της κίνησης και στο δικαίωμα της εργασίας (δυνατότητα επίταξης υπηρεσιών). Μέσω του θεσμού της κατάστασης πολιορκίας (και μόνον) είναι δυνατόν να προβλεφθούν περιορισμοί και σε άλλα δικαιώματα. Οι γνωστοί όροι «περιορισμών των περιορισμών» ισχύουν και εδώ, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, καθώς δεν προβλέπεται καμία σχετική διάκριση. Αφ’ ετέρου, η αναγκαία συναίνεση ύστερα από ενημέρωση για οποιαδήποτε ιατρική πράξη αναγνωρίζεται ως δικαίωμα χωρίς εξαιρέσεις ρητά από τον Χάρτη της ΕΕ (άρθ. 3 παρ. 2 α) και τη Σύμβαση του Οβιέδο (άρθ. 5 επ.), υπονοείται δε στο Σύνταγμα με την κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος στην υγεία (άρθ. 5 παρ. 5)[3].
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, στο ανώτερο επίπεδο της έννομης τάξης μας, έχουν προβλεφθεί συγκεκριμένα περιθώρια δράσης του κράτους για την προστασία της δημόσιας υγείας. Το ερώτημα που τίθεται, είναι αν -υπό οποιαδήποτε έννοια- στα περιθώρια αυτά πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη δυνατότητα σχετικοποίησης του δικαιώματος της συναίνεσης, ώστε να δικαιολογήσουμε την υποχρεωτική επιβολή οποιωνδήποτε ιατρικών πράξεων, υπό την απειλή κάποιου «κακού» για όποιον δεν συμμορφώνεται (από τα πρόστιμα, μέχρι τη στέρηση των βιοτικών πόρων ή την απόλυση από την εργασία ή την αδυναμία έκδοσης φορολογικής ενημερότητας, κ.ο.κ).
Η απάντηση είναι αρνητική για έναν λόγο: διότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί διάσταση του αυτοπρόσωπου ελέγχου του σώματος ή αλλιώς της «βιολογικής» μας αυτονομίας. Ο αυτοπρόσωπος έλεγχος του σώματος, όμως, είναι η βάση της έννοιας της ανθρώπινης αξίας. Πράγματι, η έννοια αυτή αποκλείει τη μεταχείριση ενός προσώπου ως απλού μέσου για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού. Τέτοιου είδους εργαλειοποίηση ενός προσώπου έχουμε οπωσδήποτε (αν όχι αποκλειστικά), όταν χάνεται ο αυτοπρόσωπος έλεγχος του σώματος, όταν ετεροκαθοριζόμαστε ως φυσικοί οργανισμοί. Αυτός είναι ο λόγος που ιστορικά καταδικάσθηκε η δουλεία, η θανατική ποινή και η υποβολή σε βασανιστήρια. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο αναγνωρίσθηκε η νόμιμη διακοπή της εγκυμοσύνης και, μαζί με τις αποφάσεις των Δικών της Νυρεμβέργης, ο ομώνυμος Κώδικας, που για πρώτη φορά διακήρυξε το δικαίωμα της συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση ως αναγκαία προϋπόθεση κάθε ιατρικής πράξης (ύστερα από την εμπειρία των ιατρικών πειραμάτων σε αιχμάλωτους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης). Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι πρακτικές εξευτελισμού της ανθρώπινης αξίας επικαλούνταν -για αιώνες, ορισμένες- κάποιο δημόσιο «καλό» (την οικονομία, τη δικαιοσύνη, την επιστήμη, κ.λπ.). Έθιγαν, όμως, όλες το θεμέλιο μιας ελεύθερης κοινωνίας και γι’ αυτό έπρεπε να περιμένουμε τις μεγάλες Επαναστάσεις του 18ου αιώνα για να αρχίσουμε να τις αμφισβητούμε.
Ο άμεσος έλεγχος του σώματος από το ίδιο το πρόσωπο είναι επομένως απόλυτη αξία σε μια δημοκρατική κοινωνία: δεν σχετικοποιείται, δεν σταθμίζεται, δεν περιορίζεται[4], αν θέλουμε να διατηρήσουμε την αναγκαία προϋπόθεση κάθε νομικά επιτρεπτής σχετικοποίησης, στάθμισης ή περιορισμού άλλων αξιών. Γι’ αυτό κάνουν λάθος όσοι προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή κατά της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στη βάση της αρχής της αναλογικότητας. Γιατί η αρχή αυτή προϋποθέτει οπωσδήποτε τη δυνατότητα σχετικοποιήσεων, άρα και την πιθανότητα εργαλειοποίησης του ανθρώπινου σώματος, έστω υπό προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, η αρχή της αναλογικότητας (όπως και ο σεβασμός του «πυρήνα» των δικαιωμάτων) έχει νόημα μόνον όπου δεν αμφισβητείται η ανθρώπινη αξία: αλλιώς, «υπό προϋποθέσεις», θα μπορούσε να τεθεί ολόκληρο το Σύνταγμα υπό αίρεση…
Το επόμενο επεισόδιο του νομοθετικού slippery slope ίσως είναι ακόμη πιο ζοφερό, αυτή τη φορά για την εποχή μετά την πανδημία. Αν η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών θεωρηθεί συνταγματικά αποδεκτή, το κράτος θα έχει καθιερωθεί ως ο αυθεντικός «προστάτης» της υγείας όλων μας. Μια τέτοια εκτροπή προς τον πατερναλισμό, ενδεχομένως να σημάνει το τέλος του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία. Αδύναμα συστήματα υγείας (όπως αυτά της Ν. και Α. Ευρώπης), που δεν υποστηρίζονται πλέον από επαρκή έσοδα της δημόσιας ασφάλισης, θα βρουν διέξοδο στον κρατικό πατερναλισμό, «επιλέγοντας» ποιους πολίτες θα εξυπηρετήσουν, με προτεραιότητα όσων συμμορφώνονται σε κρατικές υποδείξεις «υποχρεωτικής» πρόληψης ή «υγιεινής ζωής». Τότε, η εποχή της υγειονομικής φροντίδας μόνον εκείνων που αναμένεται να ζήσουν «αρκετά» και «καλά» χρόνια[5], δεν θα είναι μακριά.
Δεν προξενεί εντύπωση ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη σαν η «λυδία λίθος» της πανδημίας, παρά το ότι τα διαθέσιμα εμβόλια γνωρίζουμε πια ότι προστατεύουν (σε κάποιο βαθμό) μόνον τον εαυτό μας και όχι τους δίπλα μας. Κι όμως, ακόμα και αυτό είναι σημαντικό για τις κυβερνήσεις, αλλά και τα περισσότερα κόμματα εξουσίας ανεξαρτήτως απόχρωσης: γιατί, τουλάχιστον, έτσι δεν θα εξακολουθήσει η «πίεση» στα συστήματα υγείας, που απαιτεί -δυστυχώς, για οποιονδήποτε κυβερνώντα- «μη παραγωγικές» επενδύσεις σε υποδομές και προσωπικό.
Είναι άραγε αυτό το τελευταίο ένας στόχος «προστασίας της δημόσιας υγείας»; Θα ήταν ασφαλώς, αν δεχόμαστε το ίδιο π.χ. για την πίεση του σωφρονιστικού συστήματος και αποφασίζαμε να στείλουμε φυλακισμένους ή υποδίκους σε ξερονήσια… Μια «ολισθηρή πλαγιά» χωρίς τέλος…
[1] W. Van Der Burg, The Slippery Slope Argument, Ethics 102, 1991, σ. 42 επ.
[2] Με μόνη συνέπεια, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, την αλλαγή θέσης στην εργασία, ώστε να αποφεύγεται η επαφή με ευάλωτους ασθενείς.
[3] Σε διαφορετική περίπτωση, το «δικαίωμα» θα μετατρεπόταν σε υποχρέωση.
[4] Γι’ αυτό δεν έχει εφαρμογή ως προς το δικαίωμα της συναίνεσης σε ιατρικές πράξεις η γενική επιφύλαξη υπέρ της δημόσιας υγείας που προβλέπει η Σύμβαση του Οβιέδο (άρθ. 26).
[5] Στο πρότυπο των μοντέλων QUALYs που εφαρμόζει το ιδιωτικό ασφαλιστικό σύστημα στις ΗΠΑ. Η ανάπτυξη εφαρμογών της Γενετικής στην προληπτική ιατρική μπορεί εύκολα να εκτραπεί προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν ληφθούν εγκαίρως κατάλληλα νομοθετικά μέτρα.