του Διονύση Περδίκη
“Ειδικά σήμερα ζούμε μια νέα ιστορική περίοδο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, την περίοδο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στην ίδια την δομή αυτών των κοινωνιών. Η εξάρτηση και της χώρας μας από τις Δυτικές μητροπόλεις περνάει όχι μόνο, και όχι κυρίως, μέσα από την ξένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία, όσο από τα δάνεια, το ξεπούλημα των επιχειρήσεων στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την υποταγή της χώρας σε ένα νέο ληστρικό καταμερισμό εργασίας. Η εξάρτηση, δηλαδή, πολύ περισσότερο από χθες, δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, ένα καρκίνωμα του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά οργανικό στοιχείο, εδραιωμένο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Η σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική πάλη, αποκτά νέο ποιοτικά περιεχόμενο.”
αναδημοσίευση συνέντευξης του Γ. Γράψα στο ΠΡΙΝ, 15/01/2017 (τονισμός δικός μας)
“[…], σήμερα, έχουμε μια πρωτοφανή επίθεση του ιμπεριαλισμού σε βάρος του εργαζόμενου λαού.
[…] Το καινούριο αυτής της επίθεσης είναι ότι αυτή δεν περιορίζεται στην εργατική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα κοινωνικά στρώματα.
Ετσι, την επίθεση αυτή την υφίστανται όλοι οι εργαζόμενοι, τα μικρομεσαία αστικά στρώματα, οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι διανοούμενοι κλπ.
Και βλέπουμε, το ιστορικά, ίσως, πρωτοφανές, η «νέα τάξη» να έχει ρίξει στο ίδιο χαράκωμα τους εργάτες, τους υπάλληλους, τους βιοτέχνες, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες, τους καλλιτέχνες κ.ά. Δηλαδή, την πλειοψηφία των κοινωνικών στρωμάτων.
Αυτή ακριβώς η ιστορική συγκυρία κάνει αναγκαία, όσο και δυνατή, τη δημιουργία του λαϊκού μετώπου, που διακηρύσσει το Κόμμα μας, ενός μετώπου, όχι μόνο διαμαρτυρίας, αλλά και εξουσίας.”
Στο παρόν άρθρο καταθέτουμε μερικές σκέψεις γύρω από τη σύγχρονη στρατηγική και τακτική του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, με έμφαση στις κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες. Το Α’ Μέρος είναι μεθοδολογικό, ενώ στο Β’ Μέρος επικεντρώνουμε στον ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό.
Α’ Μέρος
Κομμουνιστές χωρίς Κόμμα;
Καταρχήν, χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι βασικές έννοιες της κομμουνιστικής πολιτικής, όπως «στρατηγική», «τακτική», «συμμαχίες» κοκ, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός επαναστατικού, εργατικού, κομμουνιστικού κόμματος, με χαρακτηριστικά όπως η μαζικότητα, οι στενοί δεσμοί με την εργατική τάξη και τον λαό, η δημοκρατική λειτουργία και ενότητα δράσης, δηλ. η ουσία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού κοκ. Χωρίς ένα τέτοιο κόμμα οι κομμουνιστές αδυνατούν να συνδέσουν διαλεκτικά τη θεωρία με την πράξη, και υπονομεύεται η όποια συζήτηση, η οποία αυτόματα αποκτά έναν πιο θεωρητικό χαρακτήρα. Δυστυχώς, σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και διεθνώς, το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε κρίση, και η συζήτηση αυτή λαμβάνει χώρα στα πλαίσια των προσπαθειών ανασυγκρότησής του.
Στρατηγική
Ως στρατηγική αντιλαμβανόμαστε τον σχετικά σταθερό πυρήνα της πολιτικής των κομμουνιστών, ο οποίος
(α) αφορά το είδος της εξουσίας (κυρίαρχη τάξη, βασικά καθήκοντα κοκ) στον οποίο αποσκοπούν οι κομμουνιστές, και τον γενικό τρόπο κατάκτησής της (μεταρρύθμιση ή επανάσταση, χαρακτήρας επανάστασης, κοινωνικές συμμαχίες κοκ),
(β) και καθορίζεται από τη βασική και κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση που διαπερνά κάθε εθνικό κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό.
Βασική αντίθεση
Η βασική αντίθεση ορίζεται στη βάση των κύριων τάξεων που αντιπαρατίθενται στην κοινωνία, και αυτές με τη σειρά τους, καθορίζονται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής. Στη σημερινή εποχή, σχεδόν σε όλες τις χώρες κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, και η βασική κοινωνική αντίθεση, στο πιο γενικό και αφηρημένο επίπεδο, είναι αυτή μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης.
Κυρίαρχη αντίθεση
Θα ορίσουμε την κυρίαρχη αντίθεση ως τη μορφή με την οποία εμφανίζεται η βασική αντίθεση σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και σε έναν συγκεκριμένο εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό. Προτείνουμε, λοιπόν, ότι η σχέση βασικής – κυρίαρχης αντίθεσης είναι μια σχέση αφηρημένου – συγκεκριμένου, και γενικού – ειδικού.
Έτσι, η βασική αντίθεση είναι η τελική αιτία της κυρίαρχης, ενώ σπάνια εμφανίζεται σε «καθαρή» μορφή στην ιστορική πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Από την άλλη, η κυρίαρχη αντίθεση απεικονίζει όλη την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας· είναι μια έννοια πλούσια σε προσδιορισμούς που σχετίζονται με τις επιμέρους κοινωνικές αντιθέσεις και το πως αυτές πηγάζουν από τη βασική αντίθεση, και συναρθρώνονται τόσο με αυτήν όσο και μεταξύ τους.
Η θέση μας αυτή διαφέρει από την αντίληψη που βλέπει τη βασική αντίθεση να εμφανίζεται σε «καθαρή» μορφή στην κοινωνική πραγματικότητα, δίπλα σε μια σειρά άλλων «δευτερευουσών» αντιθέσεων[1]. Αν αντιλαμβανόμαστε σωστά την αντίληψη αυτή, η «κυρίαρχη» αντίθεση αποκτά την έννοια της σημαντικότερης αντίθεσης ανάμεσα στο πλήθος των αντιθέσεων της πραγματικότητας, ταυτιζόμενη στην πράξη με τη βασική αντίθεση. Εδώ χάνεται η ιδιαίτερη σύνδεση της κυρίαρχης αντίθεσης με τη βασική (η μία ως η συγκεκριμένη, πολύπλοκη μορφή της άλλης, η άλλη ως η τελική αιτία της πρώτης), αλλά και με τις διάφορες επιμέρους, δευτερεύουσες, αντιθέσεις.
Η κυρίαρχη αντίθεση ως προς τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία
Εκκινούμε από την υπόθεση ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται στην υπερώριμη ή ύστερη φάση του διεθνοποιημένου κρατικο-μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού[2]. Αυτή η πρόταση προϋποθέτει μια συγκεκριμένη ιστορική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στη βάση της διαλεκτικής των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, και διαμεσολαβούμενη από την ταξική πάλη. Γενικά χαρακτηριστικά του σταδίου αυτού αφορούν στον έναν ή στον άλλο βαθμό (σχεδόν) όλα τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, ενώ άλλα εμφανίζονται ειδικά σε επιμέρους εθνικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς (βλ. επόμενη παράγραφο).
Στο παρόν άρθρο θα επικεντρώσουμε πολύ συνοπτικά στα εξής χαρακτηριστικά του σταδίου αυτού που σχετίζονται άμεσα με τη μορφοποίηση της κυρίαρχης αντίθεσης:
Α. Η αστική τάξη πολώνεται μεταξύ
– του μονοπωλιακού κεφαλαίου το οποίο χαρακτηρίζεται από
(α) το μέγεθός του (τα μεγαλύτερα μονοπώλια έχουν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από το ΑΕΠ πολλών κρατών), που συνεπάγεται ανάλογη οικονομική και πολιτική ισχύ,
(β) την κυρίαρχη θέση που κατέχει στις αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας (συμπεριλαμβανομένων του εμπορίου, της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και του χρήματος[3] κοκ), και ειδικότερα από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και αποκλειστικής εκμετάλλευσης επί φυσικών (γη, ορυκτά, ενέργεια κοκ), και κοινωνικών (επιστήμη, τεχνολογία, πολιτιστικά προϊόντα, εμπορικά σήματα κοκ) πόρων, και
(γ) τα συστηματικά υπερκέρδη (άνω του μέσου ποσοστού κέρδους), στη βάση μονοπωλιακών (τεχνολογικών, φυσικών, κοκ) προσόδων[4] που αποκομίζει,
– και του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο αντισταθμίζει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας και τη συστηματική «ληστεία», την οποία υπομένει από το μονοπωλιακό κεφάλαιο στη σφαίρα της διανομής της υπεραξίας, με αυξημένη εκμετάλλευση (υπερεκμετάλλευση) της εργασιακής δύναμης που απασχολεί.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, επομένως, η διάκριση αυτή εισχωρεί στο εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας[5], με τα μονοπώλια να αναλαμβάνουν τις πιο επικερδείς φάσεις της, και ειδικότερα αυτές κατά τις οποίες «παράγεται» η ιδιοκτησία επί των φυσικών (πχ ανακάλυψη νέων ενεργειακών πηγών), ή κοινωνικών (πχ καινοτομία, σχεδιασμός νέων προϊόντων κοκ) πόρων, και το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο να αναλαμβάνει την κατεξοχήν παραγωγή των εμπορευμάτων.
Το κεφάλαιο ως ιδιοκτησία είχε αρχίσει να διακρίνεται από τον ρόλο του στην παραγωγή ήδη από την εποχή που ο Μαρξ συνέγραφε το Κεφάλαιο. Ωστόσο, από τη στιγμή που και η ίδια η παραγωγική διαδικασία πλέον πολώνεται στη βάση του ως άνω καταμερισμού εργασίας, αναδεικνύεται το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που συγκεντρώνει την ιδιοκτησία ή/και τον έλεγχο επί των σημαντικότερων φυσικών και κοινωνικών πόρων, δηλ. το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ως η ηγεμονική μερίδα τόσο εντός του κεφαλαίου, όσο και γενικότερα στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατική κοινωνία, παρόλο που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ίδια την παραγωγή των τελικών εμπορευμάτων, δηλ. των μέσων παραγωγής και κατανάλωσης.
Β. Η εργατική τάξη επίσης πολώνεται ακολουθώντας τον παραπάνω καταμερισμό εργασίας, εφόσον αυτός καθορίζει πλέον την ίδια την κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας,
– σε επιστημονική, τεχνολογική, πολιτιστική κοκ, κατεξοχήν δημιουργική, δηλ. άμεσα κοινωνική, καθολικού τύπου εργασία, η οποία συνήθως προηγείται της παραγωγής εμπορευμάτων[6], και
– σε εκτελεστική εργασία που παράγει τα τελικά εμπορεύματα.
Η πρώτη απαιτεί εργασιακή δύναμη μεγαλύτερης αξίας από τη δεύτερη, διότι απαιτεί αυξημένη -ποσοτικά και ποιοτικά- κατανάλωση, και γενικότερα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, ελεύθερου χρόνου κοκ, για να μπορεί να διεξάγει τη δημιουργική, εξαιρετικά σύνθετη εργασία στην οποία απασχολείται. Μάλιστα, η αξία αυτή συμπεριλαμβάνει και αναπαραγωγικά κόστη που σε μεγάλο τους μέρος δεν προσφέρονται ως εμπορεύματα, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, κοκ, και χρηματοδοτούνται από την κρατική φορολογία και οργανώνονται από το κράτος.
Επιπλέον, η εργασία αυτή κατέχει μια τέτοια θέση στην παραγωγή, και χαρακτηρίζεται από τέτοια σχέση μεταξύ προσφορά και ζήτησης, ώστε να βρίσκεται και σε ευνοϊκή θέση στην ταξική πάλη. Έτσι, κατά κανόνα επιτυγχάνει και μια ανώτερη τιμή της εργασιακής της δύναμης, πέραν και από την ελάχιστη απαραίτητη κατανάλωση για την αναπαραγωγή της.
Το αντίθετο συμβαίνει με την εκτελεστική εργασία. Η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που χαρακτηρίζεται από
(α) τον συνδυασμό γεωγραφικής επέκτασής του σε όλον τον κόσμο,
(β) και αυξανόμενης αυτοματοποίησης, δηλ. αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου (δηλ. μείωση της άμεσης, ζωντανής εργασίας),
(γ) αλλά και η προοδευτική ενσωμάτωση των δεξιοτήτων -χειρωνακτικών και διανοητικών- των εργαζομένων στις μηχανές,
την καθιστά όλο και πιο πλεονάζουσα, όλο και πιο αδύναμη στην ταξική πάλη, και εν τέλει, όλο και πιο σκληρά εκμεταλλευόμενη[7].
Γ. Όσον αφορά τα ενδιάμεσα στρώματα, παρατηρείται η σμίκρυνση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης της πόλης και του χωριού, και η ανάδυση της νέας μικροαστικής τάξης των επιστημόνων, επαγγελματιών κοκ, που είτε είναι αυτοαπασχολούμενοι, είτε είναι μισθωτοί και κατέχουν διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, ή στο κράτος[8]. Επιπλέον, αυξάνονται τα τμήματα της μισθωτής εργασίας που δεν απασχολούνται παραγωγικά[9] (δηλ. με την έννοια της παραγωγής αξίας), όπως πχ στο κράτος, στο εμπόριο, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις νομικές, λογιστικές και άλλες σχετικές υπηρεσίες, στη διαφήμιση και στο μάρκετινγκ κοκ.
Σε μεγάλο βαθμό, δηλ. τα ενδιάμεσα αυτά στρώματα επίσης συμπεριλαμβάνονται στη μισθωτή εργασία. Μάλιστα, η αναπαραγωγή τους περνάει σε μεγάλο βαθμό από παρόμοια κατανάλωση, συνθήκες διαβίωσης και εργασιακής δραστηριότητας, και εξάρτησης από τον κρατικό – μη εμπορευματικό- τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής (εκπαίδευση, υγεία κοκ), με το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης.
Δ. Τέλος, εμφανίζονται νέες μορφές (υπερ)εκμετάλλευσης της κοινωνίας και της φύσης πέραν της μισθωτής εργασίας, με υποκείμενο το μονοπωλιακό κεφάλαιο, είτε άμεσα, είτε μέσω του κράτους, τις οποίες υπομένει το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας, όπως η εκποίηση δημοσίου πλούτου και της φύσης (με αποτέλεσμα την καταστροφή της), η «περίφραξη κοινών αγαθών» του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως της επιστήμης και της τεχνολογίας[10] κοκ.
Παίρνοντας όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά μαζί, συμπεραίνουμε ότι η σύγχρονη κυρίαρχη αντίθεση θέτει από τη μια το μονοπωλιακό κεφάλαιο και από την άλλη το σύνολο σχεδόν του εργαζόμενου -κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, με σχέσεις μισθωτής εργασίας- λαού, κατά μήκος ενός άξονα που στο ένα του άκρο έχει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και στο άλλο την υπερεκμεταλλευόμενη εργασία.
Η κυρίαρχη αντίθεση ως προς τον συγκεκριμένο εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό
Τα παραπάνω ισχύουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό, με τη μια ή την άλλη ιδιαίτερη μορφή, στο σύνολο σχεδόν των καπιταλιστικών κρατών. Ωστόσο, ο ως άνω καταμερισμός εργασίας έχει και μια έντονη διεθνή διάσταση. Η μονοπωλιακή ιδιοκτησία του κεφαλαίου συγκεντρώνεται στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ως ένα συγκεκριμένο ιστορικό αποτέλεσμα.
Σε αντιστοιχία με αυτήν, ως αποτέλεσμά της, και, ταυτόχρονα, παράγοντα της συστηματικής αναπαραγωγής της διάκρισης αυτής, η πολιτική ισχύς συγκεντρώνεται σε «μια χούφτα» ιμπεριαλιστικές χώρες, λίγο πολύ τις G7, με την ηγεμονία των ΗΠΑ επί αυτών, οι οποίες καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται (προσπορίζονται εισοδήματα από) σχεδόν όλον τον υπόλοιπο κόσμο[11].
Αντίστροφα, η υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, και η καταστροφή της φύσης μέσω της υπερεκμετάλλευσής της, παρατηρούνται κυρίως στις εκμεταλλευόμενες, καταπιεζόμενες, «αναπτυσσόμενες» χώρες.
Μάλιστα, στη σύγχρονη διεθνοποιημένη αγορά, η διάκριση αυτή είναι, όπως είδαμε και παραπάνω, εσωτερική της παραγωγικής διαδικασίας, ως ένας καταμερισμός εργασίας, στη βάση διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής και μεταφοράς υπεραξίας.
Επομένως, μια σημαντική πλευρά της κυρίαρχης αντίθεσης, όπως αυτή εξειδικεύεται σε κάθε εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, αφορά τη θέση του στη διεθνή αγορά και στην «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», δηλ. το ιμπεριαλιστικό σύστημα των διακρατικών σχέσεων, και ειδικότερα, από το αν αποτελεί μιας από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, ή, όπως είναι και το πιθανότερο, μια από τις καταπιεζόμενες, εκμεταλλευόμενες, με μια λέξη, εξαρτημένες χώρες.
Η τακτική των κομμουνιστών, ή ο δυναμικός χαρακτήρας της κομμουνιστικής πολιτικής.
Έχοντας καθορίσει τις πλευρές της κομμουνιστικής στρατηγικής, μπορούμε να αντιληφθούμε την τακτική ως την ευέλικτη πλευρά της κομμουνιστικής πολιτικής. Εάν η στρατηγική είναι ο «Βορράς» της κομμουνιστικής πολιτικής, η τακτική μοιάζει με μια πυξίδα που δείχνει προς στην κατεύθυνση στην οποία πρέπει να πάμε, εκκινώντας κάθε φορά από μια διαφορετική θέση, στην οποία μπορεί να έχουμε περιέλθει ως αποτέλεσμα της πραγματικής ταξικής πάλης, πέραν των σχεδιασμών και της παρέμβασης του κομμουνιστικού κινήματος. Η φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ύφεσης ή κρίσης, ο πόλεμος ή η ειρήνη, η δημοκρατική ομαλότητα ή η φασιστική εκτροπή, οι ερχόμενες από το μέλλον φυσικές καταστροφές όπως η τρέχουσα πανδημία, απαιτούν ακόμη και ριζικές ή και απότομες αλλαγές της πολιτικής των κομμουνιστών για να εξυπηρετηθεί η -σε γενικές γραμμές- σχετικά σταθερή στρατηγική.
Αποτελεί επιστήμη και τέχνη ο καθορισμός και η ιεράρχηση των πολιτικών καθηκόντων των κομμουνιστών σε κάθε φάση του αγώνα, εκκινώντας από εποχές υποχώρησης του κινήματος, όπως η σημερινή, μέχρι και την κορύφωση της επαναστατικής διαδικασίας, η οποία και αυτή με τη σειρά της μπορεί να είναι ένα έργο με δραματικές στροφές.
Με αυτήν την έννοια, δεν υπάρχουν πολλές έτοιμες «συνταγές επαναστατικής τακτικής» με απόλυτη ισχύ[12], ενώ η ιστορική εμπειρία πρέπει να υπόκειται στη βάσανο της θεωρητικής επεξεργασίας, κι όχι σε εργαλειακή χρήση, προκειμένου να αξιοποιείται στον σχεδιασμό της τακτικής, και γενικότερα της πολιτικής των κομμουνιστών.
Ο κοινοβουλευτικός αγώνας
Αυτά ισχύουν ιδιαίτερα και για τον συνδυασμό των κοινοβουλευτικών και μη κοινοβουλευτικών μορφών πάλης, συμπεριλαμβανομένης της διεκδίκησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ή της συμμετοχής ή στήριξης σε μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Πρόκειται για μια συζήτηση που κακώς βρίσκεται στο κέντρο των προβληματισμών των …εξωκοινοβουλευτικών κατά τα άλλα οργανώσεων της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, ένα μάλλον ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο με ιστορικές ρίζες στις διασπάσεις του ΚΚΕ το 1990. Κάποιες από αυτές τις οργανώσεις αναγορεύουν τέτοια ζητήματα σε ζητήματα στρατηγικής, με αποτέλεσμα αυτά να αποκτούν ταυτοτικό χαρακτήρα για τη συγκρότησή τους.
Οι πολιτικές συμμαχίες
Αντίστοιχα ισχύουν και για τις πολιτικές συμμαχίες που αποτελούν αναγκαίο κομμάτι της τακτικής και καλούνται να υποστηρίξουν τις κοινωνικές συμμαχίες που αποτελούν μέρος της στρατηγικής. Σε αυτές οι κομμουνιστές δεν μπορούν να απαιτούν τη συμφωνία με πλευρές της στρατηγικής τους, όπως για τη φύση της εξουσίας ή το δρόμο προσέγγισής σε αυτήν, και αντίστοιχα για το καπιταλιστικό κράτος και τον ρόλο του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης σε αυτό, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για μη κομμουνιστικές, μη επαναστατικές, πολιτικές δυνάμεις. Μια τέτοια απαίτηση, όπως και η απαίτηση για εκ των προτέρων ηγεμονία σε μια συμμαχία, χωρίς να έχει κερδηθεί μέσα από την πρωτοπόρα δράση στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, στην πράξη καταργούν τη δυνατότητα πολιτικών συμμαχιών, και εν τέλει θέτουν ανυπέρβλητα εμπόδια τόσο για τις κοινωνικές συμμαχίες, όσο και για την ενότητα της εργατικής τάξης.
Αντίθετα, χρειάζεται σε κάθε φάση της ταξικής πάλης να βρίσκεται εκείνη η προγραμματική πρόταση που μπορεί να προωθήσει τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και να εξυπηρετήσει τη στρατηγική των κομμουνιστών.
Β’ Μέρος
Η κυρίαρχη αντίθεση ως προς τον ελληνικό εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό
Στη βάση των μεθοδολογικών παραδοχών και συστήματος εννοιών του Α’ Μέρους, μπορούμε να περιγράψουμε συνοπτικά την κυρίαρχη αντίθεση για τον ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, ως αντίθεση που
- από τη μια θέτει την ολιγαρχία του μονοπωλιακού, (φιλο)ιμπεριαλιστικού, ξένου και ελληνικού, μεγάλου κεφαλαίου,
- και από την άλλη, τη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, με την υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και προσφύγων, να βρίσκεται στο εκμεταλλευόμενο αυτό άκρο της αντίθεσης.
Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση
Σημαντική πλευρά της αντίθεσης αυτής είναι η εξάρτηση του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού και κράτους από τον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ως προς την πολιτική και στρατιωτική πλευρά, και την ΕΕ (Γερμανία) ως προς την οικονομική. Η εξάρτηση αυτή εδράζεται στη διείσδυση του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία και στη σύμπραξή του με την ντόπια ολιγαρχία. Μάλιστα, ως αποτέλεσμα της κρίσης και της ουσιαστικής χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους (άλλη μία στην ιστορία του…), η εξάρτηση αυτή έχει βαθύνει όσο, ίσως, ποτέ στη μέχρι τώρα ιστορία του, ώστε να μη διαφαίνεται πλέον καμία μερίδα της αστικής τάξης που να τολμά έστω να διανοηθεί μια περισσότερο αυτόνομη πορεία.
Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ συνοδεύεται από μηχανισμούς, υλικούς και συνειδησιακούς, ενσωμάτωσης σημαντικού μέρους των λαϊκών στρωμάτων στην ιμπεριαλιστική στρατηγική, όπως η μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων -ειδικά νέων και ειδικευμένων- στις χώρες της ΕΕ και γενικότερα της ιμπεριαλιστικής, ανεπτυγμένης Δύσης, οι διάφορες χρηματοδοτήσεις ευρωπαϊκών προγραμμάτων, και η ενσωμάτωση εμπορικών επιχειρήσεων ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, σε διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής, οι οποίες απαιτούν «ειρηνικές» σχέσεις με τις χώρες αυτές. Αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλούμε για την ΕΕ ως ένα «προνομιακό πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης», εξ’ αιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, ωστόσο πρέπει να λαμβάνονται αυτοί οι μηχανισμοί υπόψη στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης του ελληνικού λαού, και ειδικότερα, ως εμπόδια στην αυθόρμητη ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής συνείδησης.
Τα μικρομεσαία, ενδιάμεσα στρώματα
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού είναι η επιβίωση πολυάριθμων ακόμη στρωμάτων της παλιάς μικροαστικής τάξης, που αθροίζονται στα αναπτυσσόμενα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης: μισοπρολετάριοι, αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα ακόμη πιο μικρές συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Βέβαια, η τρέχουσα κρίση επιφέρει ήδη ένα συντριπτικό χτύπημα σε αυτά τα στρώματα. Επιπλέον, όμως, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα – συνήθως με ενδιάμεσο σταθμό την ανεργία… – μεταξύ των στρωμάτων αυτών, μεικτές οικογένειες κοκ.
Μαζί με την πολυδιάσπαση της ίδιας της εργατικής τάξης (ειδικευμένη-ανειδίκευτη, χειρωνακτική-διανοητική, παραγωγική-μη παραγωγική, διευρυμένη-απλή αναπαραγωγή, δημόσιος-ιδιωτικός τομέας, ντόπια-μεταναστευτική/προσφυγική, κοκ), τις ποικίλες σχέσεις εργασίας ακόμη και στην ίδια επιχείρηση, την “ευέλικτη” και ασταθή εργασία, κοκ, διαμορφώνεται ένα τοπίο ταυτόχρονων προκλήσεων τόσο για την ίδια την ενότητα της εργατικής τάξης, όσο και για τις συμμαχίες της με συγγενή της κοινωνικά στρώματα, με τις δύο αυτές προκλήσεις να μην έχουν σαφή όρια ανάμεσά τους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μελέτη του Γ. Οικονομάκη και των συνεργατών του για το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ[13], η οποία καταγράφει ένα ποσοστό κάτω του 20% της απασχόλησης για τον στενό πυρήνα της εργατικής τάξης που εργάζεται σε παραγωγικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, δηλ. αυτές που πραγματοποιούν διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή (κατά προσέγγιση από περίπου 10 εργαζομένους και πάνω για την Ελλάδα).
Την πραγματικότητα αυτή φαίνεται να αγνοούν αντιλήψεις που ρέπουν προς τον εργατισμό και υποτιμούν τη σημασία των κοινωνικών συμμαχιών και τις άλλες συνεπαγόμενες περιπλοκότητες της διαμόρφωσης της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (βλ, παρακάτω σχετικά).
Ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα και οι κοινωνικές συμμαχίες
Στη βάση της ως άνω κυρίαρχης αντίθεσης, μπορούμε να καθορίσουμε και τον χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, ο οποίος περιλαμβάνει τις βασικές κοινωνικές τάξεις και στρώματα που θα αποτελέσουν το ιστορικό της υποκείμενο, και τα βασικά της καθήκοντα.
Προτείνουμε ότι η επανάσταση αυτή
- θα είναι εργατική, σοσιαλιστική,
- θα τη φέρουν εις πέρας η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι από τις τάξεις του εργαζόμενου λαού, και
θα θέσει ως πρώτο και βασικό της καθήκον
- την απαλλοτρίωση του συγκεντρωμένου, μονοπωλιακού κεφαλαίου, προκειμένου να εκκινήσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού (ως πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας),
- σε συνδυασμό με την οργάνωση του μικρομεσαίου κεφαλαίου σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς,
- ενταγμένους στον κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό υπό εργατικό και λαϊκό έλεγχο,
- καθώς και το σπάσιμο των δεσμών της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, υποταγής και εκμετάλλευσης, καταρχήν με την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, επιτυγχάνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού την ουσιαστική εθνική του ανεξαρτησία.
«Αντικαπιταλιστική» επανάσταση;
Εδώ χρειάζονται ορισμένες διευκρινίσεις. Υπάρχει μια τάση να καθορίζεται ο χαρακτήρας της επανάστασης διακρίνοντας πρώτα την πλευρά της άρνησης («αντικαπιταλιστική») και στη συνέχεια αυτή του θετικού προτάγματος («σοσιαλισμός-κομμουνισμός»). Θεωρούμε ότι αυτή η διάκριση αφορά περισσότερο διακρίσεις επί της υποκειμενικής αντίληψης για την επανάσταση εκ μέρους διαφορετικών πολιτικών κομμάτων κοκ, παρά τον αντικειμενικό καθορισμό του χαρακτήρα της.
«Αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή» επανάσταση ή «στάδια»;
Από άλλες πλευρές πάλι, γίνεται μια μηχανιστική σύνδεση της βασικής με την κυρίαρχη αντίθεση, ως αν να αποτελούν διαφορετικές αντιθέσεις, οι οποίες να αίρονται από διακριτά μεταξύ τους στάδια της επαναστατικής διαδικασίας.
Η σύγχυση προκύπτει στη βάση της ιστορικής εμπειρίας των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, οι οποίες έγιναν κατά κύριο λόγο σε χώρες και ιστορικές συγκυρίες, όπου υπήρχαν ευρεία, αν όχι πλειοψηφικά, μικροαστικά στρώματα του χωριού και της πόλης, κυρίως η αγροτική τάξη, δηλ. σε ιστορικές περιπτώσεις, όπου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμη απόλυτα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές η ταξική πάλη χαρακτηριζόταν από μια διάκριση στην ίδια τη βασική της αντίθεση, στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής.
Αυτή επηρέαζε τις κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες της εποχής, δίνοντας στην πολιτική των λαϊκών μετώπων τη μορφή της διαταξικής συμμαχίας μεταξύ εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων, με τους κομμουνιστές να επιδιώκουν την ηγεμονία της εργατικής τάξης μέσω της πρωτοπόρας δράσης τους. Οι επαναστάσεις αυτές πράγματι χρειάστηκαν να περάσουν από δύο στάδια, στο πρώτο από τα οποία η συμμαχία της εργατικής και της αγροτικής τάξης κατακτούσε την εξουσία, και στο δεύτερο -στις περιπτώσεις που έφτασε η επανάσταση σε αυτό- λυνόταν η αντίθεση μεταξύ της εργατικής και της αγροτικής τάξης.
Η μεγαλοφυία της λενινιστικής στρατηγικής ήταν ακριβώς η σύλληψη ότι η εργατική τάξη, αν και μειοψηφική, μπορούσε, και έπρεπε να τεθεί επικεφαλής όχι μόνο του δεύτερου, αλλά από το πρώτο στάδιο της επανάστασης. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να γίνει κατανοητή και να υποστηριχθεί και η στρατηγική του ΚΚΕ που οδήγησε στο μεγαλειώδες λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης, παρόλες τις λανθασμένες επιλογές στην κατάληξή της, οι οποίες οδήγησαν στο να χαθεί η εξουσία που είχε εν μέρει κατακτηθεί κατά την απελευθέρωση.
Όπως είδαμε, όμως, όλα αυτά δεν ισχύουν πλέον στη σημερινή εποχή. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κυριαρχεί παγκόσμια, και η κυρίαρχη αντίθεση της εποχής μας διαπερνά κυρίως τη μισθωτή εργασία (συμπεριλαμβανομένης της νέας μικροαστικής τάξης), με αποτέλεσμα το πρόβλημα της ενότητας της εργατικής τάξης, και αυτό των κοινωνικών της συμμαχιών να διαπλέκονται σε βαθμό που να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα, πλέον, και όλο και περισσότερο, εκκινώντας από τις μεταπολεμικές δεκαετίες της ταχύρρυθμης -αν και εξαρτημένης- καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η μηχανιστική αντίληψη της σχέσης βασικής και κυρίαρχης αντίθεσης οδηγεί σε δύο πιθανά λάθη, ως προς τον καθορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης.
Το ένα λάθος παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα της κυρίαρχης αντίθεσης, την ταυτίζει με τη βασική αντίθεση «κεφάλαιο – εργασία», και υποτιμά τη σημασία των κοινωνικών συμμαχιών, αλλά και το πως αυτές διαπλέκονται με την ίδια την ενότητα της εργατικής τάξης, πέφτοντας πολλές φορές στην παγίδα του εργατισμού. Η αντίληψη αυτή συνδυάζεται με την παραπάνω αντίληψη περί «αντικαπιταλιστικής» επανάστασης.
Εδώ παραβλέπεται ότι στη σημερινή εποχή τα ενδιάμεσα στρώματα νιώθουν πιο έντονα τον κίνδυνο του υποβιβασμού τους, της προλεταριοποίησής τους, της απώλειας της όποιας ιδιοκτησίας τους ή ευνοϊκής θέσης τους στην παραγωγή, ως μισθωτοί, παρά έχουν λόγους να ελπίζουν σε κοινωνική τους άνοδο και ένταξη στην αστική τάξη. Αυτό γίνεται πιο έντονο σε συνθήκες κρίσης, και σημαίνει ότι αυξάνεται η δυνατότητά αυτά τα στρώματα να υποστηρίξουν ή έστω να ανεχθούν την επανάσταση, ή έστω τις αρχικές της φάσεις, φτάνει η εργατική τάξη να τα προσεταιριστεί σε κάποιο βαθμό με την προοπτική της προστασίας τους από την επίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου που απειλεί την αναπαραγωγή τους (κάτι που κάνει πολύ καλά η φασιστική πολιτική από την πλευρά του μονοπωλιακού κεφαλαίου…). Από την άλλη, δεν φτάνουν να χαρακτηρίζονται και από ριζοσπαστική, επαναστατική, «εργατική» συνείδηση, ειδικά όσο απέχουμε από τις επαναστατικές συνθήκες. Επομένως, δε συμφέρει στο κομμουνιστικό κίνημα ούτε να αγνοεί τα στρώματα αυτά, ή να προκαταβάλει ότι στην επανάσταση θα τα έχει εναντίον του, ούτε να θεωρεί ότι μπορεί να τα εντάξει σε ένα πολιτικό κίνημα που σε μη επαναστατικές συνθήκες θα θέτει τον στόχο της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας…
Το άλλο λάθος, πολλές φορές ως αντανάκλαση ή και απάντηση στο πρώτο, υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής επανάστασης και αντίστοιχης εξουσίας, η οποία, κατακτώντας και την εθνική ανεξαρτησία, θα επιτρέψει το πέρασμα σε ένα δεύτερο στάδιο σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Με άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται την κυρίαρχη αντίθεση ως μια αντίθεση που αίρεται με διακριτό τρόπο, λογικά και χρονικά, από τη βασική.
Η αντίληψη αυτή «βιάζεται» να χαρακτηρίσει ως «επαναστάσεις» διαδικασίες σαν αυτές που λαμβάνουν χώρα στη Λατινική Αμερική ή να χαρακτηρίσει τις εξουσίες που προκύπτουν και διεκδικούν μια διευρυμένη εθνική ανεξαρτησία, ως «αντι-ιμπεριαλιστικές». Εδώ ταυτίζεται ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία στον οποία μπορεί να συμμετάσχει και η (μεγαλο)αστική τάξη υπό προϋποθέσεις και έως κάποιον βαθμό, με τον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα του οποίου υποκείμενο είναι ο λαός. Όμως, η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί μόνο μια πλευρά του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Ο τελευταίος προϋποθέτει τον αγώνα για την εξουσία, και εν τέλει την κατάκτησή της από τα λαϊκά στρώματα, και όχι από την ντόπια (μεγαλο)αστική τάξη ή τον συμβιβασμό με αυτήν. Διαφορετικά, καταλήγουμε σε παραλογισμούς που βλέπουν ακόμη και την ηγεσία της Ρωσίας ή του Ιράν ως αντι-ιμπεριαλιστές ηγέτες!
Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούν τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες των λαών, ακόμη και όταν διεξάγονται υπό αστική ηγεμονία, ως έναν συγκεκριμένο δρόμο, καταρχήν αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, και σε δεύτερο βαθμό, προσέγγισης της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι σύγχρονοι αυτοί αγώνες φαίνεται να έχουν σήμερα έναν ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο σε περιοχές του κόσμου όπως η Λατινική Αμερική ή η Μέση Ανατολή. Όμως, μια «αντι-ιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή» εξουσία, για να έχει στοιχειώδη σταθερότητα και να καταφέρει να ανασυγκροτήσει παραγωγικά μια χώρα, και όχι μόνο να πάρει μέτρα στη σφαίρα της διανομής, οφείλει να πάρει -κάλιο αρχύτερα παρά αργότερα- το δρόμο της μετάβασης στον σοσιαλισμό, επιτρέποντας στην εργατική τάξη και στον εργαζόμενο λαό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις συγκεντρωμένες παραγωγικές δυνάμεις.
Στην Ελλάδα, βέβαια, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δε διαφαίνεται καν μερίδα της αστικής τάξης η οποία έστω να διανοείται έναν τέτοιο εθνικό αγώνα. Σε κάθε περίπτωση, τα καθήκοντα της επανάστασης, όπως περιεγράφηκαν παραπάνω, αποτελούν ταυτόχρονα αντιμονοπωλιακά, αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα, αλλά και την πρώτη φάση και βασική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στα πλαίσια μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας με επιμέρους φάσεις, στροφές, άλματα και ενίοτε πισωγυρίσματα… Άλλωστε, τι καπιταλισμός είναι αυτός που απομένει σήμερα μετά την απαλλοτρίωση του συγκεντρωμένου, μονοπωλιακού κεφαλαίου, ακόμη και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα; Και ποια αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική εξουσία μπορεί να μακροημερεύσει χωρίς μια τέτοια απαλλοτρίωση; Αυτό δεν αποκλείει η προσέγγιση της επανάστασης να περάσει από δρόμους που θα έχουν κοινά στοιχεία με τις εμπειρίες των λαϊκών αγώνων πχ της Λατινικής Αμερικής.
Αντιμονοπωλιακή, Αντιιμπεριαλιστική, Δημοκρατική Μετωπική πολιτική: η αναγκαία πολιτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα
Ελπίζουμε ότι στη βάση των παραπάνω γίνεται περισσότερο σαφές γιατί ο Σύλλογός μας σε πρόσφατη ανακοίνωσή του[14] ισχυρίζεται ότι η α-α-δ-μ πολιτική είναι και σήμερα η αναγκαία πολιτική για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
«Αυτή η πολιτική
- συνδέει διαλεκτικά τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης με την τακτική και την καθημερινή πολιτική πρακτική, όπως και τις κινηματικές με τις κοινοβουλευτικές μορφές πάλης,
- διαπερνάει τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, καθορίζει τη γενική κατεύθυνση του πολιτικού προγράμματος στη βάση του οποίου αυτές συγκροτούνται,
- ενώ, υπό όρους και προϋποθέσεις, και σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, διεκδικεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση.
Η ΑΑΔΜ πολιτική είναι ο ειδικός τρόπος προσέγγισης της σοσιαλιστικής επανάστασης
- συγκεκριμένα για τον ελληνικό, εθνικό κοινωνικό σχηματισμό,
- για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο για την οποία θα ισχύουν τα ως άνω χαρακτηριστικά του, καθορίζοντας ανάλογα την κυρίαρχη αντίθεση που τον διαπερνά.
Η πολιτική αυτή θα ανταποκρίνεται στην κατά καιρούς συγκυρία μέσα από τις διαφορετικές πιο συγκεκριμένες μορφές στις οποίες θα μετασχηματίζεται, όπως πχ κατά τις επιμέρους ιστορικές φάσεις της ταξικής πάλης (από τη σημερινή περίοδο ύφεσης των αγώνων, στη μελλοντική ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, στην προεπαναστατική περίοδο, και εν τέλει κατά τις διάφορες φάσεις της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, ή σε περιόδους ειρήνης, πολέμου, αντιφασιστικού αγώνα κοκ).»
Διαφωνούμε με την αντίληψη που θεωρεί την α-α-δ-μ πολιτική απλά ως μια τακτική που αρμόζει σε ειρηνικές περιόδους που απέχουν από τις επαναστατικές συνθήκες. Μια τέτοια άποψη υποτιμά την πλευρά της κυρίαρχης αντίθεσης που συμπεριλαμβάνει τα ενδιάμεσα λαϊκά στρώματα. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, οι κοινωνικές συμμαχίες διαπλέκονται με το πρόβλημα της ενότητας της ίδιας της εργατικής τάξης, ειδικά ως προς την αντίθεσή τους με τα μονοπώλια, ενώ και οι δύο αυτές πλευρές είναι όλο και περισσότερο εσωτερικές της μισθωτής ή αυτοαπασχολούμενης εργασίας.
Αποκόβοντας την κυρίαρχη αντίθεση, με την έννοια που της δίνουμε εμείς, από τη βασική, ή διαφορετικά, ταυτίζοντάς τις, και επομένως στενεύοντας την έννοια της κυρίαρχης αντίθεσης, η άποψη αυτή αντιλαμβάνεται το πολιτικό υποκείμενο της επανάστασης, το «επαναστατικό μέτωπο» που θα άρει τη βασική αντίθεση, ως διακριτό από το α-α-δ μέτωπο (ως «τακτικής στο σήμερα») που ασχολείται με επιμέρους ή δευτερεύουσες αντιθέσεις σε μη επαναστατικές συνθήκες. Έτσι, η άποψη αυτή καταλήγει στην αντίληψη ότι ένα α-α-δ μέτωπο οδηγεί αναγκαστικά το πολύ σε μια «αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική» αλλαγή εξουσίας ή απλά κυβέρνησης[15], ενώ χρειάζεται κάποιο άλλο μέτωπο, το «επαναστατικό», με άλλα χαρακτηριστικά, αν και μάλλον ως εξέλιξη του «σημερινού» μετώπου, για να διεξάγει τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Εμείς συμφωνούμε με το δυναμικό χαρακτήρα των πολιτικών συμμαχιών, και επομένως και της μετωπικής πολιτικής (βλ. παραπάνω την παράγραφο περί τακτικής). Ωστόσο, ανάγοντας την α-α-δ-μ πολιτική απλά σε τακτική, η άποψη αυτή την εξαρτά υπερβολικά από την πολιτική συγκυρία, και έτσι αντικαθιστά την επιστημονική διάγνωση των σχετικά σταθερών πλευρών της που σχετίζονται με τη στρατηγική, με έναν πολιτικό αγνωστικισμό[16], ο οποίος μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης από τον οπορτουνισμό. Στο παρόν άρθρο επιχειρηματολογήσαμε γιατί μια τέτοια άποψη χαρακτηρίζεται από μια μάλλον μηχανιστική, παρά διαλεκτική, αντίληψη των κοινωνικών αντιθέσεων της εποχής μας, και ειδικότερα στη χώρα μας.
[1] Βλ. σχετικά το άρθρο του συντρόφου Γ. Αραβανή Ορισμένες σκέψεις για την τακτική, στην ιστοσελίδα του Εργατικού Αγώνα, και συγκεκριμένα την παράγραφο με τίτλο «Η βασική αντίθεση και οι δευτερεύουσες».
[2] Βλ. πιο αναλυτικά το υπό συνεχή επεξεργασία Κείμενο εργασίας για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού και το σύγχρονό του στάδιο και το Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, Ερνστ Μάντελ, μετ.-επιμ. Κ. Χατζηαργύρης, Εκδόσεις Gutenberg.
[3] Διαστάσεις του Ιμπεριαλισμού του Δολαρίου, Τόνι Νόρφιλντ, μετ. A. Ντα Κούνια Ντα Κώστα Ντίας, επιμ. Φ. Τσικριτέας
[4] Rigi J. (2014), Θεμελίωση μιας Μαρξιστικής Θεωρίας για την Πολιτική Οικονομία της Πληροφορίας: Εμπορικά Μυστικά και Πνευματική Ιδιοκτησία, η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας και η Εξαγωγή Φορο-Προσόδου, triple C, 12(2), 909-936, μετ. Δ. Περδίκης.
[5] Δομή και ουσία στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: Πρόσθετη υπεραξία και τα στάδια του καπιταλισμού, Άντι Χiγκινμπότομ, Journal of Australian Political Economy (70), σελ. 251-270, 2012, μετ. Δ. Μουστάκας, επιμ. Δ. Περδίκης.
[6] Delgado Wise R. & Crossa Niell M. (2021), Κεφάλαιο, Επιστήμη, Τεχνολογία: Η Ανάπτυξη των Παραγωγικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, Μηνιαία Επιθεώρηση, Μάρτιος 2021, μετ. Δ. Περδίκης.
[7] Smith J. (2018), Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση, Μηνιαία Επιθεώρηση, μετ. Άρης Ντα Κούνια Ντα Κώστα Ντίας, επιμ. Δ. Περδίκης.
[8] Βλ. παρακάτω στη σημείωση 13 για την ελληνική περίπτωση.
[9] Rotta Τ.Ν. (2018), Μη παραγωγική συσσώρευση στις ΗΠΑ: ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο, Cambridge Journal of Economics, 42(5), 1367–1392, μετ. Δ. Περδίκης.
[10] Ο Νέος Ιμπεριαλισμός, Ντέιβιντ Χάρβεϋ, Εκδ. Καστανιώτης, 2006.
[11] Ricci, A. (2018) Unequal Exchange in the Age of Globalization. Review of Radical Political Economics.
[12] Πχ βλ. το πρόσφατο άρθρο του Π. Μαυροειδή:
«Δε νοείται επομένως επαναστατικό πρόγραμμα χωρίς επαναστατική τακτική και πολιτική.»
Δε θα μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτήν τη φράση αν εννοούσε ότι πρέπει η τακτική των κομμουνιστών σε κάθε πολιτική συγκυρία να εξυπηρετεί την επαναστατική τους στρατηγική, κάτι που απαιτεί επί τούτου συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Δυστυχώς, όμως, μάλλον αναζητούνται σταθερά στοιχεία της τακτικής που να την καθιστούν «επαναστατική», με έμφαση στον κοινοβουλευτικό αγώνα.
Εξ’ άλλου, εμφανίστηκαν δύο άρθρα, τόσο από το χώρο του ΝΑΡ (Ν. Δραγανίγος, Τετράδια Μαρξισμού, τ. 02 Φθινόπωρο 2016), όσο και από το χώρο του ΚΚΕ (Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, ΚΟΜΕΠ), που αναφέρονται στην επαναστατική τακτική με αναφορές στον Λένιν, χωρίς, όμως, να μπορούν να παραθέσουν έστω ένα …τσιτάτο του Λένιν που να χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν!
[13] Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία, Γ. Οικονομάκης Γ. Ζησιμόπουλος, Δ. Κατσορίδας, Γ. Κoλλιάς και Γ. Κρητικίδης, Μελέτη για το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Νοέμβριος 2015.
[14] Ανακ/ση Συλ/γου Μαρξ/κής Σκέψης “Γ. Κορδάτος”: Για την ανασυγκρότηση του Κομμ. Κιν/τος στη χώρας μας και τον Συν/σμό Δράσης & Διαλόγου Κομμ. Δυνάμεων, 15/02/2021.
Βλ. αναλυτικότερα και τις Προγραμματικές κατευθύνσεις του συλλόγου διάδοσης μαρξιστικής σκέψης “Γ.ΚΟΡΔΑΤΟΣ”.
[15] Βλ. σχετικά την τοποθέτηση του συντρόφου Γ. Αραβανή στη διαδικτυακή παρουσίαση της προγραμματικής διακήρυξης του Εργατικού Αγώνα.
[16] Χαρακτηριστικά, ούτε στην πρόσφατη (Δεκέμβρης 2020) προγραμματική διακήρυξη του Εργατικού Αγώνα, ούτε στο Κείμενο Προγραμματικών Θέσεων (Μάης 2020) δεν αναφέρεται πλέον ο όρος του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, και αποφεύγεται η επιστημονική διάγνωση των πιο γενικών και σταθερών πλευρών του, αυτών δηλ. που σχετίζονται με τη διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική.