του Βασίλη Λιόση
Δημοσιεύτηκαν τα στοιχεία του ευρωβαρόμετρου σχετικά με τις απόψεις των Ευρωπαίων στην τρέχουσα συγκυρία. Τα στοιχεία δεν είναι απλώς εντυπωσιακά, αλλά συγκλονιστικά. Ας δούμε ορισμένα εξ αυτών.
- Το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι το νούμερο ένα πρόβλημα για τους πολίτες. Το 93% των Ευρωπαίων δηλώνει ανησυχία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα φτάνει το απόλυτο 100%!!! Πολύ δύσκολα θα βρει κάποιος τέτοια ποσοστά σε άλλες μετρήσεις (πιθανώς και να μην βρει).
- Η απειλή της φτώχιας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι το νούμερο 2 πρόβλημα για τους Ευρωπαίους με το ποσοστό 82% να δηλώνει την ανησυχία του. Για τους Έλληνες το ποσοστό αυτό φτάνει το και πάλι εντυπωσιακό 97%.
- Υπάρχει βεβαίως και η άλλη πλευρά. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 72% θεωρούν ότι η συμμετοχή στην ΕΕ έχει ωφελήσει τη χώρα τους και 62% βλέπουν την ΕΕ θετικά. Για την Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 65% και 43%.
Ορισμένα συμπεράσματα:
- Τα στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτησης αφού είναι δημοσιευμένα από το πέρα κάθε υποψίας ευρωβαρόμετρο και δεν αποτελούν προϊόν «κακόπιστων» και «γκρινιάρηδων» αριστερών.
- Όλα τα σημάδια βοούν. Βρίσκεται σε εξέλιξη μία υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Αυτή φάνηκε σε συναυλίες με τη συμμετοχή χιλιάδων νεολαίων και τα συνθήματα που ακούστηκαν αδιαμεσολάβητα, από το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών με τη ΔΑΠ να χάνει την πρωτιά έπειτα από περίπου τέσσερις δεκαετίες, από τις τελευταίες κινητοποιήσεις (επέτειος Πολυτεχνείου και πανελλαδική απεργία). Η δυσαρέσκεια αυτή αποτυπώνεται τώρα και στα δημοσκοπικά ευρήματα του ευρωβαρόμετρου.
- Διαχρονικά η εξασφάλιση του ψωμιού (με τη γενικότερη έννοια) είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας κοινωνικής δυσαρέσκειας και κοινωνικών εκρήξεων. Ασφαλώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ή να υποτιμάμε τα ζητήματα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας κ.ά.. Ωστόσο όταν μιλάμε για το «ψωμί» αναφερόμαστε στο υπόστρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με ποιο αυστηρούς όρους πολιτικής οικονομίας, μιλάμε για τη δυνατότητα ή μη της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης των εργαζομένων.
- Στη συγκεκριμένη φάση αναδεικνύονται τα χρόνια φληναφήματα της ΕΕ που τσάκισε τους λαούς με την πολιτική της δημοσιονομικής σταθερότητας προκειμένου ο πληθωρισμός να μην υπερβαίνει περισσότερο από 1,5% το μέσο όρο του πληθωρισμού των τριών χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη τιμών προϊόντων (στόχος Μάαστριχτ). Αυτή η εμμονική πολιτική (που δεν είναι απόρροια μιας κάποιας ψυχολογικής ιδιαιτερότητας αλλά στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου) κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος με τις σημερινές εξελίξεις.
- Στην Ελλάδα φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια και μετά την εφαρμογή των μνημονίων έχει διαμορφωθεί μία σταθερή αντι-ΕΕ συνείδηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέσω μνημονίων υπήρχε ισχυρό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία που υποστήριζε την έξοδο από την ΕΕ και έφτανε περίπου το 25% (πέρα βεβαίως από το ποσοστό που δήλωνε δυσαρέσκεια για την ΕΕ και ήταν πολύ μεγαλύτερο του 25%). Σήμερα βλέπουμε πως το ποσοστό που βλέπει θετικά την ΕΕ είναι μόλις 43%. Πρόκειται, λοιπόν, για μία κατάσταση που αποτελεί μία σοβαρή βάση για την αναγέννηση ενός αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και την ανάδειξη και πάλι του αιτήματος για έξοδο από την ΕΕ.
- Είναι εντυπωσιακό πως ενώ ο κόσμος όχι μόνο ανησυχεί αλλά και τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα στενάζουν κάτω από την επέλαση του πληθωρισμού, η κομμουνιστική Αριστερά και τα συνδικάτα δεν έχουν λάβει κάποια σοβαρή, συντονισμένη, ενωτική και πρωτότυπη πρωτοβουλία για να εκφραστεί τόσο η δυσαρέσκεια όσο και για να διεκδικήσει. Αυτό είναι απόρροια της γενικότερης κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και του γεγονότος ότι σε μεγάλο βαθμό είναι δέσμιο ιδεολογικών αγκυλώσεων που δεν το αφήνουν να βγει από το καβούκι του. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και προφανώς δεν συμπεριλαμβάνεται στην κομμουνιστική Αριστερά, αλλά ούτε καν στην Αριστερά (δεν αναφερόμαστε στη βάση του αλλά στην ασκούμενη πολιτική του), στην καθημερινή του ρητορική το δίπολο υποκλοπές-σκάνδαλα σε σχέση με την ακρίβεια παρουσιάζεται σε μία αναλογία της τάξης του 90-10. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει πολύ καλά ότι αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές θα πρέπει να διαχειριστεί το τσουνάμι ακρίβειας και για να το κάνει αυτό ουσιαστικά πρέπει να πάρει ριζοσπαστικές αποφάσεις και δεν προτίθεται να το κάνει.
Η αντιμετώπιση άμεσα της ακρίβειας μπορεί να γίνει με συγκεκριμένους τρόπους:
α) Τις διατιμήσεις (δηλαδή τον προκαθορισμό της ανώτερης τιμής στα προϊόντα από το κράτος) στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στα ρούχα κ.λπ. με αυστηρό κρατικό έλεγχο και όχι κατ’ επιλογή (αναφερόμαστε π.χ. στη γελοιότητα της κυβέρνησης για μακαρόνια ΜΑΡΑΤΑ, Νο 6).
β) Με το τσάκισμα του κυκλώματος των μεσαζόντων.
γ) Με επιβολή μεγάλων προστίμων σε όσους παραβιάζουν τη διατίμηση.
δ) Με ουσιαστική αύξηση των μισθών και των συντάξεων. Η επιδοματική πολιτική είναι κοροϊδία για τα λαϊκά στρώματα.
ε) Με αύξηση της φορολογίας των πλουσίων. Επιτέλους! Ποιος θα μιλήσει για αυτό; Γιατί αν μιλάμε για αύξηση των μισθών και των συντάξεων από πού άραγε θα βρεθούν οι πόροι, αν όχι από την αύξηση της φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου; Ως γνωστό, ομελέτα δεν φτιάχνεται χωρίς να σπάσουμε αυγά.
Όσο οι δυνάμεις που πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες για το συγκεκριμένο θέμα αδρανούν, τόσο ο συντηρητισμός θα διευρύνεται και τόσο περιπτώσεις όπως της Μελόνι θα έρχονται στο πολιτικό προσκήνιο. Η ακροδεξιά και ο νεοναζισμός είναι πλέον φανερό ότι αποτελούν μία εναλλακτική του κεφαλαίου. Στο βαθμό που η Αριστερά αδρανεί, θα έχει μερίδιο ευθύνης για την εποχή των τεράτων που βρίσκεται εν εξελίξει.