του Βασίλη Λιόση
Και τι δεν έχουμε ακούσει όλες αυτές τις ημέρες! Για το ότι όσες περισσότερες ΜΕΘ τόσο περισσότεροι οι θάνατοι. Για το ότι για τη διασπορά του κορονοϊού φταίνε οι νέοι που έχουν σεξουαλικές επαφές. Για το ότι αν συγκριθούμε με το Βέλγιο είμαστε πολύ καλύτεροι. Για το ότι απαγορεύτηκε η πορεία του Πολυτεχνείου για να μην μεταδοθεί ο ιός αλλά συγχρόνως ότι ο ιός δεν μεταδίδεται σε ανοικτούς χώρους. Για το ότι η σαρδελοποίηση στα ΜΜΜ και τα πολυπληθή τμήματα στα σχολεία δεν ευθύνονται για τη μετάδοση του ιού.
Αναφύεται, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα: πώς μπορεί με τέτοια άνεση να κάνει κάποιος τέτοιες δηλώσεις; Πού οφείλεται αυτό; Πώς εξηγείται τόσο θράσος και τέτοια αλαζονεία; Κατ΄ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε πως το θράσος και η αλαζονεία είναι δομικό στοιχείο της κυρίαρχης πολιτικής και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για κάτι τέτοιο:
[α] Οι αστοί πολιτικοί μεγαλωμένοι κατά κύριο λόγο με άλλο τρόπο και άλλα πρότυπα σε σχέση με την «πλέμπα», αδυνατούν να έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Ούτε και θέλουν. Δεν τους ενδιαφέρει.
Άλλος ο κόσμος τους, άλλος ο κόσμος των πολλών. Η πλειονότητα του κόσμου δεν μεγαλώνει σε πολυτελή σπίτια, με γκουβερνάντες, με όλες τις παροχές, με πολυετείς σπουδές σε ιδιωτικά σχολεία και ιδιωτικά πανεπιστήμια, με πολυέξοδες διακοπές πολυτελείας, με πανάκριβα αυτοκίνητα κ.λπ.. Ως άλλες Μαρίες Αντουανέτες μπροστά στη διαπίστωση ότι ο λαός δεν έχει ψωμί, αναφωνούνε με ειρωνεία «ας φάνε παντεσπάνι»! Ακριβώς αυτός ο τρόπος διαβίωσης είναι που τους βγάζει εκτός πραγματικότητας και ως εκ τούτου οι δηλώσεις τους δεν έχουν επαφή με τις αγωνίες του λαού.
Είναι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα που οδηγεί πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να δηλώνει πως στην περίοδο της κατοχής έτρωγε από τρία συσσίτια φασολάδες αλλά να διαμαρτύρεται γιατί αυτές ήταν ανάλατες ή ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις κραυγές των πεινασμένων στον δρόμο. Ή ας θυμηθούμε τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη όπου διαπίστωσε πως υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από τον μισθό τους ή για το ότι υπήρξε ο ίδιος πολιτικός κρατούμενος επί χούντας σε ηλικία έξι ετών. Το τελευταίο κατόρθωμα αναλγησίας του πρωθυπουργού σημειώθηκε κατά την επίσκεψή του στην άγρια πληττόμενη, από την πανδημία, Θεσσαλονίκη όπου ενώ αρνήθηκε να συναντηθεί με εκπροσώπους των εργαζομένων στα νοσοκομεία, αποφάσισε να αγοράσει τσουρέκια ακολουθούμενος, μάλιστα, από κάμερες.
Εν τέλει, η αναλγησία διαμορφώνεται κοινωνικά και ασφαλώς δεν αποτελεί κάποιο γονιδιακό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.
[β] Δεν αποκλείουμε, ωστόσο, κάποιοι να γνωρίζουν άριστα τι συμβαίνει στους από κάτω ή και οι ίδιοι να προέρχονται από άλλα κοινωνικά στρώματα εκτός της αστικής τάξης και παρόλα αυτά να κινούνται στο πνεύμα δηλώσεων (και πολύ περισσότερων πρακτικών) όπως αυτές που προαναφέραμε. Όταν, λοιπόν, με κυνικότητα δηλώνουν ό,τι δηλώνουν, είναι γιατί πρέπει να πείσουν τον κόσμο πως αυτό που βλέπει δεν είναι μαύρο, αλλά άσπρο. Να τον πείσουν πως, κατά το κοινώς λεγόμενο, ο γάιδαρος πετάει. Άλλωστε γνωρίζουν άριστα πως έχουν τη συνδρομή των ΜΜΕ και πως ό,τι λένε θα ακουστεί ξανά και ξανά μέχρι να εμπεδωθεί και να μετατραπεί σε δόγμα και στερεότυπο ώστε να αναπαραχθεί και από τους κάτω. Πρέπει να πειστούμε πως η πολιτική τους είναι μία δεδομένη πραγματικότητα και ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Η «περίφημη» ρήση της Θάτσερ «Δεν υπάρχει εναλλακτική» είναι ο απόλυτος οδηγός σε αυτή την περίπτωση.
[γ] Συνδεδεμένος λόγος με τον παραπάνω είναι και τούτος. Γνωρίζουν άριστα πως απαιτείται η υιοθέτηση ενός μότο του ποδοσφαίρου κι εν γένει του αθλητισμού με βάση το οποίο «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Δεν πρέπει να δώσουν την εντύπωση ότι αμύνονται όσο κι αν είναι υπόλογοι για την ασκούμενη πολιτική τους. Εδώ είναι που το θράσος περισσεύει. Γνωρίζουν πως όταν τα κάνουν θάλασσα δεν πρέπει να απολογούνται σε κανένα. Δεν πρέπει να αφήνουν σε κανέναν πολιτικό ή ιδεολογικό αντίπαλο και κυρίως στον λαό περιθώρια αμφισβήτησης. Το αν πεθαίνουν ή υποφέρουν άνθρωποι είναι ένα τριτεύον ή και άνευ σημασίας ζήτημα.
[δ] Μέσα στους κανόνες της αστικής πολιτικής υπάρχει και η δήλωση, πότε ρητά, πότε υπόρρητα πως «εμείς είμαστε τα αφεντικά και σε όποιον αρέσει. Εμείς ψηφιστήκαμε από τον λαό και ως εκ τούτου έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε». Εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο του τσαμπουκά που υλοποιείται, εκτός των άλλων, και από την ενεργοποίηση και ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και του βαθέος κράτους. Κατά κάποιο τρόπο τη θέση της Αντουανέτας σε αυτή την περίπτωση την καταλαμβάνει ο Λουδοβίκος ο 14ος ο οποίος αναφώνησε θριαμβευτικά «εγώ είμαι το κράτος».
[ε] Συχνά η ανάλυση της πολιτικής (από το καφενείο μέχρι και τα τηλεοπτικά τραπέζια) γίνεται στη βάση ευφυών και μη ευφυών πολιτικών. Δεν θα συμφωνήσουμε καθόλου με αυτή τη μεθοδολογία, τουλάχιστον όταν χρησιμοποιείται ως ένα κυρίαρχο εργαλείο ανάλυσης. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποκλείσουμε πως σε κάποιες περιπτώσεις και αυτός ο παράγοντας παίζει τον ρόλο του αλλά με μία άλλη έννοια.
Για να το πούμε λίγο διαφορετικά: οι άστοχες δηλώσεις και αναλύσεις δεν είναι απαραίτητα προϊόν εξυπνάδας αλλά τρόπου σκέψης που κάποιος έχει υιοθετήσει. Ο αστικός τρόπος σκέψης θέτει περιορισμούς. Οδηγός ανάλυσης είναι η μεταφυσική και ο ιδεαλισμός (προτεραιότητα ιδέας έναντι της πράξης). Αναγκαστικά, βεβαίως, κάποιες στιγμές οι αστοί πολιτικοί σκέφτονται υλιστικά κι διαλεκτικά αλλά αυτό έχει τα όριά του. Σε γενικές γραμμές αδυνατούν να δουν τη σχέση αιτίας και αιτιατού, τις αλληλοσυνδέσεις και τους αλληλοεπηρεασμούς των φαινομένων, τη σχέση μορφής και περιεχομένου, πώς οι ποσοτικές συσσωρεύσεις οδηγούν σε ποιοτικές μεταμορφώσεις κ.λπ..
[στ] Πάντως, ανεξάρτητα από το αν τα αστικά επιτελεία έχουν ή δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων, ένα είναι σίγουρο. Είναι αναγκασμένοι να είναι κυνικοί αφού η πολιτική των κομμάτων είναι εκπροσώπηση ταξικών συμφερόντων. Ούτε το τέλος της ιστορίας επήλθε (Φουκουγιάμα), ούτε οι ταξικές συγκρούσεις έχουν αντικατασταθεί από τις πολιτισμικές (Χάντιγκτον), ούτε η κατάργηση της ταξικής πάλης νομοθετείται (Λάσκαρης), ούτε η κρατική πολιτική είναι μία σύμπηξη διαφορετικών συμφερόντων (ευρωκομουνισμός). Τα κόμματα εκπροσωπούν ταξικά συμφέροντα και μάλιστα όσον αφορά τα αστικά είναι δέσμια συμφερόντων συγκεκριμένων προσώπων. Τούτων δοθέντων, η πολιτική τους, η ρητορική τους, τα γραπτά τους, οι δηλώσεις τους, είναι πολύ συγκεκριμένα και στοχοθετημένα.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το αν τα παραπάνω επιχειρήματα είναι ισχυρά ή αν υπάρχουν κι άλλα, ένα είναι το αντικειμενικό γεγονός: αυτή η πολιτική είναι που μικραίνει τις ζωές μας. Τα όσα λεχθέντα τη συνοδεύουν (την πολιτική) απλώς κάνουν την κατάσταση πιο ανυπόφορη. Ζούμε παρέα με την επιτομή της χυδαιότητας. Το θέμα είναι αν θα συμβιβαστούμε με αυτό.