Τα δημοκρατικά δικαιώματα της διαμαρτυρίας, του συναθροίζεσθαι και της ελεύθερης έκφρασης είναι κεκτημένα και πρέπει να προστατεύονται τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στην κοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια συγκρότησης μιας αρνητικής αναπαράστασης για τα δημόσια Πανεπιστήμια. Κατασκευάζονται και δημοσιεύονται από τα μέσα επικοινωνίας μύθοι για τα δημόσια Πανεπιστήμια.
Ως σύλλογος Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού θα θέλαμε να ανασκευάσουμε μέρος αυτής της κατασκευασμένης μιντιακής πραγματικότητας.
Μύθος 1: «Να γίνουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια όπως όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου».
Αλήθεια: Τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι Πανεπιστήμια όπως όλα τα Πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, που μάλιστα έχουν κρατήσει ένα υψηλό επίπεδο σπουδών κάτω από πολύ αντίξοες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Το επίπεδο σπουδών των ελληνικών Πανεπιστημίων κρίνεται ποικιλοτρόπως με τις διακρίσεις των Ελλήνων επιστημόνων, αποφοίτων των ελληνικών Πανεπιστημίων, διεθνώς.
Το επονομαζόμενο brain drain, η κοινωνική αιμορραγία νέων επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη και διακρίθηκαν, καταδεικνύει τη δυναμική των ελληνικών Πανεπιστημίων και την αδυναμία του ελληνικού κράτους να ενσωματώσει τους νέους επιστήμονες.
Μύθος 2: «Τα δημόσια Πανεπιστήμια δεν είναι επαρκώς διεθνοποιημένα και δεν κάνουν έρευνα υψηλού επιπέδου».
Αλήθεια: Στα δημόσια Πανεπιστήμια διεξάγεται έρευνα υψηλού επιπέδου με βάση διεθνή κριτήρια. Σύμφωνα με επιστημονικό άρθρο των Pastor, Serrano & Zaera (2015)*, οι Ελληνες πανεπιστημιακοί δημοσιεύουν πολύ περισσότερο από όλους τους άλλους Ευρωπαίους πανεπιστημιακούς σε σχέση με τη χρηματοδότηση που λαμβάνουν. Χρόνια τώρα τα κονδύλια για συμμετοχή σε συνέδρια και για συμμετοχή σε διεθνείς δράσεις έχουν περισταλεί και εν τούτοις η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση των 74 χωρών των οποίων οι ερευνητές βρίσκονται στο 2% των επιστημόνων με τη μεγαλύτερη επιρροή (Παπαθανασίου 2020)**.
Αν λάβει κανείς υπόψη την επένδυση της κάθε χώρας για έρευνα και ανάπτυξη, η Ελλάδα που επενδύει ελάχιστα έχει αναλογικά ένα υψηλό ποσοστό επιστημόνων στο παγκόσμιο 2% με την ευρύτερη επιρροή και βρίσκεται στην 3η θέση ύστερα από δυο αγγλοσαξονικές χώρες (Νέα Ζηλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο).
Άλλωστε, στα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια διδάσκουν οι επιστήμονες που καλούμαστε να ακούσουμε ευλαβικά για τη διαχείριση της πανδημίας, για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής, για τη διαχείριση της οικονομίας, της ψυχικής υγείας, των καταστροφών κ.τ.λ. Συνεπώς, θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θα απαξιώνουμε τα Πανεπιστήμια και τους διδάσκοντες σε αυτά ή αν θα ζητάμε πίστη και τελευταίως και υπακοή στην επιστημονικότητα των πανεπιστημιακών.
Μύθος 3: «Πρέπει να ενισχυθούν τα ταξίδια για υπογραφή συμφωνιών με ξένα Πανεπιστήμια, να αναδειχθούν προγράμματα στην αγγλική και να κληθούν να διδάξουν στη χώρα ξένοι επιστήμονες που θα συντελέσουν στη διεθνοποίηση».
Αλήθεια: Τα ταξίδια για μνημόνια συνεργασιών και τα προγράμματα στην αγγλική είναι τα παρελκόμενα, αλλά όχι η ουσία της διεθνοποίησης, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω. Η πολιτική του υπουργείου υποβαθμίζει τη δουλειά που γίνεται στα ελληνικά Πανεπιστήμια και αναδύει μια εικόνα υποτέλειας που δεν τους αρμόζει.
Μύθος 4: «Τα Πανεπιστήμιά μας είναι χαμηλού επιπέδου καθώς σε αυτά εισέρχονται φοιτητές με Μ.Ο. 3».
Αλήθεια: Πράγματι έχουμε εισακτέους και εισακτέες με χαμηλούς Μ.Ο. Φταίνε τα Πανεπιστήμια γι’ αυτό; Μήπως αυτό συμβαίνει καθώς οι εκάστοτε κυβερνώντες συνδύασαν την «ανάπτυξη» της τοπικής οικονομίας με την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας; Δημιουργήθηκαν έτσι τμήματα ανά την επικράτεια που δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές, τον απαραίτητο προϋπολογισμό, το απαραίτητο προσωπικό, τμήματα απομακρυσμένα από την κεντρική διοίκηση των ιδρυμάτων και με αδυναμία δημιουργίας επιστημονικής και ερευνητικής κουλτούρας.
Για να βελτιωθεί το επίπεδο των εισακτέων δεν χρειάζονται περαιτέρω φραγμοί στην εισαγωγή. Χρειάζεται να ανοίξουν θέσεις και να δοθούν κίνητρα σε νέους ικανούς επιστήμονες να στελεχώσουν αυτά τα τμήματα καθώς και κίνητρα στους μαθητές να διαγωνιστούν για αυτά και εν τέλει να τα επιλέξουν προς φοίτηση. Τα νέα τμήματα, εφόσον ιδρύθηκαν, χρειάζονται στήριξη προκειμένου να ανθήσουν.
Πόσο υποκριτικό είναι άλλωστε να επικαλείται η κυβέρνηση το επιχείρημα των χαμηλών βάσεων όταν με τροπολογία εξισώνει τα επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων Πανεπιστημίων με εκείνα αποφοίτων κολεγίων και ΙΕΚ, οι τελευταίοι εκ των οποίων δεν εισήχθησαν έστω και σε τμήματα χαμηλών βάσεων.
Μύθος 5: «Τα δημόσια Πανεπιστήμια είναι κέντρα ανομίας».
Αλήθεια: Ένας προσφιλής μύθος που δημιουργεί αντιπερισπασμό στα πραγματικά προβλήματα του Πανεπιστημίου.
Η παραβατικότητα εντός των Πανεπιστημίων είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που παρατηρείται γενικότερα στην κοινωνία. Τα δημόσια Πανεπιστήμια, οι φοιτητές και τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για την αδυναμία της Πολιτείας να διαχειριστεί τον δημόσιο χώρο με τρόπο δημοκρατικό.
Οι πιάτσες εμπορίου ναρκωτικών στους πεζόδρομους γύρω από τα Πανεπιστήμια, η κοινωνική βία που εκδηλώνεται στα κέντρα των πόλεων, το μη ασφαλές άστυ δεν είναι ζητήματα που προέρχονται ή δημιουργούνται εντός των Πανεπιστήμιων αλλά έξω από αυτά. Τις συγκρούσεις που εμφανίζονται μέσα στα Πανεπιστήμια μπορεί να τις διαχειριστεί η πανεπιστημιακή κοινότητα, ενώ δεν αποτελούν τη συνήθη συνθήκη της πανεπιστημιακής ζωής.
Μύθος 6: «Σε όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου υπάρχουν είσοδοι φοιτητών με κάρτα που τα προστατεύει από την παραβατικότητα».
Αλήθεια: Σε ελάχιστα Πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου υπάρχει είσοδος με κάρτα στους χώρους των ιδρυμάτων (π.χ. σε χώρους που αποτελούν μνημεία, όπως η Σορβόνη). Προφανώς και στα δικά μας Πανεπιστήμια υπάρχουν χώροι στους οποίους φυλάσσονται εξοπλισμός και υλικά και η είσοδος σε αυτούς είναι ελεγχόμενη. Τα Πανεπιστήμια είναι χώροι γνώσης και ελεύθερης σκέψης και πρέπει να είναι ανοιχτά στην κοινωνία.
Η γνώση που παράγεται στα Πανεπιστήμια ανήκει στην κοινωνία και δεν ελέγχεται στην είσοδο. Απρόσκοπτα μπορεί να σπουδάσει κανείς όταν του παρέχονται οι δυνατότητες μέσω της φοιτητικής μέριμνας, της ικανής υλικοτεχνικής υποδομής, των αναγκαίων διδασκόντων και διοικητικών. Η διάθεση, την εποχή αυτή, 30 εκατ. για την «περίφραξη» των Πανεπιστημίων αποτελεί μια απίστευτη σπατάλη πόρων, ενώ τα ποσά αυτά είναι απόλυτα απαραίτητα για τη στήριξη της έρευνας και της διδασκαλίας.
Μύθος 7: «Να δημιουργηθεί πανεπιστημιακή αστυνομία για να πατάξει την παραβατικότητα, όπως σε όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου».
Αλήθεια: Πρώτο μύθο αποτελεί η κατασκευή της αναπαράστασης ότι υπάρχει διεθνώς πανεπιστημιακή αστυνομία και μάλιστα αστυνομία που υπάγεται στον αρχηγό της αστυνομίας και όχι στις πανεπιστημιακές αρχές. Αυτό δεν ισχύει τουλάχιστον για την Ευρώπη. Δεύτερος μύθος είναι ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας αστυνομίας θα πατάξει την όποια παραβατικότητα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου η αστυνομία είναι στα campus, σύμφωνα με στοιχεία του US department of Education National Center for Education Statistics, σε έναν χρόνο υπήρξαν περίπου 30.000 περιστατικά (περίπου 38% ληστείες και 36% σεξουαλικά εγκλήματα).
Άρα η ύπαρξη της αστυνομίας δεν επιλύει το πρόβλημα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην κοινωνία. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκές τόσο για την παρέμβαση της αστυνομίας όσο και για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας περιουσίας.
Η παρουσία της αστυνομίας μέσα στα ιδρύματα δεν θα δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας, αλλά πιθανόν να εντείνει τις συγκρούσεις. Η Ελλάδα έχει ζήσει σκοτεινές εποχές όπου η αστυνομία κλήθηκε να καταστείλει τους νέους και το φοιτητικό κίνημα. Η Κατοχή και η χούντα έχουν αφήσει νωπές μνήμες.
Τα δημοκρατικά δικαιώματα της διαμαρτυρίας, του συναθροίζεσθαι και της ελεύθερης έκφρασης είναι κεκτημένα και πρέπει να προστατεύονται τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στην κοινωνία. Ένα δημοκρατικό πολίτευμα στοχεύει να εκπαιδεύσει και όχι να πειθαρχήσει τους νέους. Εμείς, ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, εμπιστευόμαστε τη νεολαία που μορφώνουμε. Ο σεβασμός των πανεπιστημιακών κανόνων είναι ένα συνεχές διακύβευμα για όλους μας.
Η φύλαξη (όπως και η καθαριότητα) είναι μια από τις βασικές λειτουργίες ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Κανείς δεν αρνείται ότι χρειάζεται ένας ικανός αριθμός μόνιμου προσωπικού που να εγγυάται την ασφαλή διαβίωση σε έναν πολυπληθή δημόσιο χώρο. Είναι ώρα να ενισχυθούν τόσο η φύλαξη όσο και η καθαριότητα με βάση τις ανάγκες κάθε ιδρύματος, όπως αυτές καθορίζονται από τις πανεπιστημιακές αρχές. Το κράτος οφείλει να συμβάλει στην κάλυψη αυτής της ανάγκης.
Στις σημερινές συνθήκες όπου τα Πανεπιστήμια είναι κλειστά, η μάθηση έχει μεταφερθεί κακήν κακώς σε εικονικά και απομακρυσμένα περιβάλλοντα και η πανδημία έχει αφήσει ένα μεγάλο κενό στην εκπαίδευση, που πρέπει να καλυφθεί με κάθε τρόπο, η πρόσληψη 1.000 ειδικών φρουρών για τα Πανεπιστήμια αποτελεί ένα πολιτικό πυροτέχνημα στο πλαίσιο του μύθου περί ανομίας στα ιδρύματα. Ας είμαστε ειλικρινείς.
Εν κατακλείδι: Τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια έχουν ανάγκες και η ελληνική πολιτεία και η κοινωνία οφείλουν να ανταποκριθούν σε αυτές. Δεν χρειάζονται ούτε επιτήρηση ούτε τιμωρία ούτε φυλακή. Χρειάζονται όραμα και μακρόπνοη στρατηγική ενίσχυσης της Ανώτατης Παιδείας. Το οφείλουμε στους νέους και τις νέες. Στο μέλλον του τόπου.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Μελών Διδακτικού
και Ερευνητικού Προσωπικού Παντείου Πανεπιστημίου
* Pastor, J.M., Serrano, L. & Zaera, I. The research output of European higher education institutions. Scientometrics 102, 1867–1893 (2015).
** Παπαθανασίου Α. (2020). Οι δαπάνες για έρευνα σε Ελληνες πανεπιστημιακούς πιάνουν τόπο καλύτερα από οποιασδήποτε χώρας.
Αναδημοσίευση από την Εφ. τ. Συν.