Ανακ/ση Συλ/γου Μαρξ. Σκέψης “Γ.Κορδάτος” για τις εξελίξεις στην Ουκρανία
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και γενικότερα στην Ανατολική Ευρώπη φέρνουν τον πόλεμο ακόμη πιο κοντά, για άλλη μια φορά στην καρδιά της Ευρώπης, προκαλώντας φόβο και αγωνία για το μέλλον των λαών της Ευρώπης και της ανθρωπότητας γενικότερα, ειδικότερα εφόσον εμπλέκονται στις συγκρούσεις πυρηνικές δυνάμεις.
Η ευθύνη για τις εξελίξεις αυτές βαραίνει κατά κύριο λόγο τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, και ιδιαίτερα την ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ και την περί αυτής συμμαχία του ΝΑΤΟ. Στις συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, η ευθύνη αυτή συνίσταται στη δική τους στρατηγική οικονομικής απομόνωσης και στρατιωτικής περικύκλωσης των χωρών της Ευρασίας που δεν υποτάσσονται στην ισχύ τους ή που θέλουν να διεκδικήσουν ηγετική θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Η στρατηγική αυτή αποτελεί έκφραση της μακρόχρονης υφεσιακής και κρισιακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να καθυποτάξει και να εκμεταλλευτεί το σύνολο του κόσμου ως μια διέξοδο από την κρίση αυτή. Μάλιστα, η στρατηγική του εκτυλίσσεται κατά παραβίαση προηγούμενων συμφωνιών για μη εξάπλωση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή. Γενικότερα, ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός είναι ο κύριος υπεύθυνος για τις ανά τον κόσμο πολεμικές συρράξεις των τελευταίων δεκαετιών, ενώ καταπατά συστηματικά το διεθνές δίκαιο, αντικαθιστώντας το με το δίκαιο της ιμπεριαλιστικής ισχύος.
Η ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική στρατηγική διαπλέκεται με νέα εθνικά προβλήματα και ανταγωνισμούς, ή και άλλα που προέρχονται από το βαθύτερο ιστορικό παρελθόν, τα οποία εμφανίστηκαν ή αναζωπυρώθηκαν μετά τις ανατροπές του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Η διαπλοκή αυτή συνέβαλε ήδη στους αιματηρούς πολέμους των προηγούμενων δεκαετιών στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι οποίοι οδήγησαν στην πολυδιάσπαση και στη δημιουργία κρατών προτεκτοράτων του ΝΑΤΟ.
Έτσι, και στην περίπτωση της Ουκρανίας, η πολύχρονη σύγκρουση ξεκίνησε από το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα που έμεινε γνωστό ως «ευρωμαϊντάν», από το οποίο αναδείχτηκε μια φιλοδυτική, αλλά και ακροδεξιά και φιλο-ναζιστική εξουσία, η οποία εξαρχής καταπίεσε τις εθνικές μειονότητες, κυρίως τους Ρώσους/ρωσόφωνους, αλλά και τη μικρότερη ελληνική. Δρώντας, πλέον, ως προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η εξουσία αυτή έχει καταδικάσει έκτοτε όλους τους λαούς της Ουκρανίας, που μέχρι τότε ζούσαν ειρηνικά για ολόκληρες δεκαετίες, ειδικά εντός της ΕΣΣΔ, σε πόλεμο, θάνατο, φτώχεια, πείνα, αναγκαστική μετανάστευση, ανελευθερία, εθνική και θρησκευτική καταπίεση, και, γενικότερα, έλλειψη δημοκρατίας.
Η καπιταλιστική Ρωσία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις εξελίξεις αυτές.
Από τη μια, οι ενέργειές της, και ιδιαίτερα η, αρχικά κεκαλυμμένη, και πλέον ανοιχτή, ολομέτωπη, στρατιωτική εμπλοκή, που ακολούθησε την πρόσφατη αναγνώριση της απόσχισης των «Λαϊκών Δημοκρατικών» του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ, αλλά και η προηγούμενη ενσωμάτωση της Κριμαίας, μπορούν να δικαιολογηθούν στα πλαίσια της άμυνας και ασφάλειας της επικράτειάς της, σε μια εποχή που η στρατιωτική τεχνολογία επιδεινώνει απειλές που μπορεί να προέρχονται και έξω από τα σύνορα ενός κράτους, από γειτνιάζουσες περιοχές. Ούτε μπορεί κανείς να παραβλέψει την κατάσταση στην οποία έζησε ο ρωσικός λαός τα πρώτα χρόνια μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού, όταν παραδόθηκε η κρατική εξουσία στους ολιγάρχες και στα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Επίσης, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, ότι εδώ που φτάσανε τα πράγματα, οι ενέργειες αυτές μάλλον βρίσκουν μια ισχυρά πλειοψηφική υποστήριξη από τους λαούς των περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το αποτέλεσμα του σχετικού δημοψηφίσματος στην Κριμαία). Οι λαοί αυτοί βρίσκονταν υπό τον κίνδυνο, είτε εθνικής καταπίεσης από το φιλο-ναζιστικό ακροδεξιό καθεστώς της δυτικής Ουκρανίας, αν δεν εξεγείρονταν και δεν αντιστέκονταν, είτε υπό θανάσιμο κίνδυνο αντιμετωπίζοντας έναν ουκρανικό στρατό σημαντικά ενισχυμένο από νατοϊκούς εξοπλισμούς, μισθοφόρους και νεοναζιστικά εθελοντικά τάγματα. Ούτε μπορεί να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η στρατιωτική -και ενίοτε οικονομική- συμμαχία με τη Ρωσία επιτρέπει μια σειρά αδύναμων χωρών (Συρία, Βενεζουέλα κοκ) να αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό με σχετική επιτυχία, διατηρώντας σε κάποιο βαθμό την εθνική τους ανεξαρτησία.
Από την άλλη, οι ενέργειες αυτές της ρωσικής ολιγαρχίας δεν αποτελούν μέρος του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα και της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών. Ο στρατηγικός σκοπός της ρωσικής ολιγαρχίας είναι η όσο το δυνατόν πιο ισότιμη συμμετοχή στη διεθνή, καπιταλιστική αγορά. Ειδικότερα, η εξάρτηση από τη ρωσική εξουσία πιθανόν θα βάλει τέλος σε οποιαδήποτε προοπτική κοινωνικής απελευθέρωσης των λαών της ανατολικής Ουκρανίας άνοιξε η εξέγερσή τους στα πρώτα της στάδια.
Επιπλέον, η ιστορία θα δείξει κατά πόσο εξαντλήθηκαν από όλες τις πλευρές οι πιθανότητες μιας ειρηνικής, διπλωματικής λύσης, όπως αυτή που προκαθόριζαν οι συμφωνίες του Μινσκ, με αυξημένη αυτονομία στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας, όπου κυριαρχεί ο ρωσόφωνος πληθυσμός, και ταυτόχρονη διατήρηση της εθνικής επικράτειας της χώρας αυτής.
Άλλωστε, ενώ το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είναι από θέση αρχής υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών που υπόκεινται σε εθνική καταπίεση, λαμβάνει κριτική θέση υπέρ ή κατά κάθε συγκεκριμένης εφαρμογής του δικαιώματος αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του διεθνούς αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και υπέρ του σοσιαλισμού. Από αυτήν την άποψη, οι σημερινές εξελίξεις πρέπει να ιδωθούν και από την σκοπιά της ιστορικής αδυναμίας του διεθνούς αντιιμπεριαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος να επιβάλλει μια άλλη λύση, πιο ειρηνική, και πιο συμβατή με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των λαών της περιοχής και ευρύτερα.
Σε κάθε περίπτωση, η νίκη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και η προοπτική του σοσιαλισμού, περνά αναγκαστικά μέσα από την ήττα της στρατηγικής του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος ηγεμονεύει σήμερα στον κόσμο, και ειδικότερα στην Ευρώπη και στην ίδια τη χώρα μας, η οποία βρίσκεται υπό στενή εξάρτηση από αυτόν.
Η χώρα μας, και ο ελληνισμός γενικότερα, έχει υποφέρει εθνικές και οικονομικές καταστροφές λόγω της εξάρτησης αυτής, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κατοχή της Κύπρου από τουρκικά στρατεύματα, και την πρόσφατη οικονομική κρίση, ουσιαστική χρεωκοπία, και μνημονιακή στρατηγική εξαθλίωσης του ελληνικού λαού έκτοτε. Οι τελευταίες εξελίξεις, αυξάνοντας την εξάρτηση της Ευρώπης από το ακριβότερο φυσικό αέριο που εξάγουν σε αυτήν οι ΗΠΑ, έναντι του φτηνότερου ρωσικού, θα επιδεινώσουν τα προβλήματα ακρίβειας, ενεργειακής και γενικότερης φτώχειας που βιώνουν οι ευρωπαϊκοί λαοί, και ο ελληνικός από τους πρώτους. Ταυτόχρονα, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν γεμίσει τη χώρα με στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, εμπλέκονται στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην Ανατολική Ευρώπη και Μ. Ανατολή, και διακινδυνεύουν να εμπλέξουν τον ελληνικό λαό στον πόλεμο, με καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτόν.
Αντίθετα, η ήττα και η κρίση του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού μπορούν να επιφέρουν εκείνες τις ρωγμές και τις ιστορικές ευκαιρίες για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και του δικού μας λαού, όπως ανέδειξε σε κάποιο βαθμό και η λεγόμενη «κρίση του Ευρώ» των προηγούμενων χρόνων.
Απαραίτητος όρος είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού, αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού, πατριωτικού και ταυτόχρονα διεθνιστικού, λαϊκού κινήματος, ως δυνητικό υποκείμενο μιας νέας, λαϊκής εξουσίας, που να μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές αυτές. Ένα τέτοιο κίνημα, με την αντίστοιχη μετωπική πολιτική έκφραση, είναι αναγκαίο όσο ποτέ και σήμερα, καταρχήν για να αγωνιστεί για την ειρήνη και τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, με στόχους πάλης:
- Την ήττα των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Καμία επέκταση του ΝΑΤΟ, διάλυσή του.
- Καμία συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Να κλείσουν οι βάσεις του ΝΑΤΟ. Αποχώρηση της Ελλάδας από ΝΑΤΟ και ΕΕ.
- Σεβασμό στα δικαιώματα εθνικής αυτοδιάθεσης, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας όλων των λαών. Αγωνιζόμαστε για ειρηνικές λύσεις, στη βάση του διεθνούς δικαίου, και της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών στον κοινό τους αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.