Ανάπτυξη της… πεντάρας (ή ο στραγγαλισμός των νοικοκυριών)
Μπορεί η κυβέρνηση με πανηγυρικούς τόνους να επισημαίνει την επίτευξη αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης, ωστόσο η πραγματικότητα άλλα αποδεικνύει.
Μπορεί η κυβέρνηση με πανηγυρικούς τόνους να επισημαίνει την επίτευξη αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης και την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της φτώχειας, ωστόσο, η πραγματικότητα άλλα αποδεικνύει…
Κι αν η κυβέρνηση ακολουθεί φανατικά την τακτική, “μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάσει την πολιτική”, τελικά αυτό που μένει από τις γεμάτες χρυσόσκονη κυβερνητικές εξαγγελίες, είναι η πικρή διαπίστωση ότι αν κάποιο δημοσιονομικό μέγεθος αναπτύσσεται, αυτό είναι σίγουρα η φτώχεια.
Τα στοιχεία του Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της ΓΣΕΕ, αποτυπώνουν την εισοδηματική καθίζηση των νοικοκυριών στην χώρα μας το 2020, πέραν του οικονομικού στραγγαλισμού στον οποίο υποβλήθηκαν την τελευταία δεκαετία των μνημονίων και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίζεται το κύμα ανατιμήσεων που πλήττει την αγορά!
Το παζλ της εισοδηματικής απίσχνανσης, περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
–Ένα στα δύο νοικοκυριά δεν μπορεί να καλύψει έκτακτες ανάγκες.
-Περισσότερα από τρία στα δέκα δυσκολεύονται με την κάλυψη πάγιων λογαριασμών.
-Αντίστοιχο ποσοστό εκφράζει γενική οικονομική αδυναμία.
-Περίπου το 17% των νοικοκυριών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα έξοδα θέρμανσης.
-Το 12,5% δεν καταφέρνει κάθε δεύτερη μέρα να παρέχει διατροφή που να περιλαμβάνει κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή αντίστοιχης θρεπτικής αξίας λαχανικά, ενώ
-το 53% δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά σε διακοπές μιας εβδομάδας.
- Mάλιστα, το 47% έλαβε δάνειο προκειμένου να καλύψει βασικές ανάγκες, οι οποίες κάθε μήνα υπερβαίνουν τον κατώτατο μισθό, με συνέπεια την αύξηση των φτωχών εργαζομένων.
Πιο αναλυτικά, το 15,9% των πολιτών άνω των 18 ετών, διαβιούσε το 2020 σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης. Μόνο στο πεδίο των εργαζομένων για την ίδια περίοδο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 11,7%, αυξημένο κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες από το 2017 και μετά. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το 2020 ένας στους δύο ανέργους (45,2%) και ένας στους τέσσερις οικονομικά μη ενεργούς (25,3%) κάτω των 65 ετών, βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.
Τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, δείχνουν ότι κατά την περσινή χρονιά αυξήθηκε στο 53,5%, από 49,2% που ήταν το 2019, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι αδυνατούν να καλύψουν οικονομικά το κόστος μιας εβδομάδας διακοπών εκτός σπιτιού. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη ήταν 26,2%.
Επίσης, το 50,4% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν μπορούσαν να καλύψουν τις έκτακτες ανάγκες τους, το 36,5% δυσκολεύτηκε με την πληρωμή λογαριασμών (πχ δόση δανείου, ενοίκιο), ενώ το 35,5% εξέφρασε μεγάλη δυσκολία να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Επίσης, το 16,7% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πρόβλημα να κρατήσει το σπίτι ζεστό.
Σε σχέση με τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών, τα στοιχεία του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ για το 2020, δείχνουν ότι τόσο για τα φτωχά, όσο και για τα μη φτωχά νοικοκυριά, αυτή υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό. Έτσι διαπιστώνεται ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχεί στο 88% του μισθού διαβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, ενώ παράγονται και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό. Τα άτομα αυτά θα αναγκάζονται να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, γεγονός που τα καθιστά ακόμα πιο φτωχά.
Πρόβλημα εντοπίζεται επίσης και στην κάλυψη ενυπόθηκων δανείων. Με το 47% όσων έλαβαν κάποιας μορφής δάνειο να δηλώνει ότι το έπραξε για να καλύψει ανάγκες διαβίωσης, φαίνεται ότι δυσκολία στην κάλυψή του έχει το 1/3 όλων των νοικοκυριών (φτωχά και μη φτωχά). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 35% των νοικοκυριών και το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν είχε αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που μείνει χωρίς εισόδημα. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα αποταμίευσης. Φαίνεται ότι μόλις το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει εντός του 2020, ποσοστό που ανέρχεται στο 37% όταν η αναφορά γίνεται για το σύνολο των νοικοκυριών.
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο