Αντισυνταγματικός κατήφορος Κεραμέως: Από πότε απαγορεύεται η απεργία με αίτημα την αλλαγή ή κατάργηση ενός κυβερνητικού νόμου;
tων Ειρήνη Τσαλουχίδη – Νίκου Νικολέα
Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως αφού στράφηκε με αγωγή κατά της προκηρυχθείσας, από τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, απεργίας- αποχής από τις διαδικασίες «αξιολόγησης», αφού επέσπευσε για τη Δευτέρα 11/10 τη συζήτηση της έφεσης επί της δικαστικής απόφασης που έκρινε την απεργία παράνομη αλλά όχι και καταχρηστική, στράφηκε με αγωγή και κατά της απόφασης που πήρε η ΑΔΕΔΥ για απεργία- αποχή, καλύπτοντας συνδικαλιστικά τον αγώνα των εκπαιδευτικών.
Η δικαστική απόφαση για την απεργία ΔΟΕ – ΟΛΜΕ την έκρινε μόνο παράνομη, με δικαίωμα έφεσης από τη μεριά των ομοσπονδιών. Ωστόσο το δεύτερο δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ενάντια στην απεργιακή κάλυψη που παρείχε η ΑΔΕΔΥ συντάχθηκε πλήρως με το αίτημα του Υπουργείου, δείχνοντας ότι και αυτές ακόμα οι λειψές εκλάμψεις ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης δεν θα γίνονται αποδεκτές. Η δικαιοσύνη οφείλει να υπηρετεί την εκτελεστική εξουσία, και έτσι το δεύτερο δικαστήριο, έκρινε την απεργία- αποχή που εξήγγειλε η ΑΔΕΔΥ παράνομη και καταχρηστική, απαγορεύοντας την έναρξή της με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ προς κάθε συνδικαλιστική οργάνωση για κάθε τυχόν παραβίαση της απόφασής του, την οποία κήρυξε και προσωρινά εκτελεστή.
Το Υπουργείο Παιδείας, σε όλες τις νομικές του ενέργειες έχει δύο βασικές επιδιώξεις. Πρώτον, να εκδοθεί εκτελεστή απόφαση «απαγόρευσης» της απεργίας, με την απειλή χρηματικής ποινής κατά των συνδικαλιστικών οργανώσεων και δεύτερον να κριθεί η απεργία εκτός από «παράνομη» και «καταχρηστική».
Ποια η διαφορά; Παράνομο είναι κάτι που αντίκειται στο νόμο. Εν προκειμένω, η απεργία των 4 ομοσπονδιών κρίθηκε παράνομη γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη (προσφυγή στον ΟΜΕΔ για «δημόσιο διάλογο» μεταξύ Υπουργείου και συνδικαλιστικών οργανώσεων, ορισμός προσωπικού ασφαλείας για την συνέχιση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων).
Η απόφαση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πως ο νόμος Χατζηδάκη έρχεται όχι απλά να περιορίσει αλλά ουσιαστικά να εξαϋλώσει το συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία. Έτσι, η διεύρυνση της διαδικασίας του «δημοσίου διαλόγου» στον ΟΜΕΔ, πέρα από τις επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας, αφορά όλο το δημόσιο τομέα. Πρόκειται για μια προσχηματική διαδικασία που ταυτόχρονα λειτουργεί και σαν κώλυμα για την απεργία, καθώς όσο διαρκεί απαγορεύεται η πραγματοποίησή της. Υπάρχει επίσης πρόβλεψη για προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, που θα καλύπτει το 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Όπως αποτυπώθηκε και στην απόφαση επί της αγωγής κατά των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών «οι εναγόμενες όφειλαν να διαθέσουν το αναγκαίο προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, ώστε να μη ματαιωθεί αλλά να ικανοποιηθεί, έστω κατά ένα ουσιαστικό ποσοστό, η ανάγκη της εκπαίδευσης, δηλαδή η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων».
Πέραν του γελοίου να αποφασίζει το δικαστήριο την ταύτιση της ανάγκης της εκπαίδευσης με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, εδώ έχουμε ένα βήμα παραπάνω. Η απεργία – αποχή είναι μορφή λευκής απεργίας απέναντι σε ένα συγκεκριμένο υπαλληλικό καθήκον, με στόχο να το μπλοκάρει. Το να απαιτείται προσωπικό ασφαλείας για να διεκπεραιώνει την αξιολόγηση (ενάντια στην οποία γίνεται η απεργία), είναι στην πραγματικότητα απαγόρευση της απεργίας.
Με άλλα λόγια, η απεργία θα είναι νόμιμη εφόσον θα είναι σαν να μην γίνεται.
Καταχρηστικό, από την άλλη, θεωρείται το να ασκείς νομίμως, από τυπική άποψη, ένα δικαίωμα για σκοπούς ωστόσο αποδοκιμαζόμενους από την έννομη τάξη ή διαφορετικά για σκοπούς αντίθετους με αυτούς που οδήγησαν στην κατοχύρωση του δικαιώματος. Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας χαρακτηρίζει «καταχρηστική» και επιδιώκει να αναγνωριστεί ως τέτοια η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών επειδή αποτελεί «πολιτική απεργία» που στοχεύει στο να επιβάλλει «μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής», όπως αυτή εξαγγέλθηκε στις «προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης» και «να εξαναγκάσει το Κοινοβούλιο» να καταργήσει ψηφισμένο νόμο.
Η διατύπωση που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και στις δυο αγωγές αποκαλύπτει τον αντισυνταγματικό κατήφορο της Κεραμέως και της κυβέρνησης συνολικά: «Το δικαίωμα στην απεργία είναι απολύτως σεβαστό, αρκεί η κινητοποίηση να είναι νόμιμη και να μην επιχειρεί ακύρωση νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων».
Σκοπός της Κεραμέως είναι, λοιπόν, να επικυρωθεί δικαστικά η βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη ότι απαγορεύεται κανείς να απεργεί με αίτημα την αλλαγή ή την κατάργηση ενός νόμου. Σύμφωνα με την Υπουργό, το άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απεργία ως μέσο «για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων» έχει ως όριο και υποχωρεί μπροστά στο γεγονός ότι τα μέτρα που θίγουν αυτά τα συμφέροντα αποτελούν κυβερνητική απόφαση και είναι κυρωμένα από την Βουλή. Υιοθετεί τις πιο αντιδραστικές ερμηνείες σε θεωρία και νομολογία του δικαίου της απεργίας, σύμφωνα με τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να προασπίζουν τα συμφέροντα τους αρκεί, με έναν μεταφυσικό τρόπο, να μη θίγουν και να μην επιβάλλονται στην κρατική/ κυβερνητική πολιτική ή την επιχειρηματική πολιτική του εργοδότη.
Η αντίληψη της κυβέρνησης (και όχι μόνο της παρούσας) για την δημοκρατία και την νομοθέτηση συνοψίζεται λίγο πολύ στα εξής: «Νομοθετούμε ό,τι γουστάρουμε εν μέσω πανδημίας και lockdown. Κάνουμε μια προσχηματική “δημόσια διαβούλευση”. Σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα αντιτίθεται σε αυτό που ψηφίζουμε. Την γράφουμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας – περνάμε και καμιά διάταξη για την εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων. Η εκπαιδευτική κοινότητα αντιδρά και θέλει να απεργήσει. Έχουμε ψηφίσει όμως μέσα στο καλοκαίρι το νόμο Χατζηδάκη που της απαγορεύει να απεργήσει. Η εκπαιδευτική κοινότητα μας αγνοεί και συμμετέχει στην απεργία-αποχή σε ποσοστά άνω του 70%, παρά τις απειλές και τις δικαστικές μεθοδέυσεις. Τώρα σκληραίνουμε την επίθεση: “Απαγορεύεται να διαφωνείς με τους νόμους που ψηφίζουμε για το πώς θα κάνεις τη δουλειά σου και πώς θα μορφώνεται το παιδί σου και να το εκδηλώνεις, γιατί εκβιάζεις την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο”. Δώστε μας επιπλέον και 40 χιλιάρικα, να τα δώσουμε στα κανάλια».
Στα ουσιώδη: ο αυταρχικός, αντισυνταγματικός παροξυσμός της Κεραμέως που αξιοποιεί όλα τα όπλα του νόμου Χατζηδάκη καθώς και την πάγια δικαστική περιστολή του δικαιώματος στην απεργία (επί δεκαετίες το 90% των αποφάσεων κρίνει απεργίες ως παράνομες και καταχρηστικές) δεν αναιρεί ότι η απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών είναι δημοκρατική στην ουσία της. Όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών πανελλαδικά, αλλά και γιατί εναντιώνεται στην επιστροφή των σχολείων σε εποχές επιθεωρητισμού. Είναι δίκαιη και σημαντική γιατί ο κύριος σκοπός της αξιολόγησης είναι η επίτευξη της πιστής εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών δογμάτων περί παντοδυναμίας της αγοράς, «αριστείας», απόρριψης της γνώσης και αποθέωσης των «δεξιοτήτων». Είναι όλα τα παραπάνω γιατί δεν υπερασπίζεται τους «τεμπέληδες εκπαιδευτικούς», όπως λυσσάνε να αποδείξουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, αλλά τους χιλιάδες μαθητές που μένουν εκτός ΑΕΙ και τους ακόμη περισσότερους που θα περάσουν από την κιμαδομηχανή της τράπεζας θεμάτων. Υπερασπίζεται πρωτίστως τους φτωχότερους μαθητές, που μόνη τους ελπίδα για κοινωνική κινητικότητα είναι το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο κι όχι ένα σχολείο πολλών ταχυτήτων κι ένα ιδιωτικό ΙΕΚ. Υπερασπίζεται εντέλει τη γενιά των ανθρώπων που η παιδεία που της χτίζουν είναι «λίγο θρησκευτικά, λίγο εθνοκεντρισμός, πολύ γκουγκλάρισμα, πολύ management και θάνατος στην κριτική σκέψη». Αυτό το σχολείο θέλει να χτίστει η Κεραμέως και η αξιολόγηση είναι η «δικλείδα ασφαλείας» που θα διασφαλίζει ότι κανείς εκπαιδευτικός, μαθητής ή διευθυντής δεν θα αποκλίνει από τους παραπάνω στόχους.
Η απεργία των εκπαιδευτικών είναι «πολιτική» ακριβώς γιατί εκφεύγει των στενών συνδικαλιστικών συμφερόντων μίας συντεχνίας και στρέφεται ενάντια στο βαθιά ταξικό σχολείο που φαντασιώνεται η Κεραμέως. Αυτό είναι το στοιχείο που την καθιστά δημοκρατική. Τι είναι άλλωστε αντιδημοκρατικό, η κατάργηση ενός νόμου ή η κατάργηση του ρόλου εκπαιδευτικού, της αποστολής του δημόσιου σχολείου, των μορφωτικών ευκαιριών και του μέλλοντος χιλιάδων μαθητών;