Ο θάνατος του Νίκου Ξανθόπουλου μπορεί να μην σημαίνει πολλά για τις γενιές που γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση. Δεν έζησαν τη σχέση αγάπης του ηθοποιού με τον λαό. Τον απλό λαό, τον φτωχό λαό, τον εργάτη λαό, τον μετανάστη λαό. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωταγωνίστησε σε κάποιες από τις εμπορικότερες ταινίες της εποχής του, οι οποίες βέβαια δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας ή κινηματογραφικής πρωτοπορίας.
Εξέφρασε όμως με τον πιο καθαρό, τον πιο αδιαμεσολάβητο τρόπο, την πλευρά των ηττημένων. Εξέφρασε δηλαδή τους χαμένους του εμφυλίου που ήταν και οι χαμένοι της ζωής. Τον κόσμο της σκληρής δουλειάς και του λειψού μεροκάματου. Τον κόσμο που μετανάστευε μαζικά λόγω φτώχειας. Τον κόσμο που ακόμα κι αν δεν τολμούσε να εκφραστεί πολιτικά στα μαύρα χρόνια της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας, του δεξιού παρακράτους και της χούντας, διατηρούσε οργανικές σχέσεις και άρρηκτους δεσμούς με την παράταξη που το 1949 ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά είχε κερδίσει ηθικά και πολιτικά.
Ο κατατρεγμός του φτωχού στις ταινίες του Ξανθόπουλου ήταν σε ατομικό επίπεδο. Δήλωνε όμως τον συλλογικό κατατρεγμό του καλύτερου μισού του ελληνικού λαού, που αντί να τιμηθεί για το ρόλο του στην αντίσταση βρέθηκε κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του χίτη και του ταγματασφαλίτη. Το ατομικό βάσανο του φτωχού πλην τίμιου νέου ήταν η έμμεση αναπαράσταση του συλλογικού βάσανου του τίμιου πλην ηττημένου κινήματος.
Ο κόσμος που γύριζε από τις εξορίες και τα Μακρονήσια, που τρομοκρατούνταν από το μακρύ χέρι του κράτους και του παρακράτους, που δεν μπορούσε να βρει δουλειά παρά μόνο στα γιαπιά και στα καράβια, πρόβαλε τον εαυτό του στις ταινίες του Ξανθόπουλου και στα τραγούδια του Καζαντζίδη.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν πρωταγωνίστησε στις ποιοτικότερες ταινίες, αλλά σύμφωνα με τους ομοτέχνους του και τους κριτικούς θεάτρου, ήταν ποιοτικός ηθοποιός με εξαιρετικές εμφανίσεις σε νεαρή ηλικία και σε απαιτητικούς ρόλους. Γιος ΕΑΜίτη, αριστερός και ο ίδιος, κυρίως όμως λαϊκός και γνήσιος μέχρι το τέλος. Ακολούθησε στη ζωή του πορεία παράλληλη με τους χαρακτήρες που υποδύονταν στις ταινίες του. Με αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, με σεμνότητα και ταπεινότητα, με αγάπη στο βιβλίο και εκτίμηση στη μόρφωση.
Η λατρεία στο πρόσωπό του ήταν ανεπανάληπτη, ειδικά ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στον απόδημο ελληνισμό. Κάπου στην αυτοβιογραφία του έγραφε:
«… Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς…Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα».
Αυτό ήταν το παιδί του λαού.
Ας κάνουμε τη σύγκριση με τα παιδιά της αστικής τάξης.
Όχι τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ή τους γόνους των εφοπλιστών με τους οποίους ο Ξανθόπουλος συγκρούονταν στις ταινίες για τα μάτια μιας “Αγγελικούλας”.
Αλλά πολλούς μεγαλοσχήμονες, σημερινούς καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι τέχνη μπορούν να κάνουν αν υιοθετηθούν από την εξουσία ή αν σιτίζονται από την ολιγαρχία.
Και φυσικά το σταριλίκι όχι μόνο δεν τους κάνει πιο έντιμους και πιο εντάξει, αλλά τους μετατρέπει σε κατά φαντασία ημίθεους, με εξουσιαστικές, σεξιστικές, υποτιμητικές, και όπως προέκυψε και για ορισμένους από δαύτους, κακουργηματικές συμπεριφορές.
Δεν είναι μόνο ζήτημα εποχής, πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού για το πώς φτάσαμε από εκεί που είχαμε Ξανθόπουλους και Κατράκηδες, να έχουμε Φιλιππίδηδες και Λιγνάδηδες.
Είναι και ζήτημα κοινωνικής τάξης και ποιότητας κάθε κοινωνικής τάξης.
Από εδώ τα παιδιά του λαού. Από εκεί τα παιδιά της αστικής τάξης.
Ένα αγεφύρωτο ηθικό χάσμα τα χώριζε και θα τα χωρίζει.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα antapocrisis.gr