Αργεντινή, τέσσερις δεκαετίες μετά: ξεθωριάζουν μνήμες που δεν πρέπει
Άρθρο του Κώστα Ήσυχου*
Πριν από τέσσερες δεκαετίες περίπου, την 7η Σεπτεμβρίου του 1979, στο Ολυμπιακό στάδιο στο Τόκιο, η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου Νέων της Αργεντινής, με επικεφαλής τον Ντιέγκο Μαραντόνα, νίκησε τη Σοβιετική Ένωση 3-1 στον τελικό, και κατέκτησε αναμφισβήτητα, το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA U-20 στο ποδόσφαιρο.
Δεν ξέρουμε ποιοί θα είμαστε στο μέλλον, αλλά μπορούμε να υποψιαζόμαστε ποιοι ήμασταν στο παρελθόν.
Στην Αργεντινή η 7η Σεπτέμβρη 1979, έφερε μέρες ξένοιαστης χαράς (κρασιού και τριαντάφυλλων, σύμφωνα με τη λαϊκή Αργεντίνικη ρήση) από την μία, και αίματος και συρματοπλεγμάτων από την άλλη. Εφηβικής χαράς και ταυτόχρονα, λόγω των περιστάσεων, αναγκαίου νεανικού επαναστατικού θυμού.
Ήμασταν γονατιστοί και δεν το γνωρίζαμε. Ένα τεράστιο λαϊκό ποτάμι των Αργεντίνων γιόρταζε την κατάκτηση του παγκόσμιου κυπέλλου νέων στην Ιαπωνία, παραμερίζοντας για μια μόνο στιγμή την άγρια βαρβαρότητα και λιτότητα της χούντα του Βιντέλα. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο του φασισμού και της Ακροδεξιάς , το αιματοβαμμένο χέρι του Ραφαέλ Χόρχε Βιντέλα εξουσίαζε την ζωή και τον θάνατο, ενώ τα βασανιστήρια και οι μαζικές εξαφανίσεις, η γενοκτονία της νεολαίας της Αργεντινής που συντελούνταν από την πρώτη στιγμή της χούντας, ήταν παντελώς άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο.
Τα ΜΜΕ εκέινη την εποχή, έφερναν τα πρώτα πειραματικά ριάλιτι, τους πρόδρομους του big brother, ενω οι αγωνιστές ήρωες εξακολουθούσαν να πεθαίνουν στα κρυφά κέντρα εξόντωσής τους, ήδη επί τρία χρόνια… Ήταν η ανείπωτη μαζική φρίκη που ποτέ δεν είχε ζήσει η Αργεντινή. Ήταν η θλίψη του μίσους, του άθλιου ζωώδους ενστίκτου με «ανθρώπινο προσωπο».
Κάθε ζωή μετράει, χωρίς να υπολογίζεται η τιμή που κοστίζει για τη διατήρησή της.
Θάβουμε τους νεκρούς, αλλά κανείς δεν θάβει την εσωτερική τους φωνή, ακόμα κι αν βρίσκονται κάτω από τη γη ή στον πάτο της θάλασσας. Το παρελθόν δεν είναι μόνο ιστορία, αλλά υποχρεωτικά, ιστορική μνήμη.
Έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες από το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Νεολαίας του 1979. Πολλοί Αργεντινοί κρεμάστηκαν από αυτή την μικρή και ανέμελη στιγμή, δημιουργώντας μια όαση, μέσα στην καταιγίδα των δολοφονιών της χούντας.
Τα μεταγωγικά αεροπλάνα συνέχιζαν να πετούν τα ζωντανά κορμιά των βασανισμένων νέων, με τα πόδια τους δεμένα με αλυσίδες στον ποταμό Ρίο δε λα Πλάτα, υγρό τάφο τόσων ανώνυμων ηρώων.Ο César Luis Menotti, ο προπονητής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, αρνούμενος να χαιρετήσει τον Βιντέλα, είπε: “Ήταν η ομάδα που έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο από όλα αυτά που κατάφερα.” Χρωματισμένο από απίστευτες ντρίπλες, κομψό, λεπτό, με χάρισμα, με προσωπικότητα, ποδόσφαιρο, με ένα αξέχαστο φορτίο ομορφιάς: ένα ποδόσφαιρο για την αιωνιότητα. Ενα ποδόσφαιρο για τον λαό του, με τις τόσες θυσίες στα κολαστήρια της δικτατορίας.
Πήραμε το εγώ φεύγοντας.
Ήταν ένα όμορφο όνειρο στη σκιά της ξιφολόγχης , στη σκιά της ζωής και του θανάτου. Η κόλαση είναι η αλήθεια που φαίνεται πολύ αργά, είπε ο Χομπς. Τα πράγματα δεν συμβαίνουν, συνέβησαν και οι μέρες δεν θυμούνται, τις στιγμές θυμόμαστε. Το καθεστώς το εντόπισε και έθεσε αμέσως σε κίνηση τον κυρίαρχο μηχανισμό παραπληροφόρησης: το απροσδόκητο ρεπερτόριο κυβερνητικών τηλεοπτικών ψυχαγωγιών που υποστηρίζεται από την ιδεολογική ανάγκη να μεταδοθεί στον κόσμο ότι εμείς οι Αργεντινοί είμασταν «ξεχωριστοί». Προστατευόμενοι σαν μωρά καγκουρό, παρελαύνουμε μέσα από τα μαγικά χαλιά με την αίσθηση ότι ζούσαμε κάτι εξαιρετικό, υπέροχο και διαβόητο ταυτόχρονα: αυτό το πικρό σημείο να έχεις τη βεβαιότητα, να είσαι η διαβολική κούκλα ταινιών τρόμου, μιας παρανοϊκής και γενοκτονικής δικτατορίας.
Η νεαρή Mirtha Legrand, η Εθνικη τηλεοπτική σταρ της εποχής, εφηύρε γρήγορα ένα πρόγραμμα με «νεαρές» μητέρες, που κλήθηκαν στις πρωινές εκπομπές, με σκοπό να στρέψουν τις συνειδήσεις μακριά απο τον αγώνα κατά της δικτατορίας.
Εφησυχασμένες οι κενές συνειδήσεις αρκετών Αργεντίνων της μικροαστικής και μεγαλοαστικής κοινωνικής εγωκεντρικής φιλοσοφίας, «τηλεμεταφέρθηκαν» στο μεγάλο εθνικό «πρωινό τραπέζι» της προαναφερόμενης τηλεπερσόνας, στο υπέροχο θέαμα των «ψεύτικων ειδήσεων» με χαμόγελα ξανθών γυναικών, λες και ο γνήσιος μελαχρινός και ιθαγενής Αργεντινός ζούσε σε άλλο πλανήτη, χωρίς χρόνο για να ανακτήσει την αναπνοή του.
Η αμερικανοκρατία έκανε το πολιτισμικό της ντεμπούτο στην Δικτατορία Βιντέλα.
Οι άλλες μητέρες και γιαγιάδες στην πλατεία του Μάη στο κέντρο της πρωτεύουσας, με τα λευκά μαντίλια στο κεφάλι τους, δεν προσκλήθηκαν ποτέ, δεν παρέλασαν στη λαμπερή και ψεύτρα οθόνη, λες και δεν είχαν τίποτα να πουν. Σκοτεινές, αμίλητες γυναίκες, με βουρκωμένα μάτια, με τις φωτογραφίες των παιδιών τους και ένα πανό που έγραφε: « Που είναι τα παιδιά μας;». Περπατούσαν διαδηλώνοντας σε κύκλους, σε σκοτεινά σπήλαια, μακριά από τα φώτα των ΜΜΕ, μέρα μεσημέρι, σαν εξαφανισμένα αστέρια. Μόνο η θλίψη τους έλαμπε, με προσευχές στην πλάτη τους που λίγοι άντεχαν να δουν κατάματα .
Στα αστέρια αυτά έλαμψαν οι ψυχές των παιδικών μου φίλων μου, του Βίκτορ Παρδίνιας, που εξαφανίστηκε στα 17 του χρόνια, και του Σέργιο Δελικώστας, γείτονά μου, ελληνόπουλο και αυτό δεύτερης γενιάς, που βρέθηκε γαζωμένο από σφαίρες στα 22 του.
Από αυτόν τον χαμένο κόσμο, πολλές αναμνήσεις ξεθώριασαν, διατηρώντας τη γαλήνια νοσταλγία των παλιών ηρωικών ιστοριών. Δεν πρέπει όμως να τις αφήσουμε να φύγουν με το πέρασμα του χρόνου. Πρέπει να τις φυλακίσουμε, να τις μοιραζόμαστε, έτσι ώστε να συντροφεύουν τους αγώνες του σήμερα. Το να ονειρευόμαστε και να αγωνιζόμαστε, είναι ένας τρόπος ζωής πιο ελεύθερος, πιο όμορφος, πιο αυθεντικός.
* Ο Κώστας Ήσυχος, πρ. Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρ. βουλευτής, στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη του Κιλμες, στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής .
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο.