1

Ανελισσόμενοι και μένοντας πίσω

 

από το ιστολόγιο του Michael Roberts

 

μετ. Δημήτρης Κούλος

επιμ. Διονύσης Περδίκης

 

Οι Βραζιλιάνοι μαρξιστές οικονομολόγοι Ανταλμίρ Αντόνιο Μαρκέτι (Adalmir Antonio Marquetti), Αλεσάντρο Μιεμπαχ (Alessandro Miebach) και Ενρίκε Μορόνε (Henrique Morrone) έγραψαν ένα σημαντικό και διεισδυτικό βιβλίο για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη, με έναν καινοτόμο νέο τρόπο μέτρησης της προόδου της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο σε σχέση με τον «Παγκόσμιο Βορρά».

 

 

Στο βιβλίο αυτό οι Μαρκέτι κ.ά. υποστηρίζουν ότι η άνιση ανάπτυξη υπήρξε καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι χώρες και οι περιφέρειες έχουν παρουσιάσει διαφορές στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας – βασικό παράγοντα για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη – και παρόλο που ορισμένα έθνη μπορεί να φτάσουν κατά καιρούς τα επίπεδα παραγωγικότητας ή την ευημερία των ανεπτυγμένων οικονομιών, άλλα μένουν πίσω».

Προτείνουν ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που βασίζεται στην τεχνική αλλαγή, το ποσοστό κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου, αφενός, και τη θεσμική αλλαγή, αφετέρου. Μαζί οι δύο αυτοί παράγοντες θα πρέπει να συνδυάζονται για να εξηγήσουν τη δυναμική της ανέλιξής τους ή της καθυστέρησής τους.

Βασίζουν το αναπτυξιακό τους μοντέλο σε αυτό που ο Ντάνκαν Φόλεϊ (Duncan Foley) ονόμασε «προκατάληψη του Μαρξ» και ο Πολ Κρούγκμαν (Paul Krugman) «μεροληψία του κεφαλαίου» – δηλαδή ότι στην καπιταλιστική συσσώρευση θα υπάρξει αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (αύξηση της μηχανοποίησης σε σχέση με την εισροή εργασίας) που θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά και τάση μείωσης της κερδοφορίας του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Παραδόξως, ωστόσο, οι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν τις συγκεκριμένες κατηγορίες του Μαρξ για να αναλύσουν αυτή την εξέλιξη του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Υιοθετούν αυτό που αποκαλούν ότι είναι ένα υπόδειγμα της «κλασικής- μαρξικής παράδοσης» (άρα όχι στην πραγματικότητα μαρξιστικό), το οποίο αποτελείται από δύο μεταβλητές: την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας (που ορίζεται ως παραγωγή ανά εργαζόμενο), και τη μειούμενη παραγωγικότητα του κεφαλαίου (που ορίζεται ως παραγωγή ανά μονάδα κεφαλαίου ή παγίων περιουσιακών στοιχείων). Το πρόβλημα με αυτό το μοντέλο είναι ότι οι μαρξιστικές κατηγορίες της υπεραξίας (υ/μ) και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (σ/μ) είναι πλέον θολές. Αντ’ αυτού, έχουμε την παραγωγικότητα της εργασίας (μ+υ)/μ) και την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» (μ+υ/σ)). Απαλείφοντας το μ+υ, έχουμε το σ/μ ή την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου του Μαρξ.

Στη θεωρία του Μαρξ για την ανάπτυξη, η βασική μεταβλητή είναι το ποσοστό κέρδους. Με τους πιο γενικούς όρους της, αν τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία αυξάνονται, λόγω του χαρακτήρα των νέων τεχνολογιών που αποβάλλουν εργασία, η απασχόληση αυξάνεται λιγότερο (ή και μειώνεται) σε σχέση με την αύξηση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων (το σ/μ αυξάνεται). Δεδομένου ότι μόνο η εργασία παράγει αξία και υπεραξία, παράγεται λιγότερη υπεραξία (υ/μ) σε σχέση με τις συνολικές επενδύσεις. Το ποσοστό κέρδους μειώνεται και επενδύεται λιγότερο κεφάλαιο. Έτσι, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ μειώνεται.

Μου φαίνεται περιττή η χρήση των συγκεκριμένων μέτρων τους έναντι των κατηγοριών του ίδιου του Μαρξ, οι οποίες νομίζω ότι παρέχουν μια σαφέστερη εικόνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης από αυτή την «κλασική-μαρξική». Σε ένα σημείο, οι συγγραφείς λένε ότι «Η μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου στην αναπτυσσόμενη χώρα μειώνει το ποσοστό κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου». Αλλά χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες του Μαρξ θα έπρεπε να σας οδηγήσει στο να πείτε το αντίθετο: μια πτώση του ποσοστού κέρδους θα μειώσει τη συσσώρευση κεφαλαίου και θα μειώσει την «παραγωγικότητα του κεφαλαίου».

Παρ’ όλα αυτά, οι συγγραφείς μετρούν αυτά τα δύο μέτρα, χρησιμοποιώντας τους φανταστικούς Extended (Σ.τ.Μ., διευρυμένους) World Penn Tables που ο Ανταλμίρ Μαρκέτι έχει τελειοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια από τους Penn World Tables. “Το σύνολο δεδομένων που χρησιμοποιούμε είναι οι Extended Penn World Tables έκδοση 7.0, EPWT 7.0. Πρόκειται για μια επέκταση των Penn World Tables έκδοση 10.0 (Feenstra, Inklaar and Timmer, 2015), η οποία συσχετίζει τις μεταβλητές του συνόλου δεδομένων με το χρονοδιάγραμμα μεγέθυνσης-διανομής. Ο EPWT 7.0 μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τις σχέσεις μεταξύ της οικονομικής μεγένθυνσης, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της διανομής του εισοδήματος και της τεχνικής αλλαγής στις διαδικασίες ανέλιξης και υστέρησης».

Χρησιμοποιώντας αυτά τα δύο μέτρα, οι συγγραφείς επιβεβαιώνουν ότι το «μαρξιστικό» μοτίβο της τεχνικής αλλαγής της χρήσης κεφαλαίου και της εξοικονόμησης εργασίας εμφανίστηκε σε 80 χώρες. Στη συνέχεια οι συγγραφείς συγκρίνουν τις δύο μετρήσεις της «παραγωγικότητας» και υποστηρίζουν ότι οι οικονομίες μπορούν να «καλύψουν» την απόσταση από τις ηγετικές καπιταλιστικές οικονομίες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, «εάν οι ρυθμοί συσσώρευσης είναι υψηλότεροι στην ακολουθούσα χώρα, οδηγώντας σε μείωση των ανισοτήτων στις παραγωγικότητες εργασίας και κεφαλαίου, στο λόγο κεφαλαίου-εργασίας, στο μέσο πραγματικό μισθό, στο ποσοστό κέρδους, στη συσσώρευση κεφαλαίου και στην κοινωνική κατανάλωση μεταξύ των χωρών».

Το μοντέλο των συγγραφέων υποστηρίζει ότι η παραγωγικότητα του κεφαλαίου θα τείνει να μειώνεται καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται για όλες τις χώρες. Οι χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας τείνουν να παρουσιάζουν υψηλότερη παραγωγικότητα κεφαλαίου, ενώ οι χώρες με υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας τείνουν να έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα κεφαλαίου.

 

 

Οι χώρες που «ακολουθούν» (ο Παγκόσμιος Νότος) θα έχουν γενικά υψηλότερα ποσοστά κέρδους από τις χώρες που «προηγούνται» (ο ιμπεριαλιστικός Παγκόσμιος Βορράς), επειδή η αναλογία κεφαλαίου-εργασίας τους (στη μαρξιστική ορολογία, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) είναι χαμηλότερη. Και ο Μαρξ υπολόγιζε ότι μια λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα έχει χαμηλότερη «παραγωγικότητα της εργασίας» και υψηλότερη «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» από την ανεπτυγμένη. Ωστόσο, το περιέγραψε ως εξής: «η αποδοτικότητα του κεφαλαίου που επενδύεται στις αποικίες … είναι γενικά υψηλότερη εκεί λόγω του χαμηλότερου βαθμού ανάπτυξης».

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η αναλογία κεφαλαίου-εργασίας και η παραγωγικότητα της εργασίας έχουν θετική συσχέτιση. «Για χώρες με χαμηλό λόγο κεφαλαίου-εργασίας, υπάρχει μια κοίλη σχέση μεταξύ αυτών των μεταβλητών. Επιπλέον, οι προσαρμοσμένες γραμμές απεικονίζουν μια κίνηση προς τα βορειοανατολικά μεταξύ 1970 και 2019, υποδεικνύοντας ότι οι χώρες αυξάνουν τους λόγους κεφαλαίου-εργασίας και την παραγωγικότητα της εργασίας κατά μήκος της πορείας της οικονομικής ανάπτυξης».

Καθώς οι χώρες αυτές προσπαθούν να εκβιομηχανιστούν, η αναλογία κεφαλαίου-εργασίας θα αυξηθεί και το ίδιο θα συμβεί και με την παραγωγικότητα της εργασίας. Εάν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι στις χώρες που προηγούνται, τότε θα πραγματοποιηθεί η κάλυψη της υστέρησης. Ωστόσο, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου (και το πιο σημαντικό για μένα, η κερδοφορία της συσσώρευσης κεφαλαίου) θα τείνει να μειωθεί και αυτό τελικά θα επιβραδύνει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε μια κοινή εργασία του Γουλιέλμο Καρχέντι (Guglielmo Carchedi) και εμού, χρησιμοποιώντας μαρξιστικές κατηγορίες, βρήκαμε επίσης ότι η κερδοφορία των κυρίαρχων χωρών ξεκινάει πάνω από εκείνη των ιμπεριαλιστικών χωρών λόγω της χαμηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου τους ΑΛΛΑ επίσης «η κερδοφορία των κυρίαρχων χωρών, ενώ είναι επίμονα υψηλότερη από εκείνη των ιμπεριαλιστικών χωρών, πέφτει περισσότερο από ό,τι στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ».

Οι συγγραφείς εντοπίζουν επίσης την πορεία της σχετικής αποδοτικότητας του κεφαλαίου μεταξύ αυτών που προηγούνται και αυτών που ακολουθούν κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης και τη σημασία της για την «κάλυψη της υστέρησης». «Τα πλεονεκτήματα της χαμηλότερης εκμηχάνισης στις χώρες που ακολουθούν, που συνεπάγονται μικρότερη παραγωγικότητα της εργασίας και υψηλότερη παραγωγικότητα του κεφαλαίου και, επομένως, υψηλότερο ποσοστό κέρδους, αρχίζουν να διαβρώνονται όταν η παραγωγικότητα του κεφαλαίου μειώνεται ταχύτερα από ό,τι αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτό δείχνει ότι η χώρα που ακολουθεί χάνει σταδιακά το πλεονέκτημα της καθυστέρησής της, καθώς οι διαφορές στα ποσοστά κέρδους και τα κίνητρα για τη συσσώρευση κεφαλαίου μειώνονται σε σχέση με την χώρα που προηγείται, θέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο τη διαδικασία σύγκλισης».

Αυτό που μου λέει αυτό είναι ότι πολλές χώρες του Παγκόσμιου Νότου δεν θα «γεφυρώσουν ποτέ το χάσμα» στην παραγωγικότητα της εργασίας και συνεπώς στο βιοτικό επίπεδο, επειδή η κερδοφορία του κεφαλαίου στον Παγκόσμιο Νότο θα αποσβεθεί γρήγορα σε σύγκριση με τον Παγκόσμιο Βορρά. Αυτό είναι που διαπιστώσαμε στη μελέτη μας: «Από το 1974, το ποσοστό κέρδους του ιμπεριαλιστικού μπλοκ (G7) έχει μειωθεί κατά 20%, αλλά το υψηλότερο ποσοστό του κυρίαρχου μπλοκ έχει μειωθεί κατά 32%. Αυτό οδηγεί σε μια σύγκλιση των ποσοστών κέρδους των δύο μπλοκ με την πάροδο του χρόνου».

Μέσω του υποδείγματός τους, οι συγγραφείς μπόρεσαν να αναλύσουν τη δυναμική της διαδικασίας κάλυψης της υστέρησης. Διαπίστωσαν ότι «δεν υπάρχει κανένα σταθερό μοτίβο κάλυψης της υστέρησης, περίπου το ήμισυ του δείγματος έμεινε περισσότερο πίσω. Η αυξανόμενη διασπορά των δεδομένων καθώς διευρύνεται το χάσμα της παραγωγικότητας της εργασίας και η απόσταση από αυτόν που προηγείται υποδηλώνει ότι ενώ ορισμένες χώρες επωφελούνται από την καθυστέρησή τους, άλλες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση δεν επωφελούνται από αυτήν».

Η Ασία ήταν η ήπειρος με τον υψηλότερο αριθμό χωρών που κατάφεραν να καλύψουν τη διαφορά, σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική που γενικά δεν κατάφερε να σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Πολλές οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης βίωσαν επίσης την «καθυστέρηση», ενώ οι αφρικανικές χώρες γενικά «υποφέρουν ακόμη από τις συνέπειες της αποαποικιοποίησης» – ή για να είμαι πιο ακριβής, νομίζω, από την προηγουμένως μακρά και φαύλη αποικιοποίηση.

Αυτό δείχνει τη σημασία των θεσμικών παραγόντων στη διαδικασία ανάπτυξης – την οποία οι συγγραφείς ορθώς τονίζουν. «Η αλληλεπίδραση μεταξύ της θεσμικής οργάνωσης, από τη μία πλευρά, και του τρόπου με τον οποίο η τεχνική αλλαγή και η κατανομή του εισοδήματος επηρεάζουν τα ποσοστά κέρδους, τα οποία αποτελούν βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της συσσώρευσης κεφαλαίου και της ανάπτυξης, από την άλλη, είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση του θεμελιώδους ερωτήματος πώς οι αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να ξεκινήσουν και να διατηρήσουν την ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε βάθος χρόνου».

Και εδώ καταλήγουμε σε ένα σημαντικό συμπέρασμα σε σχέση με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού στον 21ο αιώνα. Ο Μαρξ είχε πει κάποτε ότι «η χώρα που είναι πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά δείχνει στις λιγότερο ανεπτυγμένες μόνο την εικόνα του δικού της μέλλοντος». Το οικονομικό μοντέλο του βιβλίου ευθυγραμμίζεται με την άποψη του Μαρξ ότι οι υπανάπτυκτες χώρες θα πρέπει να ακολουθήσουν την πορεία της τεχνικής αλλαγής που έχουν χαράξει τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη. Αλλά όπως αναγνωρίζουν οι συγγραφείς «αυτή η πορεία οδηγεί συχνά σε μείωση του ποσοστού κέρδους και, επομένως, σε μείωση των κινήτρων για επενδύσεις και συσσώρευση κεφαλαίου. Το πώς μπορεί να παρακαμφθεί αυτό το πρόβλημα είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο».

Χωρίς ισχυρή κρατική παρέμβαση, η αντίφαση μεταξύ της μείωσης του ποσοστού κέρδους και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Όπως το θέτουν οι συγγραφείς «Το ζήτημα αυτό παρατηρείται σε πολλές χώρες της παγίδας μεσαίου εισοδήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κρατική παρέμβαση καθίσταται απαραίτητη, επεκτείνοντας τις επενδύσεις ακόμη και όταν το ποσοστό κέρδους μειώνεται, όπως στην Κίνα». Ακριβώς. Η επιτυχία της Κίνας να καλύψει τη διαφορά, που τόσο φοβίζει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό τώρα, οφείλεται στις κρατικά καθοδηγούμενες επενδύσεις που ξεπερνούν τις επιπτώσεις της πτώσης της κερδοφορίας στις επενδύσεις κεφαλαίου.

Αναγνωρίζοντας αυτό, οι συγγραφείς παραδόξως αναφέρονται στην «κεϋνσιανή πρόταση της κοινωνικοποίησης των επενδύσεων, που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις πολιτικές που ακολούθησαν οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια του νεοφιλελευθερισμού, όταν υπήρξε μείωση των επενδύσεων από το κράτος και τις δημόσιες επιχειρήσεις». Προφανώς, οι συγγραφείς φαίνεται να υπονοούν ότι, αν οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής είχαν υιοθετήσει κεϋνσιανές πολιτικές, δεν θα ήταν εγκλωβισμένες στη λεγόμενη «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», αλλά αντίθετα θα συνέκλιναν όπως η Κίνα. Αλλά η Κίνα δεν είναι ένα μοντέλο κεϋνσιανών «κοινωνικοποιημένων επενδύσεων » (τις οποίες, παρεμπιπτόντως, ο Keynes δεν προώθησε ποτέ στις συνταγές οικονομικής πολιτικής του)· αντίθετα, είναι ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στην κυρίαρχη δημόσια ιδιοκτησία του χρηματοπιστωτικού και των στρατηγικών τομέων και σε ένα εθνικό σχέδιο για επενδύσεις και ανάπτυξη (κάτι στο οποίο ο Keynes αντιτάχθηκε σθεναρά), με τις δυνάμεις του κεφαλαίου να υποβιβάζονται στο να ακολουθούν και όχι να ελέγχουν.

Πράγματι, όπως λένε οι συγγραφείς: «οι πτυχές που συζητήθηκαν παραπάνω υποδεικνύουν τη θεμελιώδη σημασία των κρατικών ικανοτήτων ως του πρωταρχικού τόπου όπου σχεδιάζονται και υλοποιούνται οι στρατηγικές και οι συνθήκες εκβιομηχάνισης. Σε αντίθεση με την αγορά, η οποία κατανέμει τους πόρους κυρίως για τη μεγιστοποίηση των κερδών χωρίς να εγγυάται την εθνική ανάπτυξη, το κράτος παραμένει, στον 21ο αιώνα, η πολιτική και οικονομική οντότητα που είναι σε θέση να καθοδηγήσει σκόπιμα την εκβιομηχάνιση». Και επισημαίνουν ότι «η Κίνα αύξησε τον ρυθμό των επενδύσεών της, ακόμη και εν όψει της μειωμένης κερδοφορίας ….. Η Κίνα έχει επιδείξει ικανότητα προσαρμογής στις αναπτυξιακές προκλήσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι το χάσμα παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, έστω και με χαμηλότερη ταχύτητα, θα συνεχίσει να μειώνεται».

Η πραγματικότητα είναι ότι στον 21ο αιώνα, η αναπλήρωση δεν συμβαίνει για όλες σχεδόν τις χώρες και τους πληθυσμούς του «Παγκόσμιου Νότου». Πάρτε τις λεγόμενες BRICS. Μόνο η Κίνα κλείνει το χάσμα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Τα τελευταία 40 χρόνια, η Νότια Αφρική έχει μείνει περισσότερο πίσω, ενώ η Βραζιλία και η Ινδία έχουν σημειώσει μικρή πρόοδο.

 

 

Οι συγγραφείς μάς παρέχουν ένα εντυπωσιακό στατιστικό στοιχείο. Το 2019, ο μέσος εργαζόμενος στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, μια από τις φτωχότερες χώρες παγκοσμίως, παρήγαγε 6,8 δολάρια την ημέρα, όταν μετρήθηκε με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης του 2017. Στην Ινδία, ο μέσος εργαζόμενος παράγει 50,4 δολάρια ημερησίως, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μέσος εργαζόμενος παράγει 355,9 δολάρια. «Η ταχεία επέκταση της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί θεμελιώδες βήμα για τη μείωση της φτώχειας και τη βελτίωση της ευημερίας του φτωχού πληθυσμού. Ωστόσο, αποτελεί τεράστια πρόκληση για τα καθυστερημένα έθνη να επιτύχουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και να φτάσουν τις ανεπτυγμένες χώρες».