Άλλη μια χρονιά χαοτικών ανισοτήτων και ξεδιάντροπης κλεπτοκρατίας
Το 2022 τελειώνει με έναν όχι ασυνήθιστο τρόπο σε ό,τι αφορά τουλάχιστον ορισμένους τομείς: με μερικά «βαρβάτα» σκάνδαλα.
Το 2022 τελειώνει με έναν όχι ασυνήθιστο τρόπο σε ό,τι αφορά τουλάχιστον ορισμένους τομείς: με μερικά «βαρβάτα» σκάνδαλα. Το προφανές είναι η υπόθεση που αποκαλείται Qatargate, ενώ θα έπρεπε να την ονομάζουμε EUgate: η αποκάλυψη της εκτεταμένης (για να μην πούμε σχεδόν καθολικής) διαφθοράς στις τάξεις των αξιωματούχων της Ε.Ε. Το λιγότερο προφανές, λόγω της λογοκρισίας από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης είναι αυτό του υιού (ή και όλης της οικογένειας) Μπάιντεν και των μπίζνες που έκανε με την Ουκρανία. Όπως επίσης και το πώς τμήμα (μάλλον όχι ευκαταφρόνητο) της βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία επέστρεφε στους Δημοκρατικούς μέσω κρυπτονομισμάτων. Δίπλα σε αυτά, εκατομμύρια άλλες κλεπτοκρατικές πρακτικές διεθνώς και χιλιάδες στα καθ’ ημάς.
Η μόχλευση δεν σταματάει ποτέ στον καπιταλισμό. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στην όχι και τόσο φτωχή, όπως αποδεικνύεται, πατρίδα μας οι απευθείας αναθέσεις επί υπαρκτού Μητσοτακισμού φτάνουν τις εκατοντάδες χιλιάδες και το κόστος τους μερικά δισεκατομμύρια (7,5 δισ. μέχρι τον Ιούνιο). Όσοι ειρωνεύονταν το «λεφτά υπάρχουν», καλό είναι να το ξανασκεφτούν.
Η διαφθορά αυτή ή μάλλον ένα απειροελάχιστο τμήμα της, στα συστημικά μέσα ενημέρωσης εμφανίζεται ως τμήμα κατά βάση του αστυνομικού δελτίου (όταν και στο βαθμό που δεν μπορούν να τη συγκαλύψουν). Στην πραγματικότητα, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής και οικονομικής δράσης του κατεστημένου. Η διαφθορά δεν είναι παρά πτυχή της οργανωμένης κλεπτοκρατίας διεθνώς, η οποία με τη σειρά της αποτελεί τον άτυπο τρόπο υπερσυσσώρευσης πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια, δίπλα στον νομότυπο. Η ένταση τόσο της διαφθοράς της ίδιας, όσο και της ξεδιάντροπης επίδειξής της είναι ευθέως ανάλογη της διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Για την κυρίαρχη αντίληψη, η οποία μας έφτασε έως εδώ, δεν υπάρχει τίποτα το κακό με τις ανισότητες ως τέτοιες, εφόσον και οι λιγότερο προνομιούχοι «βγάζουν» αρκετά, ώστε να απολαμβάνουν μιας στοιχειώδους έστω ευημερίας. Το πρόβλημα με αυτή τη συλλογιστική είναι διπλό: αφενός κάτι τέτοιο εμπειρικά δεν επιβεβαιώνεται. Η υπόσχεση της αναδιανομής προς τα κάτω των υπερκερδών του κατεστημένου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Αντιθέτως (και αυτό είναι η δεύτερη πτυχή του προβλήματος), όσο οι ανισότητες διευρύνονται, τόσο η όποια σχετική αυτονομία των πολιτικών θεσμών αίρεται. Καθώς όμως η εξουσία γίνεται ολοένα πιο εμφανώς μονομερής ταξικώς, τόσο το κατεστημένο νιώθει και είναι λιγότερο δεσμευμένο από τους όποιους κανόνες εξισορρόπησης ισχύος και αναδιανομής. Με άλλα λόγια, το μόνο που μένει για τους λιγότερο προνομιούχους είναι η ελεημοσύνη και ο αγώνας για επιβίωση σε ένα παιχνίδι, λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένου τέλους.
Βεβαίως, σε συνθήκες διεθνούς κυριαρχίας των ΗΠΑ και εν γένει των Αγγλοσαξόνων οι (σε κάθε περίπτωση λιγότερο έντονες) ανισότητες συνδυάζονταν με την υπόσχεση συμμετοχής και για τα χαμηλότερα στρώματα στη λεηλασία του υπόλοιπου πλανήτη. Σήμερα, με την υποχώρηση της ισχύος των πρώην κυρίαρχων, δεν υπάρχει καμία ισχυρή «θετική προοπτική» για να προσφερθεί, έστω και υπό την έννοια της λεηλασίας των άλλων. Μόνο επιδόματα, φόβος, καταστολή και φτηνά θεάματα προς μαζική αποχαύνωση.
Οι ανισότητες διαμορφώνουν τη συνείδηση, τη βεβαιότητα του ανεξέλεγκτου και στους «από πάνω» και στους «από κάτω». Στους από πάνω συνήθως βαφτίζεται «ικανότητα» και σπανιότερα εντάσσεται το αστυνομικό δελτίο. Στους από κάτω συνήθως εκδηλώνεται με διαψευσμένες ευκαιρίες, συμπεριφορές του ποινικού δικαίου και σπανιότερα με δήθεν συγκινητικές ιστορίες επιτυχίας.
Το ζήτημα εντέλει, όπως πάντα, από ποσοτικό γίνεται και ποιοτικό: οι κοινωνίες μπορούν να είναι συνεκτικές, έστω σχετικώς, όσο διατηρείται ένας αναγκαίος βαθμός ισότητας. Όταν αυτός παύει, οι κοινωνίες εισέρχονται σε φάση αποσύνθεσης. Η συζήτηση περί δημοκρατίας (έστω και αστικής) σε τέτοιες καταστάσεις αποτελεί απλώς προπαγάνδα, προκειμένου να διαμορφωθεί μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στους εξουσιαζομένους. Ακόμα και αν όλοι ανήκουμε τυπικώς στο ίδιο νομικό εποικοδόμημα (κράτος), κατοικούμε σε διαφορετικούς κόσμους. Το σημείο συνάντησης είναι το σημείο του κανιβαλισμού. Ή με άλλα λόγια, η εσωτερική αποικιοποίηση είναι η ενδοστρεφής πολιτική των παρηκμασμένων πρώην αποικιοκρατών, που δεν μπορούν πλέον να εξάγουν τις κρίσεις τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το ίδιο το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο καθίσταται το έγκλημα και το σκάνδαλο.
Ένα εγκληματικό μοντέλο, ένα σκανδαλώδες σύστημα είναι φύσει αδύνατο να μεταρρυθμιστεί. Το μόνο που κάνει είναι να επιταχύνει και να εμβαθύνει την εγκληματική και σκανδαλώδη δράση του, δηλαδή τις ανισότητες.
Σήμερα, οι «ελίτ» νιώθουν ότι μπορούν να χρηματοδοτήσουν ακόμα και το δρόμο τους προς την αθανασία ή τουλάχιστον την εντυπωσιακή βιολογική τους βελτίωση. Οι φτωχότεροι, ακόμα και στην πλούσια «Δύση» αγωνίζονται να βρουν ασθενοφόρο και αξιοπρεπές νοσοκομείο την ώρα που το χρειάζονται. Βεβαίως, όπως πάντα, οι προπαγανδιστές του υπάρχοντος συστήματος υποστηρίζουν ότι έτσι τελικώς θα έχουμε φτηνότερες θεραπείες για όλους. Η πραγματικότητα της διάλυσης των συστημάτων υγείας τους διαψεύδει: παρότι όλος ο αναπτυγμένος κόσμος (και όχι μόνο) θα έπρεπε να έχει φτηνότερες θεραπείες και συστήματα υγείας οικουμενικής κάλυψης, στην πραγματικότητα η μεγάλη πλειοψηφία στερείται της πρόσβασης είτε συνολικά, είτε σε επαρκή βαθμό, με χαρακτηριστική την αντιμετώπιση της πανδημίας, η οποία υπήρξε μια πραγματική καταστροφή.
Τα μέλη των ελίτ, όταν «φουντάρουν» τις εταιρείες τους ανταμείβονται με «σοσιαλισμό». Οι «από κάτω» δεν χρειάζεται να χρεοκοπήσουν καμία εταιρεία: γεννιούνται χρεωκοπημένοι. Και αν ακόμα γλυτώσουν τα πρώτα χρόνια, υπερχρεώνονται κάπου εκεί μεταξύ 20 και 40 ετών, έχοντας να αντιμετωπίσουν στρατιές από funds και δικηγόρους. Μόνο στις ΗΠΑ, το φοιτητικό χρέος ανέρχεται το 2022 σε 1,73 τρισ. δολάρια. Την ίδια περίπου στιγμή, το 2020, το Forbes σε ένα σχετικό άρθρο του ανέφερε ότι η μέση αποζημίωση ενός CEO στις ΗΠΑ ανερχόταν σε 12,3 εκατ. δολάρια, έχοντας σημειώσει αύξηση κατά 940% από το 1978. Στα καθ’ ημάς, το ιδιωτικό χρέος φτάνει στα 260 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αλματώδη άνοδο ιδίως από την εποχή των μνημονίων και έπειτα, ενώ η οποιαδήποτε προστασία για τους δανειολήπτες έχει εξαφανιστεί. Σοσιαλισμός για τους πλουσίους, καπιταλισμός για τους φτωχούς και τους «μεσαίους».
Το σύστημα εξουσίας διαθέτει βεβαίως ακόμα κάποιες άμυνες. Μπορεί, για παράδειγμα, να κόβει και να κυκλοφορεί άφθονο χρήμα. Το πρόβλημα είναι ότι μάλλον οι ιθύνοντες πέτυχαν να βρεθούν σε ένα πολλαπλό αδιέξοδο το 2022 και ως προς αυτήν την επιλογή. Οι δυτικές κυβερνήσεις εκτόξευσαν τον πληθωρισμό χάρη στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, του Ιράν και της Βενεζουέλας, αλλά και το νεοφιλελεύθερο πρότυπο σε ό,τι αφορά τις αλυσίδες παραγωγής και εμπορίου. Αντί να διορθώσουν τις πρωτογενείς αιτίες του πληθωρισμού αποφάσισαν να αυξήσουν τα επιτόκια, εκτροχιάζοντας ακόμα περισσότερο τα οικονομικά όσων πλήττονται περισσότερο από τον πληθωρισμό, μέσα από πανάκριβες δόσεις δανείων.
Μπορεί επίσης να δίνει επιδόματα. Μόνο που και πάλι, από τη μια τα επιδόματα δεν αποτελούν δικαιώματα, αλλά μάλλον ελεημοσύνη και μάλιστα εντελώς ανεπαρκή, από την άλλη προσφέρονται δια των πολιτών στους ολιγάρχες του πλούτου. Αντί να αντιμετωπιστούν οι αιτίες της κρίσης του κόστους ζωής, τα κράτη τσοντάρουν στο φαύλο κύκλο αυξήσεων, ο οποίος σε μια επόμενη φάση θα μεταφερθεί στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Εκεί, οι μεν ΗΠΑ θα πρέπει να μετρήσουν την ισχύ του δολαρίου και πόσοι πρόθυμοι θα υπάρχουν να χρηματοδοτήσουν τα χρέη της. Η δε Ε.Ε. θα πρέπει να αποφασίσει (λαμβάνοντας υπόψιν και τις επιταγές της Ουάσιγκτον φυσικά) αν θα κρατήσει το ευρώ.
Το κατεστημένο διατηρεί επίσης τη δυνατότητα της μαζικής προπαγάνδας και παραπλάνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ζούμε στην εποχή της επίσημης λογοκρισίας, των ολιγοπωλίων στο χώρο της διακίνησης της πληροφορίας και της επιστράτευσης κάθε εκδοχής κοινωνίας του θεάματος. Ωστόσο και αυτές ακόμα οι μέθοδοι δεν είναι ανεξάντλητες. Αφενός γιατί το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη ενημερώνεται από μη δυτικά μέσα ενημέρωσης, αφετέρου γιατί και μέσα στη «Δύση» τα εναλλακτικά μέσα κερδίζουν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή.
Οπότε καταλήγουμε στο ύστατο μέσο, αυτό της άμεσης καταστολής και του περιορισμού ακόμα και των θεμελιωδών της αστικής δημοκρατίας. Πρόκειται για επιλογή δοκιμασμένη μεν, όχι αποτελεσματική μακροπρόθεσμα δε. Με το οπλοστάσιο που οικοδόμησαν κατά την πανδημία, όπως και από παλαιότερες περιόδους εκτροπής, οι αστικές δημοκρατίες εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε αενάως διοικούμενα με εκτελεστικά διατάγματα, ουσιαστικώς μονοκομματικά, ολιγαρχικά, μοντέλα.
Ο καπιταλισμός λειτουργεί σαν καρκίνος. Σκοτώνει την κοινωνικότητα, την κοινωνική ύπαρξη, η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιουδήποτε μοντέλου. Η μόνη οδός επιβίωσης για τις κοινωνίες είναι η διαμόρφωση συνθηκών ισότητας, διεκδίκηση που με τη σειρά της καθίσταται επαναστατική. Οι ανισότητες και η κλεπτοκρατία δεν υπάρχουν ως ατυχή αποτελέσματα του μοντέλου μας: είναι ο πυρήνας του. Η επιβίωση ης κοινωνικότητάς μας περνά μέσα από επανάσταση. Μπορεί να μη φαίνεται καθόλου επίκαιρη αυτή η συζήτηση. Και όμως: σύντομα θα την ακούμε ολοένα συχνότερα.
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο