του Βασίλη Σουλιώτη
Η εκβιομηχάνιση του δυτικού κόσμου -που στις αρχές του 20ου αιώνα, λόγω της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης, διαρκώς γιγαντώνεται- θέτει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα όχι απλά του περαιτέρω εξηλεκτρισμού των ιμπεριαλιστικών χωρών αλλά και της δημιουργίας εθνικών δικτύων τα οποία επιτρέπουν την διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος όχι πια σε τοπικό μόνο επίπεδο αλλά σε εθνικό επιτρέποντας έτσι την απρόσκοπτη ανάπτυξη της βιομηχανίας και την κάλυψη των αναγκών σε διαφορετικές περιοχές όπου οι αιχμές ζήτησης υπερβαίνουν τη ζήτηση άλλων περιοχών.
Η ίδια η δημιουργία εθνικών δικτύων που διασυνδέουν όλη την επικράτεια αλλά και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο σχεδιασμός τους δεν αφορούν μόνο την ίδια την ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας και των οικιακών αναγκών. Στην πραγματικότητα αυτός ο σχεδιασμός αντανακλά και τον τρόπο που οι ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης εκείνη την εποχή (Αγγλία, Γαλλία, Γερμάνια) αλλά και οι αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία, κλπ) σχεδιάζουν το μελλοντικό παραγωγικό μοντέλο και τον προσανατολισμό ως προς την οικονομική τους ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια ο σχεδιασμός του τι είδους εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα κατασκευασθούν, τι ποσότητες θα μπορούν να παράγουν, τα καύσιμα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν (και το κόστος τους), το που θα κατασκευασθούν οι μονάδες παραγωγής ενέργειας, η ισχύ που αυτά θα έχουν, η πρόβλεψη καταμερισμού της παραγόμενης ενέργειας αλλά και οι προβλέψεις για τους διαφορετικούς τομείς κατανάλωσης, (βαριά βιομηχανία, ελαφρά βιομηχανία, αγροτική παραγωγή, οικιακή χρήση, δημόσια χρήση) καθορίζουν την ίδια την παραγωγή.
Στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αναδεικνύεται ο εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης στον τομέα της ενέργειας. Αν και σε όλη αυτή την περίοδο τίθεται συχνά η ανάγκη εξηλεκτρισμού της χώρας και της πανεθνικής διασύνδεσης, οι υποτελείς στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να ασκούν πολιτικές που εξυπηρετούσαν τον ξένο παράγοντα. Ρόλο παίζει και η ίδια η αστική ελληνική τάξη, παρασιτική και κομπραδόρικη ήδη από εκείνη την εποχή και βεβαίως οι διαρκείς πόλεμοι και συνθήκες αστάθειας που επικρατούν στον ελλαδικό χώρο. Κυρίαρχος παράγοντας ωστόσο είναι η ίδια η πολιτική βούληση των κυβερνήσεων της εποχής.
Υπό αυτή την έννοια ενώ ήδη από το δεκαετία του 20’ γίνονται αναφορές αλλά ακόμα και μελέτες για την ανάγκη της δημιουργίας ενός τέτοιου δικτύου δύο παράγοντες παίζουν ανασταλτικό ρόλο στην υλοποίηση τους. Καταρχήν το γεγονός ότι ήδη στην Ελλάδα κυριαρχούν μεγάλά ξένα συμφέροντα τα οποία διαχειρίζονται την ηλεκτρική ενέργεια. Η γνωστή Power για παράδειγμα (η οποία στην πραγματικότητα αποτελούσε ένα πολυεθνικό τράστ της εποχής) που εκμεταλλεύεται τις ενεργειακές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας. Πουλά στο ελληνικό κράτος τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δημιουργία των μονάδων, δημιουργεί τοπικά δίκτυα και εκμεταλλεύεται τα έσοδα του ρεύματος που πουλά. Σε ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα το καθεστώς που επικρατεί είναι η ύπαρξη ιδιωτικών εταιριών (ή ορισμένες φορές δημοτικών) οι οποίες καλύπτουν τις ανάγκες αυτές με γνώμονα την εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων.
Πιο απλά τα δίκτυα που αναπτύσσονται, αφορούν την διασύνδεση των μονάδων αυτών – οι οποίες ενίοτε δεν είναι τίποτε άλλο από κάποια μεγάλη γεννήτρια- που εξυπηρετούν ορισμένες παραγωγικές μονάδες( βιοτεχνίες και βιομηχανίες) οι οποίες έχουν σε κάποιο βαθμό εκμηχανισμένη παραγωγή. Επιπλέον ορισμένες από αυτές τις μικρές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν τον ηλεκτροφωτισμό κεντρικών δρόμων ή δημόσιων κτιρίων όπως δημαρχείων κ.λπ.
Η συνολική έτσι εικόνα της Ελλάδας ως προς τη διανομή ενέργειας είναι ότι στην πραγματικότητα «βρίσκεται στο σκοτάδι». Τα δίκτυα αυτά προσανατολισμένα στο ιδιωτικό συμφέρον δεν επεκτείνονται ούτε κατά διάνοια στις περιοχές εκτός των μικρών κομματιών αστικών κέντρων και βέβαια στην περιφέρεια και ιδιαίτερα τις ορεινές περιοχές οδηγώντας τα κατώτερα στρώματα σε πολύπλευρη καθυστέρηση. Συνολικά πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο λειτουργούν 340 ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ένα δεύτερο σημαντικότατο ζήτημα το οποίο ορίζει τις τύχες τόσο του εξηλεκτρισμού της χώρας όσο και του ίδιου του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού είναι η χρήση των πηγών ενέργειας με τις οποίες θα λειτουργούσαν οι μονάδες αυτές. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η έλλειψη πρωτοβουλίας για τον εξηλεκτρισμό της χώρας δεν οφειλόταν στην έλλειψη ζήτησης. Ενδεικτικά να αναφερθεί μόνο ότι για το 1938 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έφθανε μόλις τα 200 εκατομμύρια κιλοβατώρες ενώ οι ανάγκες την ίδια περίοδο έφθαναν, ετησίως πάντα, τα 2 δισεκατομμύρια.
Εκεί η λυσσαλέα παραμυθολογία του αστικού πολιτικού προσωπικού παρά την υπάρχουσα, ήδη, γνώση για τις δυνατότητες των υδατοπτώσεων στον ελλαδικό χώρο αλλά και του λιγνίτη, επιδιώκουν τη μη αξιοποίηση τους παρά ακόμα και την ψήφιση νόμων όπως αυτού του 1922 «Περί εκμετάλλευσης των ρεόντων υδάτων». Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν η εξυπηρέτηση των ξένων κεφαλαίων και η εισαγωγή καυσίμων όπως το κάρβουνο, το πετρέλαιο, το μαζούτ και η βενζίνη. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι ο λιγνίτης σε όλη την περίοδο από το 1930 μέχρι το 1948 καταλάμβανε ένα ελάχιστο ποσοστό στην κατανάλωση καυσίμων. Ειδικότερα, το 1930 το ποσοστό έφθανε μόλις το 3,19%, το 1934 το 2,35%, το 1938 το 1,74% και το 1948 το 2,7%. Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός λιγνίτης υστερούσε ποιοτικά εξαιτίας της υψηλής περιεκτικότητας σε υγρασία και της φτωχής θερμιδικής αξίας. Αυτά τα ζητήματα σε καμία περίπτωση δεν καθιστούσαν άχρηστο το ορυκτό αυτό καθώς είχε ως μεγάλο προτέρημα ότι σε ένα ευρύ φάσμα βρισκόταν σε επιφανειακές θέσεις και άρα κόστος εξόρυξης ήταν χαμηλό. Επιπλέον τα προβλήματα αυτά της ποιότητας δεν αφορούσαν την εποχή εκείνη το σύνολο των αποθεμάτων καθώς 32 εκατομμύρια τόνοι είχαν πολύ υψηλότερη ποιότητα. Την πραγματικότητα αυτό που έλειπε ήταν η απουσία ενδιαφέροντος για τον σχεδιασμό του εμπλουτισμού του και της επεξεργασίας του προκειμένου να γίνει φθηνότερος ως καύσιμο. Τέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το κόστος του λιγνίτη εξαρτιόταν και από το κόστος μεταφοράς του, στοιχείο που λυνόταν με την δημιουργία θερμοηλεκτρικών εργοστασίων ακριβώς στις περιοχές εξόρυξης. Αντ’ αυτού το ελληνικό κράτος επέλεξε να προωθήσει τα ξένα συμφέροντα επιβαρύνοντας τον ελληνικό λαό για δεκαετίες προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου.
Μετά τον πόλεμο και σε συνθήκες ενός διπολικού κόσμου, ήδη από το 1945 διαμορφώνονται νέες συνθήκες και για το ζήτημα της ενέργειας. Οι νέες αυτές συνθήκες αφορούν κατά πρώτο την ανάγκη βελτίωσης στοιχειωδώς του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος περαιτέρω διεύρυνσης της επιρροής το κομμουνιστικού και εαμογενούς κινήματος στην Ελλάδα.
Δεύτερον ρόλο έπαιζε και η ίδια η πρόοδος της τεχνολογίας και οι ανάγκες ανάπτυξης και των εξαρτημένων χωρών προκειμένου να ενταχθούν στο άρμα του ιμπεριαλισμού, πάντα υπό καθεστώς εξάρτησης, ώστε να υπάρξει βαθύτερη και νέα εκμετάλλευση τόσο των πλουτοπαραγωγικών τους δυνάμεων όσο και της εργατικής τους τάξης.
Έτσι την περίοδο αυτή η αναγνώριση της ανάγκης ύπαρξης ενός τέτοιου δικτύου θα σημάνει και μια σειρά από βήματα για την υλοποίηση του. Προκαλεί έτσι ερωτήματα ότι την περίοδο αυτή όλες οι τεχνικές μελέτες οι οποίες καταρτίζονται από φορείς όπως η Εθνική Τράπεζα, το Τεχνικό Επιμελητήριο ή το Υπουργείο Συντονισμού αλλά και ο ίδιος ο αμερικάνικος παράγοντας (στον οποίο εκχωρείται εν τέλει ο τελικός σχεδιασμός αλλά και ο έλεγχος του εθνικού δικτύου) εισηγούνται τη δημιουργία ενός κρατικού φορέα ο οποίος θα αναλάβει την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου. Αν και μέχρι τότε, όπως ήδη ειπώθηκε, η παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος αφορούσε τα ιδιωτικά κεφάλαια και συμφέροντα, τώρα προκρίνεται η λύση μιας κρατικής επένδυσης και διαχείρισης.
Την περίοδο αυτή οι σχεδιασμοί για τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου, που ήδη από την εποχή της περιόδου της Κατοχής έχουν κάνει την εμφάνιση τους, εντάσσουν τόσο τον λιγνίτη όσο και τις υδατοπτώσεις ως αναγκαίο κεφάλαιο για τη δημιουργία ενός δικτύου. Ο τελικός σχεδιασμός ανατίθεται από την κυβέρνηση στους Αμερικάνους και στην εταιρία Ebasco με έδρα τη Νέα Υόρκη ενώ ο αρχικός οικονομικός σχεδιασμός περιελάβανε την κάλυψη των κεφαλαίων από το σχέδιο Μάρσαλ. Αυτός ωστόσο έμεινε στην πραγματικότητα, στην πρώτη φάση της υλοποίησης των έργων, μισός. Από τα 8 έργα που προβλέπονταν στην τελική μελέτη της αμερικάνικης εταιρίας μόνο τα 5 θα χρηματοδοτούνταν από το σχέδιο Μάρσαλ. Εξ αυτού του σχεδιασμού ακυρώθηκε τελικά και το σημαντικότερο έργο, αυτό του Αχελώου ενώ συνολικά το σχέδιο τέθηκε μόνο εν μέρει σε εφαρμογή. Εν κατακλείδι την περίοδο αυτή πραγματοποιείται ένα μέρος των έργων το οποίο δεν συνθέτει τελικά ένα ολοκληρωμένος εθνικό δίκτυο αλλά μόνο ορισμένα τοπικά δίκτυα των οποίων το καταναλωτικό ενδιαφέρον θα ήταν αυξημένο (περιοχή της πρωτεύουσας, Πάτρα, Θεσσαλονίκη).
Η δημιουργία της ΔΕΗ τον Αύγουστο του 1951 ανοίγει τον δρόμο για την πραγματική δημιουργία ενός εθνικού δικτύου. Αρχικά βρίσκεται υπό τον διοικητικό έλεγχο, και πάλι, των Αμερικάνων και της Embasco ενώ η εκμετάλλευση του λιγνίτη από την επίσης αμερικανική Pierce Management. Είναι μόνο το 1955 όπου η ΔΕΗ θα περάσει σε ελληνική διοίκηση και θα ξεκινήσει ένας αγώνας δεκαετιών για τη δημιουργία αυτού του εθνικού δικτύου το οποίο πλέον δεν προέβλεπε μόνο την διασύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών. Με τα λεφτά του ελληνικού λαού θα κατασκευασθούν νέα δίκτυα μεταφορά του ρεύματος, τοπικοί υποσταθμοί μετασχηματισμού της τάσης και βέβαια μονάδες εξόρυξης, θερμοηλεκτρικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Τίθεται έτσι το τελικό ερώτημα. Για ποιον λόγο επέλεξε το αμερικάνικο κεφάλαιο να μην προχωρήσει στην συνολική εκμετάλλευση με την δημιουργία μιας αμερικάνικης ή πολυεθνικής εταιρίας η οποία με ένα καθετοποιημένο τρόπο θα εκμεταλλευόταν την παραγωγή, μεταφορά και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα;
Η απάντηση είναι πολλοίς είναι απλή. Κανένα κεφάλαιο, εγχώριο ή ξένο δεν είχε την πρόθεση να επενδύσει κεφάλαια για τη δημιουργία ενός δικτύου το οποίο είχε ανάγκη να δώσει πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η επέκταση του δικτύου σε περιοχές με χαμηλή παραγωγική ανάπτυξη και χαμηλές ανάγκες κατανάλωσης καθιστούσε ασύμφορη μια τέτοια επένδυση. Ο μοναδικός που μπορούσε τελικά να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο έργο ήταν τα πλατιά λαϊκά στρώματα των οποίων το κράτος τα εισοδήματα χρησιμοποίησε προκειμένου να δημιουργήσει ένα τέτοιο δίκτυο. Επιπλέον η δημιουργία ενός εθνικού δικτύου κοινωφελούς χαρακτήρα απαιτούσε την εξαγορά άνω των τετρακοσίων ιδιωτικών εταιριών μεταξύ αυτών και της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρίας (η οποία μετά το 1945 έχει περιέλθει στα χέρια ελληνικών οικονομικών συμφερόντων όπως η Εθνική Τράπεζα, ο Π. Μαυρομιχάλης, η Ελληνική Εταιρία Φωταερίου Πειραιώς, κ.λπ.) στην πρωτεύουσα ή της εταιρίας Γλαύκος στην Πάτρα. Η εξαγορά αυτή θα γίνει σε ένα εύρος δώδεκα ετών (1956-1968) με κόστος 736 εκατομμυρίων δραχμών.
Κλείνοντας είναι αναγκαίο να επισημανθεί το εξής. Δεν θα πρέπει να υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση ως προς τον χαρακτήρα της ΔΕΗ η οποία δεν έπαψε ταυτόχρονα να εξυπηρετεί ιδιαίτερα τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η επισήμανση αυτή όμως δεν αναιρεί το βασικό στοιχείο το οποίο αφορά το γεγονός ότι η εταιρία αυτή υπήρξε δημιούργημα του ίδιου του ελληνικού λαού. Το ίδιο το κράτος έπαιξε τον ρόλο που κανένα ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον δεν θα ήθελε να αναλάβει και απέδειξε στις επόμενες δεκαετίες της δυνατότητες μιας επιχείρησης όπως της ΔΕΗ να αποτελέσει έναν οικονομικό πυλώνα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιήσαν την εταιρία αυτή μέχρι σήμερα.
Άμεσα συνδεδεμένες με όλα τα παραπάνω δεν μπορούν παρά να είναι και οι εξελίξεις των τελευταίων ετών σε σχέση με τη ΔΕΗ αλλά και τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης να προχωρήσει στην ολοκληρωτική κατακρεούργηση του σημαντικού αυτού οικονομικού πυλώνα για τον ελληνικό λαό. Σήμερα η οικονομική ολιγαρχία, έχοντας έτοιμο πλέον ένα εθνικό δίκτυο, είναι έτοιμη να υφαρπάξει τα φιλέτα της ΔΕΗ. Υπηρετώντας τις ευρωενωσιακές πολιτικές, οι οποίες εξαναγκάζουν την ΔΕΗ να χάσει το μονοπώλιο της και να δωρίσει το 50% των πελατών της σε ανταγωνιστικές ιδιωτικές εταιρίες, (οι οποίες χρησιμοποιούν τα δίκτυα του ανταγωνιστή τους, δηλαδή τη ΔΕΗ), οι κυβερνήσεις του ευρωμονόδρομου εμφανίζουν ως μοναδική επιλογή την πώληση των υδροηλεκτρικών μονάδων, την σταδιακή κατάργηση της χρήσης του λιγνίτη (η οποία αποτελεί για την Ελλάδα κρίσιμη και καθοριστική πλουτοπαραγωγική πηγή) και την «προσαρμογή της ΔΕΗ στη νέα πραγματικότητα».
Η εξόφθαλμή αυτή κλοπή του ελληνικού λαού από τις ευρωενωσιακές πολιτικές (τον οποίον πιστοί υπηρέτες υπήρξαν για δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία 5ετία) πρέπει να βρει αντιμέτωπο σύσσωμο τον ελληνικό λαό και θέτει καθήκον σε κάθε συνδικαλιστική αλλά και πολιτική πρωτοπορία για ένα διάλογο προκειμένου να υπάρξει ο μέγιστος συντονισμός και συνεργασία για έναν αγώνα μέχρις εσχάτων προκειμένου να αποτραπούν τα σχέδια υφαρπαγής της περιουσίας του ελληνικού λαού στον οποίο πρέπει να ανήκει η ΔΕΗ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλιοθήκη της Βουλής, Πρακτικά συνεδριάσεων 1946-1950
Μπάτσης, Π., Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα, (Αθήνα 1977)
Οργανισμός Περιθάλψεως & Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών.UNRRA, Αποστολή Ελλάδος. Γραφείον Οικονομικής Αναλύσεως. Επιτροπή Αξιοποιήσεως Πλουτοπαραγωγικών Πόρων Ελλάδος, Εισηγήσεις επί της αξιοποιήσεως πλουτοπαραγωγικών πόρων Ελλάδος, Τεύχος Α’. Ι Υδατική και Ενεργειακή Οικονομία, (UNRRA, Αθήνα 1947)
Παντελάκης, Νίκος, Ο εξηλεκτρισμός της Ελλάδας, Από την ιδιωτική πρωτοβουλία στο κρατικό μονοπώλιο (1889-1956), (ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991)
Πεζόπουλος, Γ.Ν., Το ενεργειακό πρόβλημα της Ελλάδος, Τόμος Β’.Η ανάπτυξις της ηλεκτρικής ενέργειας, Υπουργείο Συντονισμού (Αθήνα 1949)
Ραυτόπουλος, Θ.Ι., Το εθνικόν Δίκτυον Ηλεκτρισμού της Ελλάδος, (Παπαζήσης, Αθήνα 1946)
Τσοτσορός, Σπύρος, Ενέργεια και Ανάπτυξη στη μεταπολεμική περίοδο. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, 1950-1952, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Αθήνα 1995)