1

Εξάρτηση και Υπερεκμετάλλευση: Η σχέση μεταξύ ξένου κεφαλαίου και κοινωνικών αγώνων στη Λατινική Αμερική

 

μετ. Θοδωρής Νασόπουλος

επιμ. Διονύσης Περδίκης

 

Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε τον Φάκελο 67 (8 Αυγούστου 2023) από το ινστιτούτο της Τριηπειρωτικής, υπό τον τίτλο Εξάρτηση και Υπερεκμετάλλευση: Η σχέση μεταξύ ξένου κεφαλαίου και κοινωνικών αγώνων στη Λατινική Αμερική (Dependency and Super-exploitation: The Relationship between Foreign Capital and Social Struggles in Latin America).

Σε αντίθεση με τα κυρίαρχα, τόσο αναθεωρητικά όσο και «δογματικώς ορθόδοξα», μαρξιστικά ρεύματα σκέψης που ευδοκιμούν στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης (δυστυχώς τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας), τα οποία έχουν απορρίψει την έννοια της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, ή και τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού συνολικά, στις αναπτυσσόμενες χώρες η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Το παρόν άρθρο είναι ενδεικτικό της συζήτησης που αναβιώνει εντός τόσο της μαρξιστικής διανόησης, όσο και των εργατικών και λαϊκών κινημάτων στον αναπτυσσόμενο κόσμο, γύρω από τον σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, στη βάση ακριβώς μιας μακρόχρονης, πλέον, βιβλιογραφίας για την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Το άρθρο εστιάζει στη Λατ. Αμερική, δημοσιεύεται σε ένα ινστιτούτο που έχει έδρα στην Ινδία, ενώ βρίθει αναφορών στην Αφρική…

Πέραν της ιστορικής ανασκόπησης στη σχετική βιβλιογραφία, εφιστούμε την προσοχή στον τρόπο που ορίζεται επιστημονικά η ιμπεριαλιστική εξάρτηση στο άρθρο αυτό:

«[…] ο εξαρτημένος καπιταλισμός ορίζεται, πρώτον, από τη μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στο κέντρο ως διαρθρωτική δυναμική· δεύτερον, από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως αντιστάθμισμα για την τοπική αστική τάξη· και, τρίτον, από έναν ιδιαίτερο τύπο αναπαραγωγής του κεφαλαίου στον οποίο η παραγωγή και η κατανάλωση διαχωρίζονται.»

Ο ορισμός, δηλαδή, αφορά μια εκδοχή ή παραλλαγή καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, όπως αυτή συναντιέται ιστορικά σε αναπτυσσόμενες υπό την ιμπεριαλιστική ηγεμονία χώρες, με προσδιορισμούς που αφορούν και τις τρεις διαδικασίες (προτσές) του καπιταλιστικού τρόπου (ανα)παραγωγής, όπως αυτές περιγράφονται στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου του Μαρξ: παραγωγή υπεραξίας μέσω υπερεκμετάλλευσης (Τόμος Α΄), κυκλοφορία/αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην οποία η κατανάλωση συστηματικά υστερεί της παραγωγής (Τόμος Β΄), και διανομή της υπεραξίας με συστηματικές μεταφορές της από τις εξαρτημένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες (Τόμος Γ΄).

Όπως έχουμε ισχυριστεί σε άλλα σημειώματα (βλ. γενικά εδώ), ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός γενικά, και η ιμπεριαλιστική εξάρτηση ειδικότερα ως ουσιώδης πλευρά του, απαιτούν δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στη βάση της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προκειμένου να αναπαρασταθούν θεωρητικά με πληρότητα στα πρότυπα του κλασσικού μαρξικού έργου του Κεφαλαίου. Για το τι σημαίνει αυτό ειδικά για την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και την υπερεκμετάλλευση της εργασίας θα επανέλθουμε σε μελλοντική αρθρογραφία αναλυτικότερα.

Διονύσης Περδίκης

 

Τριηπειρωτική: Φάκελος 67, 8 Αυγούστου 2023

 

Εξάρτηση και Υπερεκμετάλλευση: Η σχέση μεταξύ ξένου κεφαλαίου και κοινωνικών αγώνων στη Λατινική Αμερική

 

Αυτός ο φάκελος αναλύει το ρόλο της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης σήμερα ως ένα σημαντικό επιστημονικό εργαλείο για την κατανόηση των σύγχρονων αντιδημοκρατικών και φασιστικών τάσεων και των διαδικασιών χειραφέτησης στον Παγκόσμιο Νότο.

 

 

Στις διάφορες χώρες του κόσμου, ο καπιταλισμός διαμορφώνεται και εδραιώνεται όχι μόνο βάσει της γενικής λογικής αυτού του τρόπου παραγωγής, αλλά και μέσω των κοινωνικών, ιστορικών και πολιτισμικών συνθηκών κάθε χώρας. Η κατανόηση των μορφών συσσώρευσης και επέκτασης του καπιταλισμού σε κάθε χώρα και γεωγραφική περιοχή είναι θεμελιώδης για την ταξική πάλη.

Η διαμάχη μεταξύ καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών εγχειρημάτων κατά τον εικοστό αιώνα δημιούργησε γόνιμο έδαφος για θεωρητικές και πολιτικές εξελίξεις, στο πλαίσιο των προκλήσεων που έθετε η κοινωνική ανισότητα στις χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού. Μια σημαντική πρωτοβουλία από την άποψη αυτή ήταν η δημιουργία της Οικονομικής Επιτροπής για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (ECLAC) από τα Ηνωμένα Έθνη. Παράλληλα, ορισμένοι παράγοντες – μεταξύ των οποίων τα κομμουνιστικά κόμματα που ευθυγραμμίζονταν με τον προσανατολισμό της Τρίτης Διεθνούς ή ομάδες αριστερών αγωνιστών που επεδίωξαν να κατανοήσουν τις δυναμικές του λατινοαμερικάνικου καπιταλισμού με βάση τη θεωρία της αξίας του Καρλ Μαρξ προκειμένου να συγκροτήσουν μια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση – αναζήτησαν μια διέξοδο από αυτές τις προκλήσεις και επεξεργάστηκαν μια στρατηγική βασισμένη στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτές οι κατευθύνσεις γέννησαν αυτό που είναι γνωστό ως μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης.

 

 

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ο κόσμος γνώρισε την ανάπτυξη και επέκταση της εμπορικής, παραγωγικής και χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Αυτή η νέα φάση της παγκόσμιας οικονομίας χαρακτηρίστηκε από αύξηση του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, μεγαλύτερη διεθνή συμμετοχή στις παραγωγικές δραστηριότητες των πολυεθνικών εταιρειών και έντονη κυκλοφορία του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο, σε μια νέα δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αντιμέτωπες με τις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – του δυναμικού αυτού κέντρου του νέου σταδίου του καπιταλισμού – οι χώρες αύξησαν τον βαθμό ανοίγματος των οικονομιών τους προς τα έξω και απορρύθμισης των αγορών τους, μειώνοντας τη συμμετοχή του κράτους στην οικονομία, αποσκοπώντας στο ιδεώδες του “ελάχιστου κράτους” – παρά τις μη ικανοποιούμενες βασικές ανάγκες μιας τεράστιας μερίδας του πληθυσμού.

Έτσι, σε πολλές χώρες εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Οι πολιτικές αυτές παρουσιάζονται ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και την υπέρβαση της “υπανάπτυξης” και  επιδιώκουν να διαλύσουν τόσο το κράτος πρόνοιας στην Ευρώπη όσο και τις λίγες προόδους που έχουν γίνει στη Λατινική Αμερική προς την κατεύθυνση της συνταγματικής κατοχύρωσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Ενώπιον αυτής της νέας δυναμικής του σύγχρονου καπιταλισμού, το βραζιλιάνικο τμήμα της “Τριηπειρωτικής: Ινστιτούτο για την Κοινωνική ‘Έρευνα”, σε συνεργασία με την καθηγήτρια Ρενάτα Κόουτο Μορέιρα (Renata Couto Moreira) του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Εσπίριτο Σάντο (UFES) και την ερευνητική ομάδα “Κολεκτίβα Ανατάλια ντε Μέλο” (Coletivo Anatália de Melo), επιδιώκει να εμβαθύνει στον ρόλο της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης σήμερα ως ένα σημαντικό επιστημονικό εργαλείο για την κατανόηση της ουσίας των σύγχρονων διαδικασιών και των σημερινών αντιδημοκρατικών και φασιστικών τάσεων, καθώς και για την ανάδειξη των διαδικασιών χειραφέτησης στον 21ο αιώνα.

Εποµένως, θα προσπαθήσουµε να παρουσιάσουµε ένα σύντοµο ιστορικό της συζήτησης για την εξάρτηση και τα διάφορα ρεύµατα και προοπτικές της. Θα αναστοχαστούμε επίσης πάνω στη σημασία της κατανόησης της υπερεκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού ως μιας τρέχουσας πραγματικότητας στις εξαρτημένες χώρες. Αυτό είναι θεμελιώδες για την κατανόηση της μορφής που παίρνει η διαδικασία συσσώρευσης και ιδιοποίησης του πλούτου στον Παγκόσμιο Νότο, και είναι ανώφελο να διαχωρίσουμε τις δυνατότητες υπέρβασης της κατάστασης υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τα δομικά στοιχεία που την καθορίζουν.

 

 

Μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης και ταξική πάλη στη Λατινική Αμερική

Η συζήτηση για την υπανάπτυξη και την εξάρτηση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, με κύριο γνώμονα την προσπάθεια κατανόησης των λόγων της υστέρησης των χωρών της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με τις χώρες του κέντρου. Η διεθνής συζήτηση περιστράφηκε γύρω από πολύ διαφορετικές, ακόμη και αντιφατικές, απόψεις. Ήταν μια περίοδος έντονου διαλόγου που προσπάθησε να αναπτύξει τη λατινοαμερικανική σκέψη μέσω θεσμών όπως η Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (ECLAC), το Λατινοαμερικανικό Ινστιτούτο Οικονομικού και Κοινωνικού Σχεδιασμού (ILPES), η Λατινοαμερικανική Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (FLACSO) και πανεπιστημιακά κέντρα όπως το Κέντρο Κοινωνικοοικονομικών Μελετών (CESO) του Πανεπιστημίου της Χιλής.

Οικονομολόγοι της ECLAC, όπως ο Σέλσο Φουρτάδο (Celso Furtado), ο Ραούλ Πρέμπις (Raúl Prebish), ο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο (Fernando Henrique Cardoso) και ο Έντσο Φαλέτο (Enzo Faletto), έβλεπαν την υπανάπτυξη ως “καθυστέρηση” στην ανάπτυξη των αγορών και των σχετικών θεσμών, άποψη που υποστήριζε τότε η Παγκόσμια Τράπεζα. Η ανάλυση αυτή υποστήριζε ότι ήταν απαραίτητο να ξεπεραστούν μια σειρά από διαρθρωτικές συνθήκες στις χώρες αυτές, ιδίως μέσω της εκβιομηχάνισης, με τρόπο που θα ευνοούσε την ανάπτυξη των εσωτερικών αγορών και θα βελτίωνε τους όρους εμπορίου στις διεθνείς σχέσεις, κάτι που θα γινόταν εφικτό μέσω της ενεργού κρατικής παρέμβασης. Αν και αμφισβητήθηκε η άνιση σχέση μεταξύ των χωρών στο κέντρο και στην περιφέρεια του καπιταλισμού όσον αφορά την ανάπτυξη και την υπανάπτυξη, δεν ελήφθησαν υπόψη οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων στις χώρες της περιφέρειας.

Την ίδια περίοδο, μια ομάδα οικονομολόγων – οι καθηγητές Ρουί Μάουρο Μαρίνι (Ruy Mauro Marini), Θεοτόνιο ντος Σάντος (Theotônio dos Santos), Βάνια Μπαμπίρα (Vânia Bambirra), Λουίς Φερνάντο Βίκτορ (Luiz Fernando Victor), Τεοντόρο Λαμουνιέ (Teodoro Lamounier), Αλμπερτίνο Ροντρίγκεζ (Albertino Rodriguez) και Περσέου Αμπράμο (Perseu Abramo) – πραγματοποίησαν τις πρώτες τους μελέτες για τη θεωρία της εξάρτησης στην Μπραζίλια, σε ένα εξελισσόμενο μάθημα που βασιζόταν στην ανάγνωση του Κεφαλαίου του Μαρξ. Οι μελέτες αυτές αποσκοπούσαν στην κατανόηση της ουσίας του φαινομένου της υπανάπτυξης των χωρών της περιοχής αναλύοντας την ιστορική εξέλιξη και τους μετασχηματισμούς της λατινοαμερικανικής πραγματικότητας με τη χρήση της μαρξιστικής μεθοδολογίας. Η προσπάθεια αυτή αποσκοπούσε επίσης στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα ανταποκρινόταν, αφενός, στις πολιτικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Βραζιλία εκείνη την εποχή – μια εποχή αναβρασμού των λαϊκών κινημάτων που υφίσταντο παράλληλα με μια κυβέρνηση που προσπαθούσε να πραγματοποιήσει αγροτικές, αστικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις – και, αφετέρου, στην καταπολέμηση της επίθεσης των τοπικών κυρίαρχων τάξεων που υποστηρίζονταν από τις αστικές τάξεις των κεντρικών καπιταλιστικών χωρών, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτές ήταν οι πρώτες μελέτες αυτού που έγινε γνωστό ως μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης. Με βάση τις μαρξικές κατηγορίες του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης καθώς και της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, η ομάδα αυτή των οικονομολόγων υποστήριξε ότι η ρίζα της υπανάπτυξης δεν εντοπίζεται στη βιομηχανική υστέρηση κάθε οικονομίας, αλλά μάλλον στην ιστορική διαδικασία και στον τρόπο με τον οποίο οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν ενσωματωθεί στην παγκόσμια αγορά μέσω του αποικισμού από την Ευρώπη, και ακολούθως από τις διεθνείς σχέσεις στις οποίες υπήχθησαν οι χώρες αυτές, οι οποίες διαιωνίστηκαν μετά την πολιτική τους ανεξαρτησία μέσω της οικονομικής εξάρτησης από τις επιταγές του καταμερισμού εργασίας στον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Από μια τέτοια θεώρηση της συνδυασμένης και άνισης ανάπτυξης της καπιταλιστικής συσσώρευσης στην παγκοσμιοποιημένη ολότητά της, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το φαινόμενο της υπανάπτυξης κατατρύχει την εξαρτημένη οικονομία. Έτσι, μια σχέση εξάρτησης δημιουργείται και τροφοδοτείται από την ανάπτυξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η οποία μετατρέπει ορισμένες χώρες που προμηθεύουν πρώτες ύλες σε κοιτίδες πλούτου που διοχετεύεται στο βιομηχανοποιημένο κέντρο. Η υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί αυτή η αποστράγγιση, γεγονός που αποκαλύπτει την πραγματική διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας αφορά την εντατικοποιημένη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, η οποία οδηγεί σε εξαγωγή υπεραξίας που υπερβαίνει τα όρια που έχουν ιστορικά καθιερωθεί στις χώρες του κέντρου. Αυτό καθίσταται θεμελιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος στις υπανάπτυκτες οικονομίες, καθώς το ξένο κεφάλαιο και οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνται από τους χαμηλούς μισθούς και τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, καθώς και από την απουσία εργασιακών δικαιωμάτων, μεγιστοποιώντας έτσι τα κέρδη τους και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εξάρτησης και της υποταγής αυτών των χωρών ως μέρος της διεθνούς τάξης πραγμάτων.

Η υπερεκμετάλλευση και η αποστέρηση των εργαζομένων στη Λατινική Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική και την Ασία συνέβαλαν στη διατήρηση των κρατών πρόνοιας στις ανεπτυγμένες χώρες μέσω του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Στον Παγκόσμιο Βορρά, υπάρχει ένα είδος “συνεννόησης” μεταξύ του κράτους, των καπιταλιστών και των εργαζομένων. Αυτή η “συνεννόηση” επικεντρώνεται στην επέκταση των παραγωγικών μεθόδων, που επιτυγχάνεται με την αύξηση των κερδών και της παραγωγικότητας, η οποία διαμοιράζεται μέσω της αύξησης των πραγματικών μισθών και της επέκτασης της κοινωνικής προστασίας. Επομένως, όπως εξηγεί η οικονομολόγος και λαϊκή αγωνίστρια Ζουλιάνε Φούρνο (Juliane Furno), η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης καταδεικνύει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα δημιουργεί δύο τύπους οικονομιών που αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς, στους οποίους η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές, μια διαλεκτική ενότητα, επειδή οδηγούν στην ίδια λογική συσσώρευσης[1]. Έτσι, ο εξαρτημένος καπιταλισμός ορίζεται, πρώτον, από τη μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στο κέντρο ως διαρθρωτική δυναμική· δεύτερον, από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως αντιστάθμισμα για την τοπική αστική τάξη· και, τρίτον, από έναν ιδιαίτερο τύπο αναπαραγωγής του κεφαλαίου στον οποίο η παραγωγή και η κατανάλωση διαχωρίζονται.

 

 

Από τη Λατινική Αμερική στον κόσμο

Η επέλαση δικτατοριών στη Λατινική Αμερική οδήγησε πολλούς διανοούμενους σε όλη την περιοχή να αυτοεξοριστούν στη Χιλή, ευνοώντας την ανταλλαγή ιδεών κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε (1970-1973). Οι νέες πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες που προέκυψαν καθώς αναπτύσσονταν οι διαρθρωτικές αλλαγές – όπως η αγροτική μεταρρύθμιση και οι νέες σχέσεις με το ξένο κεφάλαιο όσον αφορά την εξόρυξη χαλκού – οδήγησαν σε μελέτες και αναλύσεις βασισμένες στις συγκεκριμένες ανάγκες που παρουσίαζε η πολύπλοκη δυναμική μιας ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό.

Ωστόσο, το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 εναντίον της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας που προωθήθηκε από τις άρχουσες τάξεις και την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσε τον διασκορπισμό της ομάδας της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης. Παρ’ όλα αυτά, λίγα μόλις χρόνια αργότερα, πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στο Μεξικό, όπου ανέπτυξαν περαιτέρω τις θεωρητικές τους προσεγγίσεις (κάτι που ίσχυσε ιδιαίτερα για τους εξόριστους καθηγητές που είχαν έδρα το Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού). Η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης που αναπτύχθηκε δεν ήταν μόνο μια θεωρητική οπτική, αλλά ήταν και ριζωμένη στη μετασχηματιστική πράξη, παραγόμενη από πραγματικά οργανικούς διανοούμενους που συνδέονταν με τις σοσιαλιστικές οργανώσεις και τα προβλήματα της εποχής τους.

Το έργο του Ρουί Μάουρο Μαρίνι, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, θα καταστεί μεταξύ των θεμελιωδών αναγνωσμάτων για την πολιτική εκπαίδευση αγωνιστών από πολλές σοσιαλιστικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα, όπως το Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR) της Χιλής και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN) της Νικαράγουας. Επιπλέον, η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης επηρέασε τα προγράμματα της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή και της επαναστατικής στρατιωτικής κυβέρνησης στο Περού, καθώς και τη “Θεολογία της Απελευθέρωσης” των χριστιανών αγωνιστών σε ολόκληρη την ήπειρο. Στην αυτοβιογραφία της “Η χώρα στο πετσί μου: Απομνημονεύματα αγάπης και πολέμου”, η ποιήτρια Τζοκόντα Μπέλι (Gioconda Belli) θυμάται ότι το 1973:

«Το διάβασμα και η μελέτη ήταν καθήκοντα κάθε Σαντινίστα και τα ακολούθησα με ευλάβεια. Καταβρόχθισα όλη τη λατινοαμερικάνικη επαναστατική βιβλιογραφία που κυκλοφορούσε τότε: βιβλία για τον Τσε, τους Τουπαμάρος της Ουρουγουάης, τη θεωρία της εξάρτησης του Ρουί Μάουρο Μαρίνι, τη μελέτη του Λούκατς για την ηθική, τις συζητήσεις για την τέχνη και την πολιτική στράτευση καθώς και την Απελευθερωτική Παιδαγωγική του Φρέιρε (Freire)[2].»

Αν και η σύλληψη της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης έγινε στη Λατινική Αμερική σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο επανάστασης και αντεπανάστασης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ωστόσο δεν περιορίστηκε στη λατινοαμερικάνικη εκδοχή της. Αντιθέτως, έχει καταστεί απαραίτητο εργαλείο για την κατανόηση των εκδηλώσεων του ιμπεριαλισμού σε ολόκληρο τον Παγκόσμιο Νότο.

Ένας από τους κύριους εισηγητές της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης, ο Θεοτόνιο ντος Σάντος, θυμάται πώς ο Νόρμαν Γκάρβαν (Norman Girvan) εφάρμοσε την έννοια της εξάρτησης στην πραγματικότητα της Καραϊβικής και άσκησε σε κάποιο βαθμό επιρροή στην κυβέρνηση Μάνλεϊ (Manley) στην Τζαμάικα, εγκαινιάζοντας αυτό που ο ντος Σάντος αποκάλεσε “αγγλόφωνη σχολή εξάρτησης της Καραϊβικής”. Στην Αφρική, η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης διήλθε από “μια πολύ γόνιμη σύντηξη”, γράφει ο ντος Σάντος, χάρη στις προσπάθειες του Σαμίρ Αμίν να συναντηθούν η λατινοαμερικανική και η αφρικανική κοινωνική σκέψη στο Ντακάρ το 1970[3].

Το Συνέδριο Οικονομολόγων του Τρίτου Κόσμου στο Αλγέρι το 1974 ήταν επίσης μέρος αυτής της διαδικασίας, όπως και οι δημοσιεύσεις του Κουάμε Νκρούμα (Νεοαποικιοκρατία: Το τελευταίο στάδιο του ιμπεριαλισμού, 1965)[4], του Γουόλτερ Ρόντνεϊ (Πώς η Ευρώπη υποανάπτυξε την Αφρική, 1972)[5] και του Ίσα Σίβτζι (Ταξικοί αγώνες στην Τανζανία, 1976)[6].

Ο ντος Σάντος έγραψε επίσης για τη μακρά παράδοση της αντιιμπεριαλιστικής κριτικής και τη διαμόρφωση ιδιαίτερων μονοπατιών ανάπτυξης στην Ινδία, όπου η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης είχε γίνει μέρος του αναλυτικού ρεπερτορίου (όπως φαίνεται στο έργο “Πλασματική Ανάπτυξη”, που επιμελήθηκε ο Νγκο Μαν-Λαν)[7]. Η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης θα επηρεάσει επίσης διεθνή φόρουμ όπως η Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) στο Σαντιάγο της Χιλής το 1972 και τη διαμόρφωση της Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης.

 

 

Η υπερεκμετάλλευση ως ουσία της εξάρτησης

Η κατηγορία της υπερεκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού αναπτύχθηκε από τον Ρουί Μάουρο Μαρίνι τη δεκαετία του 1970. Παρά τους μετασχηματισμούς στη λογική και τη δυναμική της συσσώρευσης του κεφαλαίου τα τελευταία πενήντα χρόνια, η συγκεκριμένη διατύπωση εξακολουθεί να είναι χρήσιμη για την κατανόηση της ταξικής πάλης στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να την επανερμηνεύσουμε και να λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο το μοντέλο της εξαρτημένης ανάπτυξης ξεδιπλώθηκε ιστορικά και στην τρέχουσα πραγματικότητα αυτών των οικονομιών. Η ενασχόληση με την υπερεκμετάλλευση έχει νόημα μόνο αν κατανοηθεί ως άμεσα συνδεδεμένη με τις διαδικασίες παραγωγής, συσσώρευσης και ιδιοποίησης του πλούτου στην ήπειρο, τόσο ιστορικά όσο και στο σήμερα.

Ο Μαρίνι αντιλαμβάνεται την υπερεκμετάλλευση ως μια ποιοτική αλλαγή στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στη Λατινική Αμερική, συνδυάζοντας με δυναμικό τρόπο τρεις μηχανισμούς που ενισχύουν την απαλλοτρίωση της υπεραξίας που παράγεται κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας: την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, την εντατικοποίηση της εργάσιμης ημέρας με την επιτάχυνση της παραγωγικής διαδικασίας και της ίδιας της εργασίας και τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης μέρους της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης[8]. Με άλλα λόγια, ο μέσος μισθός παραμένει κάτω από την τιμή που είναι κοινωνικά αναγκαία για τις εργαζόμενες οικογένειες ώστε να αναπαράγουν τις προϋποθέσεις διαβίωσής τους και την ικανότητά τους να εργάζονται.

Αυτό καθίσταται εφικτό λόγω της υπαγωγής των εξαρτημένων οικονομιών στις διευθετήσεις του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστικών οικονομιών για πρώτες ύλες και τρόφιμα σε χαμηλό κόστος. Ο Μαρίνι προσδιορίζει λοιπόν την εξέλιξη του καπιταλισμού στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με βάση τη διατάραξη του κύκλου πραγματοποίησης του κεφαλαίου στις εγχώριες αγορές. Στο πλαίσιο των σχέσεων εξάρτησης, η οικονομία παραμένει υποταγμένη στην εξειδίκευσή της προς την κατεύθυνση της παραγωγής εμπορευμάτων για την εξαγωγική αγορά. Αυτή η παραγωγική εξειδίκευση στην εξαγωγή πρωτογενών και χαμηλής τεχνολογικής ενσωμάτωσης προϊόντων αντιπροσωπεύει την άλλη πλευρά των σχέσεων εξάρτησης και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τις εσωτερικές μισθολογικές ανισότητες και την αυξημένη υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων.

Στο εσωτερικό των εξαρτημένων χωρών, η υπερεκμετάλλευση χρησιμεύει επίσης ως μια μορφή αποζημίωσης της ντόπιας αστικής τάξης για την εκχώρηση μέρους της υπεραξίας της στα κέντρα του κεφαλαίου, από τα οποία εξαρτάται οικονομικά και τεχνολογικά. Ένας άλλος αποφασιστικός παράγοντας είναι η ύπαρξη και διατήρηση ενός τεράστιου εφεδρικού βιομηχανικού στρατού εργασίας, ο οποίος συγκρατεί τις μισθολογικές απαιτήσεις. Επομένως, η υπερεκμετάλλευση δεν θα πρέπει να κατανοηθεί απλώς ως μια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η οποία θα μπορούσε να επιλυθεί με αυξήσεις στους μισθούς που επιτυγχάνονται μέσω συνδικαλιστικών αγώνων, αλλά μάλλον ως μια δυναμική για την απόσπαση αξίας στις εξαρτημένες χώρες.

Η εξάρτηση πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο των ρόλων και των ορίων που καθορίζονται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής με στόχο να διασφαλιστεί τόσο η διευρυμένη αναπαραγωγή του παγκόσμιου κεφαλαίου συνολικά, όσο και η εξάρτηση ειδικότερα. Η συσσώρευση στα ιμπεριαλιστικά κέντρα του πλούτου που παράγεται στην παγκόσμια οικονομία συντηρεί και συντηρείται από τις σχέσεις εξάρτησης. Έτσι, η υπερεκμετάλλευση και η εξάρτηση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που περιορίζουν και διατηρούν τις εξαρτημένες χώρες μέσα στη δυναμική της συσσώρευσης του καπιταλισμού συνολικά. Συνεπώς, μπορούν να ξεπεραστούν μόνο από κοινού: η υπέρβαση της υπερεκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού θα είναι δυνατή μόνο με την υπέρβαση της εξάρτησης στις διεθνείς σχέσεις στην παγκόσμια αγορά και, ως εκ τούτου, στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα συσσώρευσης.

Οι Ινδοί οικονομολόγοι Ουτσά Πατνάικ και Πράμπατ Πατνάικ επισημαίνουν ότι ο “παλιός” ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε το αποικιακό κράτος για να επιβάλει απομείωση του εισοδήματος στους εργάτες της περιφέρειας μέσω του αποικιακού φορολογικού συστήματος και της πρόκλησης ανεργίας[9]. Στη σύγχρονη φάση του, η υιοθέτηση παγκόσμιων αλυσίδων αξίας επέτρεψε τη δημιουργία ενός παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας, ο οποίος ενεργεί παράλληλα με την αποστέρηση των αγροτών από τη γη τους και την επιβολή απομείωσης του εισοδήματος για να παίξει έναν παγκόσμιο ρόλο στη διατήρηση του μισθολογικού επιπέδου χαμηλά σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένου των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Πέραν της αποστέρησης των αγροτών από τη γη τους και της αγροτικής φυγής, στο σχηματισμό αυτού του παγκόσμιου στρατού συμβάλλουν και οι πολιτικές που ευνοούν την ανάθεση εργολαβιών σε εξωτερικούς συνεργάτες και την επισφάλεια της εργασίας.

Οι συνεισφορές αυτές επιβεβαιώνουν τη σημασία της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης σήμερα, ενώ παράλληλα απαιτούν την αναζωογόνηση ορισμένων από τις κατηγορίες ανάλυσής της, προκειμένου να κατανοηθούν οι μηχανισμοί που διαμορφώνουν το μοτίβο συσσώρευσης και εξάρτησης που βρίσκονται σήμερα υπό τον ζυγό του πλασματικού κεφαλαίου, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Σε αυτό το πεδίο, αξίζει επίσης να αναφερθούν οι θεωρητικές προσπάθειες των Χάιμε Οσόριο (Jaime Osorio), Κλαούντιο Κατζ (Claudio Katz), Τζον Σμιθ (John Smith) και Ίνταν Σουγουάντι (Intan Suwandi), μεταξύ άλλων.

 

 

Υπερεκμετάλλευση, αγροτικό ζήτημα και ταξική πάλη στη Λατινική Αμερική σήμερα

Η κατανόηση των διαδρομών που ακολούθησε η μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης μέχρι σήμερα μας οδηγεί στις συγκεκριμένες αλλαγές στις πολιτικές διαδικασίες και στην ταξική πάλη στη Λατινική Αμερική. Μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία της κατηγορίας “υπερεκμετάλλευση” στην ανάλυση της εξάρτησης των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής μέσα από την κατανόηση του συστήματος στο σύνολό του.

Ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι καπιταλιστικές οικονομίες έδρασαν σε δύο άξονες για να αντισταθμίσουν τις απώλειες και να διατηρήσουν αμετάβλητες τις δυναμικές του χρηματοπιστωτικού συστήματος: πρώτον, επεκτείνοντας την εκμετάλλευση της εργασίας μέσω της περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων και, δεύτερον, καταστρέφοντας με επιταχυνόμενο τρόπο τα φυσικά δημόσια αγαθά. Μία από τις άμεσες συνέπειες ήταν η εμβάθυνση των καπιταλιστικών σχέσεων στη γεωργία και οι ανισότητες μεταξύ των μεγάλων πολυεθνικών αγροτοκαπιταλιστικών εταιρειών και των οικογενειακών αγροτικών παραγωγικών μονάδων.

Η πόλωση αυτής της ταξικής αντίφασης στην ύπαιθρο έχει οδηγήσει σε μείωση του ποσού που πληρώνονται οι οικογένειες αγροτών για τα γεωργικά προϊόντα, σε πλήρη αντίθεση με την ανοδική τάση των τιμών των εμπορευμάτων. Αυτή η πτώση παρατηρείται επίσης στην τιμή της γης τους, προκαλώντας μια διαδικασία συνεχούς υπερχρέωσης και εκδίωξης των αγροτικών οικογενειών από τα εδάφη τους. Ταυτόχρονα, παρατηρείται εκτεταμένη καταστροφή της υλικής βάσης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αγαθών και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στο πλαίσιο ενός μοντέλου που βασίζεται στη ληστρική εξόρυξη των φυσικών πόρων και επιβάλλει την απασχόληση όλο και λιγότερων εργαζομένων. Αυτό επιτείνει την υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και την εξάντληση των φυσικών πόρων, που αποτελούν τις βάσεις για την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου.

Οι περιορισμοί που επιβάλλει η λογική της αξιοποίησης του κέρδους και του κερδοσκοπικού εισοδήματος στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος ως σύνολο έχουν πάψει να υφίστανται. Παραδείγματα αυτής της λογικής εμφανίζονται στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις αγορές γεωργικών και ορυκτών προϊόντων, στις εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών του αγροδιατροφικού συμπλέγματος και στα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια αγροτικής γης στις εξαρτημένες χώρες. Στην αδιάκοπη αναζήτησή τους για κέρδη, οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές επιδιώκουν να επιτύχουν συνεχώς αυξανόμενες αποδόσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό εκδηλώνεται με την αγορά φυσικών περιουσιακών στοιχείων, από γη μέχρι διυλιστήρια, τα οποία υπάρχουν σε αφθονία σε χώρες που βρίσκονται στην περιφέρεια του συστήματος. Σε άλλες περιπτώσεις, εκδηλώνεται με κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω εργαλείων όπως τα παράγωγα, τα οποία προέρχονται – για παράδειγμα – από εκτιμήσεις σχετικά με τις τρέχουσες και μελλοντικές τιμές των γεωργικών προϊόντων, επιτρέποντας στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία να διαμορφώνει την επιρροή της γεωργικής αγοράς στις τιμές των προϊόντων.

Η νεοφιλελεύθερη γεωργική πολιτική για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στον πρωτογενή εξαγωγικό τομέα, η ιδιοκτησία του οποίου είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη και υπό τον έλεγχο μεγάλων εταιρειών και διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων. Το 83% των εξαγωγών της βραζιλιάνικης αγροβιομηχανίας συγκεντρώνεται σε πέντε μόνο αγροβιομηχανικά συγκροτήματα: 46% στην παραγωγή σόγιας, 14,3% στον τομέα του κρέατος, 12,7% στα δασικά προϊόντα (όπως οι μονοκαλλιέργειες για τα εργοστάσια χαρτοπολτού), 4,5% στον τομέα της ζάχαρης και του αλκοόλ και 5,4% στην παραγωγή καφέ[10].

Η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στις εξαρτημένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδίως στη Βραζιλία, δημιουργεί έτσι έναν αποτελεσματικό μηχανισμό αντιστάθμισης της αυξανόμενης μείωσης των ποσοστών κέρδους στην κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι άρχουσες τάξεις έχουν βρει μια διέξοδο από την οικονομική κρίση που συνεπάγεται την εμβάθυνση της δικής τους υπαρξιακής κρίσης. Αυτή η προοπτική μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το κίνημα στο Εθνικό Κογκρέσο της Βραζιλίας με στόχο τη ρύθμιση της απόκτησης γης από ξένους στη Βραζιλία.

Με την προτεραιότητα να δίνεται στις αγροτικές επιχειρήσεις ως ναυαρχίδα της βραζιλιάνικης αγροεξαγωγικής οικονομίας, οι δημόσιες πολιτικές και οι πόροι γίνονται όλο και περισσότερο αντικείμενο ιδιοποίησης από τα μεγάλα διεθνή ολιγοπώλια των αγροδιατροφικών αλυσίδων. Αυτό οδηγεί τόσο στην αυξανόμενη υφαρπαγή του παραγόμενου πλούτου όσο και την εμβάθυνση της οικονομικής εξάρτησης και της υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική. Αυτή η λογική καθοδηγεί τις αποφάσεις των παγκόσμιων παικτών του καπιταλιστικού συστήματος μέσω των επενδύσεων και μπορεί να οδηγήσει την κρίση σε ακραίες καταστάσεις, όπου τα τρόφιμα και οι φυσικοί πόροι θα είναι ακόμη πιο σπάνιοι, ενώ θα μπορούσε ακόμα και να οδηγήσει στην ίδια την καταστροφή των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη.

Τα στοιχεία που συγκέντρωσε και δημοσίευσε η οργάνωση GRAIN το 2012 αποδεικνύουν την εξάπλωση της απόκτησης γης από αλλοδαπούς στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, 2,9 εκατομμύρια εκτάρια γης έχουν αποκτηθεί από ξένα νομικά πρόσωπα. Από αυτά, το 30,9% (907.000 εκτάρια) βρίσκονται στα χέρια εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ένα άλλο 65,4% ελέγχεται από αγροτικές και αγροτοβιομηχανικές εταιρείες, καταδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ χρηματοπιστωτικού και αγροτικού κεφαλαίου στη διαδικασία χρηματιστικοποίησης του σύγχρονου καπιταλισμού. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου προέρχεται από υπερεθνικές εταιρείες με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ελέγχουν το 35,4% των αγοραπωλησιών γεωργικής γης στη Βραζιλία[11].

Σύμφωνα με τη Βάση Δεδομένων του Αγώνα για τη Γη, η πλειονότητα των ιδιοκτησιών που ανήκουν στο διεθνές κεφάλαιο στον τομέα της αγροτικής βιομηχανίας συγκεντρώνεται στα εργοστάσια χαρτοπολτού, με συνολικά 1.402 ιδιοκτησίες να αποκτήθηκαν μεταξύ 2013 και 2018.

Η διαρκής μεταφορά κερδών και μερισμάτων στις χώρες προέλευσης αυτών των επενδύσεων διευρύνει τη διαδικασία αξιοποίησης και την αυξανόμενη υφαρπαγή του πλούτου που παράγεται στη Λατινική Αμερική από τους φυσικούς της πόρους. Αυτό τοποθετεί τα μεγάλα υπερεθνικά ολιγοπώλια χαρτοπολτού και χαρτιού στο κέντρο της ταξικής πάλης και του αγροτικού ζητήματος στη Λατινική Αμερική[12].

Οι άρχουσες τάξεις των χωρών με εξαρτημένες οικονομίες είναι λοιπόν υποταγμένες στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών και των μεγάλων πολυεθνικών τους εταιρειών, οι οποίες προσανατολίζουν όλο και περισσότερο τις επενδύσεις τους προς τη γη και τους φυσικούς πόρους στη Λατινική Αμερική. Σήμερα αυτός ο αναπροσανατολισμός των κυρίαρχων τάξεων, που είναι ακόμη πιο εξαρτημένες και υποταγμένες στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αντανακλάται στην απόσυρση των κονδυλίων και στην αποδυνάμωση των δημόσιων πολιτικών για την αγροτική μεταρρύθμιση και την οικογενειακή γεωργία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο νόμος της κυβέρνησης Μπολσονάρου για τον ετήσιο προϋπολογισμό του 2020, ο οποίος θέσπισε σημαντικές περικοπές για τη μεταρρύθμιση της γης. Οι περικοπές αυτές ανήλθαν σε μείωση 94% για την απόκτηση εδαφών για τη μεταρρύθμιση της γης, 99,9% για την τεχνική βοήθεια, 99,8% για την προώθηση της αγροτικής εκπαίδευσης και 82% για την παρακολούθηση των αγροτικών συγκρούσεων και την “ειρήνευση” της υπαίθρου[13].

 

 

Τελικές παρατηρήσεις

Ο αγώνας για την αγροτική μεταρρύθμιση δεν είναι πλέον αυτό που ήταν σε μια προηγούμενη περίοδο, όταν διαμορφωνόταν από τις ανάγκες των αστικών επαναστατικών εξελίξεων και όταν οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό για λογαριασμό του αγροτικού καπιταλισμού. Σήμερα, το αίτημα για αγροτική μεταρρύθμιση αρχίζει να έχει έναν έντονο επαναστατικό χαρακτήρα που αντιτίθεται στους μηχανισμούς εξουσίας και υπερεκμετάλλευσης που έχουν εγκαθιδρυθεί υπό τις συνθήκες του εξαρτημένου καπιταλισμού. Μπροστά στη θεσμοθετημένη βία που ασκείται σε κάθε προσπάθεια της αγροτιάς να αλλάξει το στάτους κβο, οποιαδήποτε μορφή αντίστασης από τα λαϊκά κοινωνικά κινήματα απαιτεί ένα συνδυασμό πλατιών μετώπων πάλης που προάγουν τόσο τις δυνατότητες δημοκρατικών προχωρημάτων εντός του αστικού καθεστώτος όσο και τις ενέργειες εναντίον του.

Σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση της θεωρίας της εξάρτησης, οι αναγκαίοι μετασχηματισμοί είναι δυνατοί μόνο με την υπέρβαση της λογικής που επιβάλλει η χρηματιστικοποίηση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αυτό μας φέρνει μπροστά στην ανάγκη να οικοδομήσουμε μια επανάσταση ενάντια σε αυτό το καθεστώς, τόσο ως στρατηγική όσο και ως αγώνα για την εργατική τάξη στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Επαναβεβαιώνουμε, επομένως, τη σημασία της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης ως επιστημονικό εργαλείο που μπορεί τόσο να συνθέσει προβληματισμούς όσο και να υποδείξει δράσεις που αντιμετωπίζουν τη χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου και τη σύγχρονη κρίση του, ιδίως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να επανεξετάσουμε τη συζήτηση για τη μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης, ιστορικά και στη σημερινή στιγμή, η οποία συνδέεται διαλεκτικά με την ταξική πάλη σήμερα στη Βραζιλία, τη Λατινική Αμερική και τον κόσμο.

 

[1] FURNO, Juliane. Imperialismo: uma introdução econômica. Rio de Janeiro, Da Vinci livros, 2022.

[2] BELLI, Gioconda. El país bajo mi piel. Memorias de amor y guerra. Barcelona: Plaza y Janés, 2001.

[3] DOS SANTOS, Theotonio. A teoria de la dependência: un balanço histórico y teórico, σελ. 24, Florianópolis: Insular Livros, 2020.

[4] NKRUMAH, Kwame. Neo-Colonialism, the Last Stage of Imperialism, London: Thomas Nelson & Sons, Ltd, 1965.

[5] RODNEY, Walter. How Europe Underdeveloped Africa, London: Bogle-L’Ouverture Publications, 1972.

[6] SHIVJI, Issa. Class Struggles in Tanzania, London: Heinemann, 1976.

[7] MAHN-LAN, Ngo, επιμέλεια,. Unreal Growth: Critical Studies in Asian Development. Volume 1 & 2. New Delhi: Hindustan Publishing Corporation Press, 1984.

[8] MARINI, Ruy Mauro. “Dialéctica de la dependencia: la economía exportadora”. Sociedad y Desarollo, n. 1,σελ. 35-51, 1972.

[9] PATNAIK, Utsa and PATNAIK, Prabhat. ‘Imperialism in the Era of Globalisation’. In The Veins of the South Are Still Open: Debates Around the Imperialism of Our Time, επιμέλεια Emiliano López, σελ 14–51. New Delhi: LeftWord Books, 2020.

[10] MINISTÉRIO DA AGRICULTURA,PECUÁRIA E ABASTECIMENTO, Nota técnica – Balança Comercial do Agronegócio – Março/2019, διαθέσιμο στο: https://www.gov.br/agricultura/pt-br/assuntos/noticias/participacao-do-agronegocio-nas-exportacoes-brasileiras-cresce-1-5-em-marco.

[11] GRAIN, Acaparamiento de tierras. GRAIN Organização Internacional, 2012. Διαθέσιμο στο: https://grain.org/media/W1siZiIsIjIwMTIvMDMvMjMvMDVfMjNfMThfMzcyX0dSQUlOX0FjYXBhcmFtaWVudG9fZGVfdGllcnJhcy5wZGYiXV0.

[12] DATALUTA-Banco de Dados da Luta pela Terra. Relatório BRASIL 2020. Presidente Prudente (SP), UNESP, 2020. https://www.scribd.com/document/517852910/Relatorio-Dataluta-Brasil-Publi-2020#.

[13] BRAGON, Ranier. Bolsonaro incrementa verba para ruralistas e reduz quase a zero a reforma agrária. Folha de S.Paulo. 7 Σεπτέμβρη 2020. Διαθέσιμο στο: https://www1.folha.uol.com.br/poder/2020/09/bolsonaro-incrementa-verba-para-ruralistas-e-reduz-quase-a-zero-a-reforma-agraria.shtml.

 

 

Οι εικόνες σ’ αυτόν τον φάκελο είναι εμπνευσμένες από τα εξωφύλλων των εξής βιβλίων και περιοδικών:

Marini, Ruy Mauro. “Dialética da dependência” e outros escritos. Roberta Traspadini e João Pedro Stedile (orgs.). São Paulo: Expressão Popular, 2005.

Dos Santos, Theotônio. Imperialismo y dependencia. Caracas: Fundação Biblioteca Ayacucho, 2011.

Rodney, Walter. How Europe Underdeveloped Africa. New York and London: Verso, 2018.

Shivji, Issa. Class Struggles in Tanzania. New York and London: Monthly Review Press, 1976.

Bambirra, Vania. El capitalismo dependiente latinoamericano México DF: Siglo Veintiuno Editores, 1977.

Katz, Claudio. La teoría de la dependencia, cincuenta años después. Buenos Aires: Editorial Batalla de Ideas, 2019.

 

 

Βιβλιογραφία

Bragon, Ranier. ‘Bolsonaro incrementa verba para ruralistas e reduz quase a zero a reforma agrária’ [Bolsonaro increases funding for ruralists and reduces land reform to almost zero]. Folha de S.Paulo, 7 September 2020. https://www1.folha.uol.com.br/poder/2020/09/bolsonaro-incrementa-verba-para-ruralistas-e-reduz-quase-a-zero-a-reforma-agraria.shtml.

Belli, Gioconda. The Country Under My Skin: A Memoir of Love and War. New York: Knopf, 2002.

Dataluta – Banco de Dados da Luta pela Terra [Land Struggle Database]. Relatório Dataluta Brasil [Dataluta Brazil Report]. Presidente Prudente: UNESP, 2020. https://www.scribd.com/document/517852910/Relatorio-Dataluta-Brasil-Publi-2020#.

Dos Santos, Theotônio. Imperialismo y dependencia [Imperialism and Dependency]. Caracas: Biblioteca Ayacucho de Clásicos Políticos da América Latina; Banco Central de Venezuela, 2012.

Dos Santos, Theôtonio. A teoria da dependência: um balanço histórico e teórico [Dependency Theory: An Historical and Theoretical Overview]. Florianópolis: Insular Livros, 2020.

Furno, Juliane. Imperialismo: uma introdução econômica [Imperialism: An Economic Introduction]. Rio de Janeiro: Da Vinci Livros, 2022.

 

GRAIN. Acaparamiento de tierras [Land Grabbing]. GRAIN, January 2012. https://grain.org/media/W1siZiIsIjIwMTIvMDMvMjMvMDVfMjNfMThfMzcyX0dSQUlOX0FjYXBhcmFtaWVudG9fZGVfdGllcnJhcy5wZGYiXV0.

Manh-Lan, Ngo, ed. Unreal Growth: Critical Studies in Asian Development. Volume 1 & 2. New Delhi: Hindustan Publishing Corporation Press, 1984.

Marini, Ruy Mauro. ‘Dialéctica de la dependencia: la economía exportadora’ [Dialectic of Dependency: The Export Economy]. Sociedad y Desarrollo, no. 1 (January–March 1972): 35–51.

Marini, Ruy Mauro. ‘Dialética da dependência’ [Dialectic of Dependency]. In Ruy Mauro Marini – vida e obra, organised by Roberta Traspadini and João Pedro Stedile, 137–180. São Paulo: Expressão Popular, 2005.

Ministério da Agricultura, Pecuária e Abastecimento [Ministry of Agriculture, Animal Husbandry and Supply]. Nota técnica: Balança Comercial do Agronegócio – Março/2019. [Technical Note: Agribusiness Trade Balance – March 2019]. Government of Brazil, 12 April 2019. https://www.gov.br/agricultura/pt-br/assuntos/noticias/participacao-do-agronegocio-nas-exportacoes-brasileiras-cresce-1-5-em-marco.

Patnaik, Utsa and Prabhat Patnaik. ‘Imperialism in the Era of Globalisation’. In The Veins of the South Are Still Open: Debates Around the Imperialism of Our Time, edited by Emiliano López, 14–51. New Delhi: LeftWord Books, 2020.