του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εφημερίδα των Συντακτών, 1/12/2020
Η απαγόρευση των συναθροίσεων και το όργιο αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας ανά την Ελλάδα που ζήσαμε στις 17 Νοεμβρίου συνιστούν μια νέα ποιοτικά κατάσταση. Πρόκειται για ξεκάθαρη καταπάτηση του Συντάγματος. Οι όποιοι περιορισμοί επιβάλλονται από την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν μπορούν να αναιρούν το Σύνταγμα, ιδίως από τη στιγμή που οι διαδηλωτές φροντίζουν με επιμέλεια να τηρούν τα υγειονομικά ενδεικνυόμενα μέτρα. Πολύ περισσότερο, τα μέτρα ενάντια στην πανδημία δεν δικαιολογούν τις παράνομες και αντισυνταγματικές πρακτικές των βιαιοπραγιών σε βάρος πολιτών ακόμη και σε βάρος βουλευτών.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα φαινόμενα αυτά δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο για την ελληνική πραγματικότητα. Ούτε η παραβίαση του Συντάγματος από τους κυβερνώντες. Ας σκεφτούμε τα Μνημόνια της κρίσης που συγκρότησαν ένα “οικονομικό παρα-Σύνταγμα”. Ας αναλογιστούμε την πάγια ατιμωρησία των αστυνομικών, με ευθύνη βέβαια των κυβερνήσεων. Ακόμη και η απολύτως συνηθισμένη τακτική των αστυνομικών οργάνων να παρευρίσκονται στις συναθροίσεις, κοντά στους διαδηλωτές, σε αριθμό δυσανάλογο προς αυτούς, πάνοπλοι, συνιστά μια πρακτική που αντιβαίνει στο πνεύμα και στο γράμμα του άρθρου 11 του Συντάγματος.
Ωστόσο, τα όσα συνέβησαν στις 17 Νοεμβρίου, σε συνδυασμό με τον αντισυνταγματικό νόμο για τις συναθροίσεις, τις διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με το αστυνομικό σώμα, που προφανώς δεν έχουν στο ελάχιστο θιγεί, συγκροτούν μια ποιοτική διαφοροποίηση. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται με ανήθικο τρόπο την πανδημία για να εμπεδώσει βαθιά αντιδημοκρατικές πρακτικές. Θέτει στο στόχαστρο ιδίως το δικαίωμα στη συνάθροιση και στην απεργία. Θα προσπαθήσει να θέσει πιο έντονα στο στόχαστρο και την ελευθερία διάδοσης των ιδεών.
Αναμενόμενα είναι όλα αυτά. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι κυβερνήσεις κατά κανόνα ρίχνουν τα βάρη της στις πλάτες των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Αλλά καθώς η φτώχεια εξαπλώνεται και οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εντάσεις, αισθάνονται υποχρεωμένες να περιορίσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και κατακτήσεις. Στο πνεύμα αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στο μεσοπόλεμο και λίγο πριν εισάγει προς ψήφιση τον αντικομμουνιστικό ν. 4229/1929, υποστήριζε ότι «τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι δεν είναι απόλυτα» και ότι “τα κακά του κοινουβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα”.
Οι σύγχρονες εξελίξεις και η ιστορική εμπειρία πρέπει να μας προβληματίσει όλους και όλες. Για τους λόγους αυτούς αισθάνθηκα την ανάγκη να ξεκινήσω τα μαθήματά μου την προηγούμενη εβδομάδα στο πανεπιστήμιο με ένα επίκαιρο απόσπασμα ομιλίας του Αριστόβουλου Μάνεση, καθηγητή του Συνταγματικού δικαίου. Ο Α. Μάνεσης υπήρξε ένας από τους δυο κορυφαίους συνταγματολόγους του 20ού αιώνα στην πατρίδα μας. Ο άλλος ήταν ο Αλέξανδρος Σβώλος που προηγήθηκε χρονικά. Και οι δύο έδωσαν με τη στάση τους, ως επιστήμονες και ως πολίτες, το παράδειγμα, σε αντίθεση με άλλους που υπέκυψαν στις σειρήνες της εξουσίας και του χρήματος. Στάθηκαν πάντοτε δίπλα στο λαό. Υπεράσπισαν τη δημοκρατία και τις ελευθερίες. Πλήρωσαν επανειλημμένα αυτή τους την επιλογή, απολύθηκαν από το πανεπιστήμιο, εξορίστηκαν.
Τον Αριστόβουλο Μάνεση είχα την τύχη να έχω καθηγητή όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Αθήνας το 1984. Ήταν τότε προς το τέλος της ακαδημαϊκής του πορείας. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στις 18 Ιανουαρίου 1968, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο της Νομικής Θεσσαλονίκης, λίγο πριν απολυθεί και εξοριστεί από τη χούντα, έκλεισε το μάθημά του με τα παρακάτω λόγια. Τα μοιράζομαι και μαζί σας:
“Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρείστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρείστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατείστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας. Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ό,τι ο Περικλής είχε πει στον “Επιτάφιο”: όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι φιλήσυχος, αλλά άχρηστος, “αχρείος” πολίτης. Και μην ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή – και θέλω μ’ αυτά να σας αποχαιρετίσω:
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η Ελευθερία”.
Η φωτογραφία είναι από την αναδημοσίευση του άρθρου στο ThePressProject.gr