Ένας δρόμος ανασυγκρότησης του Κομμουνιστικού Κινήματος (Μέρος Β’)
του Διονύση Περδίκη
Στο παρόν άρθρο σκιαγραφούμε συνοπτικά έναν δρόμο ανασυγκρότησης του Κομμουνιστικού Κινήματος (ΚΚ στο εξής) στη χώρα μας (Μέρος Β’), λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση της σημερινής ιστορικής συγκυρίας (Μέρος Α’).
Στο Μέρος Α’ αναφερθήκαμε στις κυριότερες πλευρές της στρατηγικής κρίσης που αντιμετωπίζει το Κομμουνιστικό Κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς εδώ και αρκετές δεκαετίες, και στην ιστορική πρόκληση της ανασυγκρότησής του.
Καταλήγαμε ότι:
Το βασικό πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην πορεία ανασυγκρότησης είναι η διαλεκτική αυτή σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πράξης, το πως θα λύνουμε θεωρητικά προβλήματα στη βάση της ανάγκης να κατευθύνουμε πολιτικά την καθημερινή μας παρέμβαση στην ταξική πάλη, και το πως, στην αντίστροφη κατεύθυνση, θα διαμορφώνουμε μια ουσιαστική ιδεολογική, στρατηγική ενότητα στη βάση των αποτελεσμάτων που μας φέρνει η ίδια η ζωή, μέσω της ταξικής πάλης.
Η οργανωτική πλευρά του προβλήματος αυτού αντιστοιχεί στις δυσκολίες ενιαίας δράσης και πολιτικο-ιδεολογικής σύγκλισης των δυνάμεών μας, οι οποίες βρίσκονται πολυδιασπασμένες σε μικρές οργανώσεις ή συλλογικότητες, των οποίων οι αντιπαραθέσεις φέρουν ένα μεγάλο ιστορικό φορτίο, ιδεολογικό, πολιτικό, έως και στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων…
Πρέπει, άλλωστε, να έχει γίνει κατανοητό πλέον, ότι οι διαφορές αυτές δε λύνονται μέσω της ατέρμονης θεωρητικής ή ιδεολογικο-πολιτικής συζήτησης, ζύμωσης, φλύαρης αρθρογραφίας κοκ που αφορά ένα φοβερά μικρό αριθμό ανθρώπων του χώρου, όπως και ότι καμία από τις υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις δε διαθέτει τα ελάχιστα αναγκαία (μαζικότητα, σχέσεις με την εργατική τάξη και το λαό, θεωρητική και πολιτική ικανότητα κοκ) για να υπερισχύσει και να ηγηθεί, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο και την απαραίτητη ενοποίηση του χώρου.
Ο κρίκος, λοιπόν, που πρέπει να λυθεί άμεσα, είναι το πως δρούμε ενιαία, όχι κρύβοντας τις διαφορές μας κάτω από το χαλάκι για να τις πατήσουμε και γλιστρήσουμε στην πρώτη απότομη στροφή, αλλά προκειμένου να διαμορφωθεί εκείνη η κρίσιμη μάζα κομμουνιστών αγωνιστών και ικανότητας παρέμβασης στην ταξική πάλη που να μπορούν να τροφοδοτήσουν και τη λύση των διαφορών μας με την αναγκαία «πρώτη ύλη»;
Στο Μέρος Β’ προτείνουμε μερικά πρακτικά βήματα προς έναν τέτοιο δρόμο ανασυγκρότησης του ΚΚ στη χώρα μας.
Μέρος Β’:
Πρακτικά βήματα για την ανασυγκρότηση του ΚΚ
Από την προϋπόθεση της ενιαίας δράσης πάνω σε ένα κοινό στοιχειώδες πολιτικό σχέδιο (που δεν συνιστά ακόμη ολοκληρωμένη στρατηγική), αναγκαστικά προκύπτουν σήμερα δύο διακριτές προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του ΚΚ στη χώρα μας: η Πρωτοβουλία Διαλόγου για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και Κόμμα υπό την ηγεσία του ΝΑΡ, και αυτή που λαμβάνει χώρα υπό τον Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων (ΣΔΔΚΔ στο εξής). Οι διαφορές των δύο αυτών χώρων στα ζητήματα των πολιτικών συμμαχιών, της δημιουργίας μετώπου που να διεκδικεί την εξουσία με ένα μεταβατικό πρόγραμμα πάλης, του συνδυασμού κοινοβουλευτικών και μη κοινοβουλευτικών μορφών πάλης, συμπεριλαμβανομένης της διεκδίκησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κοκ, φαίνεται να καθιστούν αδύνατο ένα εγχείρημα από κοινού. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούν οι δυο αυτές προσπάθειες να συνεργαστούν με συντροφικό τρόπο σε επιμέρους πλευρές της ανασυγκρότησης του ΚΚ, όπως θα φανεί παρακάτω.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, λοιπόν, και τοποθετούμενοι από τη σκοπιά της συμμετοχής στον ΣΔΔΚΔ, προτείνουμε σε αυτό το άρθρο ένα δρόμο ανασυγκρότησης που βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες (αυτούς στους οποίους λίγο-πολύ αναπτύσσεται έτσι κι αλλιώς η δράση του ΚΚ, ή και ενός κομμουνιστικού κόμματος), προκειμένου να προωθηθούν ταυτόχρονα και με σκοπό την αλληλοτροφοδότησή τους:
Α. Η προώθηση από τις ενοποιούμενες και αναπτυσσόμενες δυνάμεις του ΣΔΔΚΔ, από κοινού και με ενιαίο τρόπο, ενός πολιτικού σχεδίου το οποίο
- να απευθύνεται στην εργατική τάξη και στα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα[1],
- με κεντρικό άξονα τη σύγκρουση με τον ευρω-ατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΕΕ, ΝΑΤΟ), και την ντόπια, φιλο-μονοπωλιακή και φιλο-ιμπεριαλιστική, ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου,
- με ένα επιστημονικά επεξεργασμένο πρόγραμμα[2], σε συνεχή διάλογο με τις αγωνιζόμενες, λαϊκές, κοινωνικές οργανώσεις,
- και τις αντίστοιχες πολιτικές συμμαχίες[3] στη βάση του προγράμματος αυτού.
Οι προγραμματικές αυτές συμμαχίες δεν πρέπει να περιορίζονται λόγω προειλημμένων ιδεολογικο-πολιτικών προτιμήσεων ή αποκλεισμών, που συνήθως περιστρέφονται γύρω από τον ασαφή πολιτικό όρο της «Αριστεράς» συνοδευόμενο από κάποιο επιθετικό προσδιορισμό («αντικαπιταλιστική», «ανατρεπτική», «αντιδιαχειριστική» κοκ), και καταλήγουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συνδέουν με αντιδιαλεκτικό τρόπο τη στρατηγική με την τακτική, επιβάλλοντας τη δήλωση συμφωνίας με τον στρατηγικό σκοπό («σοσιαλισμός-κομμουνισμός», «αντικαπιταλιστική ανατροπή» κοκ), ως προϋπόθεση συμπόρευσης.
Η πολιτική κατεύθυνση, αντίθετα, θα δίνεται από το ίδιο το πρόγραμμα, ενώ οι συμμαχίες οφείλουν να κατευθύνονται προς τη δημιουργία ενός μαζικού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου που να είναι σε θέση να διεκδικεί την εξουσία, συνδυάζοντας με επιστημονικότητα και τέχνη- όλες τις μορφές πάλης, κοινοβουλευτικές και μη, συμπεριλαμβανομένης της διεκδίκησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας[4].
Β. Η οργανωτική ενοποίηση όλων των κομμουνιστικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων (αλλά και μικρότερων ομάδων και ανένταχτων κομμουνιστών/-στριών) που συμφωνούν να προωθήσουν από κοινού ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο (επομένως, προς το παρόν, των δυνάμεων που συσπειρώνονται στον ΣΔΔΚΔ κυρίως). Η ενοποίηση αυτή απαιτεί τη διάλυσή τους, και τη συμφωνία σε ένα πρόγραμμα και καταστατικό του νέου επαναστατικού, κομμουνιστικού φορέα. Ο φορέας αυτός, απουσία ουσιαστικής στρατηγικής ενότητας, και λόγω της μειωμένης, αρχικά τουλάχιστον, μαζικότητας και των ασθενών δεσμών με την εργατική τάξη, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη ως κομμουνιστικό κόμμα. Ωστόσο, θα αποτελεί μια μεταβατική, οργανωτική μορφή προς ένα τέτοιο κόμμα.
Μια τέτοια οργανωτική ενοποίηση, απαιτεί, επομένως, τη γενναία απόφαση διάλυσης των επιμέρους οργανώσεων, με όλο το ιστορικό βάρος που φέρουν, χωρίς κάποια ισχυρή εγγύηση επιτυχίας του όποιου εγχειρήματος. Ως αντίβαρο, και προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία δράση χωρίς την αντίστοιχη στρατηγική ενότητα, προτείνουμε δικλείδες ασφαλείας αυξημένων πλειοψηφιών για τα σημαντικότερα προγραμματικά, καταστατικά, γενικότερα πολιτικά, ζητήματα, για ένα μακρύ μεταβατικό διάστημα. Πχ, θα μπορούσε το 40% (ή 1/3) των μελών να μπορούν να καλέσουν συνδιάσκεψη για κάποιο ζήτημα, η οποία να αποφασίζει με πλειοψηφία 60% (ή 2/3).
Ο μεταβατικός, αυτός, φορέας δεν θα πρέπει να βιαστεί να τοποθετηθεί με οριστικό -σχετικά πάντα- τρόπο για τα κυριότερα στρατηγικά ζητήματα που ταλανίζουν το ΚΚ σήμερα (πχ απολογισμός «υπαρκτού σοσιαλισμού», σύγχρονος καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός, θέση Ελλάδας σε αυτόν, αλλαγές στην εργασία κοκ). Θα πρέπει να βαδίσει για ένα μεταβατικό χρονικό διάσημα σε ένα πιο αβέβαιο έδαφος, να χρησιμοποιήσει την καθημερινή, ενιαία παρέμβαση στην ταξική πάλη για να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες θεωρητικής έρευνας και ιδεολογικο-πολιτικής συζήτησης πάνω στα θέματα αυτά, στο έδαφος και της εξελισσόμενης – κοινής πλέον – συλλογικής εμπειρίας, των συντροφικών δεσμών που θα αναπτύσσονται κοκ. Σκοπός θα είναι οι όποιες αποφάσεις παρθούν, όταν παρθούν, να παρθούν με τις μεγάλες πλειοψηφίες που αναφέρονται παραπάνω, στην αρχή ως προωθητικοί συμβιβασμοί, και μόνο στο βάθος του χρόνου, ως ένδειξη ουσιαστικής στρατηγικής ενότητας.
Το προχώρημα της πρότασης αυτής, λοιπόν, απαιτεί τόλμη, γενναιοδωρία και «ξεβόλεμα» άμεσα, στο σήμερα, προκειμένου να αποδώσει στον μεσο- και μακρο- πρόθεσμο ορίζοντα.
Γ. Η ενιαία παρέμβαση του νέου αυτού φορέα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, με ενιαίες παρατάξεις στις συνδικαλιστικές και άλλες κοινωνικές οργανώσεις του κινήματος, και σε συντονισμό ή και στενότερη συμμαχία με άλλες πολιτικές δυνάμεις που κινούνται -είτε στα επιμέρους, είτε και συνολικότερα- σε παρόμοια κατεύθυνση με αυτή που θα καθορίζει το πρόγραμμα του σημείου Α. Άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο με τις διακηρύξεις τόσο του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και του ΚΚΕ («λαϊκή συμμαχία»), άσχετα αν εντάσσονται σε ανταγωνιστικά -από κάποιο σημείο και μετά- πολιτικά σχέδια. Δεδομένης, όμως, της σεχταριστικής και γραφειοκρατικής στάσης του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ, σήμερα οι δυνατότητες αυτές περιστρέφονται κυρίως γύρω από τον Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Από την πλευρά μας, όμως, δεν αφορούν αποκλειστικά τα πρωτοβάθμια σωματεία.
Πρέπει να τονιστεί η σημασία του συντονισμού όχι μόνο των εργατικών οργανώσεων, αλλά και άλλων, πχ επιτροπών ή κινήσεων, αγώνα ή/και αλληλεγγύης σε επίπεδο γειτονιάς, δήμου, κοκ, ειδικά σε μια εποχή που η ανεργία και υποαπασχόληση αγγίζουν υψηλότατα επίπεδα, ενώ απειλείται η λαϊκή ιδιοκτησία από πλειστηριασμούς και εξώσεις.
Η πανδημία ανέδειξε ακόμη πιο έντονα τη σημασία του διαδικτυακού συντονισμού. Θα ήταν ευχής έργο να δεσμευτούν όλες οι ενδιαφερόμενες πολιτικές δυνάμεις για τη δημιουργία μιας ιστοσελίδας συντονισμού του κινήματος, που να φέρνει κοντά τα διάφορα κινήματα, να περιέχει ενημερώσεις, καταγγελίες, ρεπορτάζ από τους εξελισσόμενους αγώνες, και να βρίσκεται υπό τον δημοκρατικό έλεγχο αντιπροσώπων του (εργατικού κυρίως) κινήματος[5].
Δ. Η συλλογική διεξαγωγή επιστημονικής και θεωρητικής έρευνας σε ζητήματα αιχμής για την κομμουνιστική στρατηγική, μέσα από την ανασυγκρότηση, μαζικοποίηση και ανάδειξη του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών (ΟΜΕ), στον κεντρικό φορέα μαρξιστικής έρευνας στη χώρα μας. Οφείλουν οι κομμουνιστικές οργανώσεις και συλλογικότητες (όχι απαραίτητα μόνο αυτές του ΣΔΔΚΔ) να δεσμευθούν στην εγγραφή μελών, στην οικονομική στήριξη του ΟΜΕ (κυρίως μέσω συνδρομών των μελών), και στη δημοκρατική του διαχείριση (ανάδειξη επιτροπών μέσω τακτικών ΓΣ κοκ), σε πνεύμα συντροφικής αντιπαράθεσης, με σεβασμό στις μειοψηφικές απόψεις, όπως είναι απαραίτητο στην επιστήμη (όπου η πλειοψηφία δεν βρίσκεται απαραίτητα πιο κοντά στην επιστημονική αλήθεια).
Στον ΟΜΕ μπορούν να συναντώνται μέλη ΔΕΠ που να αναλαμβάνουν από κοινού, συνεργατικά, και με …ανεκτικότητα, την επίβλεψη μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών σε θέματα εντός των ενδιαφερόντων του, επιτρέποντας του φοιτητές να έρθουν σε επαφή με ανταγωνιστικές σχολές σκέψεις και να διαμορφώσουν τη δική τους θέση και στάση απέναντί τους. Ο ΟΜΕ πρέπει να οργανώνει επιστημονικές διαλέξεις, μαθήματα, και ετήσιο θεματικό συνέδριο, αλλά και να προχωρεί σε εκδόσεις, πχ περιοδικού.
Τα αποτελέσματα των ερευνών του ΟΜΕ μπορούν να θέτουν τη βάση για τη συζήτηση εντός (αλλά και μεταξύ) των διάφορων κομμουνιστικών οργανώσεων, ώστε αυτές να μπορούνε να διεξάγουν την εσωτερική ιδεολογικο-πολιτική τους συζήτηση στη βάση -κοινά αποδεκτών- επιστημονικών αποτελεσμάτων, και όχι μονομερών αντιλήψεων, ή και ιδεοληψιών, όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό σήμερα…
Γίνεται αντιληπτό, ότι με οδηγό τη συμφωνία στο σημείο Α, και εφόσον γίνει με ειλικρίνεια το τολμηρό βήμα του σημείου Β, ανοίγουν νέοι δρόμοι (που αφορούν τα σημεία Γ και Δ), ώστε να γίνει σημαντική πρόοδος στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης του ΚΚ στη χώρα μας, και μέσω αυτού, και του εργατικού και λαϊκού κινήματος γενικότερα.
Η πρότασή μας λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές αιτίες της χρόνιας στρατηγικής κρίσης του ΚΚ, στη χώρα μας και διεθνώς, αλλά και τις βασικές παραμέτρους της σημερινής συγκυρίας πχ πολυδιάσπασης του υποκειμένου, τόσο του κοινωνικού, όσο και του πολιτικού.
Από την άλλη, απαιτεί τόλμη, ειλικρίνεια, γενναιοδωρία και «ξεβόλεμα» από όλους μας. Μπορούμε να το κάνουμε αν το θέλουμε πραγματικά, και το θέλουμε πραγματικά αν έχουμε, όντως, να χάσουμε μόνο τις «αλυσίδες μας»…
Η’ αυτό, ή η ιστορία θα μας προσπεράσει για άλλη μια φορά…
[1] Οι κοινωνικές συμμαχίες βρίσκονται στον πυρήνα της στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, και καθορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό, δηλ. από το ποιες τάξεις, ποια κοινωνικά στρώματα, υπάρχουν, σε ποια αναλογία μεταξύ τους, ποιες οι μεταξύ τους σχέσεις, σε κάθε κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, παραμένουν πολύ υψηλά τα ποσοστά των μικρομεσαίων στρωμάτων, τόσο της παλιάς, όσο και της νέας μικροαστικής τάξης, οι μισοπρολετάριοι, αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα ακόμη πιο μικρές συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Ταυτόχρονα, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα – συνήθως με ενδιάμεσο σταθμό την ανεργία… – μεταξύ των στρωμάτων αυτών, μεικτές οικογένειες κοκ. Μαζί με την πολυδιάσπαση της ίδιας της εργατικής τάξης (ειδικευμένη-ανειδίκευτη, χειρωνακτική-διανοητική, παραγωγική-μη παραγωγική, διευρυμένη-απλή παραγωγή, δημόσιος-ιδιωτικός τομέας, ντόπια-μεταναστευτική/προσφυγική, κοκ), τις ποικίλες σχέσεις εργασίας ακόμη και στην ίδια επιχείρηση, την ευέλικτη και ασταθή εργασία, κοκ, διαμορφώνεται ένα τοπίο ταυτόχρονων προκλήσεων τόσο για την ίδια την ενότητα της εργατικής τάξης, όσο και για τις συμμαχίες της με συγγενή της κοινωνικά στρώματα, με τις δύο αυτές προκλήσεις να μην έχουν σαφή όρια ανάμεσά τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μελέτη του Γ. Οικονομάκη και των συνεργατών του για το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, η οποία καταγράφει ένα ποσοστό κάτω του 20% της απασχόλησης για τον πυρήνα της εργατικής τάξης που εργάζεται σε παραγωγικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, δηλ. αυτές που πραγματοποιούν διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή (κατά κανόνα από 10 εργαζομένους και πάνω για την Ελλάδα). Την πραγματικότητα αυτή φαίνεται να αγνοούν αντιλήψεις που ρέπουν προς τον εργατισμό και υποτιμούν τη σημασία των κοινωνικών συμμαχιών και τις άλλες συνεπαγόμενες περιπλοκότητες της διαμόρφωσης της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
[2] Βλ. σχετικά Προγραμματικές κατευθύνσεις του συλλόγου διάδοσης μαρξιστικής σκέψης “Γ.ΚΟΡΔΑΤΟΣ”
Κίνηση για την Απελευθέρωση του Λαού: Προγραμματικές Κατευθύνσεις.
[3] Το σχόλιο της προηγούμενης σημείωσης για τη σημασία των κοινωνικών συμμαχιών, έχει συνέπειες και για τις πολιτικές συμμαχίες. Η πληθώρα των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, εντός και πέριξ της εργατικής τάξης, δεδομένης και της πληθώρας δευτερευουσών αντιθέσεων μεταξύ τους, έχει ως συνέπεια να πολιτικοποιούνται με αρκετά διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι οδηγούν και στη δημιουργία και ορισμένης ποικιλίας εργατικών ή μικροαστικών κομμάτων, πχ της αριστερής ή ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας ή «Αριστεράς», του μικροαστικού σοσιαλισμού κοκ Θεωρούμε αντιδιαλεκτική την άποψη ότι μπορούν να προωθηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες αποκλειστικά από τα κάτω, χωρίς πολιτικές συμμαχίες με αυτά τα «ρεφορμιστικά» κατά τα άλλα κόμματα. Από την άλλη, είναι επικίνδυνη και η άποψη που υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα αυτή αναιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης ενιαίου επαναστατικού, κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης, προς χάριν χαλαρότερων σχηματισμών της «Αριστεράς» με οποιοδήποτε επιθετικό προσδιορισμό… Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική αναγκαιότητα των κοινωνικών συμμαχιών καταλήγει στην αναγκαιότητα για την ανάλογη τακτική, και εν τέλει πρακτική πολιτικής συμμαχιών.
[4] Οι κομμουνιστές δεν μπορούν να απαιτούν από τους πολιτικούς τους συμμάχους, με τους οποίους συμφωνούν στον πυρήνα του προτεινόμενου προγράμματος και σε μια σειρά καλών πρακτικών πολιτικής συνεργασίας, να αποδεχτούν τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος, την κυβέρνηση, τη μεταρρύθμιση ή την επανάσταση. Ούτε αποτελεί επιστημονικά επεξεργασμένη πολιτική η υιοθέτηση ή απόρριψη με γενικό τρόπο και προκαταβολικά, της μιας ή της άλλης μορφής της επανάστασης ή της προσέγγισης σε αυτήν. Επομένως, οι κομμουνιστές, παρεμβαίνοντας πρωτοπόρα στην ταξική πάλη, πιθανόν μέσα από έναν μετωπικό, συμμαχικό, πολιτικό φορέα αλλά διατηρώντας πάντα την οργανωτική, πολιτική και στρατηγική τους αυτοτέλεια, οφείλουν να συνδυάζουν όλες τις μορφές πάλης, κοινοβουλευτικές και μη. Στα πλαίσια αυτά, η διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η συμμετοχή σε μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση ή η μερική στήριξη σε αυτήν, τα σχετικά συνθήματα, τα εξετάζουμε σε κάθε περίπτωση και συγκεκριμένη κατάσταση από το κατά πόσο προωθούν την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος, νοούμενη εδώ ως η διαλεκτική σύνδεση στρατηγικής και τακτικής.
Σχετικά με τα θέματα που έθιξαν οι προηγούμενες σημειώσεις βλ. και Ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. Η διαλεκτική σχέση πατριωτικού-ταξικού, εθνικού-διεθνικού, άμυνας-επίθεσης, μεταρρύθμισης-επανάστασης. Β. Λιόσης, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2017.
[5] Για ένα σχετικό παράδειγμα βλέπε την ιστοσελίδα https://menoumemazi.org/ . Ωστόσο, η εν λόγω ιστοσελίδα είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας μεμονωμένων ατόμων, χωρίς άμεση σύνδεση ή δημοκρατικό έλεγχο από τις ίδιες τις κοινωνικές οργανώσεις.