Δύο κρίσεις σχετικά με το Βιβλίο του Γιάννη Μηλιού, 1821 – Ιχνηλατώντας το έθνος, το κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα (Αλεξάνδρεια, 2021)
Για σχεδόν πέντε συναπτές δεκαετίες, ο Γιάννης Μηλιός έχει να επιδείξει εξαιρετικό δι-επιστημονικό έργο. Επίσης, γεγονός πάρα πολύ σημαντικό, είναι ένας απ’ τους εξαίχοντες οργανικούς διαννοούμενους της Αριστεράς στην Ελληνική μεταπολίτευση. Η οποιαδήποτε τοποθέτηση σχετικά με το έργο του πρέπει να στηρίζεται σε γνώση των βασικών αυτών παραμέτρων και της τεράστιας προσφοράς τους στον τόπο και τη σοσιαλιστική παιδεία του λαού μας.
Μία προσεκτική ενασχόληση με το δι-επιστημονικό έργο του θα μας εξοικοιώσει με μερικούς «κώδικες», τους οποίους ο Μηλιός ακολουθεί πιστά όλες αυτές τις δεκαετίες. Για παράδειγμα, σε μελέτες όπως αυτή που παρουσιάζουμε εδώ, οι σχετικοί κωδικοί είναι περίπου οι εξής (για να μιλήσω κάπως πιο ζωντανά, όπως στη «καθ’ ομιλουμένη»): ξεχάστε «εξάρτηση» και «υπανάπτυξη» ή, ακόμα, ότι η Ελλάδα έχει «μέσο επίπεδο αναπτυξης παραγωγικών δυνάμεων», άποψη που προωθούσε παλιά το ΚΚΕ μέσα απ’ τα βιβλία του Γιάννη Σαμαρά, Μιχάλη Μάλιου, Ευτύχη Μπιτσάκη και τόσων άλλων. Ξεχάστε, δηλαδή, τα παράγωγα του Σοβιετικού Μαρξισμού, αλλά και θεωρήσεις της σχολής των «Παγκοσμίων Συστημάτων», με εξαίχοντες διανοητές τους Εμμανουήλ Βάλλερστέιν, Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, Κρίστοφερ Τσέϊζ-Νταν, Τζιοβάνι Αρίγκι κ.α. Η Ελλάδα, για το Μηλιό – αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των αρθρογράφων του περιοδικού Θέσεις – δεν είναι «περιφέρεια» ή «ημι-περιφέρεια» εξαρτημένη από ένα ή περισσότερα μητροπολιτικά «κέντρα». Η Ελλάδα, απ’ τις απαρχες του 19ου αιώνα, θα πει ο Μηλιός στη τελευταία του μελέτη και όχι μόνο, είναι μία καπιταλιστική χώρα και η επανάσταση του 1821 ήταν μία αστική επανάσταση όπως όλες οι άλλες αστικές ολοκληρώσεις στην Ευρώπη του 19ου αι. Έτσι, θεσμοί και Συντάγματα δεν είναι «επείσακτα», όπως επιχειρηματολόγησαν σειρά πολιτειολόγων, ιστορικών και κοινωνιολόγων (Νικηφόρος Διαμαντούρος, Νίκος Μουζέλης, Γιώργος Μαυρογορδάτος, Κων/νος Τσουκαλάς, Βασίλης Φίλιας κ.ά.). Ως τέτοια, η Ελλάδα είναι μία ιμπεριαλιστική χώρα εξαρχής, της οποίας η συμπεριφορά καθορίζεται απ’ το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» και τα καπιταλιστικά συμφέροντα των Ελλήνων αστών στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Αυτοί δε οι αστοί, κατά βάση, ήταν εφοπλιστές, έμποροι και βιομήχανοι – «εμπορικό, εφοπλιστικό, και μανουφακτορικό κεφάλαιο καθόρισαν την επανάσταση», διαβάζουμε (σ.157). Ο ιμπεριαλισμός της Ελλάδας δεν ήταν έμπνευση του Ιωάννη Κωλλέτη – Βλάχος στη καταγωγή, θα πρόσθετα – στην Ελληνική βουλή το Γενάρη του 1844, αλλά υπήρξε συστατικό πρόταγμα της Φιλικής Εταιρείας και της ίδιας της επανάστασης ως αστικής διαδικασίας, η οποία οικοδομεί Σύνταγμα, θεσμούς και κράτος αυτόνομα, αυτοδύναμα και κυρίαρχα.
Ξεχάστε – συνεχίζω τη «καθ’ ομιλουμένη» – θα μας πει ο Μηλιός, αυτά περί «συνέχειας» μεταξύ αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου και νεωτερικής Ελλάδας. Δεν υπάρχει κανένας αναλλοίωτος Ελληνοειδής «πυρήνας» ανά τους αιώνες και ακόμα κι αυτή η ίδια η «Ελληνική γλώσσα» την εποχή της επανάστασης εχρησιμοποιείτο απ’ τους επαναστάτες παράλληλα με άλλες γλώσσες – οι περισσότεροι καραβοκύρηδες και ο ίδιος ο Μιαούλης συνενοούνταν στα Αλβανικά/Αρβανίτικα (αν και εδώ θα πρέπει ίσως να ερευνήσουμε διαλέκτους και τοπολαλιές με κοινή ρίζα αυτών των αρχαίων Ελληνικών). Ούτε η γλώσσα, λοιπόν, αποτελεί το κριτήριο που συνδέει αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο και νεώτερη εποχή. Μ’ αυτήν την έννοια, (Ελληνικό) έθνος και (Ελληνικός) εθνικισμός είναι πολιτικές κατασκευές του (Ελληνικού) αστισμού και μέρος της μαζικής πολιτικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα εξελικτικά πριν και μετά την επιτυχή έκβαση της επανάστασης. Κατασκευή, βεβαίως, είναι και τα περί του υψώματος της σημαίας της επανάστασης στην Αγία Λαύρα την 25η Μαρτίου του 1821. Ο Μηλιός ασκεί κριτική στη θέση του Νίκου Σβορώνου, ο οποίος υποστήριξε ότι η συνέχεια του Ελληνισμού ανά τους αιώνες έγκειται στον αντιστασιακό χαρακτήρα των Ελλήνων – θα χαρακτηρίσει μάλιστα αυτή τη τοποθέτηση, μέσω των Μπαλιμπάρ και Γαβριηλίδη, ενός συγγραφέα των Θέσεων, ως «πολιτισμικό ρατσισμό» (αυτό είναι ένα μεθοδολογικό σφάλμα, για το οποίο, με αφορμή άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, το θίγω στη συνέχεια). Και ασκεί επίσης κριτική στα έργα των Κορδάτου (περισσότερο) και Σκληρού (λιγότερο) τα οποία, εν πολλοίς, θεωρεί ότι κάνουν «ιδεολογική χρήση της ιστορίας». Στο ερώτημα αν είναι το (Ελληνικό) κράτος που κατασκεύασε το (Ελληνικό) έθνος, όπως πάνω-κάτω συνέβει στη Δυτική Ευρώπη (φεουδαρχία-απολυταρχικό κράτος-καπιταλισμός), ο Μηλιός δεν απαντά ευθέως, αν και τείνει να προσυπογράψει την Ευρωκεντρική θέση του Χόμπσμπάουμ, ότι δηλ. και στη Βαλκανική χερσόνησο, άρα και στην Ελλάδα, οι εθνικισμοί είναι προϊόντα της πολιτικοποίησης των αστικών-καπιταλιστικών δυνάμεων. Δεν προϋπάρχει δηλαδή κανένα έθνος ή εθνο-κοινότητα ως αυτοφυής εξελιγμένη ή μισο-εξελιγμένη οντότητα το οποίο «αφυπνάται» και επαναστατεί εναντίον του «Τουρκικού ζυγού». Για το Μηλιό, αυτό που υπάρχει απ’ την αρχή είναι ένας «επιθετικός εθνικισμός» ο οποίος, μετά την ήττα στο Σαγγάριο το καλοκαίρι του 1922, μεταμορφώνεται σ’ ένα, μάλλον, «αμυντικό εθνικισμό», που βρίσκει κάλυψη είτε στο δόγμα περί «εκσυγχρονισμού» του αστικού κράτους είτε στο ότι «φταίνε οι ξένοι για τη κατάντια μας». Έπειτα, θα πει ο Μηλιός, ακόμη κι αυτός ο «αμυντικός εθνικισμός» κατακυρίευσε όλα το φάσμα του πολιτικού κόσμου, ακόμα και το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, αφού το πρώτο συμφωνούσε με την κατάληψη της Νότιας Αλβανίας (ή «Βορείου Ηπείρου»), ενώ το δεύτερο κρυβόταν πίσω απ’ το ΕΑΜ «νείπτοντας τας χείρας». Ο σώφρων, σ’ αυτή τη περίπτωση, ήταν ο φιλελεύθερος αστός πολιτικός, Ευάγγελος Αβέρωφ, που υποστήριξε ότι τέτοιες κινήσεις στερούνται σοβαρότητας, εφόσον οι Έλληνες εκεί μειοψηφούν. Συνολικά, το βιβλίο του Μηλιού αποδομεί εξ ολοκλήρου το ιδεολογικό αφήγημα του επίσημου Ελληνικού κράτους των Παπαρηγόπουλου-Ζαμπέλιου, αυτό περί «συνέχειας και αναλλοίωτου» του Ελληνισμού ανά τους αιώνες, μια θέση η οποία, κατά το Μηλιό, είναι εθνικιστική και, κατά το μάλλον ή ήττον, ρατσιστική και βαθειά αντιδραστική.
Δύο πράγματα για τα οποία ουδείς νομιμοποιείται να «κατηγορήσει» το Μηλιό είναι τα εξής: α) ότι δεν προσέφερε στην ανάπτυξη της Μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα και την ανάλυση του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και β) ότι δεν είναι συνεπής στις θέσεις του. Κανένα απ’ τα δύο σημεία δεν χρειάζεται ειδική τεκμηρίωση. Σ’ ότι αφορά το πρώτο, είναι γνωστή η προσφορά του τόσο στο τομέα της σοσιαλιστικής πολιτικής δράσης από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, όσο και η τομή που έφερε στην Ελληνική Μαρξιστική παιδεία με την ίδρυση του περιοδικού Θέσεις και το ίδιο το έργο του, το οποίο είναι ακραιφνώς δι-επιστημονικό – οικονομική και πολιτική επιστήμη πλαισιωμένες με ιστορική και κοινωνιολογική ανάλυση – κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Σ’ ότι αφορά το δεύτερο σημείο, το οποίο μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι ο Μηλιός δεν έχει αλλάξει τις βασικές του θέσεις στα θέματα που εξετάζει το παρόν βιβλίο από την εποχή της διδακτορικής του διατριβής μέχρι σήμερα – δες, για παράδειγμα, Ο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Απ’ τον επεκτατισμό στη καπιταλιστική ανάπτυξη, Εξάντας, 1988. Τότε, όπως και στην υπό κρίση μελέτη σήμερα, ο Μηλιός θα υποστηρίξει ότι η Ελληνική επανάσταση προέκυψε ως αποτέλεσμα της διάλυσης του «Ασιατικού Τρόπου Παραγωγής» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εκεί που εδραιώθηκε η επανάσταση (Πελοπόνησο, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες) ήταν εκεί όπου είχε κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, σ.164). Στη παρούσα μελέτη, ο «Ασιατικός Τρόπος Παραγωγής» αποτελεί τη βασική έννοια ορισμού της κοινωνικής δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και η συζήτηση εδώ εμπλουτίζεται με εξαιρετικά χρήσιμες λεπτομέρειες για την εξέλιξη της Οθωμανικής κοινωνικής οικονομίας και των φορέων της, κύρια μέσω των οικονομικών μελετών του Σπύρου Ασδραχά.
Θα επιχειρήσουμε μία κριτική παρουσίαση των απόψεων του Μηλιού, ξεκινώντας με το τρόπο που χρησιμοποιεί τις πηγές για την απόδειξη των επιχειρημάτων του – εδώ βρίσκεται και η Αχίλλειος πτέρνα κάθε δι-επιστημονικής προσέγγισης. Θα προχωρήσω έπειτα στην αντίκρουση μίας βασικής θέσης της μελέτης, ότι η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος με κυρίαρχη αστική τάξη από την επίσημη ίδρυσή της το 1830 μέχρι σήμερα. Αυτές είναι οι «δύο κρίσεις» που επιφυλάσσω για την αξιόλογη μελέτη του.
Βέβαια, υπάρχει και μία άλλη βασική θέση στη μελέτη: ότι το 1821 είναι μία «ιστορική τομή» κατά την οποία (Ελληνικό) κράτος και έθνος, ή (Ελληνικό) έθνος και κράτος, αναδύονται ιστορικά μεν αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ex nihilo. Δεν θα επεκταθώ πολύ σ’ αυτό το θέμα εδώ διότι ήταν το αντικείμενο μιας πολύ πρόσφατης παρέμβασής μου που δημοσιεύτηκε στα Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής του Λουκά Αξελού (Χειμώνας-Φθινόπωρο 2021). Εκεί, αντιτάσσω τη θέση του ex nihilo nihil fit – τίποτε δεν παράγεται εκ του μηδενός. Ωστόσο, θα προσπαθήσω να ενσωματώσω μερικά κριτικά σημεία στη τοποθέτηση του Μηλιού που απορρίπτει παντελώς την οπτική της «συνέχειας» ενώ θα προχωρώ στην ανάπτυξη των «δύο κρίσεων». Ταυτόχρονα, θα επισημάνω ότι ο οποιοσδήποτε εθνικισμός δεν είναι, σώνει και καλά και εξ ορισμού, ένα αντιδραστικό φαινόμενο και ότι η έννοια είναι, πάνω απ’ όλα, ιστορική. Εν πολλοίς, θεωρώ ότι η κατανόηση της μοίρας και της ιστορικής πορείας του λαού μας δεν μπορεί ν’ αφεθεί σε μία Ευρωκεντρική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το έθνος είναι φαινόμενο της (Δυτικής) καπιταλιστικής νεωτερικότητας και, επειδή αυτό συνέβει εκεί, το ίδιο συμβαίνει εδώ και αλλού. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ουδεμία σοβαρή ιστορική μελέτη της Κίνας που να τη διακρίνει σε «αρχαία» και «νεώτερη» ή, άλλη περίπτωση, «αρχαίο και νεώτερο» Βιετνάμ – το Βιετνάμ, παρεπιπτόντως, χρησιμοποιεί Λατινικούς χαρακτήρες στη γλώσσα του λόγω Ισπανικών επιρροών από ιεραπόστολους. Η Κίνα έχει μία ενιαία ιστορία χιλιετηρίδων, όπως και σειρά άλλων Ασιατικών πολιτισμών, μία ιστορία η οποία έχει γραφεί με ποταμούς αίματος λόγω της όχι και τόσο «πολιτισμένης» συμβολής των (Δυτικών και άλλων νεωτερικών) ιμπεριαλισμών.
Πρώτη κρίση – Οι πηγές και η χρησιμοποίησή τους
Μία προσεκτική μελέτη του βιβλίου του Μηλιού θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιείται ένα ιδιόμορφο είδος «θεωρητικής πρακτικής» – ο όρος ανήκει στον Αλτουσέρ, ο οποίος στη συνέχεια τον εγκατέλειψε – σύμφωνα με την οποία προ-διαμορφωμένες διανοητικά θέσεις/κατασκευές δεν μεταλλάσονται/εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της έρευνας και της ερμηνείας των δεδομένων, αλλά έρευνα και ερμηνεία δευτερογενούς και πρωτογενούς υλικού χρησιμοποιούνται επιλεκτικά και κατά τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποδεικνύουν και να ισχυροποιούν παραπέρα τις προ-διαμορφωμένες διανοητικά θέσεις/κατασκευές. Για παράδειγμα, ο Μηλιός, ξεκινώντας απ’ τη προ-διαμορφωμένη ιδέα των πολλαπλών α-συνεχειών (γλωσσικών, πολιτισμικών, φυλετικών, οικονομικών, πολιτικών κλπ) μεταξύ αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου και νεώτερης Ελλάδας, θα επεξεργαστεί το ερευνητικό του υλικό προσπαθώντας να βρει στοιχεία που ενισχύουν και επικυρώνουν αυτή τη θέση, ν’ αποδείξει δηλαδή ότι όντως έτσι είναι τα πράγματα, ενώ οτιδήποτε υποδυκνείει κάτι το διαφορετικό ή αντίθετο το απορρίπτει, το αγνοεί ή δεν το αναφέρει. Αυτό σηματοδοτεί ένα θεμελιακό μεθοδολογικό λάθος, στο οποίο εμπίπτουν πολλοί μελετητές οι οποίοι δεν έχουν εκπαιδευτεί ως ιστορικοί. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα.
Ο Μηλιός χρησιμοποιεί τη μελέτη του Κ. Θ. Δημαρά για τον Ελληνικό ρομαντισμό. Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί την πολύ πιο σημαντική μελέτη του Πασχάλη Κιτρομηλίδη για τον Νεο-Ελληνικό Διαφωτισμό. Πως όμως χρησιμοποιείται το έργο του Δημαρά; Υποστηρίζω ότι χρησιμοποιείται επιλεκτικά προς επίρρωση προ-διαμορφωμένων διανοητικών κατασκευών. Μία τέτοια βασική κατασκευή είναι η «τομή» του 1821 ως αστικής επανάστασης. Το έργο, όμως, του Δημαρά – ή η γενικότερη προβληματική του, για να χρησιμοποιήσω άλλον ένα Αλτουσεριανό όρο – δεν μας λέει κάτι τέτοιο. Το έργο του μας λέει ότι υπήρξε πρωτογενές υλικό πάνω στο οποίο έχτισαν τα επαναστατικά εθνικά κελεύσματα ή, για να χρησιμοποιήσω άλλο έναν Αλτουσεριανό όρο, πάνω στο οποίο ευδοκίμησαν οι «εγκλήσεις» των λαϊκών υποκειμένων από τις «αστικές ελίτ». «Η φυσική ζωή, η ελευθερία, ο αυτοσχεδιασμός, η πίστη στα περασμένα», μας λέει ο Δημαράς, συγκροτούν λαϊκά βιώματα τα οποία μπορεί κανείς να εντοπίσει, για παράδειγμα, στα λαϊκά τραγούδια. Έτσι, θα συνεχίσει, η Φαναριώτικη ποίηση ήταν ο «φυσικός πρόγονος της Αθηναϊκής καθαρευουσιάνικης ποίησης και του Αθηναϊκού τραγουδιού (Ελληνικός ρομαντισμός, Ερμής, 1994, σσ.6-8). Προσέξτε, οι Φαναριώτες, οι οποίοι έλεγχαν για αιώνες τη διπλωματία της Υψηλής Πύλης και ήταν Έλληνες αντίθετοι στην επανάσταση του 1821 διότι θα έχαναν τα προνόμιά τους, εισαγάγουν απ’ έξω αυτό που ο Δημαράς αποκαλεί «ρομαντισμό». Αυτό γίνεται διότι, κυρίως, το Φανάρι – και οι κάτοικοι των Ιονίων νησιών – ήταν οι πυλώνες του νεο-Ελληνικού διαφωτισμού και της περιγραφής – όχι κατασκευής – του Ελληνικού γένους = έθνους. Η λέξη «γένος» εμφανίζεται πολύ πριν τον Κοσμά Αιτωλό στα μέσα του 18ου αι., αλλά είναι από τότε που άρχισε να ταυτίζεται με τη νεωτερική (Γαλλική) έννοια του έθνους (Ελληνικός ρομαντισμός, σ.86). Οι Φαναριώτες και το Πατριαρχείο ήταν εναντίον της Ελληνικής επανάστασης για προφανείς ταξικούς λόγους – θα έχαναν τα προνόμιά τους – αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να αυτοκαταγραφούν ως ‘Ελληνες μέσα από ρομαντικές πρακτικές και στοχασμούς ενώ, ταυτόχρονα, πολλοί χριστιανοί κληρικοί εκήρρυτταν κοσμικές ιδέες.
Τώρα, σ’ ότι αφορά το πρωτογενές υλικό απ’ το οποίο αντλούσαν, αυτό ήταν μεν Δυτικο-Ευρωπαϊκό, δηλαδή το έβρισκαν στο οπλοστάσιο της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αλλά δεν ήταν το μόνο. Όπως δείχνει γλαφυρά ο Κιτρομηλίδης, οι κληρικοί το αναμείγνυαν με Βυζαντινά εκκλησιαστικά συγγράμματα και πρακτικές και, ακόμα, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς το 14ο αι., το «σήκωναν» απευθείας απ’ τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και την Αλεξανδρινή παράδοση – ν’ αναφέρω ότι ο Κιτρομηλίδης δεν αναφέρεται στο Χρυσολωρά. Το έργο και οι γλωσσικές πρακτικές διδασκαλίας του Χρυσολωρά στην Ιταλία και τη Γερμανία, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν ερευνηθεί συστηματικά, ωστόσο είναι αυτές που δίνουν μία ιδιαίτερη χροιά στο στοιχείο της συνέχειας μεταξύ αρχαίου και Βυζαντινού κόσμου. Εκπίπτουν δε παντελώς της προσοχής του Μηλιού, διότι δεν κάνει αρχειακή ιστορική έρευνα. Εν τέλει, όπως ορθά υποστηρίζει ο Κων/νος Τσουκαλάς σ’ ένα απ’ τα πιο δεικτικά του κείμενα, ο ίδιος ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός δεν είναι παρά μία ενδελεχή επεξεργασία και παραπέρα ανάπτυξη, κατά πρώτο λόγο, της αρχαίας Ελληνικής σκέψης και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού (Τσουκαλάς, «European modernity and Greek national identity», Journal of Balkan and Near Eastern Studies, v.1, n.1, May 1999). Η ιστορική αυτή διαλεκτική σύζευξη που δομεί το πρωτογενές υλικό του (Ελληνικού) εθνικισμού απουσιάζει απ’ τη δουλειά του Μηλιού. Άρα, καταλήγω, το στοιχείο της «συνέχειας» είναι παρόν στις κοινωνικές και άλλες μεταβολές που λαμβάνουν χώρα με τη πάροδο του χρόνου: ex nihilo nihil fit. Το επιχείρημά μου είναι ότι αυτό συμβαίνει διότι, όχι μόνο στη παρούσα μελέτη αλλά σ’ ολόκληρο το έργο του δεκαετίες πριν, έχει απορρίψει εκ των προτέρων στοιχεία πολιτισμικής και κοινωνικής συνέχειας που μπορεί να βρεθούν μεταξύ (αρχαίων) Εγυπτιακών, Ελληνικών, Περσικών, Βυζαντινών και Οθωμανικών χωρό-χρονων. Το ότι στην Ελληνική εξέγερση υπήρχαν πολλοί Αλβανοί/Αρβανίτες, Σέρβοι, Βούλγαροι και Μαυροβούνιοι και ότι μιλούσαν άλλες γλώσσες εκτός από Ελληνικά αυτό δεν λέει τίποτα για τον απλούστατο λόγο ότι και πολλοί Έλληνες ή Βαλκάνιοι που μιλούσαν Ελληνικά πολέμησαν στο πλευρό των Σέρβων κατά την εξέγερσή τους το 1804. Εδώ, υποθέτω, συμβαίνει κάτι άλλο με τη σκέψη του Μηλιού. Δεν αναλύεται η ταξική διάσταση των συγκρούσεων αλλά μόνο η «εθνική» με στόχο την αποδόμηση του (Ελληνικού) έθνους και των στοιχείων της δι-ιστορικής του συνέχειας. Η ταξική διάσταση (και ανάλυση) της σύγκρουσης πίσω απ’ τις εμφύλιες συγκρούσεις και τους αλληλο-σκοτωμούς τη δεκαετία του 1820, αλλά και πριν, απουσιάζει. Δηλαδή, απουσιάζει η πάλη των τάξεων, η κινητήριος δύναμη της ιστορίας (για το πως εμπλέκεται το ταξικό με το εθνικό, δες το προαναφερόμενο κείμενό μου στα Τετράδια). Και κάτι ακόμη. Μεγάλη εντύπωση μου έκαναν αποσπάσματα από το Χρονικό του Γαλαξειδίου (1703) που παραθέτει ο Μηλιός, διότι μου θύμισαν την Ελληνο-κυπριακή διάλεκτο σήμερα: «[…]και περικεφαλαίαις, που ελάμπασι ωσάν τον ήλιο, εμπήκασι στα καράβια και εμείνασι στην πολιτεία καμπόσοι γέροι, που δεν εχωρούσασι στα πλεούμενα […]» (1821, σ.80, αλλά και αλλού). Η Λεμεσός ήταν μία σημαντικότατη κοιτίδα του νεο-Ελληνικού διαφωτισμού – διάβαζε: εθνικισμού – και οι Κύπριοι με τη τοπολαλιά τους, όπως ο Ελληνισμός του Πόντου και της Αζοφικής Θάλασσας, παρέμειναν μία απ’ τις πιο αναλλοίωτες σχετικά κοινότητες που ταξιδεύουν πίσω έως τον αρχαίο Ελλαδικό κόσμο των αποικιών. Ο Τουρκο-κυπριακός εθνικισμός είναι πολύ μεταγενέστερος και είναι, στην ουσία, απόρροια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» της Αγγλίας απ’ το μεσοπόλεμο και μετά, που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1950, πάλι με Αγγλική παρότρυνση τόσο στο νησί όσο, και κυρίως, προς τη Τουρκία (δες εδώ την εξαιρετική διδακτορική διατριβή της Ήλιας Ξυπολιά στο Πανεπιστήμιο του Κηλ της Αγγλίας, τώρα και σε βιβλίο, British Imperialism and Turkish Nationalism in Cyprus, 1923-1939, Routledge, London 2018).
Ένα δεύτερο παράδειγμα μη-ιστορικής – και μάλλον ανορθόδοξης – χρήσης των πηγών είναι όταν ο Μηλιός προβάλλει τη θέση του Νίκου Πουλαντζά για μία διάσταση του αστικού κράτους που εκφράζει στο τελευταίο του βιβλίο, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός (1978), όταν αναφέρεται στην γενοκτονία των Αρμενίων και με αναφορά το Τουρκο-Οθωμανικό κράτος στη τελική φάση της ύπαρξής του ως τέτοιου – η ιστορική συγκυρία της γενοκτονίας των Αρμενίων με αποκορύφωμα τις «μεγάλες πορείες» και εξοντώσεις του 1915. Ο Μηλιός χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα απ’ το έργο του Πουλαντζά που αναφέρεται στη γενοκτονία των Αρμενίων για να δείξει ότι, κατ’ ουσία, η κατάληψη της Τριπολιτσάς απ’ το Κολοκοτρώνη και η αποτρόπαια σφαγή κατά του μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού που ακολούθησε – αυτό ήταν σύνηθης συμπεριφορά, θα πει, δεν αφορά μόνο τη Τριπολιτσά – ήταν στην ουσία μία εθνοκάθαρση που προσιδιάζει στη πρακτική κάθε αστικού (νεωτερικού) κράτους (1821, σσ.118-19). Αυτή η πρακτική είναι πρακτική «ομογενοποίησης και περιφράγματος», όπως περιέγραψε ο Πουλαντζάς τη γενοκτονία των Αρμενίων εκ μέρους της νεωτερικής (εθνικιστικής), πλέον, Οθωμανικής Τουρκίας. Ωστόσο, ουδείς ιστορικός πρόκειται να υποστηρίξει τέτοια χρήση των πηγών, διότι οι ιστορικοί ιστορικοποιούν τα γεγονότα, τα τοποθετούν δηλαδή μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό τους πλαίσιο, χωρίς να τα κρίνουν με ιδέες και θεωρίες που παράχθηκαν μεταγενέστερα – παρεπιπτόντως, μετά τη Τριπολιτσά, ο Σουλτάνος κατακρεούργησε Χίο και Ψαρά και μετά τα επανεποίκησε με χριστιανούς ορθόδοξους απ’ τη Κρήτη. Επίσης, οι ιστορικοί δίνουν έμφαση στο στοιχείο της συνέχειας, παρά της ασυνέχειας, αν κι ένας Μαρξιστής ιστορικός πρέπει να λαμβάνει υπόψη του αυτό που θα αποκαλούσα μεταβολές του συνεχούς. Τέτοιες «μεταβολές του συνεχούς» είναι και οι επαναστάσεις οποιασδήποτε φύσης, δεν είναι «τομές». Τι καταλογίζω εδώ στο Μηλιό; Του καταλογίζω ότι με την ίδια μέθοδο που συζητά τη σφαγή της Τριπολιτσάς τις αρχές του 19ου αι. θα μπορούσε να συζητήσει και να αποκαλούσε αντι-σημίτη το Σαίξπηρ και αντι-φεμινιστή τον Πάπα των αρχών του 20ού αι. – για να αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα. Όμως, ουδείς ιστορικός, Μαρξιστής ή μη, δεν θ’ αναλύσει το Σαίξπηρ ως αντι-σημίτη στο έργο του, Ο Έμπορος της Βενετίας (1555 περίπου), και ουδείς ιστορικός δεν θα κατηγορήσει τον Πάπα Πίο Ι (1903-20) ως αντι-φεμινιστή με βάση τις αναλύσεις της Σιμόν ντε Μπωβουάρ στο έργο της, Το δεύτερο φύλο, πενήντα χρόνια αργότερα. Το ενδιαφέρον όμως σ’ αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα που αναφέρω έγκειται και στο γεγονός ότι σ’ αυτό το τελευταίο του βιβλίο, ο Πουλαντζάς τοποθετείται στον αντίποδα της θέσης του Μηλιού στο ζήτημα του έθνους. Όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Μπελαντής, ο Πουλαντζάς «διακρίνει ανάμεσα στο νεωτερικό έθνος, που συνδέεται με την άνοδο του καπιταλισμού και με την εγκαθίδρυση ιδιαίτερων χωρικών και χρονικών δομών στην κοινωνία και σε μια πιο ευρύτερη και διαρκέστερη έννοια του έθνους ως κοινότητας, η οποία προηγείται του νεωτερικού έθνους και πιθανόν διατηρείται και μετά τον μαρασμό του κράτους» (Δ. Μπελαντής, «Ο Νίκος Πουλαντζάς για τη σχέση έθνους και εργατικής τάξης», Ο Δρόμος της Αριστεράς, 11 Μαρτίου 2020). Εδώ, να τονίσω, δεν σχολιάζω το αν συμφωνώ με τη τοποθέτηση του Πουλαντζά ή όχι, αλλά το τρόπο με τον οποίο ο Μηλιός χρησιμοποιεί το έργο του Πουλαντζά ως πηγή τεκμηρίωσης του επιχειρήματός του.
Ένα τρίτο παράδειγμα αδόκιμης χρησιμοποίησης των πηγών αποτελεί η αναφορά στον Αλτουσέρ περί «Ιδεολογικών μηχανισμών κράτους» προκειμένου να χαρακτηρίσει τα Ελληνικά κόμματα της επανάστασης τη δεκαετία του 1820 και μετέπειτα ως «εθνικά-αστικά κόμματα» (1821, σσ.152-3). Αυτό το νοητικό αλμα γίνεται προκειμένου να τεκμηριώσει – πάλι επί τη βάσει της προ-κατασκευασμένης ιδέας ότι η επανάσταση είναι αυτόχθονη, αστική και κυρίαρχη – και ότι τα κόμματα στην Ελλάδα δεν είναι προεκτάσεις ξένων συμφερόντων, όπως εξάλλου υποδηλώνουν τα ονόματά τους σε Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό, αλλά συσωματώσεις εσωτερικών κοινωνικών διαδικασιών τις οποίες μαζικοποίησε το πολιτικοποιημένο πλέον δίδυμο εθνικισμού-καπιταλιστικής συσσώσευσης. Ο «ήρωας» του Μηλιού, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, είναι ο Γκούναρ Ηέρινγκ στη μελέτη του, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 (Μορωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2004). Ο Χέρινγκ, υποστηρίζει χωρίς περιστροφές ότι η εσωτερική δυναμική του αγώνα είναι αυτή που δημιούργησε τα κόμματα και τις κυρίαρχες πολιτικές μερίδες, χωρίς παρεμβάσεις «ξένων» κι αυτό είναι κάτι που διατρέχει όλη την ελληνική ιστορία μέχρι τις μέρες μας. Κοντολογής, η επανάσταση και οι ευθύνες που απορρέουν απ’ αυτή, αλλά και ότι ακολουθεί, βαραίνει αποκλειστικά τις «πολιτικές τάξεις» της Ελλάδας. Η δευτερογενής αυτή πηγή έχει πολλαπλή χρησιμότητα στο βιβλίο του Μηλιού διότι συμφωνεί με τις θέσεις του. Ωστόσο, ο Μηλιός αποφεύγει να χρησιμοποιήσει κλασσικά έργα με αναφορά τη Βυζαντινή και την Οθωμανική περίοδο, τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με τις θέσεις του. Τέτοια έργα είναι, για παράδειγμα, η εκλεπτυσμένη δουλειά της Μόλυ Γκρην, Κρήτη. Ένας κοινός κόσμος (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005) και το τεράστιο έργο του Σπύρου Βρυώνη, απ’ το οποίο θ’ αναφέρω μόνο το The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley: University of California Press, 1971). Αλλά εδώ ο Μηλιός νομιμοποιείται να βρει καταφύγιο στο Παναγή Λεκατσά (Η εποποιία της πάλης των τάξεων στην αρχαία Ελλάδα: Η διαλεχτική σύνθεση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, Καραβάκος, Αθήνα 1946): «την καλύτερη κριτική των αντίθετων απόψεων κάνει εκείνος που αντί ν᾽ ασχολείται μ᾽ αυτές τεκμηριώνει όσο μπορεί καλύτερα τις δικές του» (1821, σ.175).
Τέλος, ένα θέμα που είναι παρεμφερές με το ζήτημα χρησιμοποίησης των πηγών, είναι και ο ορισμός του εθνικισμού. Αυτός φαίνεται να ορίζεται ως ένα εσαεί αντιδραστικό κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο, ανεξαρτήτου της ιστορικής περιόδου στην οποία ευδοκιμεί και ανεξαρτήτου του πολιτικού του προτάγματος, αν είναι δηλ. δημοκρατικο-αντιστασιακός ή όχι. Σ’ αυτό το σημείο ο Μηλιός προσπερνά ακόμα και το Χόμπσμπάουμ, ο οποίος ιστορικοποιεί την έννοια του εθνικισμού και τη θεωρεί ως προοδευτικό φαινόμενο συνειφασμένο με τη βιομηχανική επανάσταση και το γκρέμισμα της φεουδαρχίας – παρόμοια είναι και η θέση όλων των νεωτερικών, δες π.χ. το προαναφερόμενο κείμενό μου στα Τετράδια – αλλά ο Μηλιός δεν μπαίνει σε τέτοια συζήτηση. Αν έμπαινε, θα ήταν αναγκασμένος να μπει και στη συζήτηση μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ για τον εθνικισμό, κάτι που δεν κάνει γιατί δεν ευννοεί την ερευνητική του στρατηγική, δηλαδή το να αποδείξει σώνει και καλά ότι εθνικισμός σημαίνει αστισμός-βιομηχανισμός και μαζική πολιτική κινητοποίηση, άρα, από σοσιαλιστική (και κομμουνιστική) σκοπιά, είναι «ψευδής συνείδηση» και αντιδραστικό φαινόμενο. Δεν συμφωνώ μ’ αυτές τις τοποθετήσεις. Πρώτον, ο εθνικισμός πρέπει να ιστορικοποιηθεί, να εξετάζεται δηλαδή μέσα στις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται ως τέτοιος με βάση τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» (Λένιν). Δεύτερον, να εξετάζεται με βάση το πολιτικό-δημοκρατικό κριτήριο. Ως σημερινά παραδείγματα θα ανέφερα το εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα των Κούρδων και των Παλαιστινίων. Αυτοί οι εθνικισμοί δεν είναι αντιδραστικοί. Αυτό, θα το δει ένα μεγάλος Εβραίος Μαρξιστής, ο Ισαάκ Ντώϋτσερ, όταν θα πει, αναφερόμενος στη περίπτωση των Παλαιστινίων, ότι «πρέπει να διακρίνουμε πάντα μεταξύ του εθνικισμού του δυνατού και του εθνικισμού του αδύνατου» και ως Μαρξιστές να συντασσόμαστε με τον εθνικισμό του αδύνατου, δηλαδή των Παιλαιστινίων. Όταν ο εθνικισμός αποτελεί μέρος της δημοκρατικής αντίστασης του λαού ενάντια σε ξένη κρατική εισβολή, προσβολή ή επιβολή, τότε δεν είναι αντιδραστικός. Όσο για τη διαμάχη Λένιν-Λούξεμπουργκ, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Λένιν είχε λάθος. Αναλύοντας τη περίπτωση της Πολωνίας, η μεγάλη Μαρξίστρια διαννοούμενη, υποστήριξε ότι ο εθνικισμός στη Πολωνία δεν έχει καμμία σχέση με την ανύπαρκτη βιομηχανία της, αλλά είναι γέννημα-θρέμα της αγροτικής κοινωνίας, άρα, το νεωτερικό-Ευρωκεντρικό σχήμα δεν ισχύει για τη Πολωνία. Θα πρόσθετα: δεν ισχύει ούτε για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και για ολόκληρη την Ασία.
Δεύτερη κρίση – Για το ζήτημα της «εξάρτησης» της Ελλάδας
Το θέμα αυτό, αν και φαινομενικά είναι εύκολο να εξεταστεί καταλήγοντας ότι η Ελλάδα είναι μία «εξαρτημένη» χώρα, στην ουσία του είναι περίπλοκο. Στη κοινή μου δουλειά για την Ελλάδα και την Ευρώπη με το Κων/νο Δημουλά – Αγγλική έκδοση το 2013 και Ελληνική το 2015 απ’ τις εκδόσεις Επίκεντρο – αναπτύσσουμε ένα σύνθετο επιχείρημα καταδεικνύοντας ότι η θεμελίωση της σύγχρονης Ελλάδας είναι περισσότερο αποτέλεσμα των γεω-πολιτικών συγκρούσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, το Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, παρά μία απευθείας απόφυση κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων και συγκρούσεων. Γεω-πολιτική, κοινωνία και οικονομία συμπλέκονται ανηλεώς, όμως η συγκρότηση του Ελληνικού κράτους 40 και 50 χρόνια πριν την Ιταλία και τη Γερμανία – χώρες με εσωτερικές αστικές δυναμικές ποιοτικά πολύ πιο ισχυρές απ’ ότι αυτές του Ελλαδικού χώρου – οφείλεται πρώτιστα στον ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας, από τη μια μεριά, και της Αγγλίας-Γαλλίας, απ’ την άλλη. Η γεωπολιτική δημιουργία ενός Ελληνικού χριστιανικού κρατιδίου στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία συνέπλεε με τη Δυτικο-Ευρωπαϊκή γεω-πολιτισμική αφήγηση της αρχαίας Ελλάδας – φαντασιακή ή όχι δεν έχει σημασία διότι παρήγαγε ιστορικά αποτελέσματα – θα ετίθετο υπό τον πολιτικό έλεγχο των Αγγλο-Γάλλων και θα φρενάριζε τη Ρωσική κάθοδο στα θερμά νερά της Μεσογείου μέσα απ’ τα Δαρδανέλια. Ταυτόχρονα, θα τσεκάριζε την εξουσία της Υψηλής Πύλης στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς τα Αγγλο-Γαλλικά κεφάλαια μετεξελίσσονταν σε μονοπωλιακά, δηλαδή ο Δυτικο-Ερωπαϊκός καπιταλισμός γινόταν ιμπεριαλισμός, έτσι όπως τον ανέλυσαν αργότερα οι Χόμπσον, Χίλφερντιγκ, Λούξεμπουργκ, Μπουχάριν και Λένιν με τις όποιες επιμέρους διαφορές τους. Μία σύντομη παρένθεση. Ας μην νομιστεί ότι οι Αγγλο-Γάλλοι είναι απ’ την αρχή με τους εξεγερμένους. Η Αγγλία, κάτοχος των Ιονίων νησιών, συγκρούστηκε τα πρώτα χρόνια της επανάστασης με τους Έλληνες και άρχισε να υποστηρίζει την Ελλάδα μόνο όταν είδε ότι η Ρωσία ευννοεί σθεναρά την εξέγερση επεξεργαζόμενη ένα είδος ανεξαρτησίας της Ελλάδας όπως αυτό της Μολδοβλαχίας, δηλ. υπο την ηγεμονία της.
Δεν γνωρίζω ο Μηλιός ή οι συγγραφείς που εργάζονται σε θέματα οικονομικής ιστορίας και στους οποίους αναφέρεται να έχουν παρουσιάσει επαρκή συγκριτικά μακρο-οικονομικά στοιχεία κεφαλαιακής συσσώρευσης μεταξύ του «Ελληνικού» καπιταλισμού το 19ο αι. και του αντίστοιχου Δυτικο-Ευρωπαϊκού. Ωστόσο, τα «δάνεια της επανάστασης» μας λένε κάτι άλλο που αποφεύγεται να θιχτεί απ’ το Μηλιό. Ο Μηλιός μας λέει ότι «τα δάνεια είναι πρόπλασμα αναγνώρισης της ανεξαρτησίας» (1821, σ.133). Δεν είναι έτσι. Τα δάνεια μας λένε ότι η «Ελληνική αστική τάξη», κυρίως αυτή των εμπόρων και των καραβοκύρηδων, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσει πλήρως τον αγώνα, χρειαζόταν να καταφύγει στον εξωτερικό δανεισμό. Έκαναν δηλαδή κάτι που – εκτός κι αν είμαι εντελώς λάθος – ούτε ο Βίσμαρκ έκανε όταν εξακτίνωνε την ενοποίηση της Γερμανίας απ’ τη Πρωσία έως τους Αυστρο-Ουγγρικούς, Πολωνικούς και Γαλλικούς χώρους, αλλά ούτε και ο Καβούρ ή ο Γκαριμπάλντι τη περίοδο του Ιταλικού Risorgimento, όταν πήγαιναν το Πιεδεμόντιο στη Σικελία. Τα επίσημα δάνεια είναι ένα πολύ σοβαρό στοιχείο εξάρτησης μιας διαδικασίας εθνικής ενοποίησης – αλλά και όχι μόνο – τα οποία δηλώνουν αδυναμία της (εθνικής) αστικής τάξης να αναπαράγει αυτοτελώς τον εαυτό της στον οικονομικό-γεωγραφικό χώρο τον οποίο διεκδικεί και θέλει να κυριαρχήσει με πολιτικά μέσα – δημιουργία κράτους, υπουργείων, διοίκησης, φορολογικών υπηρεσιών, κομμάτων, στρατού, φυλακών, αστυνομίας, εκπαίδευσης κλπ). Για να το πω αλλοιώς, διευρυμένη αναπαραγωγή (Ελληνικού) κεφαλαίου μέσα στον – ακόμα ακαθόριστο – Ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, δηλαδή διευρυμένη υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, δεν υπάρχει στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα. Γιαυτό και το νέο Ελληνικό («αστικό») κράτος αδυνατεί να χρηματοδοτήσει θεμελιακές λειτουργίες αναπαραγωγής, όπως αυτή του θεσμικού εκσυγχρονισμού της κρατικής διοίκησης και του στρατού. Το 1824-5 η Ελλάδα είναι ήδη χρεωκοπημένη πριν ακόμα καν αναγνωριστεί ως κράτος. Ενώ η Μεγάλη Ιδέα με το όραμα των «αλύτρωτων αδερφών» θριαμβολογούσε μέσα στο λόγο των πολιτικών ελίτ, χρήματα για να τη φέρουν σε πέρας δεν υπήρχαν. Και δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχε μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο και παραγωγή, δεμένο με το τραπεζικό τομέα. Στη συνέχεια, βέβαια, μετά τη ανακήρυξη κράτους, αλυτρωτικές προτροπές γινόταν για ψηφοθηρικούς λόγους ή/και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και επικοινωνίας. Έτσι, όταν μερικά τμήματα ενός παντελώς ανοργάνωτου Ελληνικού στρατού μπήκαν στη Θεσσαλία με ενθάρρυνση της Ρωσίας μετά το Κριμαϊκό πόλεμο, οι Αγγλο-Γάλλοι καταλαμβάνουν το λιμάνι του Πειραιά (1854-57). Τα ίδια συνέβαιναν και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη και, μετά, την ταπείνωση του 1897. Μέχρι εκεί πήγαινε η «ανεξαρτησία» της Ελληνικής «αστικής τάξης» και του κράτους «της». Αλλά ανεξαρτησία δεν υπήρξε ούτε τότε, ούτε βέβαια σήμερα. Αυτή, εξακολουθεί να παραμένει το ζητούμενο.
Ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι ως κράτος (ή αστική τάξη) δεν έχεις περιορισμούς στη διαδικασία της κεφαλαιακής συσσώρευσης, ή στην άσκηση προβολής της ισχύος σε περιφερειακό ή/και παγκόσμιο επίπεδο – αυτό που επιτυχώς αποκαλούμε στ’ αγγλικά ως constraints (αντικειμενικοί/δομικοί περιορισμοί). Ανεξαρτησία σημαίνει ισότιμη συμμετοχή στη παγκόσμια διανομή ισχύος και ισοδύναμη συμμετοχή στο διεθνή κοινωνικό/τεχνικό καταμερισμό εργασίας. Όταν συνηγορούν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε κατέχεις και διπλωματική διαπραγματευτική ισχύ. Η Ελλάδα, απ’ την απαρχή της ως κράτους, κατέχει τόσο εξαρτημένη όσο και δυναστευόμενη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας – και στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα αργότερα. Αυτό δεν έχει, κατ’ ουσία, αλλάξει μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει περιορισμένη ελευθερία δράσης για το κράτος και τις κυρίαρχες τάξεις του ή, για να το πω αλλοιώς, η ελευθερία δράσης αφορά θέματα τα οποία δεν αγγίζουν πυρήνες άλλων, πολύ πιο σημαντικών, κρατικών-ταξικών συμφερότων και δρώντων. Εδώ, βέβαια, πρέπει να συζητηθεί και το περίφημο θέμα της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους, αλλά χρειάζεται το κατάλληλο χώρο του.
Τούτου λεχθέντος, η Ελλάδα δεν υπήρξε ούτε τότε αλλά και σε καμμία περίοδο της ιστορίας της, μία ιμπεριαλιστική δύναμη, δρώντας αυτοτελώς, όπως ισχυρίζεται ο Μηλιός εδώ, αλλά και σ’ άλλα έργα του. Ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες βεβαίως και υπήρχαν, με προεξέχουσα την ιστορική στιγμή του Ελευθερίου Βενιζέλου τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Όμως, δεν ήταν ιμπεριαλιστική strictu sensu, διότι ούτε εξαγωγές μεγάλου κεφαλαίου υπήρχαν, ούτε και εξαγωγές παγκόσμιας ισχύος. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, και ορθά, ότι ήταν διαμετακομιστής μεγάλου κεφαλαίου και ότι επεδίωκε να δράση ως αντιπρόσωπος των συμφερόντων του με υποβάσταγμα ισχύος – στη περίπτωση του Βενιζέλου, θα λέγαμε, ότι αυτή είναι η περίπτωση με τη στρατιωτική αποστολή στην Ουκρανία ενάντια στους μπολσεβίκους, η απόβαση στην Ιωνία κλπ). Αλλά αυτό σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τον ιμπεριαλισμό των «Μεγάλων Δυνάμεων». Κατά πρώτο λόγο, ο Βενιζελικός «ιμπεριαλισμός» είχε μία ξεκάθαρη «δεσπόζουσα», συγκεκριμένα, κηδεμονευόταν πρωτίστως απ’ τον Αγγλικό και, δευτερευόντως, Γαλλικό ιμπεριαλισμό. Όπως θα υποστηρίξει ο Κων/νος Τσουκαλάς στο κλασσικό του έργο, Εξάρτηση και αναπαραγωγή (Θεμέλιο, 1985), απ’ το 1860 και μετά ο Δυτικο-Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και η εξαγωγή μονοπωλιακού κεφαλαίου καθυπόταξαν εντελώς το μεταπρατικό/κομπραδόρικο κεφάλαιο της Ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα το Ελληνικό. Απ’ το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ο Αγγλο-Γαλλικός ιμπεριαλισμός ήταν μια ασταθή ισσοροπία συμβιβασμών μέσα στο κρισοποιημένο σύστημα του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, όπως σωστά είχε πρώτος διαγνώσει ο Λέον Τρότσκυ – ο Λένιν έπεται. Αυτήν την ισσοροπία εκμεταλλεύτηκε η πολιτική οξυδέρκεια του Βενιζέλου για να φέρει την Ελλάδα στην Ιωνία για πάνω από τρία χρόνια (Μάϊος 1919 – Αύγουστος 1922).
Υπάρχει επίσης κι ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος, ο οποίος δεν καθιστά την Ελλάδα ιμπεριαλιστική. Υπήρχαν ισχυρές Ελληνικές κοινότητες τόσο στη Κων/πολη όσο και σ’ όλα τα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας, κοινότητες μάλιστα που ήταν μονίμως υπό διωγμό απ’ τη δεκαετία του 1820 και που εντεινόταν, ειδικά τις περιόδους Ελληνο-Οθωμανικών συγκρούσεων πριν το 1919. Υπολογίζεται ότι ο Ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας το 1920 ήταν το 26-29% του συνολικού πληθυσμού και οι Έλληνες στη Κων/πολη ήταν πάνω από το 50%. Το Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια (Κυδωνίες), είχαν καταστραφεί ολοσχερώς το 1821 για αντίποινα λόγω της εξέγερσης στη κυρίως Ελλάδα, αλλά μέχρι το 1920 συγκέντρωσε πάλι τον Ελληνικό πληθυσμό του, γύρω στις 40,000. Η μαρτυρία του Αρνολντ Τόϋνμπι εδώ, στο βιβλίο του Το Δυτικό ζήτημα σε Ελλάδα και Τουρκία είναι αποκαλυπτική: «στο Αϊβαλί», θα πει ο Τόϋνμπι, «σ’ αντίθεση μ’ άλλες πόλεις των Μικρασιατικών παραλίων, δεν συνάντησα ούτε ένα Μουσουλμάνο». Να σημειώσω ότι ο Τόϋνμπι έχασε την χρηματοδοτούμενη – απ’ το κράτος τους Βενιζέλου – έδρα του στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, γιατί τα συμπεράσματά του δεν ευνοούσαν τα σχέδια του Βενιζέλου για απόβαση στη Σμύρνη. Βασικά, ο Τόϋνμπι υποστήριζε ότι οι Έλληνες, εθνογραφικά, μειοψηφούν ακόμα και στο «σαντζάκιο της Σμύρνης».
Συνοπτικά, υποστηρίζω ότι η «Μεγάλη Ιδέα» και η «απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών» ήταν το πολιτικο-ιδεολογικό επικάλλυμα ενός κυρίαρχου περιφερειακού μεταπρατισμού που, υπό την κηδεμονία του Δυτικο-Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για τους πολύ συγκεκριμένους λόγους που είχε προβλέψει ο Ιωάννης Μεταξάς σε δύο αυστηρές εκθέσεις του που είχε συντάξει το 1915 κατά παραγγελία του ίδιου του Βενιζέλου (Φούσκας και Δημουλάς, 2015, σ.135). Κοντολογής, ενώ θα συμφωνούσα με το Μηλιό για το ότι η Μεγάλη Ιδέα ενυπάρχει απ’ τα χρόνια της επανάστασης του 1821 και των εμπνευστών της, αυτή δεν παραμένει καθόλου αναλλοίωτη. Τουναντίον, μεταλλάσσεται μέσα στο χρόνο, κάνει συμμαχίες, έχει πισωγυρίσματα και, τελικά, υποτάσσεται στο μονοπωλιακό κεφάλαιο της Αγγλίας και της Γαλλίας για να καταρρεύσει στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1922 για πολύ προβλέψιμους λόγους, που είχαν επισυμανθεί έγκαιρα και πολύ πριν την απόβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Ο περίφημος «εθνικός διχασμός» εδράζεται ακριβώς στις αντιφάσεις του σχεδίου τις «Μεγάλης Ιδέας», αντιφάσεις που έκοψαν στα δύο τις Ελληνικές πολιτικές «ελίτ».
Στη κοινή μας μελέτη, τέλος, υποστηρίζουμε ότι, με ελάχιστες ιστορικές εξαιρέσεις, η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης στην Ελλάδα είναι το μεταπρατικό-κομπραδόρικο κεφάλαιο, όπως αυτό εξελίσσεται και μετεξελίσσεται στη διαχρονία σε κάθε φάση ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης στην οποία εντάσσεται η Ελλάδα ως δυναστευόμενη κοινωνική οικονομία και πολιτεία. Αυτή η μερίδα, θα πει ο Πουλαντζάς στις Κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό (1973-74) δίνοντας ένα δομικό κριτήριο, είναι «τριπλά εξαρτημένη, πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά» απ’ το ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Η μόνη ιστορική περίοδος κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκεται, τρόπον τινά, υπό την καθοριστική επήρρεια μιας ενδογενούς βιομηχανικής τάξης, είναι η περίοδος που συμπίπτει με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και την οικονομική πολιτική της «υποκατάστασης των εισαγωγών». Ήταν η περίοδος της παντελούς κατάρρευσης της παγκόσμιας Αγγλικής ηγεμονίας και του Χρυσού Κανόνα, που οδήγησε στο κλείσιμο των παγκόσμιων αγορών μετά το κραχ του 1929, την έλευση του Ναζισμού και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η περίοδος των «οικονομικών θαυμάτων» της δεκαετία του 1950 και 1960, που συμπίπτει εξάλλου και με το κύκλο ανάπτυξης σ’ όλη τη καπιταλιστική Δύση, δίνουν στην Ελλάδα μία νέα βιομηχανική ώθηση, αλλά αυτή αδυνατεί να υπερκεράσει τη ποιοτική δυναμική των Αμερικανικών κεφαλαίων (1950-1980) και, μετέπειτα, των Ευρωπαϊκών (1980-2020). Η ένταξη της χώρας σε ΕΟΚ/ΕΕ (1981) και ΟΝΕ (2001) και ο εναγκαλισμός του περίφημου «Συμφώνου Σταθερότητας», οδηγεί πλέον την Ελλάδα σε μία θεσμική σύμφυση με το σύμπλεγμα Βρυξέλλες-Βερολίνο, ενώ στον αμυντικό τομέα η εξάρτηση μέσω των ΗΠΑ παραμένει (δες εδώ τη μελέτη μου με το Μπουλέντ Γκόκάϋ, Η αποσύνθεση του Ευρω-Ατλαντισμού και ο νέος αυταρχισμός, Επίκεντρο, Αθήνα 2020). Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από τη θεαματική άνοδο των Ασιατικών δυνάμεων, πάνω απ’ όλα της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας. Ο κόσμος μας είναι πλέον ρητά πολυ-πολικός. Αυτή η ανάλυση μας διαφοροποιούσε σχετικά στο θέμα της εξόδου ή μη της χώρας από την Ευρωζώνη/ΕΕ, που είχε τεθεί επί τάπητος απ’ το 2009 μέχρι το μοιραίο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Η θέση μας ήταν ότι έξοδος από Ευρωζώνη/ΕΕ θα μπορούσε να κατευοδοθεί με επιτυχία μόνο όταν έχουν εμπεδωθεί εναλλακτικές γεωπολιτικές συμμαχίες της χώρας στο νέο αυτό πολυ-πολικό κόσμο. Ταυτόχρονα αναγνωρίζαμε τη σεισάχθεια ως τη πιο ελπιδοφόρα οικονομική στρατηγική. Όλες οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν δικαιώσει τις αναλύσεις μας.
Αντί επιλόγου
Θα περιοριστώ εδώ στην επιγραμματική συνόψιση των επιχειρημάτων μου.
Ενώ είναι σωστό ότι δεν υπάρχει αναλλοίωτος πυρήνας του Ελληνικού έθνους απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αυτό δεν σημαίνει ότι πολιτισμικά και γλωσσικά στοιχεία δεν είχαν μεταφερθεί από γενεά σε γενεά, ειδικά μέσω εκκλησιαστικών φορέων, γλωσσομαθών και διδασκάλων. Το 1821 δεν προήλθε ex nihilo και δεν ήταν ακραιφνώς νεωτερικό, με την Ευρωκεντρική έννοια του όρου. Η αναγνώριση αυτής της ιστορικής πραγματικότητας δεν οδηγεί απαραίτητα ούτε σε εθνικισμούς ούτε σε ρατσισμούς.
Η μέθοδος απόδειξης των επιχειρημάτων του Μηλιού είναι, σε πολλά σημεία, ελλειπής (θίξαμε μόνο τρία, υπάρχουν κι άλλα). Επειδή δεν γίνεται αρχειακή έρευνα, ο συγγραφέας προσπαθεί να τεκμηριώσει θέσεις με αναφορές εκτός ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα. Όπως είδαμε, μεταξύ άλλων, η κατάληψη της Τριπολιτσάς και οι σφαγές που ακολούθησαν δεν είναι ορθό να κριθούν με αναφορές στο έργο του Πουλαντζά. Επίσης, ο εθνικισμός είναι, πάνω απ’ όλα, μία ιστορική έννοια. Αυτό σημαίνει ότι η προοδευτικότητά του εξαρτάται πρώτιστα απ’ την ιστορικότητά του και έπειτα από πολιτικά-δημοκρατικά κριτήρια.
Εξ’ απαρχής, η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και, αργότερα, στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα είναι εξαρτημένη και δυναστευόμενη. Αυτό δεν σημαίνει ότι το (Ελληνικό) κράτος δεν έχει σχετική αυτονομία. Έχει. Υπόκειται όμως σε πολύ πιο αυστηρά constraints, για παράδειγμα, απ’ ότι – για να μιλήσουμε για το σήμερα – η Αγγλία ή η Τουρκία. Ταυτόχρονα, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ, πόσο μάλλον το 1830, μία ιμπεριαλιστική χώρα.
Ο χώρος που αφιέρωσα για τη κριτική παρουσίαση των θέσεων του Γιάνη Μηλιού στο τελευταίο του βιβλίο για την Ελληνική επανάσταση του 1821 αντανακλούν και τη σημασία που έχει η μελέτη του, αλλά και η γενικότερη έρευνά του, για τη προώθηση της κριτικής Μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα.
*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της Journal of Balkan and Near Eastern Studies (Routledge – Taylor & Francis). Ευχαριστίες οφείλονται στο Κων/νο Δημουλά για τα εμβριθή του σχόλια σε πρωτύτερη μορφή του κειμένου.
Αναδημοσίευση από το ThePressProject.gr