του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου
Πάντειο Πανεπιστήμιο
εφημ. Documento/Hot doc History, 5/12/2021
Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία σημαδεύτηκε από την προσπάθεια των εγχώριων κύκλων της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας αλλά και των ΗΠΑ να ελέγξουν και χαλιναγωγήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί εξαιτίας της προδοσίας της Κύπρου από τη χούντα, των μεγάλων άλυτων κοινωνικών προβλημάτων, τη διαφθορά των χουντικών, τη σωρεία σκανδάλων, την καταπίεση που κορυφώθηκε με τη σφαγή στο Πολυτεχνείο[1]. Οι ΗΠΑ φοβούνταν ιδίως το ενδεχόμενο να ξεσπάσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις και να χαθεί η Ελλάδα από την επιρροή του δυτικού μπλοκ. Οι αμερικανοί είχαν έτοιμα ακόμη και σχέδια εκκένωσης των στρατιωτικών τους βάσεων[2].
Και έτσι επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά εκείνο που είχε πει το 1841 ο τότε πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα: “μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα αποτελεί παραλογισμό”[3]. Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ, όπως πρώτα ενορχήστρωσαν τη δικτατορία και την προδοσία της Κύπρου, στη συνέχεια ενορχήστρωσαν τη μετάβαση σε μια ελεγχόμενη δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πτώση της δικτατορικής κυβέρνησης προαναγγέλθηκε ουσιαστικά μια μέρα πριν σε συνέντευξη τύπου του Χ. Κίσινγκερ. Τώρα πλέον είναι γνωστές λεπτομέρειες για τις συναντήσεις αξιωματούχων των ΗΠΑ με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες (Κ. Καραμανλής, συγκεκριμένοι βιομήχανοι και εφοπλιστές, Α. Παπανδρέου κλπ) για να προετοιμάσουν τις εξελίξεις[4]. Ακόμη και η έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από την μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας εντασσόταν στην προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Υπό το κλίμα αυτό διαμορφώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν αυτή την πρώτη περίοδο μετά την πτώση της χούντας και που χαρακτήρισαν την μεταπολίτευση. Έθεσαν κατά κάποιο τρόπο και τα θεμέλια της κρίσης που διανύουμε από το 2009 και έπειτα.
Η οριοθέτηση του πολιτικού συστήματος
Το πρώτο χαρακτηριστικό αφορούσε στην οικοδόμηση ενός πολιτικού συστήματος το οποίο ήταν βέβαια σαφώς δημοκρατικότερο της μετεμφυλιακής περιόδου αλλά από την άλλη δεν έπαυε να έχει στοιχεία αντιδημοκρατικά και αυταρχικά. Το κύριο αυτό χαρακτηριστικό αποτυπώθηκε με τον πιο καθαρό τρόπο στο ίδιο το Σύνταγμα του 1975 και στη διαμόρφωση του κρατικού μηχανισμού αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας.
Η τάση φάνηκε ήδη με την υιοθέτηση της Συντακτικής Πράξης της 1/8/1974 “Περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της Χώρας”. Εκεί στο άρθρο 1 καθοριζόταν ότι επανερχόταν σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων που αφορούσαν στη μορφή του πολιτεύματος[5].
Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Θα μπορούσαν να υπάρξουν εναλλακτικές επιλογές όπως για παράδειγμα να υιοθετηθεί προσωρινά ένα μέρος των διατάξεων του προγενέστερου αλλά πιο δημοκρατικού Συντάγματος, εκείνου της αβασίλευτης Δημοκρατίας του 1927. Με την επιλογή όμως του Συντάγματος του 1952 γινόταν προσπάθεια να οριοθετηθούν οι εξελίξεις. Υπογραμμιζόταν η συνέχεια του πολιτικού συστήματος, παρά την όποια ασυνέχεια λόγω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και των πολιτικών κομμάτων μέσω του ν.δ. 59/1974 “περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων”.
Το Σύνταγμα του 1952 ήταν βαθιά αντιδημοκρατικό, καρπός των μετεμφυλιοπολεμικών συνθηκών. Ήταν ένα Σύνταγμα που εκτός των άλλων, δεν κατοχύρωνε το δικαίωμα στην απεργία, την απαγόρευε ρητά για τους δημοσίους υπαλλήλους, έθετε δρακόντειους περιορισμούς στο δικαίωμα του συνδικαλισμού και όριζε στο άρθρο 100 ότι “ιδεολογίαι σκοπούσαι την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου”.
Η Συντακτική Πράξη του 1974 εξαιρούσε από την επαναφορά τις διατάξεις περί πολιτεύματος. Ο βασιλικός θεσμός, πηγή αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών παρεμβάσεων και σύμβολο της ξένης παρέμβασης, είχε τόσο φθαρεί στη συνείδηση του λαού ώστε ήταν αδύνατο να επανέλθει μετά τη δικτατορία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κάποιοι παράγοντες του Λευκού Οίκου πρότειναν την επαναφορά του βασιλιά αλλά δεν εισακούστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ[6]. Η θυσία του βασιλικού θεσμού ήταν προαποφασισμένη, μια παραχώρηση στην οργισμένη κοινή γνώμη.
Στο ίδιο πνεύμα βρισκόταν η οριοθέτηση της διαδικασίας ψήφισης νέου Συντάγματος ως αναθεωρητικής. Τι σήμαινε αυτό; Αποκλείστηκε δηλαδή η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης η οποία θα μπορούσε να υιοθετήσει ένα εντελώς νέο Σύνταγμα και, θεωρητικά τουλάχιστον, να απομακρυνθεί κατά πολύ από το Σύνταγμα του 1952, ακόμη και από τα πρότυπα της αστικής δημοκρατίας προς πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι το πρώτο Σύνταγμα της Πορτογαλίας (1976), που υιοθετήθηκε μετά την επανάσταση των γαριφάλων και την πτώση της εκεί δικτατορίας, ήταν εξαιρετικά ριζοσπαστικό. Προέβλεπε εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και μια σειρά άλλες ριζοσπαστικού ακόμη και επαναστατικού περιεχομένου διατάξεις[7].
Αυτή ακριβώς την προοπτική ήθελαν οι κυβερνώντες να αποφύγουν. Παρότι υπήρξαν φωνές για σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης, ακολουθήθηκε μια ψευδοαναθεωρητική διαδικασία. Στην πραγματικότητα ήταν μια “συντακτική με περιορισμένη εντολή” καθώς στις θεμελιώδεις διατάξεις του περί πολιτεύματος (βασιλευόμενη δημοκρατία) απομακρύνθηκαν από το Σύνταγμα του 1952[8]. Ούτε η διαδικασία αναθεώρησης που όριζε το Σύνταγμα του 1952 ακολουθήθηκε. Ανάλογη εμπειρία είχε η χώρα μας το 1911. Έγινε και τότε αναθεώρηση του Συντάγματος και όχι Συντακτική Συνέλευση, όπως απαιτούσε ο λαός από τον Βενιζέλο στη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος[9]. Ο σκοπός τότε ήταν να μην ριζοσπαστικοποιηθεί η διαδικασία και αμφισβητηθεί ο πυρήνας του πολιτεύματος, δηλαδή η μοναρχία, ο τοποτηρητής και εκφραστής των ξένων και εγχώριων μεγάλων συμφερόντων.
Η οριοθέτηση του οικονομικού συστήματος
Πιο χαρακτηριστική είναι η οριοθέτηση του οικονομικού συστήματος. Η πρόνοια της Συντακτικής Πράξης ήταν να κατοχυρωθεί όχι απλά η μακροημέρευση του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος αλλά κάποιες ειδικότερες πλευρές του που χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν τη χώρα μας.
Έτσι, από τα μόλις 15 άρθρα της Συντακτικής Πράξης της 1/8/1974, το ένα (άρθρο 9) φρόντιζε να διατηρήσει ρητά σε εφαρμογή το άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952. Γιατί υπήρχε αυτή η ιδιαίτερη, ειδική μέριμνα και σπουδή; Γιατί απλούστατα το άρθρο 112 ήταν εκείνο που κατοχύρωνε συνταγματικά (και όχι μόνο σε επίπεδο κοινού νόμου) τα σκανδαλώδη φορολογικά και άλλα προνόμια του ξένου και του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Το αυταρχικό Σύνταγμα του 1975
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους το πρώτο σχέδιο Συντάγματος που έφερε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση της ΝΔ, περιλάμβανε πολλές διατάξεις από τα χουντικά “συνταγματικά” κείμενα του 1968 και του 1973. Παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια της συζήτησης έγιναν βελτιωτικές παρεμβάσεις και αφαιρέθηκαν πολλές από αυτές, παρέμεινε ο αυταρχικός προσανατολισμός του Συντάγματος. Δεν μετεβλήθη κατά βάση ούτε στις επόμενες αναθεωρήσεις. Αυτός εντοπίζεται σε τέσσερεις κυρίως άξονες.
Πρώτος άξονας
Καθορίζει συνταγματικά μια μειωμένη εθνική κυριαρχία. Αυτό γίνεται με δυο τρόπους. Πρώτα με την παροχή δυνατότητας για εγκαθίδρυση ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος της χώρας στο άρθρο 27 παρ. 2. Πρόκειται βέβαια για ζήτημα που ταλάνιζε την πατρίδα μας και πριν το Σύνταγμα του 1975. Εξακολουθεί και σήμερα να απασχολεί ιδίως με τις πρόσφατες ελληνοαμερικανικές συμφωνίες οι οποίες παραβιάζουν το Σύνταγμα καθώς δίνουν αόριστες ευχέρειες για την αξιοποίηση στρατιωτικών και πολιτικών εγκαταστάσεων ανά την επικράτεια.
Δεύτερο, με τη δυνατότητα που δίνει το άρθρο 28 για παραχώρηση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Είναι ενδεικτικό ότι η τότε κυβερνητική πλειοψηφία αρνήθηκε τις προτάσεις της αντιπολίτευσης (που περιλάμβανε από την Ενωση Κέντρου και το ΠΑΣΟΚ μέχρι το ΚΚΕ και την ΕΔΑ), η οποία πρότεινε να επιτρέπεται η παραχώρηση μόνο με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Οι συνέπειες είναι γνωστές: επιβολή της ευρωενωσιακής νομοθεσίας στη χώρα μας, συρρίκνωση και καταστροφή των παραγωγικών της δυνατοτήτων, κρίση χρέους, επιτροπεία από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Δεύτερος άξονας
Δεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Οι πρώτες κιόλας εκλογές που διοργανώθηκαν μετά την πτώση της χούντας έγιναν με καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα. Η αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος μέσω των διάφορων εκλογικών συστημάτων συνοδεύει αδιάλειπτα το πολιτικό μας σύστημα. Διαμορφώνει μειοψηφίες κάτω του 50% σε κυβερνητικές πλειοψηφίες – δυνάστες της Βουλής και του λαού.
Εγκαθιδρύει μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία σε βάρος της Βουλής και των αντιπροσώπων του λαού. Αυτός ήταν μάλιστα ένας από τους κεντρικούς και ανοιχτά διατυπωμένους στόχους της αναθεωρητικής πλειοψηφίας[10]. Παρά το γεγονός ότι με την αναθεώρηση του 1986 αμβλύνθηκαν κάποιες πλευρές με την αφαίρεση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, το πρόβλημα παραμένει. Το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο και οι πανίσχυρες κυβερνήσεις δυσκολεύουν τον πραγματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και ακόμη περισσότερο τον λαϊκό έλεγχο.
Τρίτος άξονας
Στον τομέα των δικαιωμάτων, παρότι το Σύνταγμα του 1975 βρίσκεται μπροστά σε σχέση με εκείνο του 1952, ωστόσο σημαδεύτηκε και αυτό από τη λογική των περιορισμών έναντι του μη ανοιχτά πλέον ομολογημένου “εχθρού λαού”. Δεν είναι έτσι τυχαίοι οι περιορισμοί στο απεργιακό δικαίωμα που ενεγράφησαν στο άρθρο 23 ούτε οι περιορισμοί στο δικαίωμα στη συνάθροιση του άρθρου 11. Στο επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων επίσης το Σύνταγμα αποδείχθηκε φειδωλό σε σχέση με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής.
Τέταρτος άξονας
Στα ζητήματα της οικονομίας το Σύνταγμα ακολουθούσε την πεπατημένη. Κατοχύρωνε τα προνόμια του ξένου και εφοπλιστικού κεφαλαίου στο άρθρο 107. Στο άρθρο 106 προέβλεπε απλώς τη δυνατότητα εξαγοράς επιχειρήσεων που έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή κοινωφελή. Στην πραγματικότητα, όποιες κρατικοποιήσεις έγιναν την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή ή Παπανδρέου, είχαν στόχο τη μεταφορά των χρεών και των βαρών στο δημόσιο και την αντίστοιχη διάσωση των μεγαλοεπιχειρηματιών. Όπως τόνιζε στο αντισχέδιο Συντάγματος που κατέθεσε τότε το ΠΑΣΟΚ, το Σύνταγμα “θεωρεί σαν επιβεβλημένη και διατηρητέα την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της οικονομίας μας και μάλιστα στην πιο ανεξέλεγκτη μορφή της”.
Δεν υπήρξε πρόνοια ώστε ο δημόσιος τομέας να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της ριζικής άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αντίθετα, για παράδειγμα, το Πορτογαλικό Σύνταγμα του 1976 προέβλεπε την εθνικοποίηση επιχειρήσεων, το σχεδιασμό της οικονομικής ανάπτυξης και την πειθαρχία στις ξένες επενδύσεις με κριτήρια τα συμφέροντα των εργαζομένων και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους.
Η περιορισμένη αποχουντοποίηση
Στο καίριο και ακανθώδες ζήτημα της εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τους πραξικοπηματίες και τους συνεργάτες τους, ακολουθήθηκε στην ουσία η προτροπή του Κ. Τσάτσου, στενού συνεργάτη του Κ. Καραμανλή, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του Συντάγματος του 1975. Απευθυνόμενος σε βουλευτές της ΕΔΑ το 1958 (όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση) ο Κ. Τσάτσος είχε πει: “Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε τα χέρια και να παραδοθούμε. Θα σας αντιμετωπίσωμε με τα Σώματα Ασφαλείας και τα άλλα όργανα του κράτους”[11].
Στη λογική αυτή η αποχουντοποίηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Ακόμη και οι κορυφαίοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων την εποχή της χούντας (Γκιζίκης, Μπονάνος κλπ) έμειναν στο απυρόβλητο σε μια μη ομολογημένη συμφωνία με την κυβέρνηση Καραμανλή[12]. Λίγοι χουντικοί δικάστηκαν και λίγοι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό. Κάπως μεγαλύτερη ήταν η αποχουντοποίηση μόνο στα πανεπιστήμια λόγω της μεγάλης πίεσης και του ρόλου του φοιτητικού κινήματος. Οι ίδιοι οι αρχιπραξικοπηματίες έπεσαν ουσιαστικά στα μαλακά όταν ο τότε πρωθυπουργός μετέτρεψε τη θανατική ποινή τους σε ισόβια.
Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο έρχονταν κατά καιρούς στην επιφάνεια της δημοσιότητας τα διάφορα χουντικά “σταγονίδια”. Είναι η σκληρή εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης που ανασύρεται με τον ένα ή άλλο τρόπο σε περιόδους κρίσεων. Μετά την κρίση του 2009 γνωρίσαμε το φαινόμενο της έξαρσης του νεοναζισμού και των διασυνδέσεών του με τον κρατικό μηχανισμό, ιδίως με τα σώματα ασφαλείας καμιά φορά ακόμη και με τη Δικαιοσύνη. Στην ίδια προβληματική εντάσσονται τα φαινόμενα παραβατικότητας και ατιμωρησίας των αστυνομικών που ιδιαίτερα τελευταία γνωρίζουν έξαρση.
Γενικότερα, το Σύνταγμα του 1975/86/01/19 αποτελεί μέρος του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού μας προβλήματος. Η ιδέα μιας Συντακτικής Συνέλευσης για την υιοθέτηση ενός ριζοσπαστικά δημοκρατικού νέου Συντάγματος, που θα άνοιγε νέους δρόμους, θα άξιζε να μας απασχολήσει κάποια στιγμή[13].
[1] Βλ. Δ. Ελευθεράτος, Λαμόγια στο χακί, Αθήνα, εκδ. Τόπος,
[2] Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 532.
[3] Βλ. T. Marshall, Η δύναμη της γεωγραφίας, Αθήνα, εκδ. Διόπτρα, 2021, σελ. 196.
[4] Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 471, 491, 211, 148-149, 121, 495, 549.
[5] Βλ. περισσότερα Δ. Καλτσώνης, Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας (1821-2001), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, σελ. 250 επ.
[6] Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 483.
[7] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας (1821-2001), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2017, σελ. 257-258.
[8] Βλ. Χ. Κουρουνδής, Το Σύνταγμα και η Αριστερά, Αθήνα, εκδ. Νήσος, 2018, σελ. 183, 212.
[9] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Σάκκουλα, 1981, σελ. 101-102.
[10] Βλ. Σ. Βλαχόπουλος – Ε. Χατζηβασιλείου, Διλήμματα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 331 επ.
[11] Βλ. Χ. Κουρουνδής, Το Σύνταγμα και η Αριστερά, Αθήνα, εκδ. Νήσος, 2018, σελ. 111.
[12] Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 476.
[13] Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;”, στο συλλ. τόμο Λ. Βατικιώτης (επιμ.), Έξοδος αδιέξοδος, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2018, σελ. 39 επ. και Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017.